Η Ομορφάσχημη – από το ανείπωτο στο μη ακροάσιμο (του Μιχ. Γ. Μπακογιάννη)

0
646
Χιροσίμα αγάπη μου, του Αλέν Ρενέ

του Μιχ. Γ. Μπακογιάννη (*)

 

Στη γνωστή ταινία του Alain Resnais Χιροσίμα αγάπη μου, η οποία παίχτηκε στις αίθουσες το 1959, έναν περίπου χρόνο πριν από τη δημοσίευση της «Ομορφάσχημης» στη Διαγώνιο του Ντίνου Χριστιανόπουλου, παρακολουθούμε μια σειρά διαλόγων ανάμεσα σε μια γαλλίδα ηθοποιό και σε έναν Ιάπωνα, οι οποίοι είχαν συνάψει μια σύντομη σχέση και βρίσκονταν στο στάδιο του χωρισμού. Στη συζήτησή τους, και οι δύο ήρωες προσπαθούν να αφηγηθούν με πληρότητα το τραυματικό παρελθόν τους αλλά και οι δύο αποτυγχάνουν και αφήνουν την αφήγησή τους μισοειπωμένη· για την ηρωίδα, η αφήγηση αυτή αφορά τον θάνατο του Γερμανού αγαπημένου της, στα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου· για τον Ιάπωνα εραστή της, αφορά τη βόμβα στη Χιροσίμα και το σοκ που προκάλεσαν ο μαζικός θάνατος και οι σωματικοί ακρωτηριασμοί. Αυτή ακριβώς η αδυναμία των δύο ηρώων να αρθρώσουν ολοκληρωμένα τα τραύματα της ζωής τους αποτελεί και τον συνεκτικό ιστό τους· παραδόξως, είναι η ατελής ανασύσταση του παρελθόντος που τους ενώνει, η μερική γνώση της ζωής του ενός για τον άλλον. Η ισχύς του τραύματος, λοιπόν, επηρεάζει την ανθρώπινη συνείδηση και την αναπαράστασή του με τρόπο, ώστε να μην επιτρέπει στο υποκείμενο την ακέραιη ανάσυρσή του διά του μνημονικού λόγου· με άλλα λόγια, η τραυματική εμπειρία μπορεί να παραμένει εσαεί ανείπωτη ή να αναπαράγεται αποσπασματικά.

Στην Ομορφάσχημη του Καχτίτση, ο τριτοπρόσωπος αφηγητής παραχωρεί τον λόγο στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση που εξιστορεί η εβραιο-αυστριακή φίλη του Γερτρούδη (Γκέρτα, όπως της αρέσει να τη φωνάζουν) Στερν, με θέμα τη ζωή της στη Βιέννη. Η αφήγησή της, ταξινομημένη από τον τριτοπρόσωπο αφηγητή σε 8 τιτλοδοτημένες ενότητες, συναρμολογεί εμπειρίες και βιώματα των ετών 1943-1945, όταν εντείνονταν η σκληρότητα και η βιαιότητα του ναζισμού, λίγο πριν οι συμμαχικές δυνάμεις απελευθερώσουν την Ευρώπη. Η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια αναφέρεται στο παρελθόν της και δείχνει να έχει τον ρόλο ενός γνώστη αφηγητή, ο οποίος έχει την πρόθεση να ερμηνεύει τις νοητικές και ψυχικές διεργασίες που έζησε το «εγώ» της δράσης.

Το «εγώ» της αφήγησης, λοιπόν, μας παρουσιάζει τη Γκέρτα να βιώνει μια συνθήκη πολυεστικού τραύματος διαρκείας, το οποίο δεν προκαλείται μόνον από τον πρόωρο θάνατο του πατέρα, την απώλεια της μητέρας, τον διαρκή φόβο μήπως τη συλλάβουν, τη σύλληψη, την ανάκριση και τον ιδιότυπο δίχρονο εγκλεισμό της αλλά και από τις κοινωνικές και πολιτισμικές αντιλήψεις εντός των οποίων ανατρέφεται ή υποχρεώνεται να ζει· δύο παραδείγματα: (α) ο καθορισμός της θρησκευτικής της ταυτότητας ήταν όρος της προγαμιαίας συμφωνίας των δικών της· (β) το διαρκές αίσθημα ενοχής που τη διαπερνά, όταν συνειδητοποιεί ότι βρίσκει ευχαρίστηση σε ό,τι της προκαλεί αδυναμία και φόβο.

Νίκος Καχτίτσης

Καφκική ως ηρωίδα, η Γκέρτα έλκεται και απωθείται από τον φόβο, νιώθει μοναξιά, κάνει συλλογισμούς που ακυρώνονται, δείχνει υπερβολική αφέλεια και δεν μαθαίνει ποτέ, όπως και ο αναγνώστης, για ποιον λόγο συνελήφθη και εγκλείστηκε σε κελί απομόνωσης επί δύο έτη. Για την ψυχική αυτή πληγή, η ηρωίδα αφιερώνει ένα πολύ μικρό μέρος της αφήγησής της. Δεν καταφέρνει (ή δεν επιθυμεί) να αφηγηθεί παρά ελάχιστα ή λιγοστά στοιχεία από το βίωμα του εγκλεισμού. Μοιάζει η τραυματική αυτή εμπειρία να έχει επηρεάσει καίρια τη συνείδηση και τον τρόπο που η μνήμη επιχειρεί να την ανασυγκροτήσει, ώστε τελικά να παρακάμπτεται και έτσι να δίνεται η δικαιολογημένη εντύπωση ότι υποβόσκει ένα κενό ελλειπουσών καταγραφών, με συνέπεια να εγείρονται αμφιβολίες τόσο ως προς την πληρότητα όσο και ως προς την αξιοπιστία της αφήγησης.

Αναμφίβολα, η απόφαση της «Κίχλης» για την έκδοση της Ομορφάσχημης αποτελεί μια εύστοχη επιλογή, γιατί έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό, καθώς το βιβλίο είχε προ πολλού εξαντληθεί. Παράλληλα, προσθέτει, μετά την έκδοση του Εξώστη το 2012, μια ακόμα ψηφίδα στην πρωτοβουλία του εκδοτικού οίκου να επαναφέρει στο προσκήνιο το έργο του Καχτίτση και να προωθήσει τη συζήτηση και την επανεγγραφή του έργου του με νέους όρους στην Ιστορία και στον κανόνα της νεοελληνικής πεζογραφίας. Εάν η δεσπόζουσα κριτικογραφία ειδικά για την Ομορφάσχημη είχε δικαίως περιστραφεί γύρω από τη διαπίστωση ότι έχουμε μια από τις πρώτες λογοτεχνικές αναπαραστάσεις του Ολοκαυτώματος στην ελληνική πεζογραφία, η έκδοση της «Κίχλης» αναπλαισιώνει την υποδοχή του έργου προς δύο κατευθύνσεις: Αφενός, μας υπενθυμίζει πως η ποιητική του Καχτίτση εγγράφεται στην πρώτη γραμμή μιας κοινότητας γραφών οι οποίες, συνομιλώντας με την καφκική νεωτερικότητα και με τις τροπικότητες που προσέλαβε η στροφή του αφηγηματικού λόγου προς την εσωτερικότητα και προς τη στάση του υποκειμένου απέναντι στη μείζονα Ιστορία, επαναθέτουν με όρους αμφισβήτησης και απορίας σχεδόν όλα τα ζητήματα στα οποία η αναπαραστατική γλώσσα του ρεαλισμού είχε δώσει (ή φαινόταν ότι μπορούσε να δώσει) απαντήσεις· αφετέρου (και κυρίως), εκθέτει με τρόπο εκλυστικό για τον αναγνώστη και πειστικό για τον μελετητή την τόλμη με την οποία μεταπλάθεται από τον Καχτίτση το θέμα του Ολοκαυτώματος και της ατομικής ιστορικής συνείδησης.

Χάρη στη φιλολογικά άρτια επιμέλεια της Γιώτας Κριτσέλη, η αναδημοσίευση της Ομορφάσχημης από την «Κίχλη» εμπεριέχει την εκδοτική προϊστορία του αφηγήματος, το οποίο δημοσιεύτηκε αρχικά στη Διαγώνιο (1960) και εν συνεχεία εκδόθηκε από τον «Κέδρο» (1976) και τη «Στιγμή» (1986). Η έκδοση απαρτίζεται από το Επίμετρο, στο οποίο έχει ενσωματωθεί αδημοσίευτο μέχρι τώρα αλλά και δημοσιευμένο παλαιότερα υλικό που σχετίζεται με το αφήγημα· πιο συγκεκριμένα, συμπεριλαμβάνονται επιστολές του Καχτίτση προς τους φίλους του Παυλόπουλο, Γονατά και Σινόπουλο, καθώς και η επιστολή που απέστειλε ο Καχτίτσης ως Μάρκος Έσπερας στο αυτόγραφο περιοδικό που εξέδιδε ο ίδιος, την Ουλή. Το υλικό αυτό αποτελεί ένα πλούσιο εξωκειμενικό δίχτυο αναφορών που, μεταξύ άλλων, μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε πλάγια τη συγγραφική πορεία – ή έστω ένα τμήμα αυτής της πορείας· να μελετήσουμε δηλαδή τη βιογραφία του έργου μέσα από τον αυτοβιογραφικό λόγο του δημιουργού του. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το μελέτημα της Κριτσέλη «Διαβάζοντας την Ομορφάσχημη μέσα από τις επιστολές. Η γενεαλογία και η διαμόρφωση της ηρωίδας» (σ. 201-229). Η Κριτσέλη, αξιοποιώντας συνθετικά τον αυτοβιογραφικό λόγο των επιστολών, ανιχνεύει τους τρόπους με τους οποίους ο συγγραφέας κατασκευάζει την ταυτότητα της ηρωίδας του αφηγήματός του και την καθιστά ένα αναδυόμενο μυθοπλαστικό υποκείμενο. Πέρα από τις απαντήσεις που δίνονται, η Κριτσέλη θέτει και ερωτήματα που μένουν «ανοιχτά», όπως για παράδειγμα, η αντινομία που χαρακτηρίζει τα πορτρέτα των ηρώων του Καχτίτση ή η θεματική του έρωτα ως μιας ακόμα ψευδαίσθησης, που επιτείνει την ήδη διαταραγμένη ψυχοσύνθεση της ηρωίδας.

Την προσπάθεια της ηρωίδας να συγκροτήσει την υποκειμενικότητά της διερευνά εκτενώς ο Ηλίας Γιούρης, στο μελέτημα «Τραύμα και μαρτυρία στην Ομορφάσχημη του Νίκου Καχτίτση», το οποίο είναι επίσης ενσωματωμένο στο Επίμετρο (σ. 105-200). Ο μελετητής αποστάζει τις νεότερες θεωρίες περί τραύματος και ενθέτει ένα κεντρικό ερώτημα, που αποτελεί και το βασικό ερώτημα που διαπερνά την επιφάνεια της αφήγησης της ηρωίδας και την ίδια την ιστορικότητα του τραύματος: Κατά πόσο είναι δυνατόν να έχουμε πρόσβαση στο τραύμα του άλλου; Ποια είναι τα όρια και ποιες είναι οι δυνατότητες του γλωσσικού οργάνου, προκειμένου να επιτελέσει τον διαμεσολαβητικό του ρόλο;

Με ενάργεια ύφους, ο Γιούρης φέρνει στην επιφάνεια τους αφηγηματικούς και ρητορικούς τρόπους με τους οποίους εισάγεται εντός της αφήγησης λαθραία και αποσπασματικά το ιστορικό τραύμα, το οποίο υφέρπει και υπονομεύει κάθε αίσθηση επούλωσης και πληρότητας που νιώθει η ηρωίδα μετά την απελευθέρωσή της και μέχρι την επιστροφή της στη Βιέννη. Και όσο η Γκέρτα δεν μπορεί ή δεν θέλει να κατονομάσει το βίωμα, τόσο απομακρύνεται από τον κυρίαρχο λόγο της μαρτυρίας και της διάφανης γλώσσας, στρέφεται στην απόκρυψη, τη σιωπή ή την τροπολογία των ρητορικών σχημάτων και κατασκευάζει για το τραύμα της έναν λόγο ο οποίος δεν εμπίπτει στη σύμβαση του λόγου της μαρτυρίας. Το αποτέλεσμα της αφήγησής της προκαλεί ανοικείωση και η Γκέρτα αποτυγχάνει, παρά την προσφυγή στο ερέθισμα της σεξουαλικής έλξης που ασκεί, να καταστήσει μεταδόσιμη την ιστορία της στους εραστές της και να την εγγράψει στην καθολική ιστορική μνήμη,. Κι έτσι, αντί για μια πορεία προς την οικειοποίηση της εμπειρίας και του εαυτού, έχουμε, όπως και στην περίπτωση των κινηματογραφικών ηρώων του Alain Resnais, την αντίστροφη κίνηση: προς την απορρύθμιση και την ξενότητα· όπως σημειώνει ο Γιούρης (σ. 154):

Συνολικά ιδωμένη, η μαρτυρία της Ομορφάσχημης […] δεν αναπαριστά μια πορεία ωρίμανσης και εξέλιξης, τη διαδικασία διαμόρφωσης μιας ταυτότητας [..] αλλά μάλλον μια αντίστροφη πορεία αργής αποδόμησης και διάλυσης της ταυτότητας. Το κείμενο του Καχτίτση αποτελεί έτσι μια παρωδία αυτοβιογραφίας, ένα είδος «αρνητικού καθρέφτη» του παραδοσιακού αυτοβιογραφικού ταξιδιού προς την αυτοεκπλήρωση.

Σχεδόν ανέστια, με διαρκή την αναζήτηση της ρημαγμένης ψυχικής πληρότητας και με αποσυνθεμένα τα στοιχεία της ταυτότητάς της, η Γκέρτα που γνώρισε στο καφέ ο τριτοπρόσωπος αφηγητής προσφεύγει στην επαναληπτική εξιστόρηση του τραύματός της σαν να επιδιώκει την πλήρωση αυτού του κενού που παραμένει άρρητο· σαν να επιζητά την ίαση από τα τραύματα, την ανασύσταση του χαμένου ανθρωπισμού και της ρημαγμένης συντροφικότητας μέσα από τον μηχανισμό της γλώσσας. Αν και η γλώσσα της μνήμης αδυνατεί να επιτελέσει αυτόν τον ρόλο, η Γκέρτα επιμένει και τελικά παγιδεύεται σε μια ατέρμονη ανίχνευση της εσωτερικής ζωής της και των εστιών του πολυτραύματος, επιφέροντας στον εαυτό της και στην κοινωνική του ταυτότητα ένα νέο τραύμα: αυτό της ανεπάρκειας της γλώσσας.

Από το ανείπωτο, λοιπόν του τραύματος, στο μη ακροάσιμο της ανάπλασής του και από το αποσιωπημένο στο ακοινώνητο, η αφήγηση της Γκέρτας αποτυγχάνει, μέχρις ότου ο τριτοπρόσωπος αφηγητής, σε αντίθεση με όλους τους προηγούμενους εραστές της, αναλάβει να μνημειώσει την εγγραφή της, να την ταξινομήσει και να την καταστήσει μια ψηφίδα κοινής μνήμης. Με τον ρόλο του ως ακροατή που είναι έτοιμος να υποδεχτεί με σεβασμό και χωρίς επιφυλάξεις το ανοίκειο, ο τριτοπρόσωπος αφηγητής υπενθυμίζει έμμεσα στον αναγνώστη του, και κατ’ επέκταση και σε εμάς, το ηθικό, όπως το αποκαλεί ο Γιούρης (και βαθύτερα πολιτικό θα συμπληρώναμε), καθήκον μας απέναντι στη διαφορετικότητα.

Ζωντανή και βιωμένη ιστορική μνήμη, μοναξιά, απώλεια, απολεσμένη ή θρυμματισμένη ταυτότητα, αντινομικός ψυχισμός ενώνονται στην Ομορφάσχημη και μετουσιώνονται λογοτεχνικά με τρόπο που δεν θρηνεί κραυγαλέα την ήττα του ανθρώπινου προσώπου αλλά αρθρώνει την επιθυμία για την επανασύστασή του. Μπορεί, λοιπόν, η σκηνοθεσία του αφηγήματος να αναφέρεται στο παρελθόν αλλά η επενέργειά του επεκτείνεται στο δικό μας παρόν. Γι’ αυτό και η πρωτοβουλία της «Κίχλης» να επαναφέρει στο προσκήνιο το έργο του Καχτίτση είναι πολύπλευρα σημαντική.

 

info: Νίκος Καχτίτσης, Η Ομορφάσχημη (άσκηση), εκδ. Κίχλη, 2019[*]

[*] Επεξεργασμένη μορφή κειμένου με το οποίο παρουσιάστηκε η έκδοση της Ομορφάσχημης, στο πλαίσιο της 16ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης (12.5.2019).

Προηγούμενο άρθροΟι Σπασμένες Κολώνες του Αθ. Γκράβαλη (του Γιάννη Παλαβού)
Επόμενο άρθροΟ εκτροχιασμός της μνήμης (της Θεοδώρας Δ. Πατρώνα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ