της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη
«Η γιαγιά δεν μας είπε ποτέ τι συνέβη στις γυναίκες Απάτσι». Αυτή είναι μονάχα μία από τις πολλές διαπιστώσεις της αυτοβιογραφούμενης Αμερικανίδας Tara Westover. Η συγγραφέας της best seller μαρτυρίας «Μορφωμένη», που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Ίκαρος, προκάλεσε αίσθηση. Η ιστορία της πρωτοφανής.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στα βουνά του Αϊντάχο σε μία αυστηρή οικογένεια φονταμενταλιστών Μορμόνων χωρίς πιστοποιητικό γέννησης, ιατρική περίθαλψη και σχολική εκπαίδευση. Παιδί πολύτεκνης οικογένειας, τόσο εκείνη όσο και τα αδέλφια της δεν πηγαίνουν σχολείο και βοηθούν στις καθημερινές εργασίες του αγροκτήματος. Επιβιώνουν αρνούμενοι την Ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τους κρατικούς θεσμούς, διαρκώς προετοιμαζόμενοι για το Τέλος του Κόσμου, σε μία αδιανόητη συνθήκη «αντίστασης», παραλογισμού και κακοποίησης.
Στην προκαθορισμένη από τους γονείς της ζωή, η Tara, αντιδρά. Ζητά να σπουδάσει σε μία προσπάθεια διαφυγής, όπου η μόρφωση είναι η μόνη διέξοδος. Μπαίνει σε σχολική τάξη για πρώτη φορά στα 17 της χρόνια για να αποκτήσει αργότερα στα 27 της διδακτορικό. Όπως και άλλα δύο από τα έξι αδέλφια της.
Το memoir της Westover ενθουσίασε ως εξαιρετικό παράδειγμα αποφασιστικότητας, θέλησης και γυναικείας εξατομίκευσης και συζητήθηκε έντονα, τόσο για αυτές του τις ποιότητες, όσο και για τη στρωτή γραφή του.
Το πρώτο βιβλίο της ιστορικού πια Westover, ξεχώρισε καθώς λένε επειδή μοιράζεται μία ιστορία σημερινή που φαντάζει ακραία. Μία αντισυμβατική ιστορία αποκαλυπτική για το πόσο πολύ μπορεί να διαφέρει τελικά ο περίφημος δυτικός τρόπος ζωής.
Περισσότερο αποκαλυπτική, όμως, από τα ίδια τα γεγονότα είναι η ερμηνεία τους και η δεύτερη σκέψη πάνω στα πράγματα που ίσως αποδείξει πως ο πραγματικός λόγος που μας αφορά αυτό το βιβλίο, δεν είναι γιατί μας λέει μία αξιοπερίεργη ιστορία, αλλά γιατί αντιθέτως μας λέει μία ιστορία ειπωμένη χίλιες φορές. Σαν τις ιστορίες για τις γυναίκες Απάτσι στο πολύ χαρακτηριστικό και ομώνυμο κεφάλαιο 4 της «Μορφωμένης».
Γράφει η Westover: «Σύμφωνα με τη γιαγιά, πριν από εκατό χρόνια μια φυλή των Απάτσι είχε πολεμήσει το αμερικανικό ιππικό σ’ αυτά τα ξασπρισμένα βράχια. Οι Απάτσι ήταν λιγότεροι: έχασαν τη μάχη, ο πόλεμος τελείωσε. Το μόνο που τους είχε απομείνει ήταν να περιμένουν να πεθάνουν […] Όταν οι γυναίκες Απάτσι βρήκαν τα τσακισμένα σώματά τους κάτω στα βράχια, έκλαψαν με πελώρια, απελπισμένα δάκρυα, που έγιναν πέτρα όταν άγγιξαν το χώμα […] Οι άνδρες πέθαναν σαν ήρωες, οι γυναίκες τους σαν σκλάβες».
Ο θρύλος με τα δάκρυα των Απάτσι είναι μια έξυπνη μεταφορά όχι μόνο γιατί καταγράφει τη μοίρα των γυναικών αλλά και γιατί αποτελεί μία αναλογία ανάμεσα στους μαχόμενους Απάτσι και τους σκληροπυρηνικούς Μορμόνους που αντιστέκονται.
Παρά το σαφές σχόλιο για την τύχη των γυναικών, στην κατά βάση μητριαρχική κοινωνία των Απάτσι, και παρά τον οξυδερκή τρόπο με τον οποίο η Westover αναζητά διαγενεακά τη βαθύτερη ρίζα της οικογενειακής της πραγματικότητας, μέσα από μία επανεξέταση της τριαδικής σχέσης γιαγιάς / μητέρας / κόρης, μία εντύπωση αφήνουν τα λόγια της.
Είναι η ατομική ευθύνη και μάλιστα η γυναικεία ευθύνη που βαραίνει τις επιλογές της οικογένειας της. Η γυναικεία αλληλεγγύη είτε απουσιάζει είτε φθάνει αργά μέσα από διαδρομές ψυχικές και δαιδαλώδεις. Μέσα από γυναίκες που έχουν φροντίσει να πικράνουν και να απογοητεύσουν η μία την άλλη.
Αν για ένα πράγμα αμφισβητήθηκε το βιβλίο αυτό είναι για την αμφιλεγόμενη θέση του ως προς τη γυναικεία υπόθεση και τους αγώνες του φεμινισμού. Η ματιά της Westover άλλωστε, με την ολοκλήρωση των σπουδών της, σταματά στον κλασσικό φιλελεύθερο φεμινισμό του 19ου αιώνα, μένοντας ανεπηρέαστη από τους κινηματικούς αγώνες του δευτέρου κύματος του φεμινισμού του 1960. Στο κεφάλαιο όπου η συγγραφέας σπουδάζει πια στο Πανεπιστήμιο του Cambridge διαβάζουμε:
«Χρησιμοποιούσαν με άνεση περίπλοκες φράσεις. Ορισμένες όπως το «δεύτερο κύμα» τις είχα ξανακούσει κι ας μην ήξερα τι σήμαιναν, με άλλες όπως «η ηγεμονική αρρενωπότητα», μπερδευόταν η γλώσσα μου, πόσο μάλλον το μυαλό μου […] Μόνο επιτιμητικά είχα ακούσει να χρησιμοποιείται η λέξη «φεμινισμός».
[..] Πήγα στη βιβλιοθήκη. Μετά από πέντε λεπτά στο διαδίκτυο […] καθόμουν στη συνηθισμένη μου θέση με μία μεγάλη στοίβα βιβλία γραμμένα από συγγραφείς που πλέον καταλάβαινα πως ανήκαν στο δεύτερο κύμα του φεμινισμού – την Μπέτι Φρίντμαν, τη Ζερμέν Γκριρ, τη Σιμόν ντε Μποβουάρ. Διάβασα λίγες μόλις σελίδες από κάθε βιβλίο προτού το κλείσω αποφασιστικά.
[…] Αντάλλαξα τα βιβλία του δεύτερου κύματος με αυτά που είχαν προηγηθεί – της Μαίρη Γουόλστονκραφτ και του Τζον Στιούαρτ Μιλ […] Τα διάβαζα όλη νύχτα […] υπήρχε μία μόνο αράδα από τον Τζον Στιούαρτ Μιλ που, όταν τη διάβασα, ο κόσμος μετακινήθηκε: Από τη γυναικεία φύση, τίποτα οριστικό δεν μπορεί να είναι γνωστό. [..] Έμοιαζε να λέει: ό,τι κι αν είσαι, είσαι γυναίκα».
Μεταφέρω εδώ σε πρόχειρη μετάφραση ένα ενδεικτικό σχόλιο από κριτικό σημείωμα της Boston Review για τη «Μορφωμένη».
«Η Westover, γράφουν, δεν αναλύει τη συλλογική γυναικεία συνθήκη, την ποικιλομορφία της και τις διαθεματικές / διασταυρούμενες καταπιέσεις της διαχρονικά σε όλες τις εποχές και τις γεωγραφικές περιοχές παγκοσμίως, τον ακτιβισμό και την πολιτική αλλαγή ή την κοινωνική δικαιοσύνη».
Η συγγραφέας σημειώνουν, «βλέπει λίγο πιο πέρα από την εμπειρία της, τη γνώση και την ελευθερία των επιλογών της […] Αυτή η προσέγγιση είναι απολύτως συνεπής, καταλήγουν, με την αποθέωση της ατομικής επιλογής από τον ύστερο καπιταλισμό».
Κριτική αυστηρή, αλλά στα βασικά της σημεία δίκαιη. Αν πρόκειται, μάλιστα, να επιχειρήσουμε και την αποτίμηση του βιβλίου αυτού ίσως δεν χρειαστούμε παραπάνω από μία φράση της ίδιας της Westover παραφρασμένη: Ούτε η Μορφωμένη μας είπε τι συνέβη στις γυναίκες Απάτσι. Δεν θα μπορούσε, φοβάμαι, να μας το πει με βεβαιότητα ή έστω αρκετά πειστικά κανένα ουδέτερο πολιτικά, προσωπικό success story.
Παρόλο που στο βιβλίο μοιραία ανακύπτουν κρίσιμα πολιτικά ερωτήματα, που απασχολούν διαχρονικά την αμερικανική κοινωνία, όπως η διαιρετική τομή κέντρου/περιφέρειας και η σύγκρουση των επιπέδων διακυβέρνησης (ομοσπονδιακό/πολιτειακό) η συγγραφέας κρατά ίσες αποστάσεις. Παραμένει «χλιαρή» ακόμα και ως προς την ευρύτερη συζήτηση για την εκπαίδευση. Με θέματα που αφορούν την προσβασιμότητα στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, την χρηματοδότηση, τα δίδακτρα και τα φοιτητικά δάνεια. Η Westover είναι σταθερά προσηλωμένη στον δικό της αγώνα.
Σκέφτομαι την περίπτωση της Άγκοτα Κρίστοφ (1935- 2011) και συγκεκριμένα το ολιγοσέλιδο αυτοβιογραφικό της αφήγημα «Η Αναλφάβητη» (Εκδόσεις Άγρα, 2008). Στην «Αναλφάβητη» η γεννημένη στην Ουγγαρία συγγραφέας μοιράζεται καθοριστικές στιγμές της ζωής της στην ιστορική συνθήκη της Ουγγρικής Επανάστασης του 1956.
Η Κρίστοφ οδηγείται στην εξορία και δίχως να μιλά, να διαβάζει, να γράφει, να επικοινωνεί στα γαλλικά, μετατρέπεται σε αναλφάβητη. Και μας χαρίζει μία σπουδαία αυτοβιογραφία με πολιτική συνείδηση και άποψη χωρίς περιστροφές.
Διαβάζω: «Μία μέρα, η γειτόνισσα και φίλη μου μού λέει:
- Είδα μια εκπομπή στην τηλεόραση για τις αλλοδαπές εργάτριες. Δουλεύουν όλη την ημέρα στο εργοστάσιο, και το βράδυ ασχολούνται με το νοικοκυριό τους, με τα παιδιά τους.
Λέω:
- Αυτό έκανα φτάνοντας στην Ελβετία.
Λέει:
- Επιπλέον, δεν ξέρουν ούτε γαλλικά.
- Ούτε κι εγώ ήξερα.
Η φίλη μου ενοχλείται. Δεν μπορεί να μου διηγηθεί την εντυπωσιακή ιστορία των αλλοδαπών γυναικών που είδε στην τηλεόραση».
Και παρακάτω, πάλι η Κρίστοφ:
«Το παιδί μου θα είναι σε λίγο έξι χρονών, θα αρχίσει το σχολείο. Αρχίζω και εγώ, ξαναρχίζω το σχολείο. Σε ηλικία εικοσιέξι ετών γράφομαι στα θερινά τμήματα του Πανεπιστημίου του Νεσατέλ, για να μάθω να διαβάζω».
Το δίχως άλλο εντυπωσιακές ιστορίες γυναικών, μορφωμένων ή μη.
info: Tara Westover, Η μορφωμένη, μτφρ. Μαρία Φακίνου, Ίκαρος