Ότι τα συλλογικά μορφώματα, στον χώρο της επιστήμης της νεοελληνικής φιλολογίας, στεγασμένα στον ακαδημαϊκό χώρο, έχουν παράδοση και διαθέτουν μνήμη, οι οποίες λειτουργούν σε βάθος χρόνου και αίρονται επάνω από τις ανθρώπινες αδυναμίες ή και τις εμπαθείς σχέσεις, είναι παρήγορο και επαληθεύεται από το γεγονός ότι η αναμφίβολα αξιέπαινη πρωτοβουλία, η οποία μας έφερε σήμερα σε αυτή τη συνάντηση, οργανώθηκε από τον Τομέα νεοελληνικών και συγκριτολογικών σπουδών του Τμήματος Φιλολογίας του Α.Π.Θ. Υποθέτω ότι θα είναι κοινή η διαπίστωσή μας πως αυτή η ημερίδα, με κύριο στόχο «να διερευνήσει και να διατυπώσει τα προβλήματα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Νεοελληνική Φιλολογία στις σύγχρονες κοινωνικοϊστορικές συνθήκες», όπως διαβάζουμε στη σχετική πρόσκληση, άργησε να γίνει, αν σκεφτούμε ότι τα ζητήματα που σήμερα θα τεθούν τα συζητάμε ατύπως μεταξύ μας εδώ και πολύ καιρό.
Ο άξονας της ομιλίας μου, έτσι όπως προσδιορίζεται από τον αμήχανο τίτλο της, «η νεοελληνική φιλολογία χθες, σήμερα, αύριο», είναι τριμερής, επιμερίζοντας το πεδίο αναφοράς και σχολιασμού μου στο τι έγινε, στο τι συμβαίνει σήμερα και στο τι μπορούμε και πρέπει να προσδοκούμε στο μέλλον. Η αναφορά μου, πάντως, στο παρελθόν της νεοελληνικής φιλολογίας μπορεί, στη σημερινή περίσταση, να είναι πολύ σύντομη, επειδή η αρχή για τη συστηματική αποτίμηση του παρελθόντος αυτής της επιστήμης έγινε με την πρόσφατα εκδεδομένη, τον Φεβρουάριο 2022, μονογραφία της Βενετίας Αποστολίδου, Η λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο. Η συγκρότηση της επιστήμης της νεοελληνικής φιλολογίας (1942-1982). Η εν λόγω μονογραφία, τόσο με το πραγματολογικό υλικό που κομίζει όσο και με τις προτάσεις οργάνωσης και ερμηνείας του, ορίζει ένα αναστοχαστικό πλαίσιο περαιτέρω διερεύνησης για το πώς και γιατί η νεοελληνική φιλολογία διένυσε την πορεία της και έφτασε έως εδώ· ακριβέστερα, μέχρι εμάς. Γιατί, καθώς η Αποστολίδου τερματίζει την ιστορία της συγκρότησης της νεοελληνικής φιλολογίας στο 1982, στο σημείο που οι κάποιας σεβαστής ηλικίας και σήμερα εν ενεργεία στο ακαδημαϊκό πεδίο φιλόλογοι νεοελληνιστές ξεκινούσαμε τις σπουδές ή την επιστημονική πορεία μας, το βιβλίο της μας ωθεί να στοχαστούμε για το τι έκτοτε κάναμε και να προβληματιστούμε για το τι πράττουμε.
Περνώ, λοιπόν, στον σχολιασμό της παρούσας κατάστασης για την οποία θα επιχειρήσω να διατυπώσω μία σειρά από κατά βάση πραγματολογικές διαπιστώσεις. Εδώ και δεκαετίες πλέον, σχηματικά από την αρχή της μεταπολίτευσης και εξής, η νεοελληνική φιλολογία ως επιστήμη ασκείται κυρίως στα δημόσια-κρατικά Πανεπιστήμια (στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ιδιωτικά) και σε πολύ μικρό βαθμό σε δημόσια ερευνητικά κέντρα ή ινστιτούτα. Η άσκησή της από πρόσωπα εκτός αυτού του επαγγελματικά, κοινωνικά και πολιτισμικά προσδιορισμένου περιβάλλοντος υπάρχει, αλλά σε μεγάλο βαθμό επηρεάζεται από το ίδιο περιβάλλον, υπό την έννοια ότι όσοι και όσες ασκούν με σοβαρές προϋποθέσεις τη νεοελληνική φιλολογία ως επιστήμη και παράλληλα βιοπορίζονται εκτός των Πανεπιστημίων αποσκοπούν και φιλοδοξούν να σταδιοδρομήσουν στον ακαδημαϊκό χώρο. Με δύο λέξεις, η μεγάλη πλειονότητα των φιλόλογων νεοελληνιστών είμαστε δημόσιοι λειτουργοί και όσοι δεν είναι ευελπιστούν να γίνουν. Έτσι, και ανεξάρτητα από την κατοχυρωμένη στα Πανεπιστήμια ακαδημαϊκή ελευθερία, η νεοελληνική φιλολογία ως συλλογική οντότητα υπόκειται σε αυτονόητους περιορισμούς, σε δεσμευτικές συνθήκες και σε ιεραρχικές σχέσεις ή, ενίοτε, και σχέσεις εξάρτησης. Ένα μέρος, λοιπόν, των σημερινών προβλημάτων και δυσχερειών μας οφείλονται σε αυτούς τους περιορισμούς, συνθήκες και σχέσεις. Αφού παρατηρήσω ότι σε αυτή την ημερίδα συμμετέχουμε ως εισηγητές ένας ομότιμος καθηγητής, εννέα καθηγητές/καθηγήτριες, ένας αναπληρωτής καθηγητής και μία αναπληρώτρια καθηγήτρια,[2] καταγράφω επιγραμματικά τα προβλήματα: υποστελέχωση των Τμημάτων Φιλολογίας και γενικότερα των ελληνικών Πανεπιστημίων σε θέσεις μελών ΔΕΠ με αντικείμενο τη νεοελληνική φιλολογία ή τα συναφή με αυτήν γνωστικά πεδία (κυρίως τη συγκριτική φιλολογία) – η περιστασιακή ανάθεση διδακτικού έργου σε άλλες κατηγορίες διδασκόντων θεωρώ ότι είναι εμβαλωματική λύση· προϊούσα υπερωρίμανση ή γήρανση (και, συνεπώς, τα όσα αυτές επιφέρουν) του εν ενεργεία ακαδημαϊκού στελεχιακού δυναμικού· ανισορροπία ανάμεσα στον μικρό αριθμό των εντός των Πανεπιστημίων φιλόλογων νεοελληνιστών και τη διογκούμενη ομάδα όσων παραμένουν επιστημονικά δραστήριοι εκτός και φιλοδοξούν να βρεθούν εντός· συσσωρευμένη, ύστερα από τη μακρόχρονη περίοδο της κρίσης και τη μείωση θέσεων μελών ΔΕΠ, ένταση της ανισορροπίας – έτσι φτάσαμε στην κατάσταση σε πρόσφατες προκηρύξεις θέσεων ακόμα και διψήφιος αριθμός αξιόλογων υποψηφίων να διεκδικούν μία θέση στη λεγόμενη χαμηλή βαθμίδα, εκείνη του επίκουρου καθηγητή. Στα παραπάνω προβλήματα προφανώς προστίθεται η προϊούσα διολίσθηση ολοένα και χαμηλότερα του μέσου μορφωτικού επιπέδου και του βαθμού αυτοσυνειδησίας των πολλών φοιτητών που σπουδάζουν φιλολογία, χωρίς ουσιαστικά να την επιλέγουν, και, ιδίως, αυτών που εξειδικεύονται στη νεοελληνική φιλολογία. Αυτή η χειροτέρευση του μαζικού φοιτητικού κοινού, που η ποιότητά του αποτελεί αναφαίρετο όρο για την πραγματικά δημιουργική διδασκαλία και τη δημιουργική άσκηση της επιστήμης, οφείλεται αφενός στην πανθομολογούμενη κρίση των ανθρωπιστικών επιστημών και αφετέρου, ειδικότερα και κυρίως, στην πλήρη στρέβλωση της σχέσης ανάμεσα στο να σπουδάζουν οι φοιτητές νεοελληνική φιλολογία και στο να την ασκούν οι πτυχιούχοι ως επάγγελμα από το οποίο να μπορούν να βιοποριστούν αξιοπρεπώς. Η όλη αυτή στρέβλωση αιτιολογεί, αλλά και δεν δικαιολογεί, τη δική μας συνέργεια, μέσω της αδράνειας ή της αυτοαπαξίωσής μας, στη διαιώνιση της στρέβλωσης: στα Τμήματα Φιλολογίας όλοι σχεδόν όσοι εισέρχονται ως φοιτητές κάποια στιγμή, νωρίτερα ή αργότερα, εξέρχονται ως πτυχιούχοι, ενώ οι σπουδές ουσιαστικά έχουν μετατεθεί από το προπτυχιακό στο μεταπτυχιακό επίπεδό τους.
Τα παραπάνω πρακτικά και λειτουργικά προβλήματα προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό τόσο το ποιον όσο και το ποσόν των επιλογών και των δυνατοτήτων μας στο περιβάλλον της νεοελληνικής φιλολογίας στα ελληνικά Πανεπιστήμια. Για παράδειγμα, όταν στα Τμήματα Φιλολογίας των περιφερειακών Πανεπιστημίων οι Τομείς Νεοελληνικής Φιλολογίας έχουν μέλη ΔΕΠ όσα και τα (λιγότερα του ενός χεριού) δάκτυλα με τα οποία ο Διονύσιος Ιερομόναχος στη Γυναίκα της Ζάκυθος μετράει τους δίκαιους, πώς να οργανωθούν, να αναθεωρηθούν, να βελτιωθούν ή να εκσυγχρονιστούν τα προγράμματα σπουδών σε προπτυχιακό και σε μεταπτυχιακό επίπεδο σε ό,τι αφορά τη νεοελληνική φιλολογία ή πώς να προωθηθούν εκσυγχρονιστικές τακτικές στρατηγικού σχεδιασμού όπως αυτές που προφανώς θα ακούσουμε σε αυτή την ημερίδα;
Αν τα παραπάνω είναι τα, κατά τη γνώμη μου, εξωγενή πρακτικά και λειτουργικά προβλήματα, συνάμα υπάρχουν άλλα, ενδογενή στην κοινότητά μας προβλήματα, που οφείλονται στην έλλειψη αυτοοργάνωσής μας και στην αρκετά εσωστρεφή νοοτροπία μας. Με άλλα λόγια, ενώ κατά βάση λειτουργούμε μέσα σε θεσμικό πλαίσιο, δεν φροντίζουμε να το αξιοποιήσουμε για να οργανωθούμε και να προβληθούμε έξω από αυτό. Αναφέρω παραδειγματικά ότι δεν υπάρχει ελληνική Εταιρεία φιλόλογων νεοελληνιστών ή Εταιρεία νεοελληνικών σπουδών, ενώ υπάρχει, ευτυχώς, η Ελληνική Εταιρεία Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας, ήδη από το 1987, πολλά μέλη της οποίας είμαστε φιλόλογοι νεοελληνιστές. Αισίως από το 1995 λειτουργεί η Ευρωπαϊκή Εταιρεία νεοελληνικών σπουδών, αλλά οι στοχεύσεις και οι δράσεις μίας ελληνικής Εταιρείας φιλόλογων νεοελληνιστών θα ήταν άλλες. Στο πλαίσιο λειτουργίας μίας τέτοιας Εταιρείας θα μπορούσε να εκδίδεται κατά προτίμηση μέσω διαδικτυακής πλατφόρμας και ένα, κατά βάση ελληνόγλωσσο, ετήσιο ή εξαμηνιαίο περιοδικό νεοελληνικής φιλολογίας. Ας αναλογιστούμε ότι ο Μαντατοφόρος, το περιοδικό νεοελληνικής φιλολογίας που μας συντρόφευσε για δεκαετίες, σταμάτησε εδώ και πολλά χρόνια να μας φέρνει τα μαντάτα του, ενώ η αξιόλογη, εικοσάχρονη πλέον, έντυπη «Ετήσια έκδοση νεότερης ελληνικής φιλολογίας» Κονδυλοφόρος δεν συγκαταλέγεται στα πιστοποιημένα περιοδικά με μητρώο ανώνυμων κριτών. Θυμάμαι με περίσκεψη ότι, πριν από αρκετά χρόνια, όταν προσπαθήσαμε μαζί με τον Τάκη Καγιαλή και τον Στέφανο Κακλαμάνη να πείσουμε μεγάλο αθηναϊκό εκδοτικό οίκο να αναλάβει την έκδοση περιοδικού νεοελληνικής φιλολογίας, το όλο σχέδιο ναυάγησε από τη στιγμή που ζητήσαμε μία έστω συμβολική αμοιβή για τη διεύθυνση του περιοδικού. Όσο για την εσωστρέφειά μας νομίζω ότι τεκμαίρεται από αρκετά στοιχεία. Αναφέρω ενδεικτικά ότι, ενώ καλούμαστε ως θεσμικοί ρόλοι να στελεχώσουμε και στελεχώνουμε επιτροπές εξετάσεων υποψηφίων διπλωματών ή την επιτροπή των κρατικών λογοτεχνικών βραβείων, είναι πλέον σχεδόν μηδενική η συντεταγμένη συμμετοχή μας ως επιστημονικής κοινότητας στον τρόπο με τον οποίο υλοποιείται από την ελληνική πολιτεία ο όποιος σχεδιασμός για το τι είναι, πώς διαβάζεται και πώς διδάσκεται η νεοελληνική λογοτεχνία, και γενικότερα η λογοτεχνία, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Στον βαθμό που μπορώ σε αυτή τη σύντομη εισήγηση να σχολιάσω ουσιωδέστερα ζητήματα, ανακαλώ ότι το 1953 ο Άλκης Αγγέλου, σε άλλους καιρούς, ονόμασε τη νεοελληνική φιλολογία σπασμωδική επιστήμη.[3] Ό,τι αντιλαμβάνομαι σήμερα ως σπασμωδικότητά της εντοπίζεται λιγότερο στο σύμπτωμα της εξατομικευμένης, ενίοτε εμμονικά, αντίληψης των απόψεων και των πραγμάτων και περισσότερο στο σύμπτωμα της ασυνέχειας στην έρευνα ή της έλλειψης διαλόγου μεταξύ μας ως ειδικών. Το καταχρηστικά πολυχρησιμοποιημένο σεφερικό ρητό «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας» ισχύει στην περίπτωσή μας, επειδή στην πλειονότητά μας δεν το ακολουθούμε. Θυμάμαι ξανά ότι με τον Καγιαλή και τον Κακλαμάνη αναλογιζόμασταν πόσο λίγες είναι οι βιβλιοκρισίες φιλόλογων νεοελληνιστών για συστηματικά έργα συναδέλφων τους. Συγχωρήστε μου την περιαυτολογία, αλλά η έκδοσή μου των καλβικών ωδών στη σειρά των έργων και της αλληλογραφίας του Κάλβου (Μουσείο Μπενάκη)[4] ουσιαστικά δεν κρίθηκε δημόσια από κανέναν φιλόλογο νεοελληνιστή σε ό,τι αφορά ειδικότερα ζητήματά της, όπως το εκδοτικό μοντέλο της ιστορικοκριτικής έκδοσης. Βασικό desideratum, λοιπόν, είναι να κρινόμαστε και να κρίνουμε και εκτός του πλαισίου των ακαδημαϊκών εκλογών και εξελίξεων.
Τέλος, για να σχολιάσω την ασυνέχεια στην έρευνα, θα χρησιμοποιήσω το οικείο σε εμένα παράδειγμα του κλάδου της μετρικολογίας με αντικείμενο την ιστορία και την ερμηνεία των μορφών της νεοελληνικής ποίησης. Ύστερα, λοιπόν, από την έναρξη και ένταση του σχετικού ενδιαφέροντος στη δεκαετία του 1990, οφειλόμενες κυρίως σε ατομικές πρωτοβουλίες και σε ευνοϊκές ως προς αυτές συγκυρίες, και ύστερα επίσης αφενός από την εμπέδωση της σχετικής έρευνας τότε σε σοβαρές θεωρητικές και μεθοδολογικές βάσεις και αφετέρου τη δημιουργία έργων υποδομής όπως η Βιβλιογραφία νεοελληνικής μετρικής,[5] στην πορεία του χρόνου το όλο ενδιαφέρον ατόνησε. Λίγο πολύ παγιώθηκε ο σχηματισμός μίας ολιγάριθμης ομάδας συναδέλφων που, κατά το κοινώς λεγόμενο, γνωρίζει μετρική και ασχολείται με αυτή. Αν οι διδακτορικές διατριβές λειτουργούν ως η θεμελίωση της έρευνας σε έναν επιστημονικό κλάδο, αναφέρω ενδεικτικά (με κριτήριο επιλογής όσες έχω επιβλέψει ή επιβλέπω) ότι η σημαντική διατριβή της Βαρβάρας Ρούσσου, «Ο ελεύθερος στίχος υπό το πρίσμα της σύγχρονης μετρικολογίας: Ανάλυση των πρώτων ελευθερόστιχων ποιημάτων (1900-1940)» (2009), παραμένει μέχρι σήμερα ανέκδοτη, μόλις ολοκληρώθηκε, κρίθηκε και θα βρεθεί σε αναζήτηση εκδότη η διατριβή της Δήμητρας Ραζάκη, «Η μετρική της ποίησης του Καβάφη», ενώ οι διατριβές της Μαρίας Διαμαντοπούλου, «Μορφολογικές αναζητήσεις στην ελληνική μεταπολεμική ποίηση», και της Όλγας Κομιζόγλου, «Η επαναχρησιμοποίηση έμμετρων μορφών στη σύγχρονη ποίηση (1980 και εξής). Νεοφορμαλιστική ποιητική και νεοφορμαλιστικά ποιήματα», βρίσκονται σε στάδιο εκπόνησης και έχουν αρκετό δρόμο ακόμη μπροστά τους. Αναφέρθηκα σε τέσσερις διατριβές που εκπονήθηκαν ή εκπονούνται υπό την εποπτεία μου, αλλά και οι υπόλοιπες εκπονημένες υπό την εποπτεία συναδέλφων μετρικολογικές διατριβές δεν είναι περισσότερες. Αναρωτιέμαι, τέλος, αν η παραμέληση της ουσιαστικής και εις βάθος μελέτης των μορφών της νεοελληνικής ποίησης συναρτάται με το πολύ περιορισμένο ενδιαφέρον των πανεπιστημιακών φιλόλογων νεοελληνιστών για την εποπτική θεώρηση και αποτίμηση της σύγχρονης ελληνικής ποίησης.
Στη βάση των παραπάνω, θα έλεγα, εν κατακλείδι, ειρωνικώ και καβαφικώ τω τρόπω, ότι «έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η νεοελληνική φιλολογία. / Ομως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια; / Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός». Αν αυτή είναι η αρνητική όψη του νομίσματος, βεβαίως υπάρχει η θετική. Αυτήν συγκροτούν νέοι, επιστημονικά καταρτισμένοι μάλλον καλύτερα από εμάς τους παλιούς και ικανοί φιλόλογοι, νεοελληνιστές και νεοελληνίστριες που έχουν τις δικές τους ερευνητικές προτεραιότητες. Εμείς οι παλιοί καλούμαστε να τους κρίνουμε σε θεσμικές διαδικασίες, όπως επιτάσσει η ακαδημαϊκή ιεραρχία, αλλά δεν είναι σκόπιμο να μιλούμε γενικά εξ ονόματός τους και ευκταίο θα ήταν να τους ακούσουμε σε μία άλλη, ανάλογη με αυτήν, συνάντηση για το τι έχουν να πουν και να προτείνουν για τη νεοελληνική φιλολογία.
[1] Το κείμενο αυτό αναγνώστηκε στην επιστημονική ημερίδα, αφιερωμένη στα σαράντα χρόνια από τον θάνατο του Λίνου Πολίτη (1906-1982), «Η Νεοελληνική Φιλολογία και οι προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος», που πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά την Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2022. Η ημερίδα διοργανώθηκε από τον Τομέα νεοελληνικών και συγκριτολογικών σπουδών του Τμήματος Φιλολογίας του Α.Π.Θ.. Το κείμενο εδώ δημοσιεύεται με μερικές αλλαγές, ενώ προστέθηκαν επίσης οι υποσημειώσεις.
[2] Καταγράφω με την αλφαβητική σειρά τους τα υπόλοιπα ονόματα όσων συμμετείχαν ως ομιλητές/τριες: Δημήτρης Αγγελάτος, Γιώργος Ανδρειωμένος, Βενετία Αποστολίδου, Δημήτρης Καργιώτης, Αγγέλα Καστρινάκη, Νίκος Μαυρέλος, Μαίρη Μικέ, Γιάννης Παπαθεοδώρου, Δημήτρης Τζιόβας, Κατερίνα Τικτοπούλου. Ο Τάκης Καγιαλής, ο οποίος επίσης θα συμμετείχε, δεν έλαβε μέρος στην ημερίδα λόγω ασθένειας.
[3] Βλ. Άλκης Αγγέλου, «Η σπασμωδική επιστήμη και το πρότυπο του Ερωτοκρίτου», Αγγλοελληνική Επιθεώρηση, τ. 6, 1953, σ. 145 κ.ε.
[4] Βλ. Ανδρέας Κάλβος, Έργα, Τόμος Α΄. Ποιητικά, Μέρος πρώτο. Δημοσιευμένα, Le Danaidi – Ελπίς πατρίδος – Η Λύρα. Ωδαί – Η Λύρα. Νέαι Ωδαί, Επιμέλεια – Σχόλια Luigi Trenti – Ευριπίδης Γαραντούδης, Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη 2016.
[5] Βλ. Iνστιτούτο Mεσογειακών Σπουδών, Bιβλιογραφία Nεοελληνικής μετρικής, Διεύθυνση ερευνητικού προγράμματος «Aρχείο νεοελληνικής μετρικής»: Nάσος Bαγενάς, Έλεγχος και επιμέλεια έκδοσης της Bιβλιογραφίας: Eυριπίδης Γαραντούδης, Πανεπιστημιακές Eκδόσεις Kρήτης, Hράκλειο 2000.