της Άντζελας Δημητρακάκη
Σε μία νουβέλα που ονομάζεται Η μεταμόρφωσή της, διαβάζουμε αρχικά για την προϊστορία μιας πλανητικής μεταμόρφωσης: έναν Κατακλυσμό που επέφερε μια ζωή χωρίς κοινόχρηστα, που είδε ένα Κίνημα Μαζικών Πνιγμών ως «κανονικοποίηση της αυτοχειρίας», το οποίο ακολούθησε ένα άλλο κίνημα, Η Νοημοσύνη του Νερού, ως «αχταρμάς υπαρξισμού και πειρατείας», μεταξύ άλλων συλλογικών (αντι)δράσεων. Η αφήγηση εξελίσσεται σε έναν πλανήτη που αντί να καεί, πλημμυρίζει, ως άλλος, και ίσως απαλότερος, εφιάλτης.
Πάντως, τα πανεπιστήμια επιζούν, αν και με συρρικνωμένα τμήματα σπουδών. Η ηρωίδα-ήρωας με το όνομα Σάσα είναι φοιτήτρια. Μελετά βιβλία «Θεατρικής Πράξης και Ερμηνείας». Υποθετικά μόνο είναι ενήμερη για την θεωρία επιτέλεσης ταυτότητας φύλου του 20ου αιώνα. Όμως προηγουμένως υπήρξε φοιτήτρια Ιατρικής. Την παράτησε, αν και συνέχισε να έχει επώδυνα όνειρα μεταφοράς ανθρώπινων σκελετών σε τραπέζια ανατομίας. Δεν ξέρουμε αν έχει υπόψη της την προ-πλημμυρική ιατρική, σύμφωνα με την οποία το βιολογικό φύλο έβγαζε πιο ευέλικτους (γυναικείους) σκελετούς και πιο ανθεκτικούς (αντρικούς) σκελετούς. Δεν μαθαίνουμε αν γνωρίζει ή θυμάται πόσοι φεμινιστικοί αγώνες χρειάστηκαν στην προ-πλημμυρική περίοδο, σε εποχές προ της αποδεκτής διάκρισης κοινωνικού και βιολογικού φύλου, ώστε να μπορούν γυναίκες να γίνουν δεκτές ως φοιτήτριες Ιατρικής. Εμείς γνωρίζουμε την φοιτήτρια μέσω της εναρκτήριας φράσης της νουβέλας ως εξής: «Ένα πρωί που ξύπνησε από εφιάλτη, η Σάσα ανακάλυψε πως είχε μεταμορφωθεί σε άντρα». Τι θα πει αυτό; Φαρδύτερες και πιο τραχιές παλάμες, «άβαφο περιθώριο […] κάτω από το κόκκινο μανόν της». Της αρκούν; Όχι. Αντικρίζει λοιπόν και το «λεπτεπίλεπτο και απροστάτευτο πέος», ήδη στο τέλος της πρώτης παραγράφου. Πρόκειται για μια από τις πιο λιτές και παράξενες (λέγε την «queer»;) περιγραφές πέους που ενδέχεται να συναντήσουμε, παντελώς ξεκομμένη από την τωρινή πρόσληψη του πέους που απαντά από την ακμάζουσα πορνογραφία ως την υποβληθείσα σε δριμεία κριτική για τα δίπολά της ψυχανάλυση.
Ο κόσμος της/του Σάσα αρθρώνεται μέσω της ρευστοποίησης. Τελεί υγροποιημένος, και «το υγρό στοιχείο αναδείχτηκε σε πεδίο αστείρευτης εφευρετικότητας.» Βέβαια, όλη αυτή εφευρετικότητα δεν υπήρξε αρκετή για να φέρει πίσω τα πνιγμένα ανθρώπινα όντα. Η ρευστοποίηση δεν ανασταίνει νεκρούς ανθρώπους. Αν η κόρη Σάσα απλώς εξαφανίστηκε για τους απελπισμένους γονείς της, ο αδερφός της ποτέ «δεν βρέθηκε. Οι γονείς αρνήθηκαν να πουν τη λέξη ‘πνίγηκε’.» Ή μήπως ο αδερφός βρέθηκε, αιφνίδια, μετά από «έναν εφιάλτη», στο σώμα της αδερφής του το πρωί της μεταμόρφωσής της; Μήπως η μεταμόρφωσή της είναι θρήνος μετουσιωμένος πλην ενσώματος; Ή μήπως είναι η υπέρβαση του θρήνου ως έκφραση στην κατάφαση της ζωής που επιχειρεί όλα να τα χωρέσει; I Want to Spend the Rest of My Life Everywhere, with Everyone, One to One, Always, Forever, Now ήταν ο τίτλος ενός διάσημου έργου-βιβλίου του βρετανού εικαστικού Damien Hirst από τη δεκαετία του ‘90, που είναι σχεδόν συνομήλικος της συγγραφέως της νουβέλας. Ήταν η εποχή των μεγάλων υποσχέσεων, της παγκοσμιοποίησης που ετοιμαζόταν ήδη επί μεταμοντερνισμού. Αυτής που εξελίχθηκε στον παγκόσμιο εφιάλτη του καπιταλισμού (στον οποίο αναφέρεται το οπισθόφυλλο της νουβέλας), όπου η επιλογή πυρκαγιάς ή πλημμύρας είναι τοπική ή εποχιακή υπόθεση ενώ το στροβίλισμα των υποσχέσεων προσωπικής πλήρωσης, ολοκλήρωσης, αυτοδιάθεσης και ευτυχίας εν μέσω του χάους συνεχίστηκε με μεταμοντέρνα επιμονή. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές του Η Μεταμόρφωσή της είναι ότι η Σάσα, που μεταμορφώνεται στον Σάσα, δεν διεκδικεί να γίνει ευτυχισμένη, ζώντας δηλαδή όπως πραγματικά είναι. Απλά, μεταμορφώνεται. Γιατί; Γιατί έτσι. Η εξιχνίαση του γιατί επαφίεται στην ανάγνωση, αλλά δεν απαιτείται.
Όσο για τη Σάσα (η συγγραφέας κρατάει το θηλυκό άρθρο), αναρωτιέται κάποια στιγμή: «Θα χρειαζόμουν αλήθεια το θέατρο αν η ζωή μου είχε δράση;» Και συνεχίζει: «Δράση ονειρική και παροξυστική, όπου περνάς από τη μια κατάσταση στην άλλη χωρίς να το καλοσκεφτείς, όπως με τον Κατακλυσμό;» Το ερώτημα παραπέμπει αναπόφευκτα στον τρόπο που βίωσαν οι καλούμενες «μεσαίες τάξεις» την αλλόκοσμη εμπειρία της πρώτης καραντίνας, αναγνωρίζοντας την πολυτέλεια του να μην είναι ανάμεσα στους essential workers, εργαζόμενες και εργαζόμενους που ήταν αδύνατον να κλειστούν στο σπίτι περιμένοντας την μέγιστη αλλαγή του κόσμου. Στον Κατακλυσμό της νουβέλας εξάλλου, η «μικρή πρόοδος που είχαν επιτύχει οι γυναίκες εξαφανίστηκε κάτω από θεωρίες επιβίωσης» – όπως και κατά την πανδημία και πρώτη καραντίνα έφτασε στα ύψη η έμφυλη βία, με επίσημα χείλη να προειδοποιούν για επικείμενο πισωγύρισμα δεκαετιών στα γυναικεία δικαιώματα. Η νουβέλα λοιπόν, όπως κάθε έργο που κινείται στον genre της Φαντασίας, αποτυπώνει ένα κοινωνικό άγχος απολύτως αναγνωρίσιμο – για όσες, βέβαια, είχαν προλάβει να ζήσουν μικρές αναδύσεις αναπνοής από την ακατάπαυστη διαιώνιση της φυσικοποιημένης πατριαρχίας, εξόδους που ουδόλως άσχετες υπήρξαν με ταξικά προνόμια. Το υπόρρητο ερώτημα αν, σε συνθήκες ενός πλανητικού κατεπείγοντος, θα μπορούσε να συνεχιστεί το κράτημα του φεμινιστικού μίτου με στόχο την τελική απόδραση από τον λαβύρινθο των αδιεξόδων και των ψευδεξόδων του πατριαρχικού status quo βρίσκει έδαφος ανάπτυξης στην αλληγορική νουβέλα της Αμάντας Μιχαλοπούλου.
Το ερώτημα παραμένει ως ερώτημα, και η αλληγορία που χτίζει η συγγραφέας βασίζεται, πρωτίστως, στη διάρρηξη της υπόσχεσης του αφελούς φιλελευθερισμού για κάποια συνεχή πρόοδο, για όλο και περισσότερη χειραφέτηση, αυτοδιάθεση και λοιπές πλάνες που δεν συνάδουν με την επικείμενη πλανητική δυστοπία. Είναι δύσκολο να γράφεις για το μέλλον σε μια κοινωνία που αντί για την επανάσταση περιμένει έναν Κατακλυσμό. Η υποψία ότι, ακόμη και μετά τον Κατακλυσμό-Συμβάν, η κοινωνία θα είναι οικεία συνιστά ίσως τον πιο δύσθυμο πυλώνα της αφήγησης, και οδηγεί στο εύρημα της χρονικότητας «μελθόν»: μια σύμφυρση μέλλοντος και παρελθόντος που παραπέμπει στην σούπα χρονικοτήτων και τα πλέοντα «σημεία» που συναντήσαμε στο θεωρητικό έργο του Fredric Jameson και του Jean Baudrillard για τον μεταμοντερνισμό τη δεκαετία του ‘80. Ποτέ δεν πειράζεται ο χώρος χωρίς να πειραχτεί κι ο χρόνος, και το αντίστροφο. Η/ο Σάσα πρέπει πάντως να συνεχίζει να ζει ακόμη και σε αυτές τις μελθοντικές συνθήκες – συνθήκες οι οποίες μάλιστα δεν καταλύουν τις αναμνήσεις της (ή του;) και την περιπλοκότητά τους. «Πότε ήμουν μικρό κορίτσι κι έτρεχα…», αναρωτιέται στο επίπεδο της σιωπηλής ενδοσκόπησης λίγο προτού, για να απαντήσει φωναχτά σε κάποιον, δοκιμάσει «να δώσει στη φωνή της την υποχωρητική χροιά που είχε ξαναέρθει στη γυναικεία μόδα».
Η υποχωρητική χροιά της γυναικείας φωνής – ένα από τα πολλά κρατούμενα στην παράθεση στοιχείων που συνθέτουν το κοινωνικό φύλο στη νουβέλα. Τι φταίει ο Σάσα που ως κορίτσι είχε σπίτι που της το μάθανε ως «πατρικό», όπου η μητέρα της έραβε με βελόνα την κοιλιά της γαλοπούλας για το χριστουγεννιάτικο γεύμα; Ενώ τώρα, η/ο Σάσα έχει να μάθει ν’ αυνανίζεται με πέος: «Παλιότερα ξεκινούσε με την κλειτορίδα, τώρα άρχιζε από το κεφάλι του πέους, που σταδιακά κοκκίνιζε και γινόταν μαβί». Η/ο Σάσα απλά ξυπνά. Έχει παρακάμψει όλα τα εμπόδια φυλομετάβασης της προ-πλημμυρικής περιόδου και δεν χρειάστηκε κάποιο υποστηρικτικό δημόσιο σύστημα υγείας ούτε νομοθετικό πλαίσιο εμφορούμενο με την αβάσταχτη βαρύτητα της γραφειοκρατίας. Η αλληγορία της μεταμόρφωσής «της» είναι η ουτοπιοχρονία ενός φαντασιακού που – φαινομενικά μόνο – δεν ελέγχεται από τίποτα ενώ θεμελιώνεται στη μαγική διάσταση που οι τεχνολογίες του καπιταλισμού έχουν καταστήσει ονειρικό δικαίωμα. Στη νουβέλα, το αρχικά «λεπτεπίλεπτο» πέος συνδέεται ωστόσο εν καιρώ με ένα σεξουαλικό laissez faire. Ο/η Σάσα απορεί: «Γιατί δεν έμαθαν να ζουν ελεύθερες οι γυναίκες; Τι τις εμπόδιζε;» Και έμμεσα απαντά: «Συνέβαινε συχνά κάποιο κορίτσι τυλιγμένο στο παλτό του να γυρίσει να την κοιτάξει τρομαγμένο, επιταχύνοντας το βήμα. ‘Εμένα μη με φοβάσαι’, ήθελε να πει. ‘Εγώ ξέρω. Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο που θα σου κάνει κακό’.» Μια τέτοια σκέψη δικαιολογεί άραγε τη διατήρηση του θηλυκού άρθρου στη νουβέλα; Ασφαλώς. Δεν θα υποδείξω εγώ στο οποιοδήποτε υποκείμενο Σάσα πώς βιώνει την έμφυλη διάστασή της! Στις σκηνές αυτές συγκρούονται ωστόσο δύο κόσμοι για έναν άλλο λόγο. Διότι, ναι, κάποιες γυναίκες διεκδίκησαν και έζησαν σεξουαλικά ελεύθερες με την κλειτορίδα και τον κόλπο τους στην προ-πλημμυρική περίοδο παρά τα αντρικά βήματα πίσω τους σε σκοτεινούς δρόμους ή τον στιγματισμό της σεξουαλικής επιθυμίας τους. Άραγε, στο μελθόν όπου ζει, η/ο Σάσα δεν το γνωρίζει; Πόσο κοντά είμαστε σε ένα μελθοντικό doomsday όπου η ουσιοκρατική πρόσληψη του φύλου θα απαλείψει εκ νέου την Ιστορία της σεξουαλικής χειραφέτησης;
Η/ο Σάσα δεν θα ξαναγίνει γυναίκα. Αλλά ούτε και άντρας, είναι η εντύπωση που αποκομίζω. Δεν θα επιχειρήσω να αναλύσω το γιατί προτεραιοποιώ δύο «ούτε» αντί για τα λυσιτελή «είτε..είτε». Περνώντας διαδοχικά στάδια προσαρμογής, αμφισβήτησης, ευφορίας και του αντιθέτου της, απαντώντας και ζώντας έναν σφοδρό έρωτα που μοιάζει καθρέφτισμα των εναλλαγών της/του, επιστρέφοντας αλλά και φεύγοντας ξανά από τους γονείς του πνιγμένου αδερφού και της πολλαπλώς εξαφανισμένης κόρης, ο/η Σάσα θα παραμείνει πεισματικά σε έκλυτη συνθήκη. Θα ακολουθήσει τον όγκο του πλανητικού νερού ακόμη παραπέρα από τους σωλήνες και τους βραστήρες του φοιτητικού δωματίου, σε ένα ταξίδι που αναζητά ως αρχή/τέλος και τέλος/αρχή. Και ως αναγνώστριες (περιλαμβάνονται και αναγνώστες και ό,τι άλλο στον θηλυκό τύπο, ευχαριστώ) θα μείνουμε προσδοκώντας το επόμενο κεφάλαιο του μυθοπλαστικού αυτού βίου. Αν και μελθοντικός, ο γοητευτικός βίος Σάσα αναμετριέται με απο-γνώσεις κι επι-γνώσεις του ασθμαίνοντος φιλελευθερισμού. Ο βίος Σάσα δεν διεκδικεί την ταύτιση κανενός υπαρκτού βίου, και ούτε καν τη δική του ταύτιση με τις μαγνητικές προοπτικές της ρευστότητας του έμφυλου. Αυτό που επιχειρεί ο βίος Σάσα είναι να αμφισβητήσει την ιδεολογική παρθενογένεση των επιθυμιών και των εαυτών που τις υλοποιούν, σε συνθήκες αδιάγνωστες πλην συμπτωματικές υπαρκτών και υπαρξιακών όρων και ορίων. Εν συνόψει, δεν υπάρχει αντι-πατριαρχικός κρίνος να μυρίσουμε, όμως δεν είναι επαρκής λόγος για να μη φτιάξουμε άλλες ανθρωπότητες.
Αμάντα Μιχαλοπούλου, Η μεταμόρφωσή της, Καστανιώτης, 2022