Σωτηρία Καλασαρίδου.
Τρεις εσωτερικοί, πρωτοπρόσωποι κυρίως, μονόλογοι και μια απουσία, η οποία γίνεται ο κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο εξυφαίνεται το νήμα της πλοκής της ιστορίας, συνθέτουν το μυθιστόρημα της Ευγενίας Μπογιάνου που τιτλοφορείται Ακόμα φεύγει και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις πριν από λίγους μήνες (Οκτώβριος 2014). Όταν ο εικοσάχρονος Γιώργος, φοιτητής του Πολυτεχνείου, δικάζεται για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση και αθωώνεται λόγω αμφιβολιών, εξαφανίζεται από τη ζωή των γονιών του. Η μακρόχρονη εξαφάνιση του νεαρού βαθαίνει τα υπάρχοντα εσωτερικά ρήγματα της ζωής του ζευγαριού, του Ηλία και της Αγλαΐας, αλλά ταυτόχρονα γίνεται το σπίρτο που πυροδοτεί αναμνήσεις και απόπειρες για αναστοχασμό και αυτοκριτική από αυτούς που έμειναν πίσω.
Η «απουσία» ως συστατικό στοιχείο του μυθιστορήματος της Μπογιάνου πέρα από το ότι εξυπηρετεί τη χωροχρονική πορεία της ιστορίας, αφού στην εξαφάνιση του Γιώργου στήνεται σχεδόν εξ ολοκλήρου ο μυθιστορηματικός ιστός, ταυτόχρονα φορτίζεται από τη συγγραφέα εννοιολογικά στον βαθμό που λειτουργεί ως ισοδύναμο της έλλειψης επικοινωνίας. Δεν είναι μόνο δηλαδή η φυσική απουσία του κεντρικού ήρωα που συνέχει το μυθιστόρημα, αλλά μια σειρά από ελλειμματικές σχέσεις υπερτροφικών «εγώ», από συμβολικές απουσίες, οι οποίες σκιαγραφούν το τοπίο στο φόντο του οποίου βρίσκεται η φυγή του πρωταγωνιστή: είναι η απουσία διαλόγου ανάμεσα στο παντρεμένο ζευγάρι, η έλλειψη κατανόησης ανάμεσα στον Ηλία και τον πατέρα του, η φυγή του πατέρα της Αγλαΐας κατά την παιδική της ηλικία, ο φυσικός θάνατος της μητέρας της.
Στο μυθιστόρημα ανιχνεύεται μια έμφυλη διάσταση, η οποία συμπυκνώνεται στην ερώτηση σε ποιον βαθμό είναι συμπτωματική η κινητοποίηση της μητέρας για την ανεύρεση του απόντος γιου. Η ταυτότητα της ηρωίδας στοιχειοθετείται και η θηλυκότητά της υπογραμμίζεται μόνο μέσα από την πεμπτουσία της γυναικείας φύσης, τη μητρότητα. Άλλωστε και η τραυματική έλλειψη του πατέρα για την Αγλαΐα και η ανάγκη επιβεβαίωσης της αγάπης από τον γιο της αναδεικνύουν μια προσωπικότητα με αρκετά φροϋδικά χαρακτηριστικά. Αντιθέτως, η πατρότητα και η εν γένει αγάπη του Ηλία για τον εξαφανισμένο γιο του βιώνεται ως τραυματικό συναίσθημα εν είδει αυτοεξομολόγησης χωρίς να μετουσιώνεται σε πράξεις, δίνοντας ταυτόχρονα στους άλλους το μήνυμα ότι βρίσκεται σε ψυχολογική καταστολή. Την ίδια στιγμή, στο μυθιστόρημα εκδιπλώνεται προοδευτικά μια πτυχή με μεταφυσική χροιά προς δύο κατευθύνσεις: από τη μια πλευρά σημαντική θέση κατέχει ο ονειρικός επίπλαστος κόσμος, κυοφορώντας τον συμβολισμό και λειτουργώντας ως μετωνυμική σύνδεση με την πραγματικότητα και από την άλλη η διφωνία του Ηλία, η οποία προκύπτει από τον διφυή του ρόλο μέσα στο έργο. Έτσι δηλαδή όπως δομείται το βιβλίο, ο Ηλίας εμφανίζεται δισυπόστατος, αφού ενίοτε μονολογεί σε κάποια μέρη του μυθιστορήματος ως έμβιος οργανισμός και άλλοτε σε χωριστά κεφάλαια μας απευθύνει τον λόγο ως πνεύμα εξαϋλωμένο που το σώμα του έχει περάσει στη μεταθανάτια κατάσταση. Το εύφλεκτο ωστόσο μείγμα ζωής και θανάτου δεν έχει στοιχεία και χαρακτήρα μελό αλλά κατατείνει στην ανάδυση μιας ειρωνικής διάστασης που θεματικά συνοψίζεται στην επώδυνη επανένωση ανάμεσα στον Ηλία και την Αγλαΐα, όταν ο πρώτος είναι πλέον νεκρός.
Η γλώσσα της Μπογιάνου είναι λαμπρά οικοδομημένη με τη δυναμική της να είναι ισομερώς κατανεμημένη. Αφενός σε ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου κυριαρχεί το στακάτο τέμπο των μικρών προτάσεων, οι οποίες αρκετές φορές περιστοιχίζονται από ερωτήσεις και μεμονωμένες λέξεις, δημιουργώντας ένα σχήμα ελλειπτικού λόγου με το νόημα σκόπιμα να αιωρείται στο κενό. Δευτερευόντως, ο λόγος που εκφέρουν οι ήρωες σε αρκετά σημεία του βιβλίου, όπως επί παραδείγματι ο λόγος του Παύλου, είναι λαχανιασμένος, ασθματικός, συνεχούς ροής, χωρίς σημεία στίξης που να επιτρέπουν ανάσες, λόγος ο οποίος μας συμπαρασύρει σε ένα κυνηγητό των λέξεων αλλά και του νοήματος, το οποίο απορρέει από τις συστάδες προτάσεων, βοηθώντας μας να αντιληφθούμε κυρίως τη συναισθηματική έξαρση και την ψυχολογική περιδίνηση των ηρώων.
Πού εδράζεται ο συγκολλητικός ιστός ανάμεσα στη μικροκοσμική κλίμακα και τη μακρο-ιστορία; Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το νήμα που συνδέει την ατομική ιστορία με τη συλλογική δράση είναι λίγο χαλαρό στο εν λόγω μυθιστόρημα δεδομένου ότι η ιστορικο-κοινωνική προοπτική ανιχνεύεται σε κάποιες σκηνές που μοιάζουν δευτερεύουσας σημασίας. Έτσι, η οικονομική κρίση στην Ελλάδα πράγματι φωτογραφίζεται στο μυθιστόρημα μέσα από τις καθημερινές δυσκολίες των ηρώων, όπως για παράδειγμα είναι η οικονομική δυσπραγία και ο μαρασμός των μαγαζιών ― με επίκεντρο τη μικρή επιχείρηση της Αγλαΐας―, οι μεσαιωνικές συνθήκες εργασίας του Ηλία και ο φόβος της ανεργίας, οι διαδηλώσεις του λαού ή ακόμη και η έωλη αθώωση του Γιώργου, του οποίου η φιγούρα παραμένει γοητευτικά αινιγματική για τον αναγνώστη μέχρι το τέλος του βιβλίου. Οι αχνές γραμμές σύνδεσης ανάμεσα στον μικρόκοσμο των ηρώων και τον ιστορικό καμβά δεν σηματοδοτούνται εν προκειμένω από την απουσία αναφοράς στο συλλογικό ή επειδή η Ιστορία απορρέει από το άτομο, λειτουργία που είναι άλλωστε θεμελιώδης και συστατική για τη Λογοτεχνία· αυτό συμβαίνει γιατί η ανειμένη και ισχνή παρουσία του συλλογικού εμφανίζεται να έχει χαρακτήρα κατά κύριο λόγο περιγραφικό και δεν συνδέεται με δεσμό αιτιώδους συνάφειας με την ατομική ιστορία.
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα ίσως και να βρίσκεται στην πρόθεση της Μπογιάνου να καταθέσει ένα μυθιστόρημα στο οποίο η ατομική ιστορία θα υπερβαίνει τη συλλογική, ακριβώς γιατί η δεύτερη είναι υπό διαμόρφωση και δεν έχει επαρκώς διυλιστεί μέσα από τις άπειρες μικρές αφηγήσεις, δεν έχει φιλτραριστεί όσο πρέπει από τον καιρό, ο οποίος θα κληθεί να αποδώσει στον μέλλοντα χρόνο, φλεγματικά και με διαλεκτικό τρόπο τα αποτελέσματα στις αιτίες. Ωστόσο, η υπέρβαση του συλλογικού στο όνομα του προσωπικού δράματος μπορεί να ιδωθεί και να αποτιμηθεί ως κατάφωρη αντίδραση στην εκρηκτική κοινωνική ελληνική πραγματικότητα, η οποία βρίσκεται αναμφίβολα σε κατάσταση ανασχηματοποίησης με οιονεί ιστορικές τομές και ρήξεις. Ίσως, εν προκειμένω, οι αναγνώστες να βρισκόμαστε μπροστά σε μία πρόκληση και μία πρόσκληση συνάμα από τη συγγραφέα να προσπαθήσουμε να συμπληρώσουμε στην αναγνωστική εξίσωση τον συντελεστή της ερμηνείας του παρόντος.