της Δήμητρας Ρουμπούλα
«Ένα μυθιστόρημα είναι μια μαγική πράξη. Αντανακλά αυτό που ο συγγραφέας έχει μέσα του, χωρίς να έχει ιδέα ότι κουβαλάει τόσο βάρος». Αυτό ομολογεί η Μερσέ Ροδορέδα, η σπουδαιότερη Καταλανή συγγραφέας του 20ού αιώνα, στον πρόλογο που συνοδεύει το μυθιστόρημά της «Σπασμένος καθρέφτης», το οποίο έρχεται δύο χρόνια μετά την έκδοση του άλλου δημοφιλούς έργου της «Πλατεία διαμαντιού», από τις εκδόσεις Καστανιώτη και σε μετάφραση από τα καταλανικά του Ευρυβιάδη Σοφού. Παραδέχεται, ακόμη, ότι σε όλους τους χαρακτήρες των βιβλίων της υπάρχουν δικά της χαρακτηριστικά, χωρίς βέβαια κανένας από αυτούς να είναι η ίδια.
Η ζωή της Μερσέ Ροδορέδα (1908-1986) είναι η πιο κρυστάλλινη εξήγηση για τον κατεστραμμένο κόσμο που περιγράφει στα βιβλία της, με ήρωες συμπατριώτες της, αριστοκράτες και μη, στους οποίους ο 20ός αιώνας επεφύλαξε άσχημη μοίρα μαζί με την πόλη τους, τη Βαρκελώνη, επίκεντρο μερικών από τα έργα της. Κόρη μιας ιδιαίτερα καλλιεργημένης μικροαστικής οικογένειας η ίδια, έζησε την πολιτιστική άνθηση της Βαρκελώνης, συμμετέχοντας ενεργά σε αυτήν ως δημοσιογράφος και συγγραφέας, αλλά ο Εμφύλιος κατέστρεψε τα σχέδια και τις φιλοδοξίες της, όπως και των υπολοίπων συγγραφέων της γενιάς της. Η εξορία της στη Γαλλία και ειδικά μετά την εισβολή των ναζί υπήρξε περιπετειώδης. Πεζή επί εβδομάδες από το Παρίσι προς το νότο επιβίωνε σε κατεστραμμένα σπίτια. Το 1954 εγκαταστάθηκε στη Γενεύη, για να επιστρέψει το 1972 στην πατρίδα της. Το 1974 ολοκλήρωσε τον «Σπασμένο καθρέφτη» και λίγα χρόνια μετά ήρθε η αναγνώριση του έργου της με την απονομή του τιμητικού Βραβείου των Καταλανικών Γραμμάτων. Με τα χρόνια κέρδισε τη θέση που της άξιζε στο παγκόσμιο λογοτεχνικό πάνθεον ως η πιο σημαντική Καταλανή συγγραφέας του περασμένου αιώνα, την οποία με καθυστέρηση γνωρίζουμε στην Ελλάδα.
Αν η «Πλατεία διαμαντιού» (1962), το πιο συζητημένο έργο της Ροδορέδα και το οποίο την τοποθέτησε στην πρώτη γραμμή της καταλανικής λογοτεχνίας, θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα για τον εμφύλιο πόλεμο και τις συνέπειές του, ο «Σπασμένος καθρέφτης» απηχεί την άνοδο και την πτώση μιας πόλης, μιας κοινωνίας και μιας χώρας. Κι αυτό μέσα από την ιστορία ενός σπιτιού και της οικογένειας που ζει εντός του, μέσα από την ακμή και την παρακμή τριών γενιών. Με μια κλασική αύρα που θυμίζει τον Φώκνερ στο «Σαρτόρις», η Ροδορέδα παρουσιάζει μια περίπλοκη οικογενειακή σάγκα. Αλλά, αντί για μια φανταστική περιοχή σαν την Yoknapatawpha στον αμερικανικό Νότο, εκείνη αναπτύσσει την ιστορία της σε ένα αρχοντικό σπίτι με τεράστιο κήπο κοντά στη Βαρκελώνη. Η πρόθεσή της όμως είναι ίδια με αυτή του Αμερικανού συγγραφέα: να αφηγηθεί την παρακμή μιας οικογένειας μέσα από τον τόπο όπου ζει και μέσα από τα κομμάτια ενός σπασμένου καθρέφτη που όλα μαζί σχηματίζουν μια κατακερματισμένη χορωδιακή φωνή.
Ο τίτλος του μυθιστορήματος μαρτυρά την αφηγηματική τεχνική που χρησιμοποιεί η δημιουργός του. Η ιστορία δίνεται σε τρίτο πρόσωπο αλλά πάντα από την οπτική ενός από τους συμμετέχοντες, συμπεριλαμβανομένου και, στο τελευταίο κεφάλαιο, ενός αρουραίου που καταλήγει να πεθάνει, σαν σύμβολο του μαρασμού της οικογένειας. Η αναλογία με τον σπασμένο καθρέφτη δηλώνει πώς η ιστορία, γεμάτη από μυστικά που γίνονται αισθητά αλλά σπάνια εξηγούνται πλήρως, αντανακλάται από διαφορετικές οπτικές γωνίες.
Το μυθιστόρημα είναι δομημένο σε τρία μέρη που έχουν συνέχεια αλλά διαφοροποιούνται από μια προοδευτική ρήξη με τη συμβατική αφηγηματική τάξη. Το πρώτο μέρος μάς συστήνει τους χαρακτήρες, ας πούμε, της πρώτης γενιάς. Εδώ θα συναντήσουμε την πρωταγωνίστρια Τερέζα Γκοντάι, μια πληθωρική γυναίκα ακαταμάχητης ομορφιάς και ελκυστικότητας, με ταπεινή προέλευση, που ξεφεύγει από τη μιζέρια κρύβοντας ένα νεανικό «παραστράτημα» και χρησιμοποιώντας περίεργα κόλπα. Πρώτος γάμος με έναν ηλικιωμένο πλούσιο τραπεζίτη ο οποίος γοητεύεται από την ομορφιά της, πρώτη χηρεία σε σύντομο χρονικό διάστημα, δεύτερος γάμος με έναν διπλωμάτη, επίσης πλούσιο, και η Τερέζα ανεβαίνει με το κοινωνικό ασανσέρ στον τελευταίο όροφο. Οι χαρακτήρες είναι πολλοί και αυτοπροσδιορίζονται με τρόπο εφικτό μόνο από την πένα μεγάλων συγγραφέων. Σύζυγοι, φίλοι, εραστές, ένας κοσμηματοπώλης, ένας συμβολαιογράφος, παιδιά και υπηρετικό προσωπικό κινούν τα νήματα της αφήγησης. Οι λεπτομέρειες είναι πολλές, ποτέ περιττές μέσα σε παραγράφους και κεφάλαια άψογης ακρίβειας, όπως και τα αντικείμενα μοιάζουν σαν να ζωντανεύουν. «Ο Σταντάλ έλεγε: Οι λεπτομέρειες είναι το πιο σημαντικό σε ένα μυθιστόρημα», μας θυμίζει η συγγραφέας. Δεν λείπουν οι απαγορευμένοι έρωτες και τα καλά κρυμμένα μυστικά που γίνονται αισθητά αλλά σπάνια εξηγούνται πλήρως. Αλλά κι ένας φόνος φιλάσθενου αγοριού από …τα αδέλφια του («παιδικές ζήλειες ανάκατες με ζήλιες ενηλίκων») και μια αυτοκτονία ως αποτέλεσμα ενοχικού συνδρόμου. Υπάρχουν επίσης μια γιαπωνέζικη ντουλάπα, μια καρφίτσα – μπουκέτο από μπριγιάν, ένα γκρι μαργαριτάρι και πάνω από όλα ένας τεράστιος πύργος περιτριγυρισμένος από αιωνόβια δέντρα στον κήπο που μας σαγηνεύει σαν να είναι άλλο ένα σημαντικό στοιχείο του αφηγηματικού μηχανισμού.
Οι χαρακτήρες στο δεύτερο μέρος έχουν ωριμάσει, η τροχιά της ζωής τους τους οδηγεί στο να γίνουν γονείς, σύζυγοι, εραστές. Η στατική φόρτιση που φαινόταν να συσσωρεύεται στο πρώτο μέρος υποχωρεί με μια συναρπαστική στροφή προς την ψυχολογική κλιμάκωση. Η αφήγηση είναι τεταμένη και ταυτόχρονα ρευστή, με τον μικρόκοσμο του αρχοντικού και τη συνένοχη σιωπή του να μετατρέπει τη σήψη σε μια ευπαρουσίαστη εικόνα. Ο κάθε χαρακτήρας μοιάζει σαν να γυρίζει τις πλάτες στις τραγωδίες που συμβαίνουν διατηρώντας τα μυστικά και τις αδυναμίες του. Ο κήπος αγριεύει, κρύβει αλήθειες και ψέματα. Η Τερέζα παραμένει κυρίαρχη φιγούρα, αλλά η δυναμική του ρόλου της υποχωρεί καθώς αναδεικνύεται η παρουσία της κόρης της Σοφίας που στήνει τη δική της οικογένεια με έναν κατώτερο οικονομικά άνδρα, «άρρωστο» με τα βιβλία, ειδικά με τον Προυστ, αλλά και τις «γυναικείες φούστες» των κοριτσιών στα καμπαρέ και στο υπηρετικό προσωπικό του σπιτιού. Μα άλλα λόγια, ξεδιπλώνεται μια ψεύτικη ζωή με φόντο την ταραγμένη εποχή κατά την οποία εξελίσσεται το μυθιστόρημα, από τη δεκαετία του 1920 και μετά (Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία, Εμφύλιος Πόλεμος, δικτατορία Φράνκο).
Το ιστορικό φόντο δεν επισκιάζει τα όσα συμβαίνουν μέσα στο αρχοντικό, αυτό θα συμβεί κυρίως στο τρίτο μέρος. Οι τρεις γυναίκες που αντιπροσωπεύουν τρεις γυναικείους τύπους – η κομψή και καλοσυνάτη Τερέζα, η ψυχρή, βλοσυρή και αλαζονική κόρη της Σοφία που στο τέλος θα μοιάσει στη μητέρα της και η άγρυπνη Αρμάντα, μια γυναίκα που στέκεται σαν βράχος στην υπηρεσία του σπιτιού ως το τέλος και φέρει πάνω της όλο το βάρος της ζωής – συνεχίζουν να επιβιώνουν περιτριγυρισμένες από τα μυστικά τους και τις αποφάσεις που υποχρεώνονται να πάρουν. Και εκείνος ο αέρας, που δίνει ζωή στα αντικείμενα και το περιβάλλον, δυναμώνει προβάλλοντας περισσότερο την παρουσία δέντρων, φυτών και ζώων στην αφήγηση, όπως μια στοιχειωμένη δάφνη. Μια αφήγηση που τρέχει άγρια στο τρίτο μέρος μέχρι να φτάσει στο τελευταίο κεφάλαιο με τον αρουραίο να περπατά μέσα στα υπολείμματα του εγκαταλελειμμένου πλέον αρχοντικού – «ένα θλιβερό θέαμα μεγαλείου και λήθης» – το οποίο πρόκειται να κατεδαφιστεί για να γίνουν πολυτελείς κατοικίες.
Ο στόχος της Ροδορέδα δεν είναι να περιγράψει την ιστορική εποχή αυτή καθαυτή. Αρκούν ο απόηχός της και ο κομβικός ρόλος του Ζεζούς Μασντέν, καρπός του νεανικού έρωτα της Τερέζας με έναν παντρεμένο «ρακένδυτο άγγελο», τότε που ήταν απλώς η κόρη μιας ιχθυοπώλισσας. Η παρουσία του είναι διαρκής σε όλο το βιβλίο, είτε ως «βαφτισιμιός» της βιολογικής πλούσιας μητέρας του και μετά τον θάνατό της ξαγρυπνά δίπλα στη σορό της, είτε ως επαναστάτης, επικεφαλής της ομάδας που καταλαμβάνει τον πύργο κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου.
Ο «Σπασμένος καθρέφτης» είναι ένα εξαιρετικά πολυφωνικό μυθιστόρημα, με πολλά φαινομενικά δευτερεύοντα πρόσωπα. Το καθένα με το δικό του μοναδικό χαρακτήρα, πλαισιώνουν τον κυρίαρχο, ακόμη και μετά θάνατον, μητριαρχικό χαρακτήρα της Τερέζας, με τους δύο συζύγους, τον πατέρα του πρώτου της παιδιού και τον εραστή της. Ένα συνολικό πορτρέτο μιας οικογένειας και ενός σπιτιού σε αποσύνθεση και, όπως δείχνει η τελευταία σκηνή με τον αρουραίο, αυτό που η Μερσέ Ροδορέδα βλέπει ξεκάθαρα ως μια εποχή αποσύνθεσης, είναι το μυθιστόρημα. Ένας καθρέφτης σε κομμάτια που αντανακλά τη ζωή. «Μήπως τα ανομοιόμορφα κομμάτια του καθρέφτη αντικατόπτριζαν τα πράγματα όπως ήταν;» αναρωτιέται η Αρμάντα όταν μαζεύει τα σπασμένα κομμάτια, βλέποντας μέσα σε αυτά «ένα όργιο παρελθόντος μακρινού», μια ζωή «γραμμένη με ρυτίδες».
Με επιρροές από το ρεύμα του νατουραλισμού ή το γκόθικ στυλ και κομμάτια ποιητικού λυρισμού υπέροχων εικόνων, ο «Σπασμένος καθρέφτης» όχι μόνο διαβάζεται απνευστί αλλά μένει στη μνήμη ως ένα σπουδαίο μυθιστόρημα.
Μερσέ Ροδορέδα, Σπασμένος καθρέφτης, εκδ. Καστανιώτη, μτφρ. Ευρυβιάδης Σοφός, σελ. 372
Βρες το εδώ