του Γιάννη Πάσχου (*)
Ο κύριος συγγραφέας, έμπειρος πλέον, δεν είχε καμιά αγωνία για την παρουσίαση του νέου του βιβλίου. Ξηροστομία, ελαφριά διάρροια, βήχας, φαγούρα, δέκατα, ταχυκαρδία, επιχείλιος έρπης, όλα αυτά που τον τυραννούσαν σε παρόμοιες περιπτώσεις ανήκαν στο παρελθόν. Ήπιε ένα ποτό, φόρεσε το καλό κυριακάτικο κεφάλι και συνοδευόμενος από τους συμπαρουσιαστές -μια κομψή κυρία των τεχνών με ειδικότητα επί της νεωτέρας ελληνικής λογοτεχνίας κι έναν κύριο, γνωστό συγγραφέα, παράγοντα της κοινωνικής, πολιτιστικής και πολιτικής ζωής- εκάθησαν ο ένας δίπλα στον άλλον στο δρύινο τραπέζι, αυτός στη μέση, δεξιά η κυρία, αριστερά ο κύριος, υπό το φως δέκα εγκιβωτισμένων στο ταβάνι λαμπτήρων led.
Ο συγγραφεύς κοίταξε το κοινό, το κοινό ανταπέδωσε το βλέμμα, ο συγγραφεύς έκανε μια αδιόρατη νευρική γκριμάτσα, διόρθωσε τα γυαλιά του, έξυσε το κεφάλι του λίγο πιο πάνω από το αυτί, χαμογέλασε, έσυρε τα δάχτυλα -τον δείκτη, τον μέσο και τον παράμεσο- πάνω στο εξώφυλλο του βιβλίου και το χάιδεψε διακριτικά. Η συμπαρουσιάστρια δεξιά του ξεκούμπωσε το σακάκι της, κοίταξε αριστερά, το γκαρσόν έφερε τρία ποτά, το γκαρσόν στραβοπάτησε ελαφρώς, το κοινό γέλασε, ο συγγραφεύς ένιωσε να ιδρώνει, ο συμπαρουσιαστής αριστερά του χαμογέλασε σε μια κυρία με κραγιόν μωβ, ταυτόχρονα τέντωσε το ένα του πόδι που φορούσε καφέ κάλτσα και ήπιε δυο γουλιές από το ποτό του.
Η συμπαρουσιάστρια ξεκούμπωσε ένα κουμπί από το πουκάμισό της, ανακάθισε στην καρέκλα, το κοινό κρεμόταν από τα χείλη της, αυτή έκανε τις συστάσεις, αυτή φορούσε καλσόν μαύρο, ίσως και ίδιο χρώμα εσώρουχο, ο συγγραφεύς έβγαλε τα χέρια του από την άρθρωση του αγκώνα και κάτω (ωλένη, κερκίδα, οστά του καρπού, μετακάρπια) και τα ακούμπησε πάνω στο τραπέζι, ο κόσμος έκανε ω! το γκαρσόν μιλούσε σε μια δεσποινίδα ψηλή, ο συμπαρουσιαστής αριστερά έβγαλε μια κίτρινη οδοντόβουρτσα από την τσέπη, το κοινό έδειξε να εντυπωσιάστηκε, ανακάτεψε με τις παλάμες τα πυκνά του μαλλιά, η κυρία άφησε ένα επιφώνημα, ο συγγραφεύς είπε: Υπερβολές και της χαμογέλασε ευγενικά, ακούμπησε με τον ώμο του τον δικό της ώμο στο σημείο που φύτρωναν τα πολύχρωμα φτερά της, το κοινό έδειξε να καταλαβαίνει, όλοι κούνησαν το κεφάλι συγκαταβατικά, μια δεσποινίδα βούρκωσε, το γκαρσόν άναψε στη ζούλα τσιγάρο, ο συμπαρουσιαστής έξυσε στα γρήγορα τα αρχίδια του χωρίς να τον δει κανείς, ο συγγραφεύς άρχισε να παίρνει ένα ωραίο ροδαλό χρώμα, η κυρία έβγαλε τις ψεύτικες βλεφαρίδες της και τις πέταξε χωρίς να κοιτά προς το κοινό, ο τυχερός ήταν ένα ηλικιωμένος κοσμοπολίτης κύριος που έμοιαζε με βατράχι, τις έβαλε προσεκτικά στο τσεπάκι του πουκαμίσου του, έστειλε ένα φιλάκι στην κυρία, το κοινό χειροκρότησε, ο ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου όπου γινόταν η παρουσίαση έκανε μια φιλοφρόνηση και μια ερώτηση, ο συγγραφεύς χάρηκε και φύσηξε διακριτικά τη μύτη του, η κυρία ανασήκωσε ελαφρά το σουτιέν, μια συνηθισμένη μηχανική κίνηση, ήπιε μια γουλιά από το ποτό της και άφησε το ποτήρι με σημάδια από κραγιόν, ο συμπαρουσιαστής αριστερά φαινόταν να βαριέται, έξυσε το μούσι, γύρισε το κορμί του λίγο εμπρός, χτύπησε ελαφρά με το στυλό διαδοχικά τρεις φορές το τραπέζι, οι κόρες των ματιών του μίκρυναν, ήπιε ακόμη δυο γουλιές από το ποτό του, σκέφτηκε να ανάψει τσιγάρο, η κυρία συμπαρουσιάστρια-οφείλουμε να αναγνωρίσουμε- σκεφτόταν πιο δημιουργικά.
Από την πίσω πόρτα μπήκαν οι ήρωες του βιβλίου του κυρίου συγγραφέα, ο συγγραφέας αιφνιδιάστηκε, το κοινό τα έχασε -ίσως και να φοβήθηκε- αμέσως μετά, όμως, ξέσπασε σε φωνές άκρατου ενθουσιασμού. Οι ήρωες του βιβλίου μοίρασαν σοκολατάκια και προφυλακτικά και μετά παρατάχτηκαν ακριβώς μπροστά από το τραπέζι όπου βρισκόταν ο συγγραφέας και οι συμπαρουσιαστές και άρχισαν να τρώνε τα βιβλία που ήταν διαθέσιμα προς πώληση και όταν έφαγαν και το τελευταίο βιβλίο, ανέβηκαν ο ένας πάνω στον άλλον κι έφυγαν καλπάζοντας. Το κοινό όρθιο χειροκροτούσε, ο συγγραφεύς συγκινήθηκε βαθιά, η κυρία δίπλα του τον παρηγορούσε, ο συμπαρουσιαστής αριστερά τον βοήθησε να συναρμολογήσει την άρθρωση του αγκώνα του, ο ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου κάτι σχολίασε στη γυναίκα του -μάλλον κακό- αυτή τον μάλωσε, αν και συμφωνούσε μαζί του, ο εκδότης του κυρίου συγγραφέα κάτι ψιθύρισε από μέσα του που δεν ακούστηκε, καθεμία και καθένας από το κοινό πήρε παραμάσχαλα την καρέκλα που καθόταν κι έφυγε. Η κυρία συμπαρουσιάστρια ήταν ενθουσιασμένη, ο συμπαρουσιαστής αριστερά του συγγραφέα ήταν πιο συγκρατημένος στις εκδηλώσεις αγάπης για τον ομότεχνό του, ο συγγραφέας, αν και μούσκεμα στο ιδρώτα, ήταν περιχαρής, έβαλε το κυριακάτικο κεφάλι του προσεκτικά σε ένα κουτί από παιδικές τροφές με σκληρά χάρτινα τοιχώματα κι έφυγαν παρέα και οι τρεις σε ένα ταξί με προορισμό ένα δείπνο, όπου αποκοιμήθηκαν πάνω σε δυο μερίδες μακαρόνια πέστο, μια μερίδα γιουβέτσι, μια φέτα τυρί ψημένη με πάπρικα, μια σαλάτα του σεφ, ένα ριζότο με μανιτάρια και δυο μπουκάλια κρασί λευκό.
(*) O Γιάννης Πάσχςο είναι συγγραφέας