Η μίσανδρος

0
469

 

 

Της Νίκης Κώτσιου.

Ο έφηβος Πέτρος Φωκάς ερωτεύεται την κατά οχτώ χρόνια μεγαλύτερή του Αλεξάνδρα, δασκάλα των αγγλικών. Η Αλεξάνδρα τον απορρίπτει και θα τον απορρίπτει κάθε φορά που αυτός θα επανέρχεται με το  πάγιο αίτημά του. Τα χρόνια περνούν, ο Πέτρος μεγαλώνει, το ίδιο και η Αλεξάνδρα, που παραμένει σταθερά ανέραστη. Ηλικιωμένη πια η Αλεξάνδρα  θα τον αναζητήσει τώρα πια αυτή, για να αναπληρώσει το χαμένο χρόνο της ανενεργής ερωτικής ζωής της. Ο Πέτρος, σαν έτοιμος από καιρό, θα δεχτεί κι έτσι θα ανοίξει ο δρόμος για την απόλυτη καταστροφή, που θα σημαδευτεί από ένα τραγικό τέλος.

Η Αλεξάνδρα, μέσα από έναν πυρετικό μονόλογο έμπλεο πάθους με πολλές κορυφώσεις και εντάσεις, αφηγείται την ιστορία και περιγράφει τα τεκταινόμενα με ισχυρή συγκινησιακή φόρτιση. Ο Πέτρος Φωκάς υπήρξε ο ένας και μοναδικός, που κατέλυσε το καθεστώς αγαμίας της Αλεξάνδρας. Ένα καθεστώς που η ίδια περιφρουρούσε με υπερβάλλοντα ζήλο και με μια νευρωτική εμμονή και επιμονή. Εμφορούμενη από γνήσια συναισθήματα μίσους για το άλλο φύλο, η Αλεξάνδρα απέφευγε εκ πεποιθήσεως τους άνδρες, μολονότι υπήρξε καλλονή και είχε πλήθος ευκαιρίες. Αυτό ακριβώς το μίσος,  θρεμμένο και γιγαντωμένο από τις επίσης μισαλλόδοξες  νουθεσίες της αγαπημένης της μητέρας,  ζέσταινε παραδόξως την καρδιά της και τη βοηθούσε να πορεύεται μόνη και ανέγγιχτη, διάγοντας   βίο μονήρη και ανέραστο. Τρυφερότητα ένιωσε μόνο για την παρ’ολίγον νύφη της, την Έστα, με την οποία έζησε μια σύντομη και οπωσδήποτε συγκρατημένη πλατωνική  ερωτική σχέση.

Λέει η Αλεξάνδρα: «Όλοι με ορέγονταν. Αγόρια κορίτσια.Γιατί ήμουνα όμορφη. Πρέπει να το ξαναπώ.Τόσο όμορφη, που γινόταν ταραχή στο δρόμο καθώς περνούσα.Και μόλις έμπαινα στα μαγαζιά,σταματάγανε να εξυπηρετούν τους άλλους  πελάτες, γυναίκες κι άντρες υπάλληλοι,και σπεύδανε κοντά μου δυο και τρεις ταυτόχρονα». Αυτή, λοιπόν, που αρεσκόταν να διαβάζει τον πόθο στα μάτια των άλλων χωρίς να ανταποκρίνεται ποτέ, αυτή που με την ομορφιά της εξήπτε πάθη και επιθυμίες παραμένοντας η ίδια αμέτοχη κι απόμακρη ή ακόμα κι εχθρική απέναντι σε όσους τόλμαγαν να την ποθήσουν, αυτή ήταν η Αλεξάνδρα.  Αλεξάνδρα(: αυτή που μάχεται τους άνδρες) όχι μόνο κατ’όνομα αλλά και επί της ουσίας. Μίσανδρος μέχρι το τέλος, ανυποχώρητα και αδιαπραγμάτευτα.  Ιέρεια  της Άρτεμιδας η Αλεξάνδρα, θεματοφύλακας της παρθενίας, σκεύος εκλογής μιας απολλώνιας μοίρας που ήθελε μέσω αυτής να τιμωρήσει τα άστατα αρσενικά για τη λαγνεία και την  ασύδοτη επιθυμία τους.

Και συγχρόνως, εφέστια θεότητα η Αλεξάνδρα. Σκληρά εργαζόμενη από μικρή για το καλό της αναξιοπαθούσας οικογένειας, προστάτιδα των μικρών αδελφών, στοχοπροσηλωμένη διαχρονικά στην οικογενειακή ευημερία. Φιλότιμη και ευσυνείδητη πολύ περισσότερο από πατέρα κι αδελφούς, επωμίστηκε από νωρίς βάρη που καθόλου δεν της αναλογούσαν για να διευκολύνει τον οίκο της. Ο έρωτας ούτως ή άλλως δεν την απασχολούσε, η ερωτική επιθυμία ήταν βαθιά απωθημένη και καταχωνιασμένη σε ανύποπτες κρυψώνες του μυαλού, οπότε μπορούσε απερίσπαστη να αφοσιωθεί στην εργασία και να μεγαλουργήσει. Ο οίστρος  της είχε πλέον αντικείμενο την εργασία. Μ’ αυτό το τέχνασμα ξεγέλασε τον εαυτό της και μπόρεσε να κάνει  αξιοσέβαστη περιουσία δουλεύοντας ώρες ατέλειωτες, αφού η εργασία ήταν το υποκατάστατο που επωφελώς απορροφούσε όλη της ενέργεια και τη ζωτικότητα. Η φιλοχρηματία της ως αντιστάθμισμα μιας ερωτικά στερημένης ζωής και της ακυρωμένης μητρότητας, που έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν επεθύμησε.

Ένα μοτίβο που συχνά επανέρχεται στην αφήγηση της Αλεξάνδρας είναι οι σκάλες. Σκάλες μαρμάρινες που ανεβοκατεβαίνει άλλοτε περήφανα για να μετρήσει τις εντυπώσεις και το θαυμασμό  που προκαλεί στα αρσενικά και άλλοτε αμήχανα ή τρομαγμένα τρέχοντας και κουτρουβαλώντας  για να αποφύγει  τη βουλιμία των ερωτόπληκτων. Στη φροϋδική ερμηνεία των ονείρων, η σκάλα σημαίνει συνήθως  τη σεξουαλική πράξη. Όμως, για την ανεπίληπτη Αλεξάνδρα, η φροϋδική σκάλα προκαλεί δυσβάσταχτο, ανυπόφορο άγχος και γίνεται ο τροχός του μαρτυρίου της.  «Όταν ανέβαινα τις μαρμάρινες σκάλες του φροντιστηρίου, στριμώχνονταν στο πλατύσκαλο αμέτρητα αγόρια, αναστέναζαν, βογγούσαν σιγανά, αλλά εγώ τα άκουγα και πήγαινα γρηγορότερα, σχεδόν έτρεχα, για να τρέξουν κι αυτά όλα μαζί, από πίσω μου […] Πετάχτηκα ορθή μέσα στο σινεμά και του άστραψα ένα δυνατό χαστούκι…Κουτρουβαλώντας μετά στο σκοτάδι βγήκα από την αίθουσα. Έπεφτα και σηκωνόμουν, καθώς ανέβαινα τις στενές σκάλες του παλιού κινηματογράφου… Παντού μάρμαρα στη ζωή μου. Στο φροντιστήριο ατέλειωτες μαρμάρινες σκάλες, στο σπίτι μου όλα από μάρμαρο. Κι εδώ (σ.σ στο σινεμά) σκάλες μαρμάρινες, που έπρεπε τώρα να τις ανέβω, οπωσδήποτε, να τρέξω να βγω επάνω, αν ήθελα να σωθώ».

Φαινομενικά αυτάρκης  αλλά  τελεσίδικα νευρωτική. Δέσμια ενός ναρκισσισμού αθεράπευτου και μιας ισόβιας μεγαλομανίας,  δια βίου φοβική απέναντι στους άντρες και τον έρωτα. Θρεμμένη με τα περασμένα μεγαλεία  που της εξιστορούσε η  πρώην αριστοκράτισσα μάνα της από τη μακρινή Ρωσία αλλά προσγειωμένη σε μια δυσάρεστη πραγματικότητα φτώχειας και στέρησης εν Ελλάδι, για την οποία κυρίως ευθύνονταν τα άρρενα μέλη της οικογένειας. Τρομαγμένη από την ίδια την αδιανόητη ομορφιά της, που την καθιστούσε στόχο των αρσενικών. Θύμα της ομορφιάς της. Η ομορφιά στάθηκε συγχρόνως  ευχή και κατάρα για την Αλεξάνδρα. Ήταν  πάντα το στήριγμα της υψηλής της αυτοεκτίμησης  αλλά συγχρόνως  τροφοδοτούσε ένα μεγαλομανιακό παραλήρημα και  μια  αδιανόητη  αλαζονεία, που άρχισε μοιραία  να φυλλορροεί από τη μέση ηλικία και μετά, όταν δηλαδή ξεκινά η πτώση και η κατάπτωση.

Το επόμενο βήμα για την  Αλεξάνδρα είναι να αναζητήσει  τον Πέτρο, αυτόν  το διαχρονικό θαυμαστή και αδιατάρακτα ερωτευμένο μαζί της από την εφηβεία του και εφεξής. Μέχρι τότε τον αρνούνταν και τον απέρριπτε αλλά τώρα είναι ο μόνος  ικανός  να της τονώσει την κλονισμένη αυτοπεποίθηση με τον ακλόνητο μέσα στο χρόνο έρωτά του. Ο Πέτρος, που έχει γίνει πια καταξιωμένος συγγραφέας, πρόθυμα  ανταποκρίνεται αλλά το κίνητρό του δεν είναι η αγάπη προς την Αλεξάνδρα αλλά η αγάπη για το σπουδαίο πίνακα που έχει στην κατοχή της η Αλεξάνδρα. Πρόκειται για ένα έργο του ζωγράφου Πιοτρ Κοντσαλόφσκι φερμένο από τη Ρωσία, όταν η οικογένειά της αναγκάστηκε να εκπατρισθεί εξαιτίας των διωγμών που υπέστη από το καθεστώς. Ο Πέτρος είναι ένας μανιακός της τέχνης και του ωραίου. Ο πίνακας αυτός τον έχει στοιχειώσει από τη στιγμή που τον πρωτόδε, μαθητής ακόμα, στο δωμάτιο της Αλεξάνδρας. Ωστόσο, το ακραίο ναρκισσιστικό πλήγμα που υφίσταται η Αλεξάνδρα είναι συντριπτικό και ενεργοποιεί μέσα της όλο εκείνο το παλιό μίσος, που βρίσκει διέξοδο και εκτόνωση σε μια κορυφαία πράξη εκδίκησης.

H Αλεξάνδρα είναι συνταρακτική μέσα στην απόγνωση και την απελπισία της. Η δυσοίωνη αύρα της παραπέμπει ενίοτε στη Δεσποινίδα Τζούλια του Στρίντμπεργκ, αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη τον τρόπο με τον οποίο συναρτάται στα δύο έργα ο έρωτας με το φύλο και την κοινωνική τάξη. Ο Πέτρος με τις πληβείες καταβολές διεκδικεί την αριστοκρατική Αλεξάνδρα για να καρπωθεί τον πίνακά της, όπως ο υπηρέτης εποφθαλμιά την Τζούλια και δι’αυτής την περιουσία. Μαζί με την προαιώνια πάλη των δύο φύλων, ενεργοποιείται ταυτόχρονα  και η πάλη των τάξεων δυναμιτίζοντας ακόμη περισσότερο μια σχέση ήδη έκρυθμη και καταραμένη. Η Τζούλια αυτοκτονεί αλλά η Αλεξάνδρα γίνεται Μαινάδα και εκδικείται.

Κείμενο υψηλής θερμοκρασίας και αξιώσεων, η «Αλεξάνδρα» του Ανδρέα Μήτσου εικονογραφεί έξοχα  τον ακυρωμένο έρωτα και μαζί το αίσθημα διάψευσης , που αναπόφευκτα τον συνοδεύει. Το μίσος και το πάθος της Αλεξάνδρας αποδίδονται ανάγλυφα και σπαρακτικά, μέσα από την παραμορφωτική ματιά της, τη δηλητηριασμένη απ’ τη ματαίωση και τη μοναξιά. Οι λέξεις μοιάζουν διαλεγμένες μία-μία και συναρμόζονται αριστοτεχνικά παράγοντας ένα εντυπωσιακό αισθητικό αποτέλεσμα. Ο μονόλογος της Αλεξάνδρας  είναι συγκλονιστικός και η Αλεξάνδρα μπαίνει στο πάνθεον των ηρωίδων, που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ.

 

info: Ανδρέας Μήτσου:  Η Αλεξάνδρα, σελ.256, εκδ. Καστανιώτη,2015

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΜάριος Μιχαηλίδης Η αντιπαροχή
Επόμενο άρθροSave the story

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ