Η ομορφιά της χιονονιφάδας: Η ανάδυση μιας νέας ευαισθησίας στην ποίηση του 21ου αιώνα (Τώνια Τζιρίτα-Ζαχαράτου)

0
671

Τώνια Τζιρίτα-Ζαχαράτου (*) 

 

Θα αναφερθώ σε ποιήματα τα οποία εντάσσονται στον αστερισμό που βάσει χρονολογίας αποκαλούμε ποίηση του 21ου αιώνα κι ίσως, βάσει γενεαλογίας κι αισθητικής, να μπορούσαμε να τα εγγράψουμε σε millennial ποιητικές –που ίσως ν’ ακουμπούν λιγάκι και τη Gen Z. Αποσαφηνίζω ευθύς εξαρχής πως θα χρησιμοποιήσω την έννοια της γενιάς εύκαμπτα, επιθυμώντας μονάχα να πιθανολογήσω κάποια κοινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Έχουμε διαβάσει αρκετά για τις γενιές των πολλαπλών κρίσεων, για τις πιο μορφωμένες φουρνιές στον δυτικό κόσμο που αποτελούν το σύγχρονο πρεκαριάτο, για την ψηφιακή μοναξιά, το άγχος, τις βιωμένες δυστοπίες. Πέρα όμως από τη διάψευση και τη μελαγχολία, διακρίνω σ’ ένα μέρος της ποίησης που αναδύεται από αυτές τις γενιές τη διαμόρφωση μιας ευαισθησίας η οποία αγγίζει την αναζήτηση οικειότητας, την έκθεση της ευαλωτότητας, την αναψηλάφιση του βιώματος και του τραύματος με όρους φροντίδας και κοινότητας. Νιώθω πως στην παραγωγή και την πρόσληψη αυτής της ποίησης τίθεται μια αντίληψη της τέχνης ως βαθιά προσωπικής σύνδεσης έναντι σ’ έναν διαλυμένο κι απειλητικό κόσμο που μοιάζει να βαδίζει προς το τέλος του.

Μιλάω στον ενικό, αλλά στην πραγματικότητα η ποίηση είναι πληθυντική. Διασπείρεται σε πολλούς τόπους και λαμβάνει διάφορες μορφές. Στο παρόν μας η πρόταξη του αιτήματος για συμπερίληψη δεν απαιτεί μόνο τη δυναμική παρουσία ποιητικών φωνών που μέχρι πρότινος σπρώχνονταν στην αφάνεια, αλλά και μια ποικιλομορφία ως προς το τι θεωρείται ποίηση. Για παράδειγμα, το ίντερνετ έχει γίνει τόπος δημιουργίας και διανομής μιας ποίησης που συχνά αναπτύσσεται έξω από το εκδοτικό πεδίο. Μπορούμε να αναλογιστούμε πώς η θραυσματικότητα και η απεραντοσύνη της ψηφιακής συνθήκης προωθούν μια ποιητική παραγωγή η οποία αποτελεί άμεσο μοίρασμα, στιγμές οικειότητας κι ανήκειν σε μια κοινότητα συναισθήματος· πώς έρχεται να συντροφέψει τον αναγνώστη-χρήστη κατά τη διάρκεια ενός απρόσωπου σκρόλινγκ, ίσως κατά τη διάρκεια μιας ατελείωτης βάρδιας στη δουλειά.[1] Σκέφτομαι ποιητές με έντονη παρουσία στα σόσιαλ μίντια όπως ο Δημήτρης Γκιούλος, που γράφει σύντομα ευθύβολα ποίηματα-αναρτήσεις και συλλέγει φωτογραφίες με τις απλώστρες-σύμβολο των αστικών του δίστιχων. Διαβάζω ενδεικτικά: «Στη ζωή διεκδίκησα/ τη μισή μόνο τρυφερότητα/ απ’ όση διέθετε η πωλήτρια/ καθώς έντυνε την κούκλα της βιτρίνας».

Παρατηρώ πως τα millennial και τα Gen-Z ακροατήρια στρέφονται προς μια τέχνη με την οποία να μπορούν να συνδεθούν άμεσα, επειδή νιώθουν πως τα αφορά και τα συναισθάνεται. Δεν μιλάω για ευθεία αναπαράσταση των συνθηκών της πραγματικότητας, αλλά για τη μετακύλιση από το καθολικό και το οικουμενικό στο προσωπικό και το βιωματικό. Διακρίνω την ανάπτυξη μιας αυτο-ποιητικής γραφής, που σίγουρα οφείλει κάτι στην εξομολογητική ποίηση, αλλά έχει εξίσου μεγάλες οφειλές στη φεμινιστική και κουίρ θεωρία, ενώ ταυτόχρονα συνομιλεί με το οτοφίξιον[2]. «Αυτά δεν είναι ποιήματα/ τα λέω ειλικρίνεια» καταλήγει η Δανάη Σιώζιου σ’ ένα ποίημα όπου εκθέτει την ευάλωτη εαυτή, το βίωμα της καρκινοπάθειάς της. Σ’ αυτό το ποίημα που είναι ειλικρίνεια η ασθένεια και το τραύμα τίθενται με όρους φροντίδας κι ανοίγματος στην κοινότητα: «Σιγά σιγά βλέπω/ ποιοι βρίσκονται σε κύκλο γύρω μου/ και μου θυμίζουν πόσο έχω αγαπηθεί/ και μου μιλάνε για το πόσο έχω αγαπήσει». Η τρυφερή επιμονή στην επιβίωση ήταν ήδη παρούσα στην πρώτη της συλλογή Χρήσιμα παιδικά παιχνίδια, όπου επέμενε πως θα επιζήσει παίζοντας, ενώ ακόμα πιο εμφατικά υπογραμμιζόταν στην ενότητα «Ανθρωπογεωγραφία» του τελευταίου της βιβλίου, Ενδεχόμενα τοπία. Παραπέμπω σε τίτλους όπως «Ποίημα για τα γενέθλιά μου», «Βερολίνο» ή «Ποίημα για την καλύτερή μου φίλη».

Παρατηρώ ότι όλο και συχνότερα η ποίηση γίνεται κατανοητή ως επιτέλεση οικειότητας. Διαβάζω ποιήματα που ανταπαντούν στις ξεριζωμένες αγχώδεις ζωές συστήνοντάς για χάρη μας τη μεταμορφωτική διάσταση της φιλίας, της πολιτικής της αγάπης. Οι φίλες συνιστούν την ποιητική δύναμη στη Βουκαμβίλιας Ποπ της ΜΚΧ· εφορμούν από τη διαθήκη-υπόσχεση που προτάσσεται στην αρχή του βιβλίου: «αφήνω/στις φίλες μου/ την ελπίδα για το μέλλον του κόσμου» και καταλήγουν στο αυθάδικο βγάλσιμο της γλώσσας: «όλες μου οι φίλες/ γράφουνε βιβλία/ τις μούσες τις σκοτώσαμε/ δεν κάναμε κηδεία». Σε παρόμοιο κλίμα το ποιητικό ημερολόγιο της Θάλειας Τ., «Ημερολόγιο του χρόνου που του πήρανε τις μέρες και τα λόγια, που οι φίλες είπανε να τα πάρουμε πίσω» εξισορροπεί την αστική σκληρότητα με τις μικρές χαρές που βιώνουν οι φίλες στο κέντρο της Αθήνας, ενώ στη γεωγραφία της Τρία Έπσιλον –αναφέρομαι στο πρώτο της βιβλίο Γνωρίζω αυτές που πλέκουν στη μέση της θάλασσας– διαβάζουμε: «Αθήνα, Γάνδη, του Λονδίνου Προάστια/ Από και προς τις φίλες μου/ Στον δρόμο γι’ αυτές διαρκώς μεγαλώνω.»

Θα μπορούσα να σταθώ σε άλλα στοιχεία, στην ανήλικη ενηλικότητα, την εμμονή με το εφηβικό χαρτμπρέικ, τα poetry slam, τη σχέση με τα μη ανθρώπινα ζώα, αλλά δεν έχω χρόνο κι άλλωστε υπάρχουν εκεί έξω τα ποιήματα που τα λένε καλύτερα από εμένα. Κάποια βρίσκονται σε βιβλία, άλλα σε περιοδικά όπως το Τεφλόν και το Yusra, άλλα στο ίνσταγκραμ. Όλα όμως επιμένουν στην ποίηση ως μετασχηματιστική δυνατότητα, ως συντροφικότητα για να μπορέσει η ζωή να βιώθει στο έπακρο. Η νέα ευαισθησία είναι το πρόσκαιρα υπέροχο του καθενός, το μερακλίνα κουκιμπιμπέρισσα ομπλαντί, τα ανοιχτά φωνήεντα και τα δαγκωμένα σύμφωνα, οι ολοκαίνουργιοι αρχαίοι, η πλατεία ως βέβαιη κατάληξη και τόσα άλλα.

 

 

[1] Προς αυτήν την κατεύθυνση θα ήταν ενδιαφέρον να διερευνηθούν στο πεδίο των σόσιαλ μίντια τα χαρακτηριστικά των ποιημάτων που ανταλλάσσονται μεταξύ των χρηστών, καθώς και να αποδελτιωθεί το περιεχόμενο των σελίδων που κατά κύριο λόγο δημοσιεύουν και μοιάζονται ποίηση.

[2] Ο Ocean Vuong είναι ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα millennial συγγραφέα που επιδίδεται με εξίσου συγκινητική δεξιοτεχνία και λυρισμό στη γραφή ποίησης και οτοφίξιον.

 

 

(*) Η Τώνια Τζιρίτα-Ζαχαράτου είναι ποιήτρια. Η παρέμβασή της είναι από το συνέδριο του Αναγνώστη.

Προηγούμενο άρθροΑστυνομικό Μυθιστόρημα και ελληνική πεζογραφία (Βόλος, 23/3)
Επόμενο άρθροΛίγο Εικοσιένα ακόμη, σε 30+1 βιβλία (του Σπύρου Κακουριώτη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ