της Ruth Franklin (*, **)
(μτφρ.Αλ.Σαμοθράκη)
Η Έκθεση Βιβλίου της Βαρσοβίας λαμβάνει χώρα κάθε Μάιο στο Εθνικό στάδιο, μια καλαθοειδή δομή στο λευκό και το κόκκινο της πολωνικής σημαίας. Ένα ηλιόλουστο Σαββατιάτικο πρωινό εκατοντάδες μπαλόνια μιας εταιρείας audiobook χοροπηδάνε στα παιδικά χέρια και πλήθη αναγνωστών χαζεύουν στα περίπτερα εκδοτών από όλη την Ευρώπη.
Το Εθνικό Ινστιτούτο Fryderyk Chopin διαθέτει περίπτερο με πιάνο και μια νεαρή γυναίκα παίζει το ‘ Bohemian Rhapsody’. Σε ένα εφήμερο βιβλιοπωλείο pop-up ένας υπάλληλος με μακρυά καστανά μαλλιά και χιπστερικά γυαλιά επιδεικνύει σε έναν πελάτη το ‘Forever Butt’, μια σταχυολόγηση από queer περιοδικά (‘σε μέγεθος τσέπης, ροζ και σούπερ gay’). Μια μεγάλη σειρά ανθρώπων εκτείνεται από το περίπτερο του εκδοτικού οίκου Wydawnictwo Literackie και γύρω από διάφορα άλλα περίπτερα περιμένοντας την Olga Tokarczuk να υπογράψει τα βιβιλία της.
Ή ίδια η Tokarczuk βρίσκεται έξω: τα πλήθη την αγχώνουν και προετοιμάζεται. Αν και ξενυχτισμένη δεν έχει κοιμηθεί καλά. Η Tokarczuk, που είναι 57, είναι μικροκαμωμένη και εντυπωσιακή, με την εστιασμένη ενέργεια μιας δασκάλας yoga. Προτιμά τα εντέχνως ριχτά ρούχα και τα πολλά βραχιόλια. Τα μακρυά καστανά ράστα μάλλια της πλεγμένα με μπλε χάντρες είναι μαζεμένα ψήλα στο κεφάλι της. Συχνά χαμογελά σκωπτικά.
Στέκομαι μαζί της καθώς καπνίζει ένα λεπτό σαν τσοπ-στικ τσιγάρο μάρκας Vogue κάτω από το στέγαστρο του σταδίου. Το κτίριο εγκαινιάστηκε το 2012 και έχει γίνει κομβικό σημείο της ετήσιας Πορείας Ανεξαρτησίας, κάθε Νοέμβριο, κατά την οποία ακροδεξιές και εθνικιστικές ομάδες συμμετέχουν κρατώντας πανώ με σλόγκαν όπως: ‘ Η Πολωνία στους Πολωνούς’ και ‘Στοπ στον Εξισλαμισμό’. Το νέο στάδιο αντικατέστησε το παλαιότερο, κομμουνιστικής εποχής στάδο, που είχε ρημάξει κατά τη δεκαετία του ’90. Το θυμάμαι μιας και ήμουν σχεδόν ένα χρόνο στη χώρα μαθαίνοντας Πολωνικά πριν πάω στο πανεπιστήμιο. Καθώς η Πολωνία μετατρεπόταν σε καπιταλιστική οικονομία, ο χώρος εκτελούσε χρέη αγοράς για πλαστά και μεταχειρισμένα αγαθά, διαβόητος για τα σκουπίδια και την εγκληματικότητα του. Με είχαν προειδοποιήσει να μην πατήσω ποτέ πόδι εκεί.
Η Tokarczuk τελείωσε το τσιγάρο της και καθαρίζει την πουκαμίσα της από τις μπαλίτσες με γκρι χνούδι που προέρχονται από τις λεύκες και άλλα δέντρα, τα οποία ανθίζουν σε όλη τη Βαρσοβία την άνοιξη. Ένα σούσουρο ακούγεται στην σειρά όσων περιμένουν ένα αυτόγραφο καθώς ένας υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων οδηγεί την Tokarczuk στα παρασκήνια. Τα ράστα της την καθιστούν ακαριαία αναγνωρίσιμη. Τα απέκτησε από καπρίτσιο πριν από περίπου μια δεκαετία όταν μια αεροπορική απεργία τη άφησε με πολύ ελεύθερο χρόνο στη Bangkok. Κατόπιν έμαθε πως αυτό του είδους ράστα ήταν σύνηθες στις φυλές που κατοικούσαν στην Πολωνία στους προ-χριστιανικούς χρόνους. Υπάρχει μια λατινική έκφραση γι’αυτό: ‘plica polonica’ μου εξηγεί αργότερα. ‘ Είναι υποτιμητική περιγραφή, υπονοεί την ελλειμματική υγιεινή.’ Γελάει.
Το να ξεθάβει κάτι ξεχασμένο από την πολωνική ιστορία και να το επαναπροσδιορίζει σε ένα σύγχρονο πλαίσιο έχει γίνει η υπογραφή της Tokarczuk. Διεθνώς είναι γνωστότερη για το έκτο μυθιστόρημα της ‘ Πτήσεις’ που κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ πέρσι, περισσότερο από μια δεκαετία μετά την έκδοση του στα πολωνικά, και κέρδισε το Διεθνές Βραβείο Man Booker το 2018. Η Tokarczuk αποκαλεί το βιβλίο, μια συσσώρευση που αψηφά τα είδη μεταξύ λογοτεχνίας, ιστορίας, απομνημονευμάτων και δοκιμίου- ‘μυθιστόρημα αστερισμό’. Το βασικό του θέμα είναι η ιδεά του ταξιδιού, αλλά τα διαφορετικά τμήματα του συχνά συνδέονται απλά με μια λέξη ή μια εικόνα, επιτρέποντας στους αναγνώστες να ανακαλύψουν τις δικές τους συνδέσεις. ‘ Οταν το υπέβαλα αρχικά στον εκδοτικό οίκο, με πήραν για να ρωτήσουν αν είχα μπερδέψει τα αρχεία στον υπολογιστή μου, επειδή αυτό δεν ήταν μυθιστόρημα’ , λέει.
Μια φόρμα βασισμένη σε ‘φράγματα’ είναι ιδιαίτερα ταιριαστή για ένα μυθιστόρημα μιας Πολωνής συγγραφέως δεδομένου ότι τα εθνικά σύνορα έχουν αλλάξει ξανά και ξανά κατά τους αιώνες, και ομάδες διαφορετικών εθνικοτήτων-Πολωνοί, Ουκρανοί, Λιθουανοί, Γερμανοί, Ρουθηνοί, Εβραίοι- έχουν ζήσει μαζί σε μια κακοφωνία γλωσσών και εμπειρών. Η κεντρικοευρωπαΐκή λογοτεχνία εν γένει, πιστεύει η Tokarczuk, ‘αμφισβητεί την πραγματικότητα περισσότερο. Εμπιστεύεται λιγότερο τα σταθερά, μόνιμα πράγματα,’ Στις ‘Πτήσεις’ ένας χαρακτήρας λέει: ‘Οι Αστερισμοί, και όχι οι αλληλουχίες, είναι αυτοί που μεταφέρουν την αλήθεια.’
Στην Πολωνία, η διήγηση μιας ιστορίας που ενστερνίζεται τον καταμερισμό, την πολυπολιτισμικότητα και τις αλληλοσχέσεις είναι αναπόφευκτα πολιτική επειδή διαταράσσει τη μακροχρόνια μυθολογία της χώρας ως ένα ομογενές καθολικό έθνος. Αυτή η εθνική μυθολογία διαρκώς κερδίζει έδαφος, ιδίως μετά το 2015 και την άνοδο στην εξουσία του κοινωνικά συντηρητικού κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη με την αντι-μεταναστευτική ρητορεία περί‘εθνικής ενότητας’. Από τότε η κυβέρνησηη αρνείται να δεχτεί πρόσφυγες από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, αντιστέκεται στην καθιέρωση ίσων δικαιωμάτων για ομόφυλα ζευγάρια και πέρασε ένα νόμο που απαγορεύει τη συζήτηση για την πολωνική συνεργασία με τους Ναζί κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο.
Σε ένα πρόσφατο άρθρο της στους Times, η Tokarczuk αποδοκιμάζει το πολιτικό κλίμα στη χώρα της: ‘ Η κρατική τηλεόραση, από την οποία μεγάλο μέρος των Πολωνών ενημερώνονται, επανειλημμένα λασπολογεί την αντιπολίτευση και οποιονδήποτε σκέφτεται διαφορετικά από το κυβερνόν κόμμα.’ Το έργο της συχνά θέτει επί τάπητος θέματα για τα οποία η ίδια έχει ισχυρή άποψη. Χορτοφάγος εδώ και χρόνια, δηλώνει πως χάνει τον ύπνο της εξαιτίας των όσων περνάνε τα ζώα στα σφαγεία και στις βιομηχανικές φάρμες. Το 2009 εξέδωσε το αντισυμβατικό αστυνομικό μυθιστόρημα υπέρ του περιβάλλοντος και των δικαιωμάτων των ζώων. ‘Οδήγα το Άροτρο σου Πάνω από τα Κόκκαλα των Νεκρών’.
Η Πολωνία, όπως και οι ΗΠΑ, είναι πολιτικά διχασμένη: Οι υποστηρικτές του Νόμος και Δικαιοσύνη εξισορροπούνται από προοδευτικούς-συχνά νεαρότερους κάτοικους πόλεων από τη δυτική πλευρά της χώρας- που αναζητούν την ανεκτικότητα, την πολυπολιτισμικότητα και ένα ειλικρινές ξεκαθάρισμα με το παρελθόν της Πολωνίας. Αυτοί είναι και οι αναγνώστες της Tokarczuk. ‘Ακόμη και όσοι φίλοι μου δε διαβάζουν πολύ και δεν ακολουθούν τους τελευταίους νέους ποιητές ή συγγραφείς, διαβάζουν την Olga Tokarczuk’ εξηγεί η Zofia Król, διευθύντρια του online λογοτεχνικού περιοδικού Dwutygodnik.
Όταν η Tokarczuk εμφανίστηκε μπροστά στους αναγνώστες της κάθε ίχνος άγχους είχε εξαφανιστεί από το πρόσωπό της. Συζητούσε με ζωντάνια και πόζαρε για σέλφις. Ένας αναγνώστης της είχε φέρει ένα βιβλίο με σκίτσα από ‘αρχιτεκτονική φάντασμα’- σχέδια για κτίρια που δε χτίστηκαν ποτέ-ελπίζοντας πως μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης. Μια βιβλιοθηκάριος από το Pruszkow, λίγο πιο έξω από τη Βαρσοβία, της χάρισε μια πρόσφατη πολωνική μετάφραση ενός βιβλίου που καταγράφει τη ζωή της εβραΐκής κοινότητας της πόλης, που εξαλήφθηκε το 1941, κατά τη ναζιστική κατοχή.
Η Tokarczuk υπέγραφε τα βιβλία της για δύο ώρες και όταν σηκώθηκε από το τραπέζι μούγκρισε και υποκρίθηκε πως καταρρέει. Τα μάτια της όμως ήταν σε εγρήγορση. ‘ Μου δίνει ενέργεια να ξέρω τι σκέφτονται οι άνθρωποι για το επόμενο βιβλίο’ εξηγεί
Με βάση το Βροτσλαβ, στη νοτιοδυτική Πολωνία, βρέθηκε στη Βαρσοβία όχι μόνο για την έκθεση βιβλίου αλλά και για το λογοτεχνικό φεστιβάλ ‘Απόστροφος’ που έλαβε χώρα στο Θέατρο Universal, ένα ‘αρχηγείο’διανοούμενων και καλλιτεχνών. Αυτή τη χρονιά η Tokarczuk διατέλεσε επισκέπτρια επιμελήτρια, οργανώνοντας μια εβδομάδα συμποσίων με μεγάλους Πολωνούς συγγραφείς και διανοούμενους. Ήταν παρούσα σχεδόν σε κάθε συζήτηση κρατώντας σημειώσεις σε ένα μικρό μαύρο σημειωματάριο και μερικές φορές προτείνοντας ιδέες αν οι ομιλητές στέρευαν. Το θέμα που είχε επιλέξει ήταν : ‘Αυτός Δεν Είναι ο Μόνος Πιθανός Κόσμος’. Μια συζήτηση εστίαζε στο πώς θα έμοιαζε μια μετα-θρησκευτική Πολωνία. Μια άλλη αφορούσε την κλιματική αλαγή και άλλα οικολογικά ζητήματα. Αντί για το παραδοσιακό ανθισμένο μπουκέτο λουλουδιών κάθε πανελίστας λάμβανε ως δείγμα εκτίμησης ένα δενδρύλιο οξιάς.
Μια νύχτα, μια όμαδα εκπαιδευτικών συζητούσε το μέλλον του πολωνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Ο Piotr Laskowski, ένας σαραντάρης δάσκαλος, εξέφρασε την απέχθεια του για τον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρήσεις έχουν υιοθετήσει λέξεις όπως ‘δημιουργικότητα’ και ‘καινοτομία’. Μέχρι πρόσφατα ήταν επικεφαλής ενός γυμνάσιου στο οποίο οι περισσότερες αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού με ψήφο των μαθητών και των εκπαιδευτικών. Τα σχολεία, κατά τον Laskowski, θα έπρεπε να στοχεύουν στο να απελευθερώνουν τους μαθητές από το να σκέφτονται την αγορά εργασίας και, αντ’ αυτού, να τους προετοιμάζει να διαμορφώσουν τον κόσμο. Φορώντας ένα μπλε φούτερ με κουκούλα, κουνιόταν πέρα δώθε, με δυσκολία συγκρατώντας την ενέργεια του όσο μιλούσε. Η Tokarczuk του χαμογελούσε πλατιά από τη συνηθισμένη της θέση στη μέση της πρώτης σειράς.
Μετά την εκδήλωση, σε μια συγκέντρωση στον κήπο του θεάτρου, η Tokarczuk μου σύστησε τον Laskowski ως τον άνδρα που διεύθυνε ‘το πιο αναρχικό σχολείο του συστήματος’. ‘Δεν είναι και τόσο αναρχικό, φοβάμαι’ είπε αυτός. Η Tokarczuk πίνει μια ρουφηξιά από τη διαιτητική Fritz-Kola, μια γερμανική μάρκα με έντονη δόση καφεΐνης. ‘Πόσο ελεύθερος είσαι να καθορίσεις το τι λες στους μαθητές σου;’ τον ρωτάει. Το Νόμος και Δικαιοσύνη έχει εισάγει διδακτική ύλη ‘εγκεκριμένη από το κράτος’: ιστορία αποκλειστικά της Πολωνίας, από κατάφωρα εθνικιστική προοπτική, λογοτεχνία που τονίζει τους Πολωνούς κλασικούς, όπως τα ιστορικά μυθιστορήματα του Henryk Sienkiewicz, αντί για τους μεγάλους αντικομφορμιστές όπως ο Witold Gombrowicz και ο Bruno Schulz. Ο Laskowski σηκώνει τους ώμους. Ένας δάσκαλος που παρεκκλίνει από την επίσημη γραμμή ‘δεν θα συλληφθεί’ απλά θα ‘ εκφοβιστεί, ίσως με την απειλή αναγκαστικής συνταξιοδότησης. Αν και κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε στη Βαρσοβία’ προσθέτει ‘αν διδάσκεις σε μικρή πόλη ή χωριό, με ιερέα που διδάσκει στο σχολείο, τότε η θέση σου αλλάζει δραματικά’ , χαμογελάει σκυθρωπά.
Ανάμεσα στους αριστερούς με τους οποίους συνομίλησα τέτοιες κουβέντες ήταν συνηθισμένες: μπορούσες να τη γλιτώσεις με οτιδήποτε έκανες, μέχρι την μέρα εκείνη που δεν θα μπορούσες πια. Τα περισσότερα πολιτιστικά ιδρύματα εξαρτώνται από το δημόσιο χρήμα, που τα καθιστά τρωτά στις πολιτικές πιέσεις. Τον προηγούμενο Δεκέμβριο, αφού η Król, η διευθύντρια του Dwutygodnik αντιστάθηκε σε προσπάθειες λογοκρισίες του περιοδικού, η κυβέρνηση απέσυρε την κρατική χρηματοδότηση, η έκδοση του περιοδικού σταμάτησε για αρκετούς μήνες, μέχρι που η Król εξασφάλησε υποστήριξη από τη σχετικά φιλελεύθερη δημοτική αρχή της Βαρσοβίας.
Στα ΜΜΕ, η εξεύρεση τρόπου λειτουργίας χωρίς κυβερνητική υποστήριξη γίνεται μια ελκυστική επιλογή. Όταν ένα χρηματοδοτούμενο από το crowdfunding ντοκιμαντέρ για την παιδική κακοποίηση από Καθολικούς ιερείς που κυκλοφόρησε πρόσφατα στο YouTube είχε 20 εκατομμύρια θεάσειςσε λίγες μέρες. αριθμός που ισούνται με πάνω από το μισό πληθυσμό της Πολωνίας. ‘Δε μπορώ να ακούω το επίσημο ραδιόφωνο’ μου είπε η Monika Platek, καθηγήτρια νόμου και εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας καθώς έψαχνε στο κινητό της για ενα επεισόδιο του ‘Radiolab’ του WNYC που ήθελε να μοιραστεί με την Tokarczuk. Η Platek κατέβαινε στις Ευρωεκλογές, υποψήφια με το Wiosna, ένα νέο προοδευτικό κόμμα. Οι εκλογές θα γινόντουσαν μετά από μιαμιση μέρα.
Στο τέλος της βραδιάς, ο Πολωνός συγγραφέας Andrzej Stasiuk, μαζί με το ουκρανικό ροκ συγκρότημα Haydamaky, παρουσιάσαν μουσικές εκτελέσεις των ποιημάτων του Adam Mickiewicz. Γεννηθείς το 1798, μόλις η Πολωνία είχε χωριστεί σε τρια τμήματα από την Πρωσική, τη Ρωσική και την Αυστριακή Αυτοκρατορία, ο Adam Mickiewicz είχε συμμετάσχει στον ανεπιτυχή αγώνα της Πολωνίας για ανεξαρτησία και είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σην εξορία. Η δουλειά του είναι παθιασμένα πατριωτική- θεωρείται ο εθνικός ποιητής της Πολωνίας- όμως όπως τονίζουν και οι διασκευές του Stasiuk, η πατρίδα που ο Mickiewicz εγκωμιάζει περιλαμβάνει μεγάλα τμήματα της Ουκρανίας, της Λιθουανίας και της Λευκορωσίας.
Ο Stasiuk, ένας ψηλός, λεπτός άνδρας σχεδόν εξηντάρης, άρχισε να απαγγέλει στα πολωνικά τις πρώτες γραμμές του ρομαντικού σονέτου ‘ Οι Στέπες του Ακκερμαν’ που περιγράφει το τοπίο της Κριμέας. Καθώς τα χάλκινα επαναλαμβάνουν το θέμα ενός φολκ σκοπού και τα ντραμς ανεβάζουν την ένταση, ο Stasiuk αλλάζει γλώσσα, μισό φωνάζοντας, μισό ραπάροντας τους ίδιους στίχους στα Ουκρανικά. Η Tokarczuk λικνίζεται με τη μουσική. ‘Με πιάνει ανατριχίλα όποτε το ακούω’ λέει και τρίβει τα μπράτσα της ‘ Βλέπεις το λογότυπο στη μπλούζα του;’
Απείχαμε κάπως από τη σκηνή και το λογότυπο ήταν δυσδιάκριτο. Έμοιαζε να περιλαμβάνει τον αετό από το οικόσημο της χώρας, αλλά και κάτι ακόμη. Κινήθηκα μέσα στο πλήθος μέχρι που στεκόμουν απευθείας κάτω από τον Stasiuk. Το σχέδιο έμοιαζε με ένα στυλιζαρισμένο πουλί με δυο συμμετρικά φτερά σε κάθε πλευρά από κάτι που έμοιαζε με ξύλινο κουτάλι. Έβγαλα μια φωτογραφία και γύρισα πίσω στην Tokarczuk. ‘Α’ είπε ζουμάρωντας. ‘Αυτό είναι το οικόσημο Tryzub της Ουκρανίας’ ‘Έπλεξε τα δάχτυλά της κουνώντας τα χέρια της για έμφαση: ‘Οι δυο κουλτούρες- είναι έτσι. Δε μπορούν να διαχωριστούν.’
Η σχέση μεταξύ Πολωνών και Ουκρανών αποτελεί τον πυρήνα του μυθιστορήματος που γράφει τώρα, που θα αντλεί από την οικογενειακή της ιστορία. Οι πρόγονοι της από την πλευρά του πατέρα της περιλαμβάνουν Πολωνούς, Ουκρανούς και Ρουθήνους από ένα χωριό στην επαρχία της Γαλικίας. ‘Μερικοί από αυτούς είχαν συναίσθηση της εθνικής τους ταυτότητας, ενώ για κάποιους άλλους δεν ήταν και τόσο σημαντικό’ μου εξήγησε το επόμενο απόγευμα πίνοντας τσάι στο λόμπι ενός νέου ξενοδοχείου – μπουτίκ στην κεντρική Βαρσοβία (Η Tokarczuk μιλάει εξαιρετικά καλά αγγλικά, τα Πολωνικά της όμως διαθέτουν μια σπάνια κομψότητα και διαύγεια, η συζήτηση μας έλαβε χώρα και στις δυο γλώσσες.)
Κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Πολωνοί σφαγιάστηκαν στο χωριό της, καθώς έγινε το θέατρο εκκαθαρίσεων από Ουκρανούς εθνικιστές που στοίχισε δεκάδες χιλιάδες ζωές στην περιοχή. Ο παππούς της Tokarczuk, που ήταν Πολωνός αλλά παντρεμένος με Ουκρανή, επέζησε. Μετά τον πόλεμο, η Γαλικία μοιράστηκε ανάμεσα στη Σοβ. Ένιωση και την Πολωνία, και το χωριό περιήλθε στη δικαιοδοσία της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Ουκρανίας. Η οικογένεια, μαζί με σχεδόν ένα εκατομμύριο άλλους κατοίκους της περιοχής, μετανάστευσαν στην Κάτω Σιλεσία, μια περιοχή στη νοτιοδυτική Πολωνία που συνορεύει με την τωρινή Γερμανία και την Τσεχία. Οι Πολωνοί παροτρύνθηκαν να εγκατασταθούν εκεί, σε μεγάλο βαθμό και για να αντικαταστήσουν τους Γερμανούς που είχαν καταφύγει στην Γερμανία καθώς προχωρούσε ο Κόκκινος Στρατός ή που είχαν εκδιωχθεί από την Πολωνία μετά το τέλος του πολέμου.
‘Δε μπορείς να μιλήσεις για τη συγκεκριμένη περιοχή χωρίς τους Ουκρανούς, επειδή τρια εκατομμύρια Πολωνοί που ζουν εκεί ακόμη έχουν τις ρίζες τους στην Ουκρανία’ λέει η Tokarczuk.’Αυτή η διάκριση- ποιος είναι Πολωνός και ποιος Ουκρανός- για μένα είναι πλασματική’.
Η Tokarczuk γεννήθηκε το 1962, και έζησε μαζί με τη μικρή της αδελφή σε ένα χωριό βορειότερα της Κάτω Σιλεσίας. Μια μικρή γερμανκή μειοψηφία είχε παραμείνει εκεί: είτε ισχυριζόμενοι πως είναι Πολωνοί προκειμένου να μείνουν, είτε μεσω γάμων με Πολωνούς. Η Tokarczuk ως παιδί είχε Γερμανίδα νταντά. Οι γονείς της δίδασκαν σε ένα λαϊκό σχολείο, μέλος του κινήματος που ιδρύθηκε για να φέρει την εκπαίδευση στις τάξεις των χωρικών, και η οικογένεια (όπως και οι ενήλικοι μαθητές) ζούσαν στο χώρο του σχολείου, μια περίοδο που η Tokarczuk θυμάται ως ευτυχισμένη. Ο πατέρας της ήταν ο βιβλιοθηκάριος του σχολείου και περνούσε τον περισσότερο χρόνο της μαζί του, διαβάζοντας ό,τι έπεφτε στα χέρια της- ποίηση, Απουλήιο, Ιούλιο Βερν, εγκυκλοπαίδειες.
Κατά την εφηβεία της, η Tokarczuk συνειδητοποίησε πόσο μεγάλο μέρος του κόσμου δεν της ήταν προσβάσιμο. ‘ ‘Ολα όσα με ενδιέφεραν βρισκόντουσαν εκτός Πολωνίας’ μου είπε ‘Σπουδαία μουσική, τέχνη, κινηματογράφος, χίπηδες, ο Μικ Τζάγκερ. Ήταν αδύνατον ακόμη και να ονειρευτείς να δραπετεύσεις. Ως έφηβη ήμουν πεπεισμένη πως θα έπρεπε να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου μέσα σε αυτή την παγίδα.’
Το φθινόπωρο του 1980, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας για να σπουδάσει ψυχολογία. Η πανεπιστημιούπολη είχε χρησιμοποιηθεί ως γερμανικός στρατώνας κατά τον πόλεμο, ο κοιτώνας της ήταν κοντά στα ερείπια του εβραίκού γκετο και υπάρχουνν ακόμη κενά στους δρόμους από τη συστηματική καταστροφή της πόλης από τους Ναζί το 1944. Κατά το δεύτερο έτος της ως φοιτήτρια, σε απάντηση των γενικευμένων διαμαρτυριών σε όλη τη χώρα, η κυβέρνηση επέβαλε στρατιωτικό νόμο. Ακόμη και τώρα, στην άνεση του lobby του ξενοδοχείου, η Tokarczuk καταπιέζει ένα ρίγος στην ανάμνηση και μόνο. ΄‘Ηταν αρκετά σκληρό για ένα νεαρό κορίτσι από την επαρχία εξηγεί . Δεν υπήρχε τίποτε να αγοράσεις στα μαγαζιά, μόνο ξύδι και μουστάρδα στα ράφια. Και απόγνωση στον αέρα. Οι άνθρωποι ήταν πολύ απαισιόδοξοι. Δεν πίστευα πως η Σοβ. Ένωση θα μπορούσε ποτέ να διαλυθεί.’ .
Μετά την αποφοίτηση της το 1985, η Tokarczuk παντρεύτηκε έναν συμφοιτητή της και μετακόμισαν σε μια πόλη κοντά στο Βράτσλαβ. Η Tokarczuk εξειδικεύτηκε στην κλινική ψυχολογία, και εργάστηκε με ναρκομανείς και αλκοολικούς. Μετά από μερικά χρόνια έπαθε υπερκόπωση. ‘Παραείμαι νευρωτική για ψυχαναλύτρια’ λέει. Κατάφερε να αποκτήσει διαβατήριο για να ταξιδέψει στο Λονδίνο για λίγους μήνες, όπου μελέτησε αγγλικά, έκανε δουλειές του ποδαριού- όπως συναρμολογήτρια κεραίων σε εργοστάσιο, καθαρίστρια σε πουτελές ξενοδοχείο- και περνούσε το χρόνο της σε βιβλιοπωλεία, διαβάζοντας φεμινιστική θεωρία, που δεν είχε συναντήσει στην Πολωνία. Ένα πρωτόλειο διήγημα της ‘ Το Ξενοδοχειακό Κεφάλαιο’ είναι γραμμένο από την οπτική μιας καμαριέρας που δημιουργεί ιστορίες για τους ανθρώπους τα δωμάτια των οποίων καθαρίζει βασισμένη στα προσωπικά τους αντικείμενα. ‘Όποτε είμαι σε ένα ξενοδοχείο’ μου είπε η Tokarczuk, κοιτάζοντας αμήχανα τριγύρω στο lobby, ‘θυμάμαι ότι οι καμαριέρες είναι άνθρωποι σαν εμένα, και μπορούν και αυτές να γράψουν για μένα και για την ακαταστασία που επικρατεί στο δωμάτιο μου’.
Αφού η Tokarczuk επέστρεψε στην Πολωνία, απέκτησε με το σύζυγό της ένα γιο, και άρχισε να γράφει σοβαρά. Θεωρεί πως οι γνώσεις της στην ψυχολογία τη βοήθησαν να αντιληφθεί ότι μπορούν να συνυπάρξουν πολλές διαφορετικές πραγματικότητες. Μια από τις πρώτες κλινικές της εμπειρίες αναφερόταν σε δυο αδέλφια με δυο εντελώς διαφορετικές συναισθηματικές διηγήσεις για τη δυναμική της οικογενειάς τους. ‘Αυτό ήταν το πρώτο μου βήμα στη συγγραφή’ θυμάται αργότερα. ‘Η συγγραφή είναι η διερεύνηση πολύ συγκεκριμένων και ιδιαίτερων θεάσεων της πραγματικότητας΄.
Το πρωτό μυθιστόρημα της (εκδ. 1993) ήταν μια φιλοσοφική παραβολή που εξελισσόταν στη Γαλλία του 17ου αιώνα, το επόμενο ήταν η ιστορία ενός μέντιουμ στο Βροτσλαβ το 1920. Η πρώτη μεγάλη της επιτυχία ήρθε με το τρίτο της έργο ‘ Αρχέγονοι και Λοιποί Καιροί (1996), για το οποίο άντλησε υλικό από τις ιστορίες που της είχε διηγηθεί η γιαγιά της από την πλευρά της μαμάς της. Με μια δόση μαγικού ρεαλισμού – υπό την προστασία τεσσάρων αγγέλων φυλάκων- το μυθιστόρημα καταγράφει τις ζωές δυο οικογενειών σε ένα φανταστικό πολωνικό χωριό κατά τον 20ο αιώνα. Μεγάλο μέρος της ιστορίας περιστρέφεται γύρω από τις σχέσεις Πολωνών και Εβραίων. Οι Πολωνοί επισκέπτονται Εβραίους γιατρούς και ψωνίζουν σε εβραιΐκά καταστήματα αλλά μια παθιασμένη ιστορία αγάπης ανάμεσα σε μια Πολωνή και έναν Εβραίο παρεμποδίζεται. Για το συνδυασμό μυθολογικών στοιχείων και μιας μελλοντικής θεώρησης της ιστορίας, το μυθιστόρημα θεωρήθηκε καινοτόμο.
Περίπου τον ίδιο καιρό, η Tokarczuk ερωτεύτηκε την Κοιλάδα Kłodzko, μια γραφική γωνιά της Κάτω Σιλεσίας, κοντά στα σύνορα με την Τσεχία. Με το σύζυγό της αγόρασαν ένα απλό σπίτι με ξύλινα πλαίσια και ξεκίνησαν να το ανακαινίζουν. Η Tokarczuk μαγεύτηκε από την ιστορία και τον πολιτισμό της περιοχής.
Περνώντας από μια εκκλησία λίγο μετά τη μετακόμιση, παρατήρησε το άγαλμα μιας αγίας, της Αγίας Wilgefortis, εμπειρία που αποτέλεσε τη βάση για το επόμενο μυθιστόρημά της ‘Οίκος της Ημέρας, Οίκος της Νύχτας’ (1998). Γράφει πως πέτυχε ένα φυλλάδιο στο κατάστημα – διαφημιστικό σουβενίρ της εκκλησίας – που περιείχε το μεσαιωνικό βίο ενός αγίου, γραμμένο από κάποιον για τον οποίον αναφερόταν μόνο το όνομα και η ιδιότητα (Πασχάλης, μοναχός). Σύμφωνα με το θρύλο, η Wilgefortis ήθελε να γίνει μοναχή, αλλά ο πατέρας της την απήγαγε από μια μονή και προσπάθησε να την εξαναγκάσει να παντρευτεί. Εκείνη τότε προσευχήθηκε στον Ιησού να την κάνει αποκρουστική στο μέλλοντα γαμπρό και απέκτησε ανδρικά χαρακτηριστικά και ένα μούσι σαν του Χριστού- τα οποία μόλις είδε ο πατέρας της την θανάτωσε.
‘Ποιος ήταν αυτός που έγραψε για τη ζωή της αγίας και πώς τα ήξερε όλα αυτά; Αναρωτιέται ένας χαρακτήρας. Όπως αποδεικνύεται, ο Πασχάλης –μια φανταστική μορφή- βρίσκεται σε μοναδική θέση να γράψει το βίο αυτής της ανδροπρεπούς κοπέλας: από τα μικράτα του, ταλανιζόταν από την επιθυμία να γίνει γυναίκα. Όπως η περιοχή με τα διαρκώς εναλλασσόμενα σύνορα όπου διαδραματίζεται η ιστορία και οι δύο χαρακτήρες βρίσκονται σε μια μεταιχμιακή φάση, κάτι που οξύνει την ενσυναίσθηση τους. Με την παράθεση απομνημονευμάτων, λογοτεχνίας και μύθου, αυτό το μυθιστόρημα αποτέλεσε την πρώτη απόπειρα της Tokarczuk στον αστερισμό που στη συνέχεια χρησιμοποίησε στις ‘Πτήσεις’.
Το προαναφερθέν μυθιστόρημα ξεπήδησε από το γεγονός ότι η Tokarczuk, για πρώτη φορά στη ζωή της, ήταν ελεύθερη να ταξιδέψει απεριόριστα. Η αυξανόμενη διεθνή της φήμη συνεπαγόταν προσκλήσεις σε λογοτεχνικά φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο, ο γιός της πλησίαζε την ενηλικίωση και ο γάμος της είχε λήξει. Άρχισε να την απασχολεί η ιδέα ενός βιβλίου για τα ταξίδια, όμως η συμβατική ταξιδιωτική γραφή παραήταν γραμμική, χωρίς τη ‘νευρική, σχεδόν επιθετική, πολύ ενεργητική και επείγουσα’ φύση της ταξιδιωτικής πράξης.
‘ Αναζητούσε απεγνωσμένα μια φόρμα για ένα τέτοιο βιβλίο, αλλά δε μπορούσα να τη βρω’ μου είπε. Όμως καθώς άρχισε να συγκεντρώνει τις σημειώσεις της, συνειδητοποίησε πως θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα μυθιστόρημα. Για να καθορίσει την τελική του μορφή, άπλωσε τα τμήματα του βιβλίου –και τα εκατόν έξι- στο πάτωμα του δωματίου εργασίας της και ανέβηκε στο τραπέζι να τα παρατηρήσει από ψηλά.
Ένα απόσπασμα αφορούσε τον Philip Verheyen, το Φλαμανδό ανατόμο του 17ου αιώνα που όρισε τον αχίλλειο τένοντα. Σε νεαρή ηλικία, έχασε με ακρωτηριασμό το ένα του πόδι και μετά βίωνε ένα συνεχή πόνο στο κενό όπου κάποτε ήταν το πόδι του. Αυτό που έχει απομακρυνθεί- είτε ένα ανθρώπινο μέλος, είτε μια ομάδα ανθρώπων από ένα έθνος- ακόμη έχει τη δύναμη να πονά. ‘Πρέπει να διερευνήσουμε τον πόνο μας’ συμπεραίνει.
Τη μέρα μετά τη λήξη του ‘Απόστροφος’, η Tokarczuk γευμάτιζε σε ένα ινδικό εστιατόριο της Βαρσοβίας με τον, εδώ και 11 χρόνια, σύντροφό της, Grzegorz Zygadło, ένα καταδεκτικό άνδρα λίγο πριν τα 50, με ατημέλητα σκούρα μαλλιά. Τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών είχαν βγει και ήταν αποκαρδιωτικά. Το Νόμος και Τάξη είχε κερδίσει το μεγαλύτερο ποσοστό από καταβολής του,πάνω από 45%, και 7 ποσοστιαίες μονάδες περισσότερες από τον κεντρώο του αντίπαλο, την Ευρωπαΐκή Συμμαχία. Το Wiosna είχε συγκεντρώσει 6% και θα έστελνε 3 ευρωβουλευτές στις Βρυξέλλες αλλά όχι τη Monika Platek, την οπαδό του ‘Radiolab’ από το ‘Απόστροφος’.
Ο Grzegorz Zygadło κάποτε ήταν μεταφραστής από τα Γερμανικά αλλά πλέον η δουλειά του, όπως εξηγεί ο ίδιος, είναι ‘να φροντίζει την Όλγα’ κάνοντας το σωφέρ, τον ερευνητικό βοηθό, τα θελήματα κτλ. Η ίδια τον αποκαλεί ‘μάνατζερ’ της και ο αυτός αναφέρεται στα γραπτά της ως ‘η οικογενειακή επιχείρηση’. Εκτός από το να της παρέχει ότι μπορεί να χρειάζεται στη στιγμή-έναν εσπρέσσο, ένα αντίγραφο βιβλίου, τεχνική υποστήριξη- μερικές φορές πεταγόταν στη συζήτηση-όσο συνομιλούσα μαζί της- για να δώσει διευκρινίσεις σε ή να την προειδοποιήσει, χαμηλόφωνα, να μην είναι αδιάκριτη.
Αργότερα το απόγευμα, ο Zygadło οδήγησε μέχρι το Βροτσλαβ τρεις ώρες μακριά. Το αυτοκίνητό τους, ένα Volvo στέισον βάγκον ήταν τιγκαρισμένο μέχρι την οροφή με βαλίτσες, θήκες ρούχων και την οξιά της Tokarczuk από το φεστιβάλ ‘Απόστροφος’. Όταν ξεκινήσαμε η Tokarczuk έπιασε κότσο τα ράστα της και βρήκε ένα σακουλάκι κράκερ ρυζιού με γεύση κέιλ. Ο Zygadło οδηγούσε ανάμεσα στην κίνηση με δυσκολία, σε κάποιο σημείο κοκκάλωσε το αμάξι στη μέση μιας (ομολογουμένως περίπλοκης) κυκλικής διασταύρωσης της Βαρσοβίας.
Όσα χρόνια η Tokarczuk πέρασε ερευνώντας και γράφοντας το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά της ‘Τα βιβλία του Ιακώβ’ (2014), οι δυο τους ταξίδεψαν με αυτό τον τρόπο σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης- Ουκρανία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Τσεχία, Γερμανία, Τουρκία- ακολουθώντας το μονοπάτι του πρωταγωνιστή, Jacob Frank (θα κυκλοφορήσει στα αγγλικά του χρόνου, σε μετάφραση της Jennifer Croft, μεταφράστριας και του ‘Πτήσεις’). Ο Φρανκ ήταν ένας Πολωνόεβραίος του 18ου αιώνα που αυτοανακηρύχθηκε Μεσσίας. Στη δεκαετία του 1750, είχε συγκεντρώσει χιλιάδες οπαδούς από τους Σαββατιστές, τη μεσσιανική εβραϊκή σέκτα όπου ανήκε, είχε εισαγάγει χριστιανικά διδάματα στο Σαββατικό Ιουδαϊσμό και τελούσε μαζικές βαπτίσεις. Εκτός από την ιστορική έρευνα για τις λεπτομέριες της εποχής, ήθελε να γνωρίσει η ίδια τις τοποθεσίες και είπε: ‘Είμαι συγγραφέας, όχι ιστορκός, και έτσι πρέπει να τα αγγίζω όλα μόνη μου- να μυρίζω, να αγγίζω, να βλέπω’. Παρατηρούσε τα φυτά, τα φύλλα, το χρώμα του εδάφους, τη ροή του Δνείστερου. Στο Lviv, έκατσε στον καθεδρικό για να φανταστεί πως θα έμοιαζε όταν οι οπαδοί του Φρανκ βαπτιζόντουσαν μαζικώς.
Για σχεδόν μια δεκαετία, βυθίστηκε σε κάθε πιθανό θέμα σχετικό με το Φρανκ: την Πολωνία του 18ου αιώνα, τη θρησκεία, το μυστικισμό, τον εβραΐκό διαφωτισμό στην κεντρική Ευρώπη. Για εκείνην ήταν σημαντικό να πετύχει σωστά φροντίζοντας και την παραμικρή λεπτομέρεια. Σε μια σκηνή, απεικονίζει γυναίκες να κάθονται και να ράβουν με το φως να αντανακλάται πάνω στις μεταλλικές τους βελόνες. Διαβάζοντάς το αργότερα, κάτι δεν της άρεσε και συνειδητοποίησε πως ήταν πολύ νωρίς για να υπάρχουν μεταλλικές βελόνες σε εκείνο το μέρος της Ευρώπης, αφού οι άνθρωποι έραβαν με ξύλινες. Αργότερα, όταν το βιβλίο είχε σχεδόν τελειώσει, ο εκδότής της προσέλαβε συμβούλους που επισήμαναν ότι εκείνη την περίοδο δεν συνηθιζόταν να τρώνε πατάτες στην Κεντρική Ευρώπη, η βασική τροφή ήταν το ρύζι που εισαγόταν από την Τουρκία.
Το αποτέλεσμα είναι η πιο φιλόδοξη δουλειά της Tokarczuk. Με πάνω από 900 σελίδες, το μυθιστόρημα διαπλέκει τις προοπτικές πολλών ανθρώπων που συνδέονταν με το Φρανκ, όπως του Benedykt Chmielowski, ενός ιερέα που έγραψε την πρώτη Πολωνική εγκυκλοπαίδεια, του Elisha Schorr, ενός ραβίνου μαγεμένου από τον χαρισματικό Φρανκ, του Moliwda, ενός Πολωνού ευγενούς και μεταφραστή, έμπιστου φίλου και εν τέλει προδότη του Φρανκ και μιας ετοιμοθάνατης εβραίας γιαγιάς που καταπίνει ένα καββαλιστικό φυλαχτό και γίνεται αθάνατη.
Το βιβλίο έγινε ακαριαία ευπώλητο και κέρδισε το πλέον καθιερωμένο λογοτεχνικό βραβείο της Πολωνίας, το Nike. Η επιτυχία του υπογράμμισε κάτι προφανές κατά την επίσκεψη μου: η εβραΐκή κληρονομιά της Πολωνίας συζητιέται πλέον περισσότερο ανοιχτά σήμερα από την προηγούμενη επίσκεψη μου, τη δεκαετία του 90. Στο ΄Απόστροφος΄, ένας ομιλητής φορούσε ένα κοντομάνικο με Γίντις. Στο χώρο του γκέτο της Βαρσοβίας, τώρα υπάρχει ένα δημοφιλές νέο μουσείο Πολωνοεβραΐκής ιστορίας, το POLIN (που σημαίνει ‘Πολωνία’ στα Γίντις). ‘Δεν υπάρχει πολωνικός πολιτισμός χωρίς τον εβραϊκό’ μου είπε κάποια στιγμή η Tokarczuk.
Όμως η αποδοχή αυτής της κληρονομιάς από την Πολωνία απέχει παρασάγγας από το να είναι αδιαφιλονίκητη. Την πρώτη φορά που η Tokarczuk διάβασε για τον Φρανκ, συνειδητοποίησε πως πολλοί άνθρωποι είχαν κίνητρα να ξεχάσουν την ιστορία του: οι καθολικοί Πολωνοί, ντροπιασμένοι από την αντιμετώπιση του από την Εκκλησία (φυλακίστηκε σε ένα μοναστήρι για 13 χρόνια), οι Ορθόδοξοι Εβραίοι που τον θεωρούσαν προδότη, ακόμη και οι Πολωνοι απόγονοι των Φρανκιστών, που δεν ήθελαν να θυμούνται τις εβραϊκές τους ρίζες.
Η Tokarczuk απολαμβάνει το ρόλο της να προκαλεί τις ορθοδοξίες, και σε μια συνέντευξη αφού το βιβλίο κέρδισε το βραβείο Nike, προέτρεψε τους συμπολίτες της να αναγνωρίσουν τα μελανά σημεία του παρελθόντος του έθνους τους. ‘Έχουμε φανταστεί μια ιστορία της Πολωνίας ως μια ανοιχτή, ανεκτική χώρα’ είπε ‘Και όμως έχουμε διαπράξει φρικτές πράξεις ως αποικιοκράτες, ως μια εθνική πλειοψηφία που καταπίεζε τη μειοψηφία, ως ιδιοκτήτες δούλων και ως δολοφόνοι των Εβραίων. (Το ‘αποικιοκράτες’ αναφερόταν στην εποίκισμο της Ουκρανίας από Πολωνούς, το ‘ιδιοκτήτες δούλων’ στη δουλοπαροικία).
Το email της και η σελίδα της στο Facebook κατακλύστηκαν από μηνύματα που την κατηγορούσαν για προδοσία. ‘Η μόνη δικαιοσύνη για αυτά τα ψέματα είναι ο θάνατος’, της έγραψε κάποιος. Άλλοι ζήτησαν να απελαθεί από την Πολωνία. Η Croft ανησυχούσε για την ασφάλεια της Tokarczuk και της ζήτησε να φύγει για λίγο από τη χώρα. Οι εκδότες της τής παρείχαν προσωρινά σωματοφύλακες. Η ίδια παρέμεινε απτόητη. Η αιρετικότητα, εξηγεί, αποκαλύπτει τα συμβατικά σύνορα και θέτει την πρόκληση της υπέρβασης τους- είναι δηλαδή ‘μια πράξη ενός ελεύθερου πνεύματος’.
Τελευταία, η Tokarczuk παίζει με την ιδέα να ζήσει μόνιμα στο εξοχικό της στην κοιλάδα Kłodzko που ανακαινίστηκε και επεκτάθηκε. Πριν από πέντε χρόνια δημιούργησε ένα θερινό λογοτεχνικό φεστιβάλ στην κοντινή πόλη της Nowa Ruda, με συγγραφείς από την Ανατολική Ευρώπη. Βρήκε χρηματοδότηση από την τοπική αυτοδιοίκηση και ορισμένους ιδιώτες χορηγούς, ένας εκ των οποίων είναι κατασκευαστής χαρτιού υγείας. ‘ Σκέφτηκα να κατασκευάσω ένα μετάλλιο από χαρτί υγείας για τον Υπουργό Πολιτισμού.’ Μου είπε χαμογελώντας.
Μια μέρα, πήγαμε με τον Zygadło από το διαμέρισμά τους στο Βροτσλαβ στην εξοχή για να ελέγξουν τις κατασκευαστικές εργασίες. Περνώντας από τα νότια της πόλης, περάσαμε από ένα μνημείο για την 600η επέτειο από τον εποικισμό της περιοχής και μετά μια αποθήκη του Amazon. Ένας ηλικιωμένος λευκός διέσχισε το δρόμο κρατώντας το χεράκι ενός παιδιού μιγάδα ‘ένα πανέμορφο Πολωνάκι’ παρατηρεί o Zygadło
Καθώς ο αυτοκινητόδρομος σκαρφάλωνε στα βουνά, άρχισε να πεφτει δυνατή βροχή. Η Tokarczuk το πήρε προσωπικά ‘Δε θα μπορέσουμε να απολαύσουμε τη θέα’ παραπονέθηκε. Όταν έχει καλό καιρό, της αρέσει να σκαρφαλώνει στην κορυφή ενός λόφου πίσω από το σπίτι της απ’όπου μπορεί να δει κανείς τα βουνά να απλώνονται μέχρι τα σύνορα με την Τσεχία.
Άρχισα να αναγνωρίζω το τοπίο που περιγράφει στο ‘Οδήγα το Άροτρό σου Πάνω από τα Κόκκαλα των Νεκρών’, το προσφάτως μεταφρασμένο θρίλερ για τα δικαιώματα των ζώων. Όταν ξεκίνησε να το γράφει, είχε ήδη την ιδέα για ‘Τα βιβλία του Ιακώβ’ αλλά ήξερε πως θα της έπαιρνε χρόνια και έπρεπε να δώσει γρήγορα ένα μυθιστόρημα στους εκδότες της. Θέλοντας να γράψει ‘κάτι ελαφρύ’ αποφάσισε να δοκιμάσει το νουάρ. ‘Έχεις μια φόρμα, έτσι δεν είναι;’ είπε ‘Απλά χρειάζεσαι χρόνο για να σχεδιάσεις τα πάντα, και μετά είναι εύκολο. Δεν είναι να απορεί κανείς που οι συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων μπορούν να βγάζουν ένα καινούργιο βιβλίο κάθε χρόνο.’ Ο Zygadło, από τη θέση του οδηγού, βιαστικά τής γνέφει να σωπάσει.
Η ιδέα τής ήρθε ένα χειμώνα που πέρασε στην κοιλάδα μετά το διαζυγιό της, μόνη της με μοναδική συντροφιά τα δύο της σκυλιά. Μια μέρα, τα σκυλιά εξαφανίστηκαν. ‘Άρχισα να ρωτάω διάφορους τι συνέβη’ είπε ‘Κάποιος μου είπε πως βρίσκεται στην περιοχή μια μεγάλη ομάδα κυνηγών και μερικοί από αυτοί όταν μεθάνε σκοτώνουν τα σκυλιά. Ήταν πριν από πολλά χρόνια αλλά κράτησα την ιδέα στο μυαλό μου. Τέτοιες ιδέες είναι λες και μπαίνουν στο ψυγείο. Και μετά, μια μέρα εμφανίζονται στο τραπέζι μου.’
Το βιβλίο είναι πολλά πράγματα εκτός από μια συμβατική ιστορία μυστηρίου. Ο βασικός χαρακτήρας, η Janina Duszejko κατοικεί σε ένα χωριό που δεν κατονομάζεται και μόνη της εναντιώνεται στους κυνηγούς που είναι οι γειτονές της. Χορτοφάγος και υπέρμαχος των δικαιωμάτων των ζώων, η Duszejko πενθεί μετά την ανεξήγητη εξαφάνιση των σκυλιών της και ταλανίζεται από διάφορες σωματικές και ψυχικές παθήσεις. Ενώ οι γείτονές της ξεκινάν να πεθαίνουν με απίθανους τρόπους- ένας πνίγεται με ένα κόκκαλο ενώ τρώει ένα ελάφι που σκότωσε, άλλος πέφτει σε ένα εγκαταλελειμμένο πηγάδι- η Duszejko προσπαθεί να πείσει την αστυνομία πως τα ίδια τα ζώα εκδικούνται τους κυνηγούς.
Η διήγηση γίνεται αποκλειστικά με την περίεργη, ψυχαναγκαστική φωνή της Duszejko. Απομονωμένη και εμμονική με την αστρολογία ως μέσο κατανόησης του κόσμου- ‘Υπάρχει τάξη και είναι εφικτή’- είναι μια απογυμνωμένη ψυχή, παντελώς στερημένη ψυχικής άμυνας. Σκεπτόμενη τον πόνο της, αναρωτιέται : ‘ Ίσως κάποιος να μπορεί να το συνηθίσει; Να μάθει να ζει με τον πόνο, όπως οι άνθρωποι ζουν σε πόλεις όπως το Άουσβιτς ή η Χιροσίμα, χωρίς ποτέ να αναρωτηθούν τι συνέβη εκεί στο παρελθόν.’ Μέχρι το τέλος, έχει συνειδητοποιήσει πως μια τέτοια ζωή δεν είναι εφικτή. ‘Κάθε απειροελάχιστο σωματίδιο του κόσμου είναι φτιαγμένο από πόνο’ λέει.
Σιγά σιγά, η άσφαλτος στο δρόμο δίνει τη θέση της στο χώμα. Μια αλεπού εμφανίζεται σε ένα θάμνο και, αστραπιαία, εξαφανίζεται. Η Tokarczuk συλλογίζεται πως θα έμοιαζε η περιοχή μετά τον πόλεμο, όταν οι Γερμανοί έφυγαν και ήρθαν οι Πολωνοί. ‘Οι Πολωνοί, θεωρούσαν αυτά τα σπίτια προσωρινή κατοικία. Δεν τα φρόντιζαν.’ Λέει ‘Ήταν σίγουροι πως ερχόταν Τρίτος Παγκόσμιος και θα έπρεπε να φύγουν και πάλι’.
Το σπίτι εμφανίστηκε μέσα από την ομίχλη, να έχει μόνο τον ξύλινο σκελετό του. Εκσκαφές στο πλάι του είχαν δημιουργήσει σωρούς από κοκκινόχωμα. Δύο άνδρες δούλευαν σε μια μπετονιέρα, φτιάχνοντας κονίαμα για τα τούβλα. Ο εργολάβος, ένας μικροκαμωμένος μεσήλικας που φορούσε μια μαύρη τραγιάσκα και ένα καπιτονέ σακάκι, πήγε την Tokarczuk μέσα στο σπίτι. Δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, και εκείνη πατούσε προσεκτικά παρατηρώντας την κουζίνα και συζητώντας χρώματα για τους τοίχους.
Στον πάνω όροφο, μαζί τον Zygadło πήγαν να ελέγξουν την πρόοδο στα υπνοδωμάτια. Η Tokarczuk, ήθελε να κρατήσει το δωμάτιο με το μεγαλύτερο παράθυρο για ξενώνα για την αδελφή της, με την οποία είναι πολύ κοντά, αλλά ο Zygadło προσπαθούσε να την πείσει να το κρατήσει η ίδια για να γραφείο. Στο Βροτσλαβ έχει το δικό της χώρο, εδώ όμως είναι συνηθισμένη να δουλεύει στην κουζίνα. ‘Πάντα έτσι γίνεται με τις γυναίκες.’ λέει.
’Όχι στην εποχή μου’ λέει ο Zygadło κουνώντας το κεφάλι του.
Η Tokarczuk κοιτάζει από το παράθυρο ‘Σίγουρα δε μπορούμε να σκαρφαλώσουμε το λόφο;’ Λέει ‘Ίσως με το αμάξι;’
Αυτός αναστενάζει. ‘Μπορούμε να προσπαθήσουμε.’
Πίσω στο αυτοκίνητο η Tokarczuk θυμήθηκε το δένδρο από το ‘Απόστροφος. ‘Ε, κύριε Roman! Αυτό είναι για εσάς.’ Λέει στον κηπουρό.
‘Τι θέλετε να το κάνω;’ Ρωτάει
‘Δεν ξέρω’ απαντάει η Tokarczuk. ‘Είναι οξιά. Χρειάζεται χώρο να μεγαλώσει. Αλλά δε θέλω να κρύψει και τη θέα. Τι λέτε εσείς;’
Μαζί περπάτησαν σε ένα δασύλιο μπροστά από το σπίτι. Η Tokarczuk επέστρεψε σε μια στιγμή, ικανοποιημένη. ‘Το δάσος εδώ φυτεύτηκε από μένα’ λέει ‘Δε διαθέτω αρκετή φαντασία, ούτε περίμενα να είναι τόσο ψηλά. Τώρα μου κόβουν τον ήλιο το πρωί.’
Κορναρίσματα διαμαρτυρίας ακούστηκαν από το αυτοκίνητο καθώς ο Zygadło προσπαθούσε να το ανεβάσει στο χωματόδρομο που είχε γίνει πλέον όλο λάσπη.
‘Ας προσπαθήσουμε’ τον παρότρυνε η Tokarczuk. ‘Ωχ’ φώναξε καθώς το αμάξι άρχισε να γλιστράει.
‘Δε μπορούμε να πάμε προς τα εκεί.’ είπε ο Zygadło.
‘Δεν έχει και τίποτε να δούμε όταν είναι έτσι.’ πρόσθεσε η Tokarczuk, αναστενάζοντας ‘Είναι μόνο ομίχλη. Τι κρίμα.’
Το αυτοκίνητο ξανακόρναρε καθώς ο Zygadło προσπάθησε να κάνει μια αναστροφή στο στενό δρόμο. Σε μια άκρη του λιβαδιού, βρισκόταν ένα ξύλινο κυνηγετίκό παράπηγμα, για να κρύβονται οι κυνηγοί. ‘Ωχ, αυτό είναι καινούργιο’ είπε θλιμμένα η Tokarczuk. Στο μυθιστόρημα η Duszejko παρατηρεί: ‘Δεν είναι το απόγειο της αλαζονείας, δεν είναι διαβολική ιδέα να αποκαλείται το μέρος απ’όπου κάποιος σκοτώνει ‘pulpit’ ( άμβωνας);’
‘ Ζώντας εδώ, στο κέντρο της Ευρώπης, όπου οι στρατοί έρχονται και φεύγουν και καταστρέφουν τα πάντα, ο πολιτισμός γίνεται ένα είδος κόλλας’ είπε η Tokarczuk κάποια στιγμή. ‘ Οι Πολωνοί γνωρίζουν πως χωρίς τον πολιτισμό δεν θα είχαν επιβιώσει ως έθνος.’ Ένα έθνος που μένει ενωμένο από την πατριωτική ποίηση του Mickiewicz- ή τη μυθολογία ενός περήφανου λαού που μένει ενωμένο ακόμη και ενώ το ρημάζει ο κατακτητής- είναι ίσως κάτι σαν ένα ραγισμένο βάζο: κάνει τη δουλειά του, όσο η κόλλα το κρατάει, δεν είναι όμως σταθερό. Αν όμως δε μπορεί να υπάρξει πολωνικός πολιτισμός χωρίς τον ουκρανικό ή τον εβραΐκό, τι γίνεται όταν αυτές οι μειονότητες καταπιέζονται ή εξολοθρεύονται; Η κόλλα διαβρώνεται, τα θραύσματα πέφτουν. Οι καλλιτέχνες μπορεί να κάνουν προσπάθειες αποκατάστασης- λέγοντας ιστορίες που δείχνουν Εβραίους και Πολωνούς να ζουν αρμονικά, τραγουδώντας τα λόγια του Mickiewicz στα Ουκρανκά. Αλλά δε μπορούν να επαναφέρουν το βάζο στην αρχική του μορφή. Το έργο τους επαναδιαμορφώνει τη στοίβα με τα θραύσματα, δημιουργώντας κάτι νέο από αυτά. Το δοχείο που η Tokarczuk έχει δημιουργήσει από την ιστορία του έθνους της είναι σπασμένο και κατακερματισμένο, και μετά από όσα έγιναν τον περασμένο αιώνα, έτσι πρέπει να είναι. Κάποιοι έχουν στρέψει την οργή τους εναντίον της για όσα υποδεικνύει αυτό το σπασμένο βάζο.
Ο πολωνικός τίτλος του ‘Πτήσεις’ ‘Bieguni’ (‘Δρομείς’) προέκυψε από την ονομασία μια ρωσικής ορθόδοξης σέκτας του 18ου αιώνα, τα μέλη της οποίας πίστευαν πως αν βρισκόντουσαν διαρκώς σε κίνηση θα απωθούσαν το κακό. Κατά πολλούς τρόπους, η Πολωνία είναι μια χώρα νομάδων που τρέχουν μακρυά από το κακό του παρελθόντος, οι πολλοί εθνικοί πληθυσμοί της επανειλλημένως εκτοπίζοντας ο ένας τον άλλον σε διάφορες περιοχές. ‘Ευλογημένος είναι όποιος φεύγει.’ λένε οι θρησκευτικοί νομάδες. Όμως αυτή η φυγή μπορεί να είναι μόνο προσωρινή.
‘Κάθε πολιτισμός χτίζεται πάνω σε αμυντικούς μηχανισμούς’ λέει η Tokarczuk. ‘Αυτό είναι φυσιολογικό, να προσπαθούμε να καταπνίγουμε ότι δεν είναι άνετο για εμάς.’ Ο ρόλος της, όπως η ίδια τον αντιλαμβάνεται, είναι να αναγκάσει τους αναγνώστες της να εξετάσουν διαστάσεις της ιστορίας- της δικής τους ή του έθνους- που θα προτιμούσαν να αποφύγουν. Έχει γίνει, σύμφωνα με την ίδια ‘ψυχαναλύτρια του παρελθόντος’.
(*) Αυτό το άρθρο εμφανίστηκε στην έντυπη έκδοση του New Yorker August 5 & 12, 2019, με τίτλο “Past Master.”
(**)Η Ruth Franklin είναι η συγγραφέας του “Shirley Jackson: A Rather Haunted Life,” που κέρδισε το βραβεί National Book Critics Circle Award καλύτερης βιογραφίας το 2016.