Η μοναξιά του ενός (της Κατερίνας Δασκαλάκη)

0
390
Φωτο: Κυριάκος Συφιλτζόγλου

της Κατερίνας Δασκαλάκη (*) 

 

Είναι πολύ συγκινητικό το να παρακολουθεί κανείς τα βήματα ενός νέου ανθρώπου που επίπονα στοχάζεται και προσπαθεί να μας περάσει ένα μήνυμα. Έχουμε εδώ να κάνουμε με ένα κείμενο περίπλοκο, όσο κι αν ο συγγραφέας του προσπαθεί να το τοποθετήσει μέσα σε ένα «κλασικό» (βάζω το επίθετο σε εισαγωγικά) αφηγηματικό πλαίσιο και να μας παρασύρει στην φαινομενικά απλή εξιστόρηση των συναντήσεων κάποιων ανθρώπων και των συζητήσεών τους, σε έναν παραδοσιακό χώρο: μια ταβέρνα. Ένα καπηλιό, λέει συγκεκριμένα.

Μόνον που αυτό δεν είναι παρά ένα «σκηνοθετικό» εύρημα. Στην πραγματικότητα ο τόπος μέσα στον οποίο καλείται – θέλοντας και μη, με εκπληξη και με αμηχανία ίσως, στην αρχή τουλάχιστον – να συν-υπάρξει ο αναγνώστης με τον και με τους ήρωές του, δεν είναι άλλος από την άτοπη παραδοξότητα της εποχής μας. Και ο ήρωας, οι ήρωες, αυτός ο ‘Ενας που κάποτε ήταν και θα ήθελε να εξακολουθήσει είναι πολυδιάστατος, αναγνωρίζεται μέσα στην παρούσα «μοναξιά» του και στους πολλαπλούς καθρέφτες που αντανακλούν καθημερινά το είδωλο του καθενός μας. Ένα είδωλο ανεστραμμένο και μοναχικό σε καιρούς κατά τους οποίους τα ανθρώπινα όντα έχουν στερηθεί τα κάποτε παραδοσιακά ερείσματά τους, σε καιρούς που παράγουν νομάδες μάλλον παρά εδραίους, πλάνητες και πλανώμενους μιας εποχής πλανητικής, όπως ακριβώς την είχε ήδη κατονομάσει, από τον περασμένο κιόλας αιώνα, ένας προδρομικός στοχαστικός λόγος. Λίγο-πολύ κάτι σαν αυτό που σημαίνει και η «παγκοσμιοποιημένη»  κατάστασή μας, όπως τόσο κοινότοπα την χαρακτηρίζουν η καθημερινή δημοσιογραφία και ο κυρίαρχος λόγος των «αγορών» (βάζω κι αυτή τη λέξη σε εισαγωγικά γιατί η ευρύτατη έννοιά της μάς πηγαίνει πολύ πιο πέρα από τους διεθνείς χρηματιστηριακούς δείκτες και όλα όσα συνεπάγονται οι αδιάκοπες αυξομειώσεις τους).

Φοβάμαι, όμως, ότι το μόνο που έχω καταφέρει μέχρι τώρα στην προσπάθειά μου να μιλήσω για τον Ένα του Κωνσταντίνου Πίττα, είναι να μπερδέψω τους πολλούς μέσα στην αίθουσα. Ας πάρουμε, λοιπόν, τα πράγματα από την αρχή. Στο εισαγωγικό του σημείωμα, ο συγγραφέας μάς καλεί σε ένα ταξίδι, λέει. Αυτό το ταξίδι εκτείνεται στις 140 περίπου σελίδες της αφήγησής του. Σε αυτές, συμπεριλαμβάνονται και οι επεξηγηματικές σημειώσεις που είναι πολύ διαφωτιστικές ως προς την προσωπική του  συγκρότηση και πορεία, κυρίως. Τι είναι αυτό το βιβλίο; Είναι μυθιστόρημα; Κατά κανένα τρόπο, παρόλο που υπάρχει ένας σχετικός βασικός και υποτυπώδης μυθιστορηματικός «καμβάς». Θα έλεγα ότι είναι ένας εναγώνιος στοχαστικός περίπατος στα βάθη της ατομικής και της συλλογικής ύπαρξης του σύγχρονου ανθρώπου που παραπαίει χωρίς ορατό θεμέλιο, χωρίς νόημα, αλλά που παραδόξως δεν παραδίδεται σώνει και καλά σε μια προκατασκευασμένη μοίρα. Εδώ έχουμε έναν ιδεατό τόπο, τον είδαμε. Είναι το καπηλειό. Για να περάσουμε το κατώφλι του μας απευθύνεται η πολύ παράξενη πρόσκληση να ακολουθήσουμε μια «κηδεία». Σε εισαγωγικά και η κηδεία. Θα δούμε πώς και γιατί. Σ’ αυτό το καπηλειό συχνάζει μια συντροφιά συνδαιτημόνων που είναι γνώριμοι μεταξύ τους, που βρίσκονται εκεί για να ανταλλάξουν απόψεις, ενώ τριγύρω συνυπάρχει, και τους πλαισιώνει, μία ακαθόριστη ομάδα θαμώνων που κάποιος απ’ αυτούς αναδύεται κάθε τόσο από τη σκιά για να παρέμβει στη συζήτηση, μάλλον ως σποραδική  κακόηχη διαμαρτυρία σε λόγια που του μοιάζουν είτε ακανόητα είτε τρομακτικά. Που, πάνω απ’ όλα, διαταράσσουν.

Η κηδεία δεν στοχεύει στον έμπρακτο ενταφιασμό κάποιου αληθινού, υλικού, σώματος και δεν προσβλέπει σε γνωστούς θρήνους. Ο ίδιος ο κηδευόμενος είναι εκείνος που έχει απευθύνει την σχετική πρόσκληση στους φίλους του, με σκοπό να τους κάνει κοινωνούς της εφεξής μοναχικής του πορείας. Πρόκειται, όπως αντιλαμβανόμαστε στη συνέχεια, για την πορεία – και για την αφόρητη μοναξιά, κυρίως –  του σημερινού ανθρώπου οποίος, τώρα που «ξέφτισε», όπως μάς λέει ο συγγραφέας, το «ξόρκι της θρησκείας» εκτοπισμένο από ένα «άλλο πανίσχυρο αφήγημα, αυτό της προόδου, του Λόγου και της επιστημοσύνης», ο άνθρωπος «αποξενώθηκε από τον πολυδιάστατο εαυτό του, καθυπόταξε το αίσθημα και τις αισθήσεις του, και παραδόθηκε αμαχητί στη μοναρχία του έλλογου στοιχείου και του μονόπλευρου αιτιοκρατικού λόγου». Αυτός ο Ένας, λοιπόν, ο αποξενωμένος, που αναδύεται μέσα απ’ αυτό το πλαίσιο, αυτός που αναγκάστηκε να απαρνηθεί την ανθρώπινη πολυπλοκότητα και πολυεδρικότητά του, ασφυκτιά μέσα στην Κοινωνία της Μεζούρας – όπου όλα μετριώνται με γνώμονα την κατανάλωση, την μηντιακή διαμεσολάβηση, το χυδαίο lifestyle, επιτρέψτε μου να προσθέσω και τους χυδαίους influencers, αυτά πάνε μαζί.  Με δυο λόγια, ασφυκτιά και εκμηδενίζεται (επειδή μια μηδενιστική εποχή είναι αυτή που ξεπροβάλλει εδώ) μέσα σε τούτον τον κόσμο στον οποίο – ακριβώς όπως κάποτε ο ίδιος ο Μαρξ είχε προβλέψει, όλα γίνονται εμπόρευμα. Και ο χρόνος είναι χρήμα. Κατεξοχήν μάλιστα.

Επιστρέφω στο καπηλειό, επειδή – με τον μεγάλο κίνδυνο να έχω καταλάβει λάθος – τόσο ο τόπος όσο και οι συνδαιτημόνες χτύπησαν ένα μικρό «καμπανάκι» στο μυαλό μου. Με παρέπεμψαν ξαφνικά σ’ ένα πολύ μακρινό Συμπόσιο, με διαφορετικό αντικείμενο συζήτησης φυσικά. Αν και… λίγο-πολύ το αντικείμενο ήταν κι εκεί μια ορισμένη στάση του ανθρώπου στη ζωή και στα πράγματα, που σημαίνει μια πολύ συγκεκριμένη στοχαστική αντίληψη για την υπόσταση του ανθρώπου και τη σύλληψη του βίου του. Δεν κάνω κανένα παραλληλισμό, απλώς δεν αντιστέκομαι στον πειρασμό της συνειρμικής αναφοράς, τίποτ’άλλο. Μπορεί να παρασύρθηκα κιόλας από την παρουσία και τη συμμετοχή στη συζήτηση ενός προσώπου γένους θηλυκού, που αναφέρεται ως «η Δημιουργός». Μάλλον έπαιξε ένα παιχνίδι στο μυαλό μου αυτό το αρχικό, τόσο σημαδιακό γράμμα δέλτα. Χωρίς να παραγνωρίζω και τη συμβολική παρουσία των άλλων συνδαιτημόνων, έτσι όπως κατονομάζονται: ο Δάσκαλος και ο Μοναχός. Θα ζητούσα μάλιστα από τον συγγραφέα να μας τις προσδιορίσει λίγο σαφέστερα αυτές τις μορφές με τα συμβολικά ονόματα, παρόλο που καταλαβαίνω πως οτιδήποτε μένει απροσδιόριστο αποτελεί και μια πολύτιμη συμβολή στη φαντασία του αναγνώστη.

Σε τούτο το συμπόσιο, αυτός που  προσκαλεί λέει εξαρχής ότι θέλει να μοιραστεί με τους καλεσμένους του τον «θρήνο» του. Παραδέχεται ότι έχει φθάσει σε ένα σημείο που δεν φανταζόταν ότι θα έφθανε. Δηλαδή, στο να μην μπορεί πια να αντισταθεί στον «στραγγαλισμό της σφαιρικής υπόστασής του». Προχωρεί σε ένα σαφές κατηγορητήριο ως προς τον τρόπο με τον οποίο ανατράφηκε, ξεκινώντας από το σχολείο ήδη, σε ένα κοινωνικό πλαίσιο που από την «ελευθερία της κατανάλωσης» έχει περάσει στην «κατανάλωση της ελευθερίας». Αναφέρεται στην κοινωνία που διδάσκει τους ανθρώπους να περπατούν με σκυμένο κεφάλι και να μην κοιτούν ο ένας τον άλλον στα μάτια. Μιλάει για απρόσωπους χειροκροτητές σαθρών πρωταγωνιστών μιας καθημερινότητας που έχει στραγγαλίσει «την πολλαπλότητα και τον πλουραλισμό των εαυτών που κρύβει μέσα του ο κάθε άνθρωπος».

Σε όλο αυτό το ξέσπασμα, εκείνος που έτσι τραγικά «κηδεύει» την ίδια την άλλοτε πολλαπλή, χρωματιστή, δημιουργική, ελεύθερη και όλα τα συναφή υπόστασή του, αποδεχόμενος την καινούργια, την αλλοτριωμένη και αποξενωμένη, εύχεται «Καλή τύχη στον Έναν που [τού] απέμεινε». Στον Έναν εαυτό του, δηλαδή, τον μονομερή και μονοδιάστατο. Κι αν το κατάλαβα σωστά, απευθύνει και έναν λίγο ηρωικό και λίγο ειρωνικό χαιρετισμό στην έτσι κτηθείσα μοναξιά του, που μοιάζει σε ορισμένα σημεία να την αποδέχεται και σαν ενός είδους κατάκτηση σχεδόν.

Υπάρχει, λοιπόν, αφήγηση, υπάρχουν διάλογοι, αν και μάλλον υποτυπώδεις, υπάρχει που και που και ένας ισχνός αντίλογος από τους τριγύρω, που θα μπορούσαν να αντιπροσωπεύουν όλους τους εφησυχασμένους και τους παραδομένους κατά κάποιον τρόπο, αυτούς που δεν θέλουν ούτε να ακούνε ούτε να ξέρουν. Υπάρχουν τα υποτυπώδη στοιχεία ενός μυθιστορήματος,  αλλά οπωσδήποτε δεν έχουμε να κάνουμε με μυθιστορία. Έχουμε, όμως, ένα συγκροτημένο κείμενο – ακόμη κι αν κάποιοι το κρίνουν δυσπρόσιτο – που είναι επιπλέον γραμμένο σε ωραία ελληνική γλώσσα. Πράγμα που δεν είναι καθόλου προφανές, το αντίθετο. Τι απ’όλα είναι, λοιπόν, αυτό το βιβλίο; Θα έλεγα ότι είναι η πολύ σοβαρή απόπειρα μιας στοχαστικής προσέγγισης της σύγχρονης εποχής και του σύγχρονου ανθρώπου μέσω μιας χαλαρής αφήγησης που λειτουργεί ως συνδετικό στοιχείο για τη σκέψη. Θα έλεγα επίσης ότι είναι και η εναγώνια «εξομολόγηση» ενός νέου ανθρώπου, ιδιαίτερα καλλιεργημένου, διαβασμένου που λένε, ο οποίος επιπλέον διαθέτει όλη εκείνη την επιστημονική σκευή που απαιτείται για ένα τέτοιο εγχείρημα. Αυτός ο ίδιος είναι που μοιάζει να ασφυκτιά γεννημένος σε αυτήν την εποχή του χρόνου και στον κόσμο στον οποίο έχει κληθεί να ζήσει και να δράσει. Ένας νέος άνθρωπος που στοχάζεται και ψάχνει μια διέξοδο.

Θα πείτε, για τι είδους διέξοδο να μιλήσει κανείς, όταν το πρώτο που κάνει ο συγγραφέας είναι να «κηδεύει» τον άνθρωπο στον οποίο αναγνωρίζει τα κάποτε ουσιώδη στοιχεία μιας αξιοπρεπούς ανθρώπινης υπόστασης; Σε μια αρχική ανάγνωση, όλοι μπορεί να πέσουν σε τούτη την παγίδα, ακόμη κι αν έχουν σταθεί στην αφιέρωση που προηγείται του κειμένου: Σε όλους τους Δασκάλους, Δημιουργούς και Μοναχούς που γνώρισα, και στην καλή μου τύχη να μην έχουν υπάρξει λίγοι. Α! Εδώ ήδη ο Ένας δεν είναι ακριβώς ένας που γενικεύεται και πολλαπλασιάζεται στην μοναξιά του. Κάποιοι ξεφεύγουν, κάπου ξεπροβάλλουν άλλοι που αντιστέκονται και υπάρχουν. Με την αφιέρωσή του ο, εκ πρώτης όψεως πεσσιμιστής συγγραφέας, μάς ανοίγει μια πολύ σημαντική φωτεινή χαραμάδα.

Από εκεί κι έπειτα, βέβαια, σε μια σειρά κεφαλαίων, ο Κωνσταντίνος Πίττας παρατηρεί και θίγει το σήμερα αυτού του μονοδιάστατου ανθρώπου (για τον οποίο μίλησαν ο Μαρκούζε και άλλοι, ήδη από τα μέσα του περασμένου αιώνα), που η μοίρα του είναι να ζει παγιδευμένος στην Κοινωνία της Μεζούρας, όπως είδαμε ότι τη χαρακτηρίζει, και να υποδουλώνεται, μεταξύ άλλων, σε εργασιακούς κανόνες που κι αυτοί υπονομεύουν την ελευθερία του, «με την εξύμνηση της εργασίας αυτής καθεαυτήν και με την εξύψωσή της σε ανώτατη αρχή και προτεραιότητα μοναδική». Βέβαια, από την άλλη μεριά, την ίδια στιγμή που η υποδουλωτική αυτή εργασία μοιάζει να έχει εισχωρήσει «ακόμη και στα ενδότερα, στα άβατα λημέρια του ιδιωτικού», γίνεται όλο και περισσότερο λόγος για την μείωση των ωρών της και για τον ελεύθερο χρόνο. Είναι λιγότερο οξύμωρο απ’ό,τι μοιάζει και δεν είναι αμελητέο. Οι σύγχρονες χρηματο-οικονομικές συνθήκες, τα σχετικά διεθνή παιχνίδια, οι αγορές, τα παγκόσμια συμφέροντα, με οτιδήποτε αυτό σημαίνουν, μαζί με την επαναλαμβανόμενη παρατήρηση ότι, κατά κάποιον τρόπο, αυτός ο σημερινός άνθρωπος εξαναγκάζεται στην ανάληψη μιας «ατομικής» ευθύνης που εκθειάζεται, αντί μιας συλλογικής που θα τον απάλλασσε από πολλά βάρη, απασχολούν έντονα τον συγγραφέα. Από δίπλα, επίμονα, προβάλλει και το πρόβλημα της ελευθερίας, ατομικής και συλλογικής. Ένα πρόβλημα στο οποίο, έχω την αίσθηση και σας παρακαλώ να μου το συγχωρήσετε, δεν υπάρχει οριστική απάντηση, παρόλες τις κατά καιρούς πολύ μεγάλες, κάποτε μεγαλοφυείς και μεγαλειώδεις ακόμη απαντήσεις που του δόθηκαν. Θέλω να πω, ως προς την τόσο πολυσυζητημένη σύνδεσή της με την ανάγκη και τα διάφορα σταθμά που τοποθέτησαν σχετικά στη ζυγαριά για τη μία και την άλλη: θρησκείες, ιδεολογίες, δόγματα και θεωρίες παντός είδους.

Στο βιβλίο συναντάμε και το πρόβλημα του ανθρώπου που καλείται πλέον  να ζει χωρίς Θεό, περιπλανώμενος αενάως. Δεν είναι άλλωστε λίγες και οι αναφορές, άμεσες και έμμεσες, στον Νίτσε. Το πρόβλημα των σύγχρονων απάνθρωπων πόλεων έχει κι αυτό τη θέση του εδώ, άλλωστε δεν θα μπορούσε ν’ αφήσει αδιάφορο τον αρχιτέκτονα που είναι ο Κωνσταντίνος Πίττας, αλλά ούτε φυσικά και τον διδάκτορα φιλοσοφίας που επίσης είναι. Υπάρχουν συγκεκριμένες αναφορές σε τόπους όπου ακόμη και ο έναστρος ουρανός έχει «βεβηλωθεί» από εκτυφλωτικά φώτα, από διαφημιστικές πινακίδες και από καυσαέρια, ενώ κοινό έδαφος δεν μπορεί πια να υπάρξει «όταν κατοικούμε σε χαρακώματα και ασφυκτικές δομές» ή «τελούν υπό εξαφάνιση οι ανοιχτοί χώροι που επιτρέπουν το αντάμωμα των βλεμμάτων και την συνύπαρξη με την ετερότητα». Δεν είναι δύσκολο ν’ αναγνωρίσουμε σ’ αυτές τις αράδες τις πολιτείες όπου έχουμε φυλακίσει τις ζωές μας.

Ολόκληρο το βιβλίο διατρέχεται από μία, πότε ρητή και πότε άρρητη, καταγγελία της «ηγεμονίας» του «στυγνού ρασιοναλισμού» που, ακόμη κι αν κάποιος, ρασιοναλιστής εξυπακούεται, την αντιμετωπίσει σαν νεανική ρομαντική ή και ουτοπική τοποθέτηση, δεν μπορεί παρά να συγκινηθεί από την επιθυμία του  συγγραφέα να δει «στα αχαρτογράφητα βάθη του είναι» να σπάνε «οι αλυσίδες του Ενός», πραγματώνοντας το άνοιγμα στον Άλλον. Πηγαίνει πολύ πιο πέρα μάλιστα ευχόμενος την «παλινόρθωση της τρέλας και της άσπιλης απόλαυσης». Οι λέξεις εδώ έχουν σημασία, παρόλο που δεν θα έπρεπε να πάρουμε τη φράση κατά λέξη με την τρέχουσα και πολύ στενή σημασία των λέξεων. Γιατί αυτή η «τρέλα» και η «άσπιλη απόλαυση» έχει να κάνει και με τον ερωτισμό, και με τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες και με κάθε «συνταίριασμα» του ανθρώπου, όπως μας λέει ο συγγραφέας.  Έχει να κάνει με τον άνθρωπο που δεν θέλει να αλλοτριωθεί και να αποξενωθεί. Ακόμη και με αυτόν τον Έναν που μπορεί μεν να προσκαλεί στην εξόδιο ακολουθία της σύνθετης ανθρώπινης υπόστασής του, αλλά ταυτόχρονα την καταγγέλλει και την θρηνεί.

Η τέχνη που έχει γίνει και αυτή εμπόριο (ας θυμηθούμε την σχεδόν σουρρεαλιστική συζήτηση περί της θέσης του έργου τέχνης), η ξύλινη γλώσσα της διαφήμισης, οι διαφημιστικές τεχνικές, η εικονικότητα των διαδικτυακών μηνυμάτων, η μαζικότητα της παραγωγής, αλλά και ο στερημένος πρωτοτυπίας ακαδημαϊκός λόγος, μπαίνουν και αυτά στο στόχαστρο του συγγραφέα, που επιμένει να πιστεύει ότι «μόνον ο άνθρωπος μπορεί να επενδύει με νόημα το φευγαλέο διάβα του πάνω στη γη, μόνον εκείνος αποδίδει ερμηνείες στα φαινόμενα που τον περιβάλλουν». Για να καταλήξει, στο τέλος του αφηγήματός του, με τον Έναν αυτόν να «βλέπει καθαρά την επήρεια του μονοδιάστατου ανθρώπου σαν ένα αφήγημα που μπορεί κάλλιστα να αποτιναχθεί, εφόσον δεν εξυπηρετεί πλέον τα συμφέροντα της γενιάς του. Μονόδρομος του φαίνεται τόσο το ξήλωμα του κυρίαρχου καθεστώτος ορατότητας που αφήνει μόνιμα κάποιους στο περιθώριο, όσο και το ξεγύμνωμα τούτης της ατομικής λογικής που διαφεντεύει αναντίρρητα την Κοινωνία της Μεζούρας. Διότι κάθε λογής καταπιεστική δομή δεν παύει να ορθώνεται από χέρια ανθρώπινα». Αν δεν κάνω και πάλι λάθος, εν κατακλείδι ο Ένας ορθώνεται ενάντια στη μοναξιά του.

Λίγο πριν από τον Επίλογο, ο αναγνώστης συναντάει και έναν, κάπως ιδανικό, δεκάλογο συμπεριφοράς που μπορεί να συνοψισθεί στο πρωτείο του Εμείς απέναντι στο Εγώ, και που δεν θα τον μεταφέρω κατά λέξη. Πάρτε το βιβλίο να τον διαβάσετε απευθείας, αξίζει τον κόπο. Όπως δεν σκοπεύω να μεταφέρω εδώ ολόκληρη την κατακλείδα του βιβλίου που είναι – έτσι μου μοιάζει τουλάχιστον – μια ακόμη, πιο ηχηρή ακόμη, αφιέρωση από μέρους του συγγραφέα σε κάποιους αλλοιώτικα ξεχωριστούς. Γι’ αυτό ξαναγυρίζει στον αρχικό χώρο του καπηλιού και τεντώνει το αυτί του ν’ «ακούσει» όσα ιστορούν οι τοίχοι του, που δεν είναι άλλο από απορροφημένες «διθυραμβικές προπόσεις»

Σε όλους τους χαμένους, τους αλλοπρόσαλλους, τους περιθωριακούς, τους ξένους, τους ασύδοτους, τους απάτριδες, τους παρακατιανούς, τους αυτοεξόριστους, τους απόκληρους, τους αθεράπευτα γραφικούς, τους αμετανόητα ονειροπόλους, τους αντισυμβατικούς, τους μη κανονικούς….

… και άλλους πολλούς σχετικούς που και πάλι καλείται ο αναγνώστης να τους ανακαλύψει και να τους αξιολογήσει. Εξυπακούεται με εντελώς διαφορετικά μέτρα και σταθμά από τα τρέχοντα της Κοινωνίας της Μεζούρας.

Οι παραπάνω «προπόσεις» δίνουν και το μέτρο της αγωνίας του συγγραφέα απέναντι σε μια εποχή και σε μια κοινωνία που βάζει σε καλούπια την θεωρούμενη «κανονικότητα» και εξοβελίζει κάθε διαφορά. Έτσι, με ενός είδους καταληκτική ποιητική έξαρση συνοψίζονται, κατά κάποιον τρόπο, και όσα θεωρητικά αναπτύσσονται στις σελίδες που προηγήθηκαν. Ταυτόχρονα, ο αναγνώστης καλείται και σε ενός είδους… πώς να το πει κανείς; ανθρωπιστική συστράτευση με όλους εκείνους που δεν θα ήθελαν να οργανώσουν μια τέτοια κηδεία του εαυτού τους, όπως με πλήρη ωστόσο – και ανατρεπτική – συνείδηση πράττει ο Ένας στο ξεκίνημα, παραδιδόμενος στην Μοναξιά του.

Μπορεί κανείς να συμφωνήσει με τη συλλογιστική και με τις διαπιστώσεις ενός τέτοιου κειμένου, όπως μπορεί και να διαφωνήσει. Καλύτερα: υπάρχουν σίγουρα σκέψεις και επισημάνσεις που ξενίζουν ενδεχομένως έναν κάπως απροειδοποίητο αναγνώστη ή ίσως και κάποιες που μπορεί να τον βρούν αντίθετο. Αλλά πολύ δύσκολα μπορεί να έχει κανείς αντίρρηση ως προς το γενικότερο πλαίσιο στο οποίο εντάσσει ο Κωνσταντίνος Πίττας την συλλογιστική του αυτή, ακόμη κι αν είναι δύσκολο να διακρίνει το εφικτό της ανατροπής του.

Μια, ας πούμε, παρατήρηση, και οπωσδήποτε όχι αντίρρηση, είναι ότι όλα αυτά που επισημαίνει και καταδικάζει ο συγγραφέας – και άλλα πολλά – είναι σημάδια της μετα-νεωτερικής πλέον εποχής, στην οποία κυρίαρχη δύναμη και εξουσία είναι η Τεχνική, εννοώ αυτό που κοινώς καλείται τεχνολογία. Αυτή που διαδέχεται την κυριαρχία του Ανθρώπου που έχει σκοτώσει τον Θεό που είχε αντικαταστήσει τη Φύση. Αυτή η Τεχνική δεν έπεσε στα κεφάλια των ανθρώπων από τον ουρανό. Γεννήθηκε μέσα και από αυτά τα κεφάλια, τα ίδια που κατέστησαν ασφυκτικό τον κόσμο των ανθρώπων που τα φέρουν στους ώμους τους, κι αυτός είναι άλλωστε και ό λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι ήδη αναζητούν διέξοδο σε άλλα άστρα. Αλλά τούτη η συζήτηση είναι λίγο διαφορετική και δεν είναι της παρούσης.

Εκείνο που είναι αναντίρρητο είναι η δομημένη και συνεπής σκέψη, η γνωστική και επιστημονική ροή και έκθεσή της, ο μεστός ελληνικός λόγος που χαρακτηρίζουν αυτό το βιβλίο. Περισσότερο ακόμη, η συνειδητή τόλμη του συγγραφέα να καταπιαστεί με ένα τόσο δύσκολο, τόσο πιεστικό θέμα, να το αναγνωρίσει, να το κοιτάξει κατάματα, να το χειριστεί και εντέλει να αποτολμήσει και μια πρόταση διεξόδου από κάτι που μοιάζει περίπου αδιέξοδο. Μαζί με το πολύ ευφυές εύρημα του καπηλειού και των συνδαιτημόνων του, όλα αυτά φτιάχνουν ένα κείμενο πρωτότυπο και βαθύ που αξίζει να το διαβάσει κανείς με προσοχή. Αν μη τι άλλο, είναι ένα πολύ δυνατό έναυσμα και για περαιτέρω σκέψη.

Ευχαριστώ και πάλι τον Κωνσταντίνο Πίττα, τόσο για την πρόσκλησή του όσο και για τις τυπωμένες στο βιβλίο ευχαριστίες του, αν και, πραγματικά, τίποτα παραπάνω δεν έκανα από μια πολύ προσεκτική ανάγνωση του αρχικού χειρογράφου. Μια ανάγνωση με αγάπη.

 

 

(*) Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου την Τετάρτη 8.11.2023, Ινστιτούτο Γκαίτε.

,

 

Κωνσταντίνος Πίττας,  Η μοναξιά του ενός, σελ. 139, Εκδόσεις Αίολος,

Προηγούμενο άρθροΚατερίνα Καρύδη: Ο Ίκαρος, 80 χρόνια τοπόσημο της Αθήνας (συνέντευξη στον Γιάννη Ν.Μπασκόζο)
Επόμενο άρθροΛούκατς, 100 χρόνια μετά (συνέδριο 8,9/12, Πάντειο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ