Της Βενετίας Αποστολίδου.
Από τότε που ο Ρολάν Μπαρτ έγραψε το βιβλίο Η απόλαυση του κειμένου (1973 στα γαλλικά, 1980 στα ελληνικά) ή, σωστότερα, από τότε που διαδόθηκε στη χώρα μας ο δομισμός και έγινε μόδα, η λέξη «απόλαυση» συνδέθηκε με την ανάγνωση με έναν τρόπο που θεωρείται πια αυτονόητος. Φαίνεται σχεδόν ιεροσυλία να μην αντιμετωπίζεις την ανάγνωση ως απόλαυση. Και, όπως συμβαίνει συνήθως με τις θεωρίες, φυσικοποιήσαμε μια προσέγγιση την οποία ο εμπνευστής της εισήγαγε ως αντίδραση στην επί αιώνες φυσικοποιημένη ηθική (χριστιανική, θετικιστική, ρασιοναλιστική, μαρξιστική) προσέγγιση του κειμένου. Ο Μπαρτ όμως μισούσε το αυτονόητο και μας έμαθε να αμφισβητούμε όλες τις παραδοχές στο χώρο της κουλτούρας. Μήπως λοιπόν πρέπει να ξανασκεφτούμε τι εννοούμε όταν λέμε ότι η ανάγνωση δίνει απόλαυση; Μήπως πέσαμε στην παγίδα, λόγω της υπερβολικής χρήσης του όρου, να ταυτίσουμε την απόλαυση του κειμένου με την απλή ψυχαγωγία, ολωσδιόλου αντίθετα με όσα επεδίωκε ο Μπαρτ;
Τα ερωτήματα είναι τεράστια και θα ήμουν αφελής αν επιδίωκα να τα απαντήσω εδώ. Σκοπός μου είναι να τα θέσω και, για την ώρα, να προετοιμάσω το έδαφος προσεγγίζοντάς τα από την αντίθετη οδό: ποιες είναι δηλαδή εκείνες οι περιστάσεις όπου εμφανώς δεν αισθανόμαστε απόλαυση κατά την ανάγνωση αλλά, αντίθετα, δυσφορία, πίεση, δυσκολία στην κατανόηση; Όλοι οι αναγνώστες έχουμε να θυμηθούμε αναγνώσεις που μας προκάλεσαν τέτοιες αντιδράσεις αλλά, παρόλα αυτά, συνεχίσαμε την ανάγνωση διότι υπήρχε κάποιος λόγος, είχαμε κίνητρο· σε πολλές περιπτώσεις η απόλαυση ήρθε στο τέλος ή βρισκόταν σε άλλο επίπεδο, λ.χ. γίναμε αποδεκτοί σε μια ομάδα, ανεβάσαμε το κύρος μας σε μια κοινότητα, πλησιάσαμε ένα αγαπημένο πρόσωπο. Δεν συζητώ εδώ τις καταναγκαστικές αναγνώσεις των μαθητικών χρόνων, των εξετάσεων, αν και σ΄ αυτές μπορεί κάποτε να ελλοχεύει η απόλαυση της κατάκτησης. Μιλώ για τις μη απολαυστικές αναγνώσεις που επιλέγουμε μόνοι μας διότι θέλουμε να γνωρίσουμε έναν συγγραφέα (ο οποίος τελικά δεν μας αρέσει αλλά πώς θα το ξέραμε αν δεν τον διαβάζαμε;), διότι θέλουμε να διερευνήσουμε ένα θέμα, διότι απλώς θέλουμε να πλουτίσουμε τις αναγνωστικές μας εμπειρίες και, εν τέλει, το πολιτισμικό μας κεφάλαιο. Πώς θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε τι είναι η απόλαυση της ανάγνωσης αν δεν νιώθαμε, και μάλιστα συχνότερα, τη μη απόλαυση; Τι είδους αναγνώστες θα ήμασταν, τι είδους άνθρωποι θα ήμασταν αν δεν συνδέαμε εν τέλει την απόλαυση της ανάγνωσης με τη δυσκολία, την κατάκτηση αναβαθμών, τη γνωριμία με νέα πράγματα, συχνά ενοχλητικά που μας κάνουν να θυμώνουμε ή να δυσφορούμε;
Αν συμφωνούμε στα παραπάνω, θα πρέπει να επανεξετάσουμε τα μηνύματα που δίνουμε στα παιδιά σε σχέση με την ανάγνωση. Καταλαβαίνω πως η έμφαση στην απόλαυση ήρθε ως αντίδραση σε ένα μακροχρόνιο καθεστώς ηθικοπλαστικών αναγνώσεων οι οποίες επιβάλλονταν σε ένα κλίμα αυστηρότητας και στρυφνότητας. Τα δικαιώματα του αναγνώστη του Ντανιέλ Πενάκ έχουν γίνει το νέο ευαγγέλιο των απανταχού προωθητών της ανάγνωσης στα παιδιά και τους νέους. Τα προσυπογράφω κι εγώ. Μήπως όμως αποενοχοποιούν το ατέρμονο τσαλαβούτημα; Σε διάφορα προγράμματα και δράσεις η ανάγνωση παρουσιάζεται σαν μια παιδική χαρά όπου μόνο ευχάριστα πράγματα συμβαίνουν: τραγουδάμε, χορεύουμε, παίζουμε, ζωγραφίζουμε κοκ. Όλα αυτά είναι πολύ καλά για εισαγωγή στον κόσμο της ανάγνωσης στα μικρά παιδιά. Πότε όμως θα πάμε παραπέρα; Δεν είναι τυχαίο ότι δεν υπάρχουν προγράμματα για μεγαλύτερα παιδιά, τα οποία χάνονται από τις βιβλιοθήκες ή ότι πολλά παιδιά που διαβάζουν παιδική λογοτεχνία δυστυχώς δεν μετατρέπονται σε συστηματικούς αναγνώστες καθώς μεγαλώνουν. Θα πρέπει να δημιουργήσουμε πολλές και διαφορετικές προσδοκίες από την ανάγνωση και όχι μόνο εκείνη της απόλαυσης. Θα πρέπει να βρούμε νέους τρόπους να ξανασυνδέσουμε την ανάγνωση με την κοινωνική προκοπή, μακριά από τη ρητορεία και τη χρησιμοθηρία του παρελθόντος. Να αναδείξουμε την ανάγνωση σε πολυδύναμο μέσο απόλαυσης, γνώσης και κοινωνικής συμμετοχής. Το χρωστάμε σε όλα τα παιδιά αλλά ιδίως στα παιδιά που στερούνται πολλών ευκαιριών.
“Τι ξέρουμε για το κείμενο; Τον τελευταίο καιρό, η θεωρία άρχισε να δίνει απάντηση. Μένει όμως ένα ερώτημα: τι απολαμβάνουμε από το κείμενο; Το ερώτημα τούτο οφείλουμε να το θέσουμε, έστω και μόνο για ένα λόγο τακτικής: οφείλουμε να καταξιώσουμε την απόλαυση του κειμένου, ενάντια στην αδιαφορία της επιστήμης και στον πουριτανισμό της ιδεολογικής ανάλυσης· οφείλουμε να καταξιώσουμε την απόλαυση του κειμένου ενάντια στην ταπείνωση της λογοτεχνίας σαν απλής ψυχαγωγίας. Πώς να θέσουμε το ερώτημα; Συμβαίνει, το χαρακτηριστικό της απόλαυσης να είναι πως δεν μπορεί να ειπωθεί. Χρειάστηκε λοιπόν να προσφύγουμε σε μιαν άτακτη σειρά αποσπασμάτων: στιλπνές πλευρές, πινελιές, κουκίδες -φυλαχτάρια ενός αόρατου σχεδιάσματος: απλή σκηνοθεσία της ερώτησης, βλαστός εξω-επιστημονικός της κειμενικής ανάλυσης”.
Πολύ ενδιαφέρον κείμενο που με βρίσκει σύμφωνη σχεδόν σε όλα τα επιμέρους σημεία του. Ή θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε την έννοια της απόλαυσης ή να δώσουμε έναν νεό όρο που να μας καλύπτει. Σήμερα, η απόλαυση, -και όχι μόνο στην ανάγνωση- ταυτίζεται με την ευκολία, συχνά με την προχειρότητα ή την αμεσότητα και πάντως με ένα εφήμερο αίσθημα ευχαρίστησης που με άλλα λόγια θα το λέγαμε “περνάμε καλά”. Αυτό όμως ουδέποτε είχε σχέςη με την όντως τέχνη και ούτε μας προχωράει παραπέρα, ούτε μας βελτιώνει, ούτε μας οδηγεί σε σκέψεις και κρίσεις, αξιολογήσεις και συγκινήσεις. Είναι τόσο ρηχό για να αξίζει να του δώσουμε περισσσότερο βάρος απ’ αυτό που ήδη έχει, -αν έχει κάποιο. Αν η απόλαυση δεν συνδέεται με μία εσωτερική αλλοίωση του αναγνώστη, πνευματική, γνωστική, ψυχική, είναι μια φούσκα που θα σκάσει πολύ γρήγορα. Απ’ την άλλη, εν ονόματι αυτής της απόλαυσης που συνδέεται άρρηκτα με την ψυχαγωγία, παρατηρούμε μια ολόκληρη στροφή του παιδικού βιβλίου, με βιβλία-παιχνίδια ακόμα και για μεγαλύτερες ηλικίες, βιβλία γραμμένα με εξυπναδίστικο και μαρκετίστικο τρόπο σαν να πρόκειται να προωθήσουν ένα προίόν, βιβλία στρατευμένα περισσότερο από ποτέ σ’ ένα γέλιο που συχνά πηγάζει από υπεροπτική οπτική εις βάρος κάποιων και κακόγουστο χιούμορ ή ακόμα και ιστορίες δήθεν σοβαρές και ανερμάτιστες στο όνομα ενός ρεαλισμού του καφενείου. Η γνώμη μου είναι πως οφείλουμε να συνδέσουμε την απόλαυση με την έμπνευση κι αυτήν με την ειλικρίνεια. Ένα εμπνευσμένο κείμενο, ό,τι κι αν διαπραγματεύεται, ακόμα και επιστημονικά πεδία, δεν μπορεί παρά να το απολαμβάνει ο αναγνώστης. Αντίθετα, ένα ξέπνοο κείμενο, την πιο ωραία ιστορία να αφηγείται, θα είναι ένα βαρετό βιβλίο που πολλοί θα το παρατήσουν πριν το τελειώσουν. Η έμπνευση, αν και πηγάζει από κάτι ανώτερο, ωστόσο η μία της πηγή αναβλύζει από την ειλικρινή αγάπη του συγγραφέα σ’ αυτό που διαπραγματεύεται. Το αποτέλεσμα δεν μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο κανέναν, γιατί θα ακουμπήσει κρυφές χορδές του αναγνώστη που και ο ίδιος αγνοεί, αλλά υπάρχουν μέσα σε όλους. Απ’ την άλλη μεριά τα βιβλία που είναι γραμμένα για να “πετύχουν”, αλλά είναι ξέπνοα και ανειλικρινή, θα πετύχουν ενδεχομένως για λίγο και μετά θα ξεχαστούν όπως οι σαπουνόφουσκες σκορπίζουν στον αέρα. Ένα γνήσιο λογοτεχνικό κείμενο με αρετές και πνοή μπορεί να μαγέψει και ένα πολύ μικρό παιδί, ακόμη κι αν στα επί μέρους χάσει κάτι από την κατανόησή του. Να το μαγέψει και να το αλλοιώσει. Να του εμφυσήσει δηλαδή μία μέθη αναγνωστική που θα το κάνει να αναζητά πάντα το καλό βιβλίο, γιατί θα του έχει ανάψει αυτή τη φωτιά του πνεύματος που δεν μπαίνει σε κανένα εργαστήρι αναλύσεων και αναγνωστικών μεθόδων…
“Τι είδους αναγνώστες θα ήμασταν, τι είδους άνθρωποι θα ήμασταν αν δεν συνδέαμε εν τέλει την απόλαυση της ανάγνωσης με τη δυσκολία, την κατάκτηση αναβαθμών, τη γνωριμία με νέα πράγματα, συχνά ενοχλητικά που μας κάνουν να θυμώνουμε ή να δυσφορούμε;”
Πολύ ωραία τα λέτε.Δεν ισχύει μόνο για την ανάγνωση. Γενικότερη είναι η τάση της αποφυγής της δυσκολίας και της δυσφορίας. Προστατεύουμε διαρκώς το παιδί (και τον εαυτό μας;) από την εσωτερική πειθαρχία και τη μοναχική αναμέτρηση με τα δύσκολα. Δε θα ξέφευγε η ανάγνωση από τον κανόνα.
Ας δούμε την εικόνα: παιδί που ενοχλεί στον δημόσιο χώρο υπό το βλέμμα γονιού που δεν παρεμβαίνει. Πόσες πιθανότητες έχει το παιδί αυτό να κάτσει να συγκεντρωθεί στο διάβασμα και μάλιστα ενός βιβλίου που μπορεί να το κάνει να δυσφορήσει;
Όλα συνδέονται.
[…] Της Βενετίας Αποστολίδου. Από τότε που ο Ρολάν Μπαρτ έγραψε το βιβλίο Η απόλαυση του κειμένου (1973 στα γαλλικά, 1980 στα ελληνικά) ή, σωστότερα, από τότ […]