“Η νέα ποίηση ως φύλακας της εμπειρίας αυτού που δεν μπορεί να καταστραφεί.” (Κατερίνα Ηλιοπούλου)

1
956

 

Κατερίνα Ηλιοπούλου (*)

 

Θα επιχειρήσω σήμερα συνοπτικά να ανιχνεύσω μια σύγχρονη ποιητική, η οποία αναγνωρίζει τη συμβιωτική σχέση πολλών ειδών στην ποίηση, αλλά αρνείται να παραιτηθεί από την αναζήτηση κριτηρίων και προϋποθέσεων για μια ενεργή, ζωντανή ποιητική τέχνη.

Η γραμμική θεώρηση της ιστορίας της τέχνης είναι εντελώς λανθασμένη, είτε είναι θετική είτε αρνητική η ανάγνωση. Στην πρώτη περίπτωση θεωρεί ότι στην παρούσα στιγμή γνωρίζουμε περισσότερα ή γνωρίζουμε καλύτερα τα ζητήματα και συμπεραίνει ότι οι ποιητές-τριες του παρελθόντος έκαναν λάθος, και στη δεύτερη περίπτωση κηρύσσει το αντίθετο και συμπεραίνει ότι έχουμε φτάσει στο τέλος κάποιας διαδρομής.

Περί τέλους και ήττας:

Η τέχνη είναι το πεδίο όπου τίθεται μία αλληλουχία ερωτήσεων ζωτικής σημασίας ξανά και ξανά, ερωτήσεων που δεν μπορούν να απαντηθούν οριστικά.  Η πολλαπλότητα των ειδών που ανθίζουν στη σύγχρονη ποιητική συνθήκη απαντάει μάλλον στην κατάρρευση των καθολικοτήτων, η οποία ορίζει τον σύγχρονο κόσμο εδώ και δεκαετίες. Όμως το πρόβλημα κάθε εποχής το διασχίζει κανείς με την τέχνη του όχι με τη μυθοποίηση  της ήττας ούτε με την χρήση ποιητικών τρόπων που έχουν εξαντληθεί. Η ποίηση, ως έρευνα, καλλιτεχνικό σχέδιο, φόρμα και χειρονομία είναι ήδη πολιτικό πεδίο μέσα στο οποίο ενσωματώνονται οι ιδέες. Συνήθως ο λόγος περί ηττημένου κόσμου είναι η προβολή ενός ηττημένου εγώ. Η ήττα προϋποθέτει ότι θα μπορούσε να υπάρχει νίκη, δηλαδή ένα καλύτερο ολόκληρο που έχει θρυμματιστεί, ένας χαμένος Παράδεισος που τοποθετείται στο παρελθόν ή στο απώτερο μέλλον. Δεν γυρίζουμε την πλάτη στις ιστορικές συνθήκες στις οποίες ζούμε αλλά “γυρίζουμε την πλάτη στον μέσο όρο”, όπως γράφει ο Δανός καλλιτέχνης Άσγκερν Γιορν, για να ανακαλύψουμε νέες προοπτικές ή για να αναστοχαστούμε τις υπάρχουσες. Η τέχνη, άλλωστε, εμπεριέχει από την φύση της την άρνηση της τάξης των πραγμάτων ως έχουν.

Ο άνευ προηγουμένου πληθωρισμός της καλλιτεχνικής παραγωγής της εποχής μας, τα ποικίλα μέσα διάδοσης και ανάδειξής της με ελλιπή, αμφιλεγόμενη ή και μηδενική αξιολόγηση, μαζί με την πλήρη κυριαρχία της μαζικής κουλτούρας έχουν δημιουργήσει ένα ομιχλώδες τοπίο στο παρόν.

Η γενεαλογία μας  σήμερα είναι πολύπλοκη και πολύπλευρη.  Η διάχυση, η πανσπερμία, η απουσία συγκροτημένων αισθητικών κινημάτων, η ελεύθερη επιλογή πλήθους μορφών αυτοί είναι οι όροι με τους οποίους παίζουμε αν θέλουμε να παραμείνουμε παίκτες. Δεν είμαστε όμως ναυαγοί αλλά κολυμβήτριες, μέσα στο ποιητικό υλικό που είναι αναλλοίωτο. Οι μορφές υπάρχουν αλλά χρειάζεται να τις αναζητήσουμε, όπως και τους τρόπους που μπορούν να επιστρατευτούν για την ανάδειξή τους.

Γιατί “η ποίηση δεν μιλάει πια στους ανθρώπους”;

Η σχέση της σύγχρονης τέχνης (και της ποίησης) με το κοινό στις απαθείς αν και ταραγμένες δημοκρατίες του τεχνοκρατούμενου κόσμου μας είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο φαινόμενο. Όσοι αποδίδουν την ευθύνη στην ίδια την τέχνη είναι σαν να πυροβολούν το πόδι τους. Πρόκειται συνήθως για άτομα που θεωρούν εαυτούς αυθεντίες, με πλήρη επίγνωση της αλαζονείας τους, η οποία κρύβει στις περισσότερες περιπτώσεις αβυσσαλέα άγνοια για την διαλεκτική σχέση τέχνης και κοινωνίας, ή για νοσταλγούς που δέσμιοι του συντηρητισμού τους επιμένουν παράλογα να πιστεύουν πως η επιστροφή είναι κάτι εφικτό. Το ερώτημα «γιατί η ποίηση δεν μιλάει πια στους ανθρώπους;», υπονοώντας ότι φταίει η ίδια η ποίηση, είναι μια πρωθύστερη διαπίστωση. Θα τους μιλούσε αν μπορούσαν να την ακούσουν, το γεγονός πως δεν την ακούνε είναι αποτέλεσμα της ραγδαίας αποξένωσης των σύγχρονων κοινωνιών και όχι των καλλιτεχνικών έργων που τις αποτυπώνουν. Στο χάος των καταρρεύσεων, των μεταμορφώσεων, των συγκρούσεων, η ποίηση στην οποία αναφέρομαι σήμερα επιμένει να πολεμάει ενάντια στο τίποτα, να υπερασπίζεται το πραγματικό και την μοναδικότητα της εμπειρίας του κάθε ανθρώπου μέσα σε έναν κόσμο που κυριαρχεί ο ολοκληρωτισμός του εμπορεύματος. Αυτό σημαίνει ότι επιμένει να αναζητά νόημα, αλήθεια και ομορφιά, επιμένει στη σκέψη που απευθύνεται στον άλλο, που δημιουργεί αφήγηση άρα και δράση, στη μνήμη ως κάτι ενεργό, επιμένει επιθυμώντας αυτό που δεν μπορεί να καταστραφεί. Το νόημα που αναδύεται από την νέα ποίηση σημαίνει ζωντανός λόγος, στοχασμός και αναπεριγραφή με τους όρους της εποχής, αναζήτηση νέων (όχι απαραίτητα πρωτότυπων) μορφών, ενσωμάτωση της αμφιβολίας, απόπειρα ορισμών,  επίγνωση ότι όλα είναι ατελή αλλά επίσης ότι όλα συνεχίζονται.

Ο πληθωρισμό της παραγωγής, η έλλειψη συγκροτημένης κριτικής και αξιόπιστων θεσμών είναι ανάμεσα στις βασικές αιτίες απαξίωσης της ποίησης σήμερα. Η διαμόρφωση κριτηρίων με τα οποία προσεγγίζουμε τα ποιητικά έργα του σήμερα και η ανανέωση του διαλόγου για την ποιητική τέχνη είναι θεωρώ κρίσιμο και αναπόσπαστο στοιχείο της πράξης μας ως δρώντες ποιητές-τριες.

Σχεδίασμα χαρτογράφησης

Κατά τη γνώμη μου, οι περισσότερο ενδιαφέροντες ποιητές και ποιήτριες των τελευταίων χρόνων είναι εκείνοι-ες που κινήθηκαν πέρα από τα λογοτεχνικά στερεότυπα των προγόνων τους –Ελλήνων ή ξένων– και σχετίστηκαν μαζί τους με πιο περίπλοκους και ανορθόδοξους τρόπους, χωρίς προκαταλήψεις και θολά φίλτρα επιβεβλημένων αναγνώσεων. Διεκδίκησαν την αναγνωστική και καλλιτεχνική τους χειραφέτηση, που περνάει ακόμη και από τη βεβήλωση, για να φτάσει σε μια νέα σχέση. Ανέπτυξαν δημιουργική συνομιλία αλλά και αναμετρήθηκαν μαζί τους, αναδεικνύοντας την πολλαπλότητα των συσχετισμών και των συνάψεων αλλά και την πληθυντικότητα της απεύθυνσης. Η διευρυμένη γενεαλογία (η οποία περιέχει αναγνώσματα από ποικίλες εποχές και γλώσσες αλλά και επιρροές από όλο το φάσμα των τεχνών πέρα από την λογοτεχνία) και η αφομοιωμένη διακειμενικότητα είναι πλέον συστατικά στοιχεία της σύγχρονης τέχνης και απόρροια της ζωής των δικτύων, του πορώδους των ορίων, των διαρκών μετακινήσεων και των ρευστών ταυτοτήτων του καιρού μας.

Την τελευταία εικοσαετία, το μάλλον προσωπικό και κάπως κλειστοφοβικό ποιητικό τοπίο που κυριάρχησε στην ποίηση προηγούμενων δεκαετιών, το έχει διαδεχθεί μια ποίηση που χρησιμοποιεί πιο ανοιχτές φόρμες και αφηγηματική δομή, και η οποία μπορεί να υποδεχθεί και να αναδείξει μορφές του συλλογικού, καθώς και θεωρητικές, φιλοσοφικές και πολιτικές διαστάσεις.

Η συνοπτική χαρτογράφηση των κύριων χαρακτηριστικών αυτής της νέας ποίησης που επιχειρώ εδώ, αφορά ποιητές και ποιήτριες που άρχισαν να εκδίδουν (ή που το κύριο έργο τους εκδίδεται) μετά το 2000. Η αναφορά σε ονόματα ποιητών και ποιητριών είναι ενδεικτική (επειδή θεωρώ απαραίτητο και χρήσιμο να υπάρχουν παραδείγματα) και όχι εξαντλητική. Σημειώνω επίσης ότι το ποιητικό έργο είναι πολύμορφο οπότε πολλοί και πολλές από αυτούς μπορεί να “ανήκουν” σε περισσότερες “κατηγορίες”.

Δεν ξέρω αν μπορούμε να μιλήσουμε για πολιτική ποίηση ως αμιγές κεφάλαιο της αξιόλογης σύγχρονης παραγωγής, αλλά σίγουρα μπορούμε να καταγράψουμε μία κατεύθυνση νεότερων ποιητών-τριών να διαχειρίζονται με δυναμικό τρόπο τέτοια ζητήματα, ώστε το πολιτικό διακύβευμα να παραχθεί μέσα από την πολλαπλότητα των οπτικών, την επιμονή στην αναζήτηση του νοήματος, τον συγκερασμό της ατομικής με τη συλλογική εμπειρία. Η σημερινή πολιτική ποίηση αντιμετωπίζει την διαρκή κοινωνική κρίση ως συστατικό της ποίησης και εν γένει της τέχνης.

[Κυριάκος Συφιλτζόγλου, Θωμάς Τσαλαπάτης, Θάνος Γώγος, Θοδωρής Ρακόπουλος, Νικόλας Κουτσοδόντης.]

Από την άλλη μεριά, η προσωπική ποίηση ή ποίηση του υποκειμένου στις πιο ενδιαφέρουσες εκφάνσεις της ανοίγεται σε τολμηρές και άμεσες αναφορές στην υλικότητα και στο σώμα, και στη διαχείριση θεμάτων φύλου (με σύγχρονα παραδείγματα μιας πιο μαχητικής και πολιτικοποιημένης ποιητικής του φύλου και της queer εμπειρίας), ταυτότητας και εθνικότητας, δίδοντας έμφαση στην υποβολή, στην ειρωνεία, στο θαύμα, στην απόλαυση και στο χιούμορ. Η ποίηση του υποκειμένου στην οποία αναφέρομαι δεν αρκείται στην περιγραφή ή καταγραφή βιωμάτων αλλά [προχωρά πάντα με τους όρους της ποιητικής τέχνης δηλαδή της επινόησης φόρμας, γλωσσικών τρόπων και κωδίκων]  σε μια τολμηρή ομολογία του ανομολόγητου που δεν έχει σχεδόν προηγούμενο στην ποίησή μας, απομακρύνεται από όλο το δοκιμασμένο φάσμα του συναισθηματισμού και έρχεται να συντονιστεί με την εποχή μας, υποδεχόμενη το πείραμα, την υβριδικότητα και την επιτελεστικότητα.

[Βασίλης Ανανατίδης, Φοίβη Γιαννίση, Ελένη Ντούξη, Λένα Καλλέργη, Παναγιώτης Ιωαννίδης, Νίκη Χαλκιαδάκη, Δανάη Σιώζιου, Τόνια Τζιρίτα Ζαχαράτου, Παυλίνα Μάρβιν.]

Λιγότεροι σε αριθμό, αλλά άξιοι λόγου, είναι οι ποιητές-τριες που ανοίγουν το έργο τους στο γλωσσικό παιχνίδι και στον πειραματισμό πάνω στα είδη και τις μορφές του ποιητικού, τις κατακτήσεις της οπτικής ποίησης και και της εννοιακής τέχνης που ενώνονται με τις νέες δυνατότητες του διαδικτύου.  [Γιώργος Χαντζής, Ιορδάνης Παπαδόπουλος, Θοδωρής Χιώτης]

Σημαντικό χαρακτηριστικό της νέας ποίησης είναι η σχέση των ποιητών με την ιστορία και τον μύθο αλλά και την αισθητική και φιλοσοφική σκέψη. Επιστρατεύοντας την αφηγηματικότητα, την ειρωνεία και τη σύνδεση με τη σύγχρονη εμπειρία, αναδεικνύουν τη διαχρονική διάσταση του μύθου και τη συνεχή παρουσία του παρελθόντος στο παρόν, ενώ ταυτόχρονα ανιχνεύουν μια νέα σχέση με την ιδέα της εντοπιότητας, όσον αφορά το τοπίο, την ιστορία και την εθνική γλώσσα, μια νέα σχέση δύσκολης αγάπης, απενοχοποιημένης από προκαταλήψεις. Η νέα αυτή σχέση που απαιτεί ενεργό ιστορική συνείδηση και ηθική εγρήγορση δεν αρκείται στη δοξολογία, ούτε στις πικρές διαπιστώσεις, είναι συχνά ανελέητη, αλλά δομεί σιγά σιγά ένα πεδίο θέασης και κατοίκησης του τόπου εξαιρετικά σημαντικό για τη συνέχεια∙ μια εντοπιότητα που τείνει στο οικουμενικό.

[Γιάννης Δούκας, Γιάννα Μπούκοβα, Σταμάτης Πολενάκης, Μάριος Χατζηπροκοπίου, Ορφέας Απέργης, Δήμητρα Κωτούλα, Λένια Ζαφειροπούλου, Δημήτρης Πέτρου.]

Σημαντική είναι και η δημιουργία ποιητικών συνθέσεων από τους σύγχρονους ποιητές-τριες οι οποιοι απομακρύνονται στην πλειονότητά τους από την ποιητική συλλογή προς το ποιητικό βιβλίο. Η στροφή αυτή φέρει την αναρώτηση για την ανάγκη μεγάλων αφηγήσεων, που δεν είναι πια ολοποιητικές αλλά ανομοιογενείς και πολυφωνικές, όπου γίνεται μία προσπάθεια για νέες αναγνώσεις του ιστορικού παρόντος και τις ποικίλες φανερώσεις του μέσα από τη μορφή, τη γλώσσα, την παράδοση, την αστική εμπειρία και τη δυνατότητα του μύθου. Οι ποιητικές συνθέσεις της εποχής μας αποδέχονται αλλά και χρησιμοποιούν δημιουργικά  την αποσπασματικότητα και τον κατακερματισμό της εμπειρίας, προσβλέποντας σε μία άλλου τύπου ένωση.

Τέλος θα ήθελα να αναφερθώ στον θεωρητικό διάλογο για θέματα ποιητικής μεταξύ των ίδιων των ποιητών-τριών που ανανεώνει αλλά και ιδρύει σχέσεις μεταξύ κοινωνίας και ποίησης (τέχνης), αποτελεί συνέχεια του έργου τέχνης προς τον χώρο της γνώσης και του στοχασμού και υπερασπίζεται τη δυνατότητα του έργου τέχνης να παράγει νόημα (νοήματα) μέσα από τη μορφή του και τον πυρήνα των θεμάτων που διαχειρίζεται και μετασχηματίζει. Ο διάλογος και η άρθρωση θεωρητικού λόγου από τους σύγχρονους ποιητές και ποιήτριες είναι μια πολιτική απόφαση και θέση, η οποία εκπαιδεύει τους ανθρώπους που μετέχουν σε αυτόν να δομήσουν τη δική τους μεθοδολογία, κριτική θεωρία, ορολογία και σκέψη, με λίγα λόγια να χειραφετηθούν. Η άρθρωση θεωρητικού λόγου από ποιητές και ποιήτριες που παρατηρείται να συμβαίνει πυκνά με δημοσιεύσεις σε περιοδικά, εφημερίδες και βιβλία [Νίκος Ερηνάκης, Θωμάς Τσαλαπάτης, Βάγια Κάλφα, Παυλίνα Μάρβιν, Γιάννης Δούκας, Κωνσταντίνα Κορρυβάντη.  η ομάδα των ποιητών του ΦΡΜΚ (Ορφέας Απέργης, Βασίλης Αμανατίδης, Φοίβη Γιαννίση, Κατερίνα Ηλιοπούλου, Παναγιώτης Ιωαννίδης, Γιάννα Μπούκοβα, Θοδωρής Χιώτης) με το βιβλίο Μια συζήτηση για την ποίηση τώρα, φρμκ, 2018]  ανοίγει το πεδίο της συμμετοχής σε έναν δημόσιο διάλογο για την ποίηση μεταξύ ποιητών, που είναι απαραίτητος για να συγκροτηθεί η καλλιτεχνική ιδιοσυστασία μιας εποχής. Η ίδια η σκέψη δημιουργεί συνδέσεις μεταξύ ιδεών και εννοιών, και αυτές οι συγκροτημένες ομάδες ιδεών δημιουργούν ανάλογους δεσμούς ανάμεσα σε ανθρώπους, δηλαδή κοινότητες διαλόγου.

(*) H Κατερίνα Ηλιοπούλου  είναι ποιήτρια, διευθύντρια του περιοδικού ΦΡΜΚ

Προηγούμενο άρθροΜια γενιά του εκκρεμούς (ή υπερβαίνοντας διαζεύξεις) [Γιάννης Δούκας]
Επόμενο άρθροΑστυνομικό Μυθιστόρημα και ελληνική πεζογραφία (Βόλος, 23/3)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Γνωρίζετε την αρχή του ξυραφιού του Οκαμ; Η πιο πιθανή εξήγηση των πραγμάτων είναι η προφανής. Η ποίηση που «δεν μιλάει πια στους ανθρώπους» σίγουρα κάπου φταίει η ίδια. Το να λέμε ότι “θα τους μιλούσε αν μπορούσαν να την ακούσουν” δείχνει μια υποτίμηση προς τον πιθανό αναγνώστη. Το ότι γελάει ο κόσμος βλέποντας τις περφορμανς σας μπορείτε εύκολα να το αγνοήσετε με τέτοιου είδους “θεωρητικές” αναλύσεις.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ