της Μαρίας Πατεράκη (*)
Ο χώρος και ο χρόνος ήταν πάντα σύμφυτα συνδεδεμένα με τη μυθοπλασία καθώς μας καθορίζουν το ‘‘σκηνικό’’ της ιστορίας και απαντούν στις πρώτες ερωτήσεις που θέτει ο αναγνώστης στον εαυτό του: ‘‘Πότε και πού γίνεται’’.[1] Απαντώντας στις εν λόγω δύο ερωτήσεις το μυθιστόρημα του Χωματηνού λαμβάνει χώρα τη δεκαετία του ’80 στην Πράγα. Ο συγγραφέας στην πρώτη του μυθιστορηματική προσπάθεια καταπιάνεται με τη δύσκολη ιστορικά περίοδο «της κατάρρευσης του ανατολικού μπλοκ και των μεγάλων ευρωπαϊκών αλλαγών» όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Όλα αυτά δοσμένα μέσα από την οπτική του πρωταγωνιστή Άμμωνα Πόλαχ, φοιτητή ιατρικής και «παιδιού θαύματος της Τσεχοσλοβακικής ποίησης». Τα ιστορικά γεγονότα προβάλλονται αναμεμειγμένα με την προσωπική ιστορία του πρωταγωνιστή και μέσα από τις μεταφυσικού τύπου αναδρομές στο παρελθόν. Ο Άμμων, λόγω της τύφλωσης που υπέστη στην εφηβεία του, ‘‘κληρονομεί’’ τα μάτια του παππού του, διάσημου ψυχιάτρου και μαζί με αυτά τη δυστοπική του ματιά. Προχωρώντας πέρα από την πλοκή θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε σε ένα ερώτημα που θέτει κάθε απαιτητικός αναγνώστης: Το μυθιστόρημα του Χωματηνού τι καινούργιο κομίζει στη νεοελληνική πεζογραφία;
Σίγουρα, δεν θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε την επιτυχημένη σύμπλεξη των ειδών του ρεαλιστικού μυθιστορήματος και του φανταστικού (σε μικρότερο βαθμό). Δηλαδή από ένα ρεαλισμό που βασίζεται κυρίως στην ιστορική έρευνα ̶ «Στην περίπτωση αυτή, η λογοτεχνία, για να υποδυθεί την αλήθεια, ενσωματώνει και οικειοποιείται μέσω της τεχνικής του collage ή montage αυτούσια ιστορικά θραύσματα» ̶[2] και στην αποτύπωση της εποχής και αφετέρου στην χαρακτηρολογία, προς την κατεύθυνση της μυθοπλασίας του φανταστικού. Στη δεύτερη περίπτωση εντάσσεται το προτελευταίο κεφάλαιο «Δύο χρόνια πριν το τέλος» το οποίο κατακλύζεται από φαντασιακές εικόνες. Ευκρινέστερα, παρεμβάλλεται ένα κεφάλαιο στο οποίο ο συγγραφέας αλλάζει άρδην το αφηγηματικό ύφος και στυλ σε σημείο ενδεχομένως να θέτει το ερώτημα της ειδολογικής μεταστροφής ολόκληρου του έργου. Εδώ ασφαλώς δεν υπονοούμε ότι υπερασπιζόμαστε μια στέρεη, αδιασάλευτη, ειδολογική δομή των πεζογραφημάτων. Στην περίπτωση του Χωματηνού, κατά βάση ο ρεαλισμός περιπλέκεται με το φανταστικό και ονειρικό και οι δυστοπικές καταστάσεις με τις οποίες παλεύει ο πρωταγωνιστής τρέφουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Αξίζει να μνημονευθεί η δεινή περιγραφική δύναμη του συγγραφέα που αποφεύγει την παγίδα (ειδικά των πρωτοεμφανιζόμενων) του πλατειασμού. Οι λέξεις είναι επιλεγμένες με μεγάλη δεξιοτεχνία και παράδειγμα αυτού αποτελεί η μυθική όψη της πόλης η οποία παρουσιάζεται μέσα από εύγλωττες γλωσσικές περιγραφές συγκεκριμένων δρόμων, οδών, περιοχών της πόλης δημιουργώντας έναν ρεαλιστικό χάρτη γι’ αυτούς που δεν έχουν επισκεφτεί την Πράγα και προσδίδοντάς τους μια γεύση από τη ‘‘μαγεία’’ της πόλης αλλά και επιβεβαιώνοντας εκείνους που την έχουν επισκεφτεί. Συνεπώς, το έργο του Χωματηνού ακολουθεί «το σύστημα της αληθοφάνειας [το οποίο] παραπέμπει στην εξωλογοτεχνική ιστορικότητα, σε αυθεντικά (ελέγξιμα δηλαδή) πράγματα»[3] από τον αναγνώστη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η εκτενής περιγραφή του σκηνικού δίνει την αίσθηση «ενός χωροχρονικού πλαισίου και μιας ατμόσφαιρας που είναι δυνατό να καλλιεργηθεί μέσω εικόνων»[4] και το χωρικό περιβάλλον χρησιμοποιείται από τον συγγραφέα «σαν, εν μέρει, συμβολικό υπόβαθρο της δράσης και σαν περιοχή επιδράσεων που διαμορφώνουν τους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες».[5]
Περνώντας στους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες επισημαίνουμε ότι ο Χωματηνός έχει καταφέρει να δώσει πνοή και ανεξαρτησία και στους περιφερειακούς ήρωες οι οποίοι μπορούν να διαθέτουν την ιστορία τους ανεξάρτητα από εκείνη του πρωταγωνιστή. Παραδείγματα αποτελούν ο Μπόρις Μπόγκα, πάνκης, ιδιοκτήτης του μπαρ Γκόλεμ ή ο καθηγητής Αλεξάντρ Ροζίτσκι οι οποίοι δεν είναι διεκπεραιωτικοί αλλά δυναμικοί και εξελίσσονται σε αυτόνομους χαρακτήρες, άρα καλοδουλεμένοι.
Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι αληθοφανής, σφαιρικός, ‘‘καφκικός ήρωας’’ θα τολμήσουμε να πούμε, μοναχικός με μια αίσθηση αποξένωσης, όπως αναφέρεται και για τον γιο-έντομο Γκέγκορ «καταντά ‘‘εχθρός’’ για τα αγαπημένα του πρόσωπα»[6], βασανίζεται από οράματα και ακροβατεί μεταξύ πραγματικότητας και παραίσθησης. Αν και καταφέρνει να ξεφύγει για λίγο από τη γενέθλια πόλη του τη Μπρατισλάβα, βρίσκοντας καταφύγιο στη μοναξιά της Πράγας, πάντα επιστρέφει έστω για λίγο: «Βρέθηκε στα περίχωρα της Μπρατισλάβας, αν και είχε ορκιστεί πως δεν θα ξαναπατούσε ποτέ πια το πόδι του εκεί […]» καθώς όπως δηλώνει ο ίδιος ο ήρωας: «Πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια». Κατ’ αυτό τον τρόπο, το ταξίδι στον χρόνο ̶ στο παρελθόν ̶ είναι ταξίδι στον χώρο καθώς «αναζητείται ο χαμένος χώρος της παιδικής ηλικίας. Έτσι η πόλη μπορεί να παραμένει ίδια, ταυτόχρονα όμως είναι και διαφορετική γιατί, στο μεταξύ, ο χρόνος έχει μεταβάλει τις αποστάσεις, έχει μετατοπίσει την οπτική γωνία του (ενήλικου) παρατηρητή. Η ματιά στην πόλη γίνεται λοιπόν διπλά ‘‘ξένη’’: πρόκειται για τη ματιά του ενήλικου που βλέπει τον ‘‘ξένο’’ πια τοπίο της παιδικότητας και για τη ματιά του (τότε) παιδιού, που βλέπει ήδη την πόλη σαν ξένη, δεν έχει ακόμη εξοικειωθεί μαζί της».[7] Ο πρωταγωνιστής Άμμων είναι φτιαγμένος από κινηματογραφικές επιρροές και τούτο οφείλεται στην περιγραφική δεινότητα του συγγραφέα η οποία δεν εξαντλείται μόνο στην περιγραφή του χώρου. Μια κινηματογραφική φιγούρα η οποία περιφέρεται στην βροχερή πόλη είτε πεζός είτε με το αυτοκίνητό του ̶ παρατηρώντας, περιγράφοντας και εξιστορώντας.
Τέλος, αν θα θέλαμε με μια σύντομη πρόταση να ορίσουμε την προσφορά του συγγραφέα στη Νεοελληνική Πεζογραφία αυτή θα ήταν: Η επιλογή του τόπου και του χρόνου. Ο συγγραφέας επιλέγει μια περίοδο όχι ιδιαίτερα γνωστή. Η ιστορική και πραγματολογική έρευνα του είναι ορατή. Πρόκειται για μια μεταβατική περίοδο για τα κομμουνιστικά καθεστώτα όπου το όραμα του κομμουνισμού έχει πλέον ξεθωριάσει και τα πλήθη είναι πλέον δεκτικά σε δυτικές επιρροές. Επομένως άξιο αναφοράς είναι ότι ο συγγραφέας αντί να ακολουθήσει την πεπατημένη οδό ̶ Β’ Παγκόσμιος πόλεμος, «Άνοιξη της Πράγας» ή την πτώση του κομμουνισμού ̶ κατάφερε να αποτυπώσει μια ιστορική περίοδο εκείνη του ’80 ξεπερνώντας τα εμπόδια της περιορισμένης βιβλιογραφίας και καινοτομώντας θεματικά πετυχαίνει κάτι τολμηρό: Αν και Έλληνας συγγραφέας κατορθώνει να αποτυπώσει λογοτεχνικά και να πραγματώσει με μεγάλη επιτυχία το κλίμα της εποχής δίνοντας την αίσθηση ότι έχει εντρυφήσει σε αυτήν περνώντας αυτό το αίσθημα και στον αναγνώστη. Όλα αυτά βέβαια δίχως να επιτρέπει να ατονήσει έντονα το ενδιαφέρον για την καθαυτό πλοκή του μυθιστορήματος.
- Η Μαρία Πατεράκη είναι φιλόλογος, επιμελήτρια εκδόσεων.
[1] Emmanuelle Peraldo – Literature and geography_ the writing of space throughout history-Cambridge Scholars Publishing (2016), «Space gradually occupying all space», σ. 1.
[2]Λίζυ Τσιριμώκου, «Λογοτεχνία της πόλης/ Πόλεις της Λογοτεχνίας, Αθήνα: 1870-1920, στο Εσωτερική ταχύτητα. Δοκίμια για τη Λογοτεχνία, εκδ. «Άγρα»: 2000, σ. 100.
[3] Ό.π.,
[4]Β. Αθανασόπουλος, «Επινοώντας τον χώρο και τον χρόνο», Οι ιστορίες του κόσμου. Τρόποι της γραφής και της ανάγνωσης του οράματος, εκδ. «Πατάκη», 2005, σ. 64.
[5] Ό.π.,
[6]Martin Travers, «Μοντερνισμός»,στο Εισαγωγή στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία, από τον ρομαντισμό ως το μεταμοντέρνο, μτφ. Ι. Ναούμ. Μ. Παπαηλιάδη, «Βιβλιόραμα»:2005,σ. 229.
[7]Λίζυ Τσιριμώκου, «Λογοτεχνία της πόλης/ Πόλεις της Λογοτεχνίας, Αθήνα:1870-1920, στο Εσωτερική ταχύτητα. Δοκίμια για τη Λογοτεχνία, εκδ. «Άγρα»: 2000, σ. 110.