Η νοσταλγία – Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του;

0
2316

 

Του Θανάση Καράβατου.

 

Το νόστο του, την επιστροφή του στην πατρίδα, δι­ηγείται ο Οδυσσέας στον Αλκίνοο, τον βασιλιά των Φαιάκων. Όταν όμως τον βλέπουμε, στους πρώτους κιόλας στίχους της Οδύσσειας [α 58-59], να είναι «βυθισμέ­νος στον καημό του, να δει καπνό της πατρικής του γης ψηλά να ανηφορίζει» [μτφ Δ.Ν. Μαρωνίτη] αυτό που νιώθει εκείνη τη στιγμή είναι νοσταλγία, μα δεν έχει τρόπο να την ονομάσει. Θα το δούμε και στα Άσματα θλιβερά [Tristia] του Οβίδιου όταν περιγράφει τη νο­σταλγία που νιώθει για το σπίτι και τη Ρώμη που έχα­σε, χωρίς να διαθέτει κι αυτός την κατάλληλη λέξη. Διότι στη «νοσταλγία» δένονται μεν δύο ελληνικές λέξεις, λέξεις ομηρικές [ο νόστος  και το άλγος] αλλά η λέξη αυτή δεν υπήρχε στα ελληνικά, ούτε φυσικά σε καμιά γλώσσα. Tην κατασκεύασε το 1688 ο 20χρονος αλσατός γιατρός Jean ή Johann Hofer (1669-1752) –Ζαν Οφέρ ή Γιόχαν Χόφερ– από τη μετέπει­τα γαλλική Μυλούζ, συγγράφοντας στα λατινικά μια ολιγοσέλιδη, προπαρασκευαστική της διατριβής του, μελέτη με τίτλο «ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ oder Heimwehe» – όπου η πρώτη λέξη είναι έτσι γραμμένη στα ελληνικά, ενώ η η δεύ­τερη σήμαινε στον τρέχοντα τότε λόγο των Ελ­βετών το «παράπονο που σε πιάνει όταν χάνεις τη γενέθλια γη σου», κάτι που οι Γάλλοι ονόμαζαν la maladie du pays (αρρώστια του τόπου). Περιέγραφε δηλαδή με το όνομα νοσταλγία μια “νέα αρρώστια” την οποία είχε «εντοπίσει» σε νεαρά άτομα που βρίσκονταν μακριά από τον τόπο τους για δουλειά ή σπουδές Παρόλα αυτά, όπως λίαν προσφυώς σημειώνει η καθηγήτρια συγκριτικής λογοτεχνίας στο Χάρβαρντ Σβετλάνα Μπόυμ, η λέξη νοσταλγία θα είναι πάντα μια «νο­σταλγικά ελληνική λέξη».

Είχα την ευκαιρία να το διαπιστώσω ανατρέχοντας στην ιστορία της λέξης που με οδήγησε και στο ξετύλιγμα των πολλών και ποικίλων εννοιών που θα πάρει, στη «μετάβασή» της από την ιατρική στη ψυχοπαθολογία [αρχικά διά της εγκληματολογικής διδακτορικής διατριβής (1909) του Jaspers ο οποίος καταλήγει σε ψυχοπαθολογικούς προβληματισμούς, κατόπιν με τους φροϋδικούς και τους φαινομενολόγους], τη λογοτεχνία και τους ρομαντικούς στη συνέχεια –περνώντας από τον τόπο στον χρόνο–, εμπνέοντας τον ποιητή της μνήμης και της πνευματικότητας Ταρκόφσκυ [1983] αλλά και την εθνολογία, την πολιτική και πλείστους άλλους «τόπους», όπου θα δούμε νέες, καινοφανείς νοσταλγίες, όπως την nostalgerie του Ντεριντά, την Ostalgie, τη νοσταλγική παρουσίαση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης που κατέρρευσαν, την solastalgie που θέλει να αποδώσει τη θλίψη για τις καταστροφικές οικολογικές αλλαγές στον πλανήτη. Το βασικότερο, η λέξη νοσταλγία θα περάσει εύκολα, αντίθετα προς άλλους επιστημονικούς όρους, στην καθημερινό λόγο των ανθρώπων κάθε γλώσσας για να μιλήσει για την εξορία και τη μετανάστευση, αλλά και την ανέφικτη παλινόστηση και τα αγαθά της περιπλάνησης, μέσα από το παράδειγμα του Οδυσσέα που θα «τραγουδήσουν» ο Δάντε, ο Τέννυσον κι ο Καβάφης [Θανάσης Καράβατος. Έχει και η Νοσταλγία την ιστορία της, Συνάψεις, 2013].

 

*

Αυτή την τελευταία «μετάβαση» της λέξης νοσταλγία θα την αναπτύσσει διεξοδικά η Μπαρμπαρά Κασσέν –εβραία Γαλλίδα ελληνίστρια και φιλόσοφος– στο σπουδαίο βιβλίο της «Η νοσταλγία – Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του;», που εξέδωσαν στο τρέχον έτος οι εκδόσεις Μελάνι, στην εξαιρετική μετάφραση της Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου, την εκτεταμένη εισαγωγή και τις πλούσιες σημειώσεις της που πρόσθεσε σε εκείνες του βιβλίου.

Η Μπαρμπαρά Κασσέν αναπτύσσει το θέμα της ακολουθώντας τρεις χαρακτηριστικούς νοσταλγούς, τον Οδυσσέα, τον Αινεία και την Χάνα Άρεντ, αφού προτάξει το δικό της chez-soi, το σπίτι της στο γραφικό ψαροχώρι Πίνο της Κορσικής, όπου επιστρέφει νοσταλγικά εκεί που την φιλοξενούν, εκεί  που με τη σειρά της φιλοξενεί άλλους, εκεί που έθαψε τον αγαπημένο σύντροφό της. «Είμαστε φιλοξενούμενοι. Εγώ στο κάτω κάτω είμαι Γαλλίδα, το λέει η αστυνομική μου ταυτότητα, και η Κορσική είναι στη Γαλλία, άρα βρίσκομαι απλούστατα στο σπίτι μου, στη χώρα μου. κι όμως νιώθω φιλοξενούμενη. Άλλοι έχουν ρίζες, περισσότερες ρίζες, και με φιλοξενούν». Γι αυτό, σε κάθε «επιστροφή» της στην Κορσική κατέχεται από ένα συναίσθημα που «ενδόμυχα» αποκαλεί «ασυγκράτητη νοσταλγία». Συναίσθημα «αλλόκοτο», αφού δεν έχει προγόνους στο νησί, ούτε πέρασε εκεί τα παιδικά της χρόνια και τα νιάτα της, όντας γέννημα θρέμμα του Παρισιού. Είναι επειδή, όπως της λένε συχνά, εκεί είναι η πηγή στην οποία «αναπορίζεται», αντλεί δηλαδή «νέες [πνευματικές] δυνάμεις», βρίσκει «πόρους», όπως επεξηγεί η μεταφράστρια τον νεολογισμό “te ressourser” της Κασσέν. «Δεν είμαι στο σπίτι μου κι όμως εκεί είμαι στο σπίτι μου» […], η νοσταλγία δεν είναι απλώς ο καημός της πατρίδας και η επιστροφής σ’ αυτή», συμπληρώνει.

Πρώτο παράδειγμα ο Οδυσσέας που «δεν παύει να μην επιστρέφει». Γνωρίζουμε πως το είχε προφητέψει ο Τειρεσίας όταν τον επισκέφτηκε στον Άδη με προτροπή της Καλυψούς, για να μάθει αν θα γυρίσει στην Ιθάκη [Οδύσσεια, λ-119-126 & ψ-248-253]. Και με τους στίχους του Καβάφη [«Δευτέρα Οδύσσεια», Τα κρυμμένα ποιήματα 1877-1923, Ίκαρος 1993]: […] Η νοσταλγία τον κατέλαβε / και των πρωϊνών / αφίξεων εις τους λιμένας όπου, / με τι χαράν, πρώτην φοράν εμβαίνεις. / Του Τηλεμάχου την στοργήν, την πίστην / της Πηνελόπης, του πατρός το γήρας, / τους παλαιούς του φίλους, του λαού / του αφοσιωμένου την αγάπην, και την ειρήνην και ανάπαυσιν / του οίκου εβαρύνθη / Κι έφυγεν. […].

«Ρίζωμα και ξεριζωμός: να τι είναι η νοσταλγία», γράφει η Κασσέν, εμπνεόμενη από «τη ριζωμένη κλίνη του που έσκαψε με τα ίδια του τα χέρια στον κορμό μιας ελιάς», το συμβολικό σημάδι της επιστροφής οίκαδε.. «Ρίζωμα και ξεριζωμός, ιδού γύρω από τι περιστρέφεται η νοσταλγία», ξαναγράφει η Κασσέν, αρχίζοντας το κεφάλαιο για την Αινειάδα, τον δρόμο δηλαδή που φέρνει «από τη νοσταλγία στην εξορία. Κατά ιδιότυπο τρόπο νοσταλγός ο Αινείας αφού, διωγμένος από την Τροία, κουβαλάει στη πλάτη τον πατέρα του με τα κειμήλια, ψάχνοντας την πατρίδα του στην Ιταλία. Σκοπός δεν είναι η «επιστροφή» αλλά η «ίδρυση» μιας πόλης, του Λαβίνιου που χωρίς αυτό «η Ρώμη θα ήταν αδιανόητη». Στη νοσταλγία της κατεστραμμένης Τροίας προστίθεται «η νοσταλγία της Ρώμης, ένα επερχόμενο ήδη παρόν. Η νοσταλγία γράφεται λοιπόν σε τετελεσμένο μέλλοντα, και αυτός είναι σίγουρα ο χρόνος όλων των ιδρύσεων, που δε είναι ίσως ποτέ τίποτε άλλο από επανιδρύσεις».

Από τη μια, «περιπλάνηση και επιστροφή [Οδύσσεια] κι από την άλλη, «φυγή και εξορία» [Αινειάδα]. Δεν πρόκειται βέβαια για μια δεύτερη Τροία. Στη πορεία του ο Αινείας θα συναντήσει πολλά «κακέκτυπά» της που θα τα προσπεράσει. Το τέλος όμως του ταξιδιού του θα είναι η «ευσεβής» επιστροφή του στον «καταγωγικό του τόπο», μια «ιδιότυπη επιστροφή», αφού την Τροία είχε ιδρύσει ο εξ Εσπερίας Ιταλός Δάρδανος. Μόνο που εκεί ο Αινείας θα αντιμετωπίσει τη διαφορά της γλώσσας: εκεί μιλούν λατινικά κι αυτός ελληνικά. Η Κασσέν θα επισημάνει μια παλαιότερη ρήση που έλεγε πως ο Βιργίλιος έγραφε τον Όμηρο λατινικά. Τη λύση έδωσε φυσικά η Ήρα: «ο Αινείας δεν θα μιλά πλέον ελληνικά, αλλά λατινικά, τη γλώσσα των κατοίκων του τόπου στον οποίο εγκαθίστανται. Η εξορία επιβάλλει να εγκαταλείψουμε τη μητρική γλώσσα […] τη νέα πατρίδα τη φτιάχνουμε με τη γλώσσα του άλλου».

Ο πλούτος των προεκτάσεων που αποκαλύπτει εδώ η Κασσέν δεν είναι φυσικά δυνατόν να παρατεθεί εδώ. Θα παραθέσω μόνο την κατάληξη του κεφαλαίου αυτού: «Το αποτέλεσμα της εξορίας του Αινεία –δηλαδή η διπλή καταγωγή της Ρώμης και οι δύο τουλάχιστον γλώσσες– μας αναγκάζει να ανασκευάσουμε τη σχέση γλώσσας / λαού και περιπλέκει ακόμα περισσότερο τη νοσταλγία». Άλλωστε, «το παρόν βιβλίο διερευνά τη σχέση μεταξύ πατρίδας, εξορίας και μητρικής γλώσσας».

*

Μέσα από τους προβληματισμούς αυτούς η Μπαρμπαρά Κασσέν θα περάσει στην Χάνα Άρεντ παραθέτοντας όσα διηγείται η ίδια για τη «φυγή» της από τη χιτλερική Γερ­μανία το 1933 και την «προσφυγιά» της στη Γαλλία, την «άφιξή» της στις ΗΠΑ το 1941, την παραμονή της εκεί ως «απάτριδος» και την πολιτογράφησή της ως «αμερικανίδας» το 1951. Καίρια η απάντηση της όταν ο Γκύντερ Γκά­ους τη ρωτάει το 1964 αν της λείπει η προχιτλερική Γερμανία: «Δεν μπορώ να πω ότι δεν τη νο­σταλγώ καθόλου. Τι απέμεινε απ’ αυτή; Απέμεινε η γλώσσα». Η Κασσέν αγγίζει εδώ τον ορισμό της φιλοσοφίας σε σχέση με τη γλώσσα: «Η Άρεντ δεν είναι εξόριστη από τη χώρα της, τη Γερμανία, όσο από τη γλώσσα της, τη γερμανική». Η Χάνα δεν ένιωθε Γερμανίδα ούτε Εβραία. Ένιω­θε φιλόσοφος, και σ’ αυτή την περίπτωση «αυτό που μετρά­ει είναι η γλώσσα. […] Η μητρική γλώσσα είναι το μοναδικό πράγμα που μπορούμε να πάρουμε μαζί απ’ τη παλιά πατρίδα μας, κι εγώ πάσχισα πάντα να διατηρήσω ανέπαφο και ζωντανό αυτό το αναντικατάστατο πράγμα». Γι’ αυτό και «αρνήθηκε, συνειδητά, να χά­σει τη μητρική της γλώσσα», που είναι μητρική επειδή σου επιτρέπει «να επινοείς», κάτι που δεν το επι­τρέπουν τα «κλισέ» της διοικητικής γλώσσας – «η μόνη γλώσσα που δήλωνε πως ήξερε ο Άιχμαν στην απολογία του». Τα γερμανικά των εξόριστων ήταν μητρική γλώσσα, όχι εκείνα των ναζί: «αυτή είναι η αυτεπίστροφη συνέπεια της απο­σύνδεσης γλώσσας – λαού, ωθουμένης στα άκρα». Για την Άρεντ, «η πολιτική δύναμη της γλώσσας οφείλεται στο επιτελεστικό της αποτέλεσμα» γι’ αυτό και υπογράμμιζε την αντι-οντολογική κατεύθυνση «που δεν πηγαίνει από το είναι ή τη σκέψη στη γλώσσα, αλλά αντίστροφα, από τη γλώσσα προς τη σκέψη και το είναι».

Στην αντίληψή της για την πολλαπλότητα των αν­θρώπων [«ο άνθρωπος είναι οι άνθρωποι», έγραφε ο πρώτος της άνδρας, ο Γκύντερ Άντερς] θα στη­ριχθεί η Άρεντ για να «βιώσει ενδόμυχα την εμπειρία της πληθυντικότητας των γλωσσών». Αυτό της επιτρέπει να έχει πολλές «καταγωγικές γλώσσες»: «τα γερμανικά, γλώσσα της ποιητικής και φι­λοσοφικής πατρίδας της, τα γαλλικά της πρώ­της της εξορίας, τα αγγλικά-με γερμανική-προφορά της δεύτερης υπηκοότητάς της, τα λατινικά και τα αρχαία ελληνικά, γλώσσα των πολιτικών της προγόνων». Απομακρύνεται έτσι από την αρχική της θέση πως η «ανακάλυψη» είναι το ίδιον της μητρικής γλώσσας: «Ανακαλύπτουμε» διαφορετικά σε κάθε γλώσσα και, φυσικά, η μετάφραση είναι κι αυτή μια «ανακάλυψη». Ευκαιρία για την Κασσέν να επεκταθεί με μια λίαν ενδιαφέρουσα και θελκτική συζήτηση για τη γλώσσα, τα νοήματα και το αγαπημένο θέμα της Άρεντ την «ανθρώπινη συνθήκη».

Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του; Αναρωτιέται εν κατακλείδι η Μπάρμπαρα Κασσέν. «Όταν, λέει, τον υποδέχονται – αυτόν, τους δικούς του και τη γλώσσα, τις γλώσσες του».

 

NOSTALGIEINFO:  Μπαρμπαρά Κασσέν

Η νοσταλγία – Πότε λοιπόν είναι κανείς σπίτι του;

Εισαγωγή / Μετάφραση / Σημειώσεις Σεσίλ Ιγγλέση-Μαργέλλου

Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2015

 

 

Προηγούμενο άρθρο«Ιστορίης επίσκεψις» για εκπαιδευτικούς
Επόμενο άρθροΔημήτρης Καρακίτσος: O τρελός Πιερό

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ