της Δήμητρας Ρουμπούλα
Ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ ξεκινά με μια ανησυχητική έκφραση: «Μεγάλωσα με τρεις “νεκρές” γλώσσες: τα εβραϊκά, τα αραμαϊκά και τα γίντις (που για πολλούς δεν αποτελούν καν γλώσσα)…» Αυτή η αναφορά λειτουργεί ως ένας φόρος τιμής στους νεκρούς που μιλούσαν τα γίντις στην Πολωνία. Με τη «Σώσα» του ο συγγραφέας μάς καλεί να ακούσουμε τις φωνές τους.
Ο Σίνγκερ (1904-199) τίμησε τη «νεκρή» γλώσσα του όσο λίγοι και την υπερασπίστηκε στον λόγο του όταν τιμήθηκε το 1978 με το Νόμπελ. Γιος και εγγονός ραβίνων και μεγαλωμένος στην περίφημη οδό Κροχμάλνα στην εβραϊκή συνοικία της Βαρσοβίας, «που θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί γκέτο», όπως γράφει, μετανάστευσε το 1935 στην Αμερική, ενώ ο αντισημιτισμός φούντωνε στην Πολωνία και σε όλη την Ευρώπη και το κακό βρισκόταν προ των πυλών. Έγραψε όλα τα βιβλία του στην πατρογονική του γλώσσα, καθιερώνοντας ένα γίντις λογοτεχνικό κίνημα, εμποτισμένο με θέματα γύρω από τον εβραϊκό μυστικισμό, την ηθική και τη φιλοσοφία. Παραγωγικός συγγραφέας, ήταν 70 ετών όταν δημοσίευσε τη «Σώσα», αυτοβιογραφικό σε μεγάλο βαθμό μυθιστόρημα που κοιτάζει πίσω μέσα από τα μάτια του κεντρικού ήρωα, στο εβραϊκό γκέτο των παιδικών του χρόνων σε μια γωνιά της ρωσικής αυτοκρατορίας και ύστερα της νεαρής ηλικίας του όταν η ανεξάρτητη Πολωνία ορίζεται από την συνεχώς διευρυνόμενη σκιά της ναζιστικής Γερμανίας.
Η «Σώσα», που κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μια ιδιαίτερα προσεγμένη έκδοση από την «Κίχλη», είναι η ιστορία της ακλόνητης αφοσίωσης ενός νεαρού Εβραίου, του Άαρον Γκρέιντινγκερ, σε μια αγαπημένη παιδική ηλικία στην οδό Κροχμάλνα, αλλά και σε ένα αινιγματικό κορίτσι που ζει εκεί, τη Σώσα, την οποία γνώρισε στα επτά του και είκοσι χρόνια μετά επιστρέφει και την παντρεύεται. Το βασικό σώμα του μυθιστορήματος κινείται ανάμεσα σε εκείνα τα παιδικά και νεανικά χρόνια και σε έναν Επίλογο που βρίσκει τον κεντρικό ήρωα, καθιερωμένο συγγραφέα στην Αμερική πλέον, να επισκέπτεται το Ισραήλ. Είναι η ζωή του εβραϊκού γκέτο στην Πολωνία του 1930, τις παραμονές του Ολοκαυτώματος, και το πορτρέτο ενός νεαρού δημοσιογράφου και επίδοξου συγγραφέα, από οικογένεια χασίδηδων και γιού ραβίνου, μεγαλωμένου μέσα σε θρησκευτικά βιβλία, σκεπτικιστή και γυναικοκατακτητή. Με ένα φινάλε που επιδιώκει να συνδέσει τους εναπομείναντες Πολωνούς Εβραίους στον τόπο του νέου κράτους, σαν ένας φόρος τιμής στους νεκρούς, μια ανάμνηση της ανείπωτης τραγωδίας και των φίλων που χάθηκαν.
Μια ενδιαφέρουσα ποικιλία ολοζώντανων χαρακτήρων διατρέχει τη «Σώσα», με ίσως πιο ζωντανό τον ηδονιστή φιλόσοφο και ακαδημαϊκό δόκτωρ Μόρρις Φάιτελτσον που αντιπροσωπεύει τον κοσμοπολιτισμό και την ευρωπαϊκή κουλτούρα. Γοητευτικός αγνωστικιστής, μυστικιστής, χασιδιστής και γεμάτος αντιφάσεις, ο Φάιτελτσον αλλάζει συνεχώς ερωμένες και καυχιέται για αυτό, ενώ διαθέτει έντονη αίσθηση του χιούμορ: «Αγαπώ τους Εβραίους, έστω κι αν δεν τους αντέχω. Καμία διαδικασία εξέλιξης δεν θα μπορούσε να τους έχει δημιουργήσει. Οι Εβραίοι είναι για μένα η μόνη απόδειξη της ύπαρξης του Θεού». Εξαιρετικά χειριστικός και διασκεδαστικός τύπος είναι ο Σαμ Ντράιμαν, ο Αμερικανός πλούσιος επιχειρηματίας ο οποίος βρίσκεται στην Πολωνία για να προωθήσει την υποκριτική τέχνη της αγαπημένης του Μπέττυ, ηθοποιό του γίντις θεάτρου.
Οι περισσότεροι από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες είναι γυναίκες, που εκτός από την άδολη Μπάσελε, μητέρα της Σώσα, πέφτουν η μια μετά την άλλη στην αγκαλιά του πρωταγωνιστή. Είναι η αισθησιακή Τσέλια, σύζυγος του εύπορου, καλλιεργημένου και εύθραυστου Χάιμλ Χέντσινερ, της οποίας τα πάθη είναι η λογοτεχνία, ο Φάιτελτσον, αλλά και ο Άαρον («Μου αρέσει η αβρότητα, αλλά όχι στο κρεβάτι», του λέει). Είναι η κομμουνίστρια Ντόρα Στόλνιτς, η οποία του μιλά, χωρίς να τον πείθει, για το «λαμπρό αύριο» που έχει ανατείλει στη Σοβιετική Ρωσία και έχει βάλει σκοπό της ζωής της να ζήσει στη χώρα των Μπολσεβίκων, αλλά η εμπειρία της αποδεικνύεται τραγική. Τον δικό της τόνο δίνει και η Τέκλα, η ξανθιά Πολωνή υπηρέτρια που τον φροντίζει με αφοσίωση και θαυμασμό. Ο πιο περίπλοκος χαρακτήρας, με κομβικό ρόλο στην εξέλιξη, ακούει στο όνομα Μπέττυ Σλόνιμ, μια αποτυχημένη ηθοποιός στην εβραϊκή σκηνή της Νέας Υόρκης, η οποία ερωτεύεται τρελά τον Άαρον και του ζητά να γράψει ένα θεατρικό έργο που με τις οικονομικές ευλογίες του Σαμ Σλόνιμ θα ανεβάσουν στη Βαρσοβία. Το σχέδιο αποτυγχάνει, όμως η καπάτσα, κτητική και αποφασιστική ηθοποιός προσφέρει το κλειδί για τη σωτηρία του Τσούτσικ, όπως τον αποκαλεί, από την επερχόμενη λαίλαπα: ένας συμβιβαστικός γάμος και μια ασφαλής διαφυγή στην Αμερική, πάντα με τα χρήματα και τη συγκατάθεση του Πολ Σλόνιμ.
Τέλος, υπάρχει η ίδια η Σώσα που τον περιμένει, δεν τον ξέχασε ποτέ, πάντα τον περίμενε. Η Σώσα δεν είναι σαν τις άλλες. Είναι η «λίγο ανόητη», η «ηλίθια», η «αφελής», η «καθυστερημένη», η «αθώα». Έχει παγώσει τον χρόνο πίσω στην παιδική της ηλικία, μεγαλώνει αλλά δεν μεγαλώνει τόσο στο σώμα όσο και στο μυαλό. Ο Άρελε, έτσι τον αποκαλεί εκείνη, διχάζεται αλλά αυτήν επιλέγει να παντρευτεί. Η πρόταση της Μπέττυ να τον γλιτώσει από τους ναζί γεννά ελπίδες ζωής, αλλά μια ανεξήγητη εσωτερική δύναμη τον οδηγεί στον παλιό, αθώο, ευγενικό κόσμο της οδού Κροχμάλνα – «Για μένα η οδός Κροχμάλνα αντιπροσώπευε ένα βαθύτερο στρώμα μιας αρχαιολογικής έρευνας». «Τι της βρίσκεις;», τον ρωτά η Μπέττυ. «Βρίσκω τον εαυτό μου», απαντά. Καθώς η αρχαϊκή ζωή του πολιτισμού που έχει τις ρίζες του στο Ταλμούδ πλησιάζει στο φρικτό ραντεβού του με την ιστορία, εκείνος αποφασίζει να ζήσει φτωχικά με τη Σώσα στον δρόμο των παιδικών του χρόνων που ωστόσο έχει αλλάξει πολύ. Στο ταραχώδες εβραϊκό γκέτο οι γνώριμες μυρωδιές, οι παλιές φιλίες και συντροφιές αναμειγνύονται με κλεφτρόνια, νταήδες και οίκους ανοχής. Εκεί εκκολάπτονται τα όνειρα του σιωνισμού, αλλά και του σοσιαλισμού, πριν την θανάσιμη καταιγίδα. Η εβραϊκή κοινότητα βιώνει οδυνηρά τον ήχο του κακού στις παραμονές της ολοσχερούς καταστροφής της. Επιπλέον οι Πολωνοί εθνικιστές βλέπουν τους Εβραίους ως εσωτερικό εχθρό του έθνους τους, ως κακόηθες σώμα. «Ο ναζισμός δεν κατασκεύασε, αλλά βρήκε έτοιμο τον εχθρό του από τον ευρωπαϊκό αντισημιτισμό», όπως γράφει στο Επίμετρο ο μεταφραστής Μ. Πάγκαλος.
Μέσα σε αυτή τη ζοφερή ατμόσφαιρα που περιγράφει με ανατριχιαστικό τρόπο ο συγγραφέας, ο Άαρον επιστρέφει σε έναν κόσμο από τον οποίο είχε απομακρυνθεί. Είχε εγκαταλείψει για χρόνια την οδό Κροχμάλνα, που ήταν συνδεδεμένη με τα «απαγορεύεται» του αυστηρού ραβίνου πατέρα και τους απαράβατους κανόνες της Τορά. Τον παρακολουθούμε να αγωνίζεται να κερδίσει τα προς το ζην ως συγγραφέας, να μπαίνει σε έναν κύκλο διανοουμένων και λογοτεχνών όπου οι συζητήσεις κινούνται γύρω από τον Σπινόζα, τον Καντ και τον Σοπενχάουερ, καθώς και την ορθόδοξη ραβινική παράδοση, να επισκέπτεται τη Λέσχη των Συγγραφέων, όπου αξιολογούνται τα νέα ταλέντα, να αγκαλιάζει την αποξένωση όσο και το άλλο φύλο, να ζει ένα υπαρξιακό κενό. Σε κάποιο σημείο, ο μέντοράς του Φάιτελτσον με το δηκτικό χιούμορ του συμβουλεύει τον νεαρό συγγραφέα: «Το σημαντικό είναι να μην τσιγκουνευτείς το μελό. Οι σημερινοί Εβραίοι αγαπούν τρία πράγματα: το σεξ, την Τορά και την επανάσταση, όλα μαζί. Δώσ΄τους τα, και θα σε αποθεώσουν». Πράγματι όλα αυτά αναμειγνύονται στη «Σώσα».
Τα βαθύτερα κίνητρα της επιστροφής του Άρελε και ο γάμος του με την παράξενη και ευάλωτη Σώσα παραμένουν αδιευκρίνιστα. Ο συγγραφέας κάπου αναφέρει: «Η λογοτεχνία μπορεί να περιγράφει γεγονότα ή να αφήνει τους χαρακτήρες να επινοούν δικαιολογίες για τις πράξεις τους. Στη μυθοπλασία όλα τα κίνητρα είναι είτε προφανή είτε εσφαλμένα». Ωστόσο φαίνεται να αναδεικνύει ως κρίσιμο ζήτημα την αθωότητα που αγγίζει την αγιότητα. Η Σώσα εμφανίζεται ως μια πρόκληση της παιδικής ηλικίας μέσα σε έναν αχαρτογράφητο κόσμο. Οι απορίες της προς τον Άρελε είναι αθώες, αφελείς, παιδιάστικες και γι΄ αυτό απολαυστικές. Η αθωότητά της είναι μια αλληγορία για τον χαμένο κόσμο της παιδικής ηλικίας του Άρελε στη Βαρσοβία, άρα και του ιδίου του συγγραφέα, πριν από τον Πόλεμο και τη Σοά; Είναι ένα σύμβολο της ευθραυστότητας της μεσοπολεμικής Πολωνίας, καταδικασμένης να πέσει αυτή τη φορά από τους ναζί;
Η ίδια, πάντως, η Σώσα σκοτώνεται συνοπτικά στον Επίλογο. Δεν επέτρεψε ποτέ να δοκιμαστεί η αθωότητά της, καθώς «δεν μπορούσε να ακολουθήσει τους άλλους». Έσβησε «τη μεθεπομένη της ημέρας που εγκαταλείψαμε τη Βαρσοβία», όπως διηγείται ο Άαρον Γκρέιντινγκερ στον μοναδικό από την παρέα επιζώντα, τον Χάιμλ, όταν τον συναντά στο Τελ Αβίβ, δεκατρία χρόνια μετά από τη διαφυγή του στην Αμερική όπου πέτυχε ως συγγραφέας, γράφοντας στα γίντις.
Σε μια σύντομη σημείωσή του ο Σίνγκερ υποστηρίζει ότι η «Σώσα», το μοναδικό έργο του που είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, δεν προορίζεται να αντιπροσωπεύσει τους Εβραίους της Πολωνίας στα χρόνια πριν από την εισβολή του Χίτλερ, αλλά είναι «η ιστορία λίγων μοναδικών χαρακτήρων σε μοναδικές περιστάσεις». Ακόμη κι αν δεχτούμε την προειδοποίησή του, η «Σώσα» συνεχίζει να συγκινεί και να αντηχεί, όσο παραμένει το ερώτημα «Τι λόγος υπήρχε για όλα αυτά που έγιναν;» και η απάντηση που δίνει στο τέλος: «Δεν μπορεί να υπάρχει απάντηση για την οδύνη – όχι γι΄ αυτόν που έχει υποφέρει».
Ο Σίνγκερ είναι «ένας μέγας παραμυθάς» και το έργο του «μοιάζει με μια κολοσσιαία ελεγεία για τη χαμένη Yiddishland της Ανατολικής Ευρώπης», γράφει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στο Επίμετρό του, το οποίο μαζί με εκείνο, επίσης διαφωτιστικό, του μεταφραστή Μιχάλη Πάγκαλου, καθώς και το Γλωσσάρι εβραϊκών όρων και οι Σημειώσεις συνθέτουν μια υπέροχη έκδοση.
info: «Σώσα» Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, εκδόσεις «Κίχλη, σελ. 468, μτφρ. Μιχάλης Πάγκαλος