της Δήμητρας Ρουμπούλα
“Η καθολική θρησκεία διδάσκει ότι οι νέγροι είναι από τη φύση τους σκλάβοι. Ωστόσο, αν οι νέγροι είναι σκλάβοι, γνωρίζω πάρα πολύ καλά ότι δεν έγιναν λόγω θεϊκής επιταγής, αλλά μόνο επειδή αυτό μας βολεύει να σκεφτόμαστε για να συνεχίσουμε να τους εμπορευόμαστε χωρίς τύψεις”.
Ο σενεγαλέζικης καταγωγής Γάλλος συγγραφέας Νταβίντ Ντιοπ διαπρέπει στο να φωτίζει πτυχές της αποικιακής περιόδου της Γαλλίας, ζωντανεύοντας φαντάσματα και σιωπές της ιστορίας μέσω της συναρπαστικής μυθοπλασίας. Το προηγούμενο μυθιστόρημά του, “Τη νύχτα, όλα τα αίματα είναι μαύρα”, έδωσε φωνή στους Σενεγαλέζους στρατιώτες που ρίχτηκαν λόγω της αγριότητάς τους στην πρώτη γραμμή του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου, οδηγούμενοι οι περισσότεροι στον θάνατο, και κέρδισε σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία, όπως το Γκονκούρ των μαθητών, προκρίνοντας τον Ντιοπ ως τον πρώτο Γάλλο συγγραφέα που κέρδισε το 2021 το Διεθνές Βραβείο Μπούκερ.
Το τελευταίο του μυθιστόρημα, “Η πύλη του ταξιδιού χωρίς επιστροφή”, που κυκλοφορεί στα ελληνικά επίσης από τις εκδόσεις “Πόλις” και σε μετάφραση της Αλεξάνδρας Κωσταράκου, διαδραματίζεται στην εποχή του Διαφωτισμού και του διατλαντικού δουλεμπορίου, βασισμένο σε έρευνα αρχείων και ειδικά εμπνευσμένο από την περίπτωση του Γάλλου φυσιοδίφη και βοτανολόγου Μισέλ Αντανσόν (1727-1806). Ειδικός στη γαλλική γραμματολογία του 18ου αιώνα και τη γαλλική αφρικανικη λογοτεχνία, την οποία διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Πω, ο Ντιοπ, ο οποίος πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Ντακάρ, παντρεύει τη γνώση με τη μυθοπλασία. Εδώ μεταπλάθει τον πραγματικό Αντανσόν, επιφανή φιγούρα του Διαφωτισμού, και τα ταξίδια του στη γαλλοκρατούμενη Σενεγάλη σε μυθιστορηματική ύλη, με τη μορφή μιας μακράς επιστολής προς την ενήλικη κόρη του, κάτι που μόνο ως κατόρθωμα αφήγησης μπορεί να περιγραφεί.
‘Οταν τον συναντούμε, στην αρχή του μυθιστορήματος, ο Αντανσόν είναι βαριά άρρωστος, ετοιμοθάνατος, έχοντας “αναλώσει τις μέρες και τις νύχτες του περιγράφοντας σχολαστικά περίπου εκατό χιλιάδες “υπάρξεις”, φυτά, κοχύλια, ζώα κάθε είδους, σε βάρος της δικής του ύπαρξης” για να πετύχει τον στόχο της ζωής του: μια παγκόσμια εγκυκλοπαίδεια για την χλωρίδα και την πανίδα της Σενεγάλης που θα τον ανέβαζε στην κορυφή της βοτανολογίας. Συνειδητοποιώντας όμως ότι θα ήθελε να μείνει στη μνήμη της κόρης του Αγκλαέ “όπως ακριβώς ήταν” κι “όχι σαν ένα άυλο φάντασμα επιστήμονα” αφήνει για αυτήν κάποια προσωπικά τετράδια για να τα βρεί μετά από τον θάνατό του, το 1806. Η Αγκλαέ θα βρει τα τετράδια μέσα σε έναν φάκελο από σκούρο κόκκινο μαροκινό δέρμα, τα οποία αποκαλύπτουν τα μυστικά του πατέρα της, μόνο αν ψάξει. Θα πρέπει να ανοίξει ένα σεκρετέρ μινιατούρα και να εντοπίσει το κρυφό συρτάρι με διπλό πάτο. Ο Αντανσόν βάζει εμπόδια, καθώς φοβάται την αδιαφορία της κόρης του. “Θα καταλάβεις αν δεχτείς να διαβάσεις τα τετράδιά μου”.
Οι ιστορίες στο καθηλωτικό μυθιστόρημα “Η πύλη του ταξιδιού χωρίς επιστροφή” φωλιάζουν η μια μέσα στην άλλη σαν κούκλες. Υπάρχει η ιστορία του επικείμενου θανάτου του Αντανσόν και η ιστορία της οικογένειάς του με την Αγκλαέ και τη μητέρα της. Στο επίκεντρο βρίσκεται το τί συνέβη στον βοτανολόγο όταν, σε ηλικία 23 ετών, ταξίδεψε στα 1750 στη Σενεγάλη, η οποία βρισκόταν υπό τον αποικιακό έλεγχο της πατρίδας του, Γαλλίας. “Έκανα αυτό το ταξίδι στη Σενεγάλη για να ανακαλύψω φυτά, αλλά συνάντησα ανθρώπους” και “πόνο”, διαβάζει η Αγκλαέ μόλις ανακαλύπτει τον κόκκινο φάκελο, την πιο πλούσια από κάθε άλλη κληρονομιά που κρύβει το τραγικό παρελθόν, γεμάτο απρόοπτα και ανατροπές, από τα ταξίδια του πατέρα της στην αφρικανική χώρα πριν από πενήντα χρόνια.
Ο Αντανσσόν δεν μελετούσε μόνο τα περίπλοκα μυστικά των νευρώνων ή των αγγείων χιλιάδων φυτών και ζώων, “όπου κυκλοφορούσε ο χυμός ή το αίμα”, αλλά έμαθε τη γουόλοφ, μια από τις τοπικές γλώσσες, ήρθε σε επαφή με τους Σενεγαλέζους, κάθε άλλο παρά “εκ φύσεως κατώτεροί μας”, την κουλτούρα τους, αλλά και τη λεηλασία της αφρικανικής γης από τους Ευρωπαίους αποικιοκράτες. Δύο χρόνια μετά από την άφιξή του στη Σενεγάλη άκουσε μια “αφήγηση, απ΄ αυτές που σου κόβουν το γέλιο”: Την ιστορία της “γυναίκας που επέστρεψε”, της Μαράμ Σεκ, ανιψιάς του αρχηγού ενός χωριού, που ήξερε να “κουβεντιάζει” με τα φυτά και τα ζώα. Ο θρύλος έλεγε ότι η Μαράμ με την “αρχοντική όψη αρχαίας βασίλισσας” απήχθη πριν από τρία χρόνια και πουλήθηκε ως σκλάβα. Όμως κατάφερε να διαφύγει και επέστρεψε “ζωντανή” από εκεί που δεν υπάρχει επιστροφή – “από την άλλη πλευρά της θάλασσας, από εκείνη τη χώρα που οι σκλάβοι δεν επιστρέφουν ποτέ”, όπως καταγράφεται στα τραγούδια των δουλέμπορων ναυτικών. Από τότε κρύβεται εκεί έξω, λένε στον Αντανσόν ο οποίος, γοητευμένος από την ιστορία και λαχταρώντας να μάθει την αλήθεια, ξεκινά με τον οδηγό του ένα οδυνηρό ταξίδι με σκοπό να ξεδιαλύνει το μυστήριό της. “Γνώριζα πόσο σκληρή ήταν η σκλαβιά των νέγρων στις Αντίλλες και στην Αμερική και αναρωτιόμουν αν υπήρχε πιθανότητα αλήθειας στην ιστορία της Μαράμ”, γράφει, ελάχιστα συνειδητοποιώντας ότι η συνάντηση μαζί της που θα εξελιχθεί σε επικίνδυνη περιπέτεια θα του αλλάξει τη ζωή και θα τον στοιχειώσει ακόμη και με την επιστροφή του στη Γαλλία, σε βάρος της οικογενειακής του ζωής. “Διάβασέ το με επιείκεια”, παρακαλεί τη κόρη του.
Περίπλοκο και πολυεπίπεδο, το μυθιστόρημα είναι πολλά πράγματα ταυτόχρονα: μυστήριο, βιογραφία, επιστολική, ρομαντική περιπέτεια, εξομολόγηση. Αποτελείται κυρίως από την αφήγηση του Αντανσόν για τη Σενεγάλη, την εποχή που ακόμη “ο άνθρωπος και η φύση αποτελούσαν ενιαίο σώμα”, ειπωμένη με επιστολική μορφή. Αφηγείται την ιστορία τη δική του και της Μαράμ σαν να είναι μυθιστόρημα, γιατί, όπως σχολιάζει ο Ντιοπ, “μόνο η μυθοπλασία, το μυθιστόρημα μιας ζωής, μπορεί να δώσει μια πραγματική εικόνα της βαθύτερης αλήθειας, της πολυπλοκότητας αυτής της ζωής, φωτίζοντας τις σκιές της”. Συναντούμε την Αγκλαέ ως χαρακτήρα όταν παραλαμβάνει μια πληθώρα από κιβώτια με όστρακα, αποξημεραμένα φυτά, ταριχευμένα ζώα και βιβλία, που της έχει κληροδοτήσει ο πατέρας της, και στη συνέχεια ανακαλύπτει τα τετράδια με τις προσωπικές αναμνήσεις του, τα οποία αρχίζει να διαβάζει. Τη βρίσκουμε ξανά μόλις ολοκληρώνει το διάβασμα και χρειάζεται να διαχειριστεί ό,σα έχει μάθει.
Ο Ντιοπ επιχειρεί να οικοδομήσει ένα σύμπλεγμα ζωών και ιστοριών που χάθηκαν στους δρόμους του εφιαλτικού δουλεμπορίου. Η πύλη χωρίς επιστροφή είναι πραγματική και βρίσκεται στο Γκορέ, το νησί των σκλάβων, στα ανοιχτά των ακτών του Ντακάρ, μέσα σε ένα κτίριο γνωστό ως House of Slaves, σήμερα ισχυρό μέρος μνήμης, το οποίο αποτελεί τη ρίζα του μυθιστορήματος. Το Γκορέ έχει ανακηρυχθεί από την Ουνέσκο ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, σύμβολο του εμπορίου σκλάβων που διήρκεσε τέσσερις αιώνες και οδήγησε πάνω από δώδεκα εκατομμύρια Αφρικανούς στην Αμερική, διαβάζουμε στις Σημειώσεις της μεταφράστριας.
Οι περιγραφές του Ντιοπ με τον Αντανσόν να περιφέρεται στα συστήματα αποικιοκρατικής δουλείας είναι τόσο οξυδερκείς όσο και ανατριχιαστικές. Ο πρωταγωνιστής εμφανίζεται αηδιασμένος από την αυταρχική και βίαιη συμπεριφορά των αποικιοκρατών, αλλά το πείσμα και η αντοχή του να ταξιδεύει σε ζόρικες συνθήκες εξαρτάται από τη δύσκολη σχέση του με την αποικιακή διοίκηση, της οποίας “το πιο σημαντικό εμπόριο ήταν αυτό των σκλάβων”. Η αφοσίωση στην επιστήμη και τα πνευματικά του ιδανικά δεν του επιτρέπουν να μην διαχωρίζει τη θέση του από την απάνθρωπη σκληρότητα. Μια φευγαλέα στιγμή ζωής και θανάτου με τη Μαράμ, που την παρομοιάζει με τον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης, αποκαλύπτει στον Αντανσόν τον κρυμμένο εαυτό. “Χάρη στην τέχνη, κατορθώνουμε κάποιες φορές να μισανοίξουμε μια μυστική πόρτα που οδηγεί στην πιο σκοτεινή πλευρά της ύπαρξής μας”, γράφει. “Και, όταν αυτή η πόρτα μείνει ορθάνοιχτη, τα μύχια της ψυχής μας φωτίζονται τόσο καθαρά, ώστε κανένα ψέμα για μας τους ίδιους να μη βρίσκει πια την παραμικρή σκιά για να καταφύγει, όπως όταν λάμπει ο ήλιος της Αφρικής στο ζενίθ του”, καταλήγει ο άνδρας “που δεν επέστρεψε ποτέ πραγματικά από το ταξίδι του στη Σενεγάλη”.
David Diop, “Η πύλη του ταξιδιού χωρίς επιστροφή”, μτφρ. Αλεξάνδρα Κωσταράκου, εκδόσεις “Πόλις”,