της Δήμητρας Ρουμπούλα
«Ένα ζευγάρι μπορεί να καταλήξει στον χωρισμό για πάμπολλους λόγους: μοιχεία, αναλγησία, ενδοοικογενειακή βία, έλλειψη ερωτικής επαφής. Αλλά εξαιτίας ασυμφωνίας απόψεων σχετικά με το αν η Βρετανία πρέπει ή δεν πρέπει να παραμείνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Φαινόταν παράλογο. Ήταν παράλογο. Κι όμως…». Ζευγάρια χωρίζουν κι άλλα χρειάζεται να καταφύγουν σε συμβούλους γάμου, ο βρετανικός λαός διχάζεται, η ξενοφοβία και ο ρατσισμός οξύνονται, ο ασκός του αγγλικού εθνικισμού ανοίγει, η ιδέα της «βαθειάς Αγγλίας» έρχεται στο προσκήνιο απειλητικά, η έννοια της «βρετανικότητας» δοκιμάζεται. Όλα αυτά συμβαίνουν στη Γηραιά Αλβιόνα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για την αποχώρηση από την Ε.Ε. και μετά το περιβόητο δημοψήφισμα. Για όλα αυτά που σχετίζονται με το Brexit μάς μιλά ο Τζόναθαν Κόου στο διασκεδαστικό και συνάμα σοβαρό τελευταίο μυθιστόρημά του, «Μέση Αγγλία» (εκδ. Πόλις).
Ο Τζόναθαν Κόου είναι ίσως ο πρώτος Βρετανός συγγραφέας που τολμά να σκιαγραφήσει την παρούσα κρίση της εθνικής ταυτότητας της χώρας του, χρησιμοποιώντας τη μορφή και το ύφος που εκείνος θεωρεί πιο κατάλληλα για ένα τέτοιο θέμα και που δεν διαφέρουν από εκείνα τα χαρακτηριστικά με τα οποία τον έχουμε συνηθίσει: διεισδυτική παρατηρητικότητα και αξιοθαύμαστη λεπτομέρεια στις περιγραφές, καταγραφή των αγωνιών των καθημερινών ανθρώπων που τους μετατρέπουν σε ήρωες με τεράστια εσωτερικά διλήμματα, απαράμιλλη οξυδερκής ματιά στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής, μπλέξιμο επινοημένων ηρώων με πραγματικά πολιτικά και μη πρόσωπα, απίθανο φλεγματικό χιούμορ. Πρόκειται για μια πολύπλευρη οπτική των τελευταίων χρόνων, που ξεκινά από την εκλογή της κυβέρνησης συνασπισμού Συντηρητικών και Φιλελευθέρων το 2010, στον απόηχο της προηγηθείσης οικονομικής κρίσης, περνά μέσα από τις πολιτικές ταραχές του 2011, οι οποίες προκλήθηκαν από τον θανατηφόρο πυροβολισμό αστυνομικού εναντίον του μαύρου Βρετανού Mark Duggan στο Βόρειο Λονδίνο, διατρέχει τη σύντομη ανάκαμψη της πολυπολιτισμικής υπερηφάνειας με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012 και φτάνει στο δημοψήφισμα του 2016 και την κρίση που ακολουθεί. Μακριά από το κοσμοπολίτικο Λονδίνο, εκτυλίσσεται κυρίως στο Μπέρμιγχαμ και τα περίχωρά του όπου το οικονομικό και κοινωνικό τοπίο αλλάζει ραγδαία, καθώς οι άλλοτε ακμάζουσες αυτοκινητοβιομηχανίες δίνουν τη θέση τους σε εμπορικά κέντρα.
Οι αναγνώστες των παλαιότερων βιβλίων του Κόου, «Η λέσχη των τιποτένιων» και «Ο κλειστός κύκλος» (κυκλοφορούν επίσης από τις εκδ. Πόλις, όπως όλα τα βιβλία του συγγραφέα στα ελληνικά), θα χαρούν που θα συναντήσουν ξανά ορισμένους ήρωες. Οι έφηβοι της δεκαετίας του ΄70 είναι πλέον μεσήλικες, στη σύνταξη ή στα πρόθυρα αυτής, άνθρωποι που «δεν θυμούνται πια τα πράγματα με τις χρονιές που έγιναν, αλλά με τις δεκαετίες». Ανάμεσά τους, ο ονειροπόλος και επίδοξος συγγραφέας Μπέντζαμιν Τρότερ που, μεσήλικας πια, έχει εγκατασταθεί σε ένα σπίτι, πρώην μύλο, στις όχθες ενός ποταμού, και προσπαθεί να ολοκληρώσει ένα παράτολμο μυθιστόρημα που τον κατατρύχει από τη νιότη του, ενώ παράλληλα φροντίζει τον χήρο πατέρα του. Έχει χωρίσει με τη σύζυγό του Έμιλι και ποτέ δεν ξεχνά τη Σίσιλι, τον μεγάλο έρωτα της ζωής του. Επίσης, ο Ντάγκ, από την παρέα των συμμαθητών στο Μπέρμιγχαμ, αριστερίζων πολιτικός σχολιαστής, ο οποίος γράφει παθιασμένα άρθρα για την πολιτική κατάσταση και τη λιτότητα, ζώντας στην έπαυλη της πάμπλουτης γυναίκας του στο Τσέλσι, και αναρωτιέται τι πήγε στραβά με τη γενιά του. Η κόρη του, Κοριάντερ , αποξενωμένη από τους γονείς της, που βιώνει τις σχετικές εκρήξεις μιας εξεγερσιακής εφηβείας, τον ειρωνεύεται ότι δεν έχει επαφή με τον έξω κόσμο. Άλλος κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, μέσα από τον οποίο ο Κόου περνά πολλά μηνύματα, είναι η παθιασμένη οπαδός της πολιτικής ορθότητας Σόφι, κόρη της Λόις, αδερφής του Μπέντζιαμιν, που παντρεύεται τον Ίαν, δάσκαλο οδήγησης.
Σ΄ αυτό το τελευταίο μέρος της τριλογίας είναι αξιοσημείωτο το πώς ο συγγραφέας αντιμετωπίζει τα παλιά τραύματα των ηρώων του και τα συνδέει με τα καυτά χρόνια με τα οποία καταπιάνεται. Ο Κόου δεν περιμένει να παρέλθει ένα χρονικό διάστημα ασφαλείας προκειμένου να ασχοληθεί με ένα τόσο επίκαιρο θέμα όπως το Brexit. Η τολμηρή του πένα παίρνει φωτιά όταν βράζει το καζάνι. Χρησιμοποιεί πνεύμα και γνώση για να διερευνήσει ιστορικά τις αιτίες που οδήγησαν στο απροσδόκητο αποτέλεσμα της εξόδου από την Ε.Ε., τα επιχειρήματα που δίχασαν οικογένειες με το δημοψήφισμα και τις σχεδόν κωμικές προσπάθειες διαπραγμάτευσης που ακολούθησαν. Στις πρώτες ακόμη σελίδες, ο Ντάγκ συζητώντας με τον Μπέντζαμιν λέει: «Ο κόσμος είναι τόσο θυμωμένος, αυτή τη στιγμή, και κανείς δεν ξέρει τι να κάνει γι΄ αυτό. Ο κόσμος βλέπει αυτούς τους τύπους στο Σίτι που στην κυριολεξία κατέστρεψαν την οικονομία πριν από δύο χρόνια και δεν αντιμετώπισαν ποτέ τις συνέπειες (…) Οι μισθοί έχουν παγώσει. Οι άνθρωποι δεν έχουν καμία επαγγελματική σιγουριά, κανένα συνταξιοδοτικό πλάνο….» – κάτι μας θυμίζουν όλα αυτά. «Κοίτα, για παράδειγμα, πώς αντιμετωπίζουν τους καημένους τους Έλληνες», γράφει κάπου. Είναι λοιπόν αυτός ο θυμός που σιγοβράζει, θερμαίνεται με τις ταραχές του 2011 και τελικά εκφράζεται με το Brexit.
Η πιο ψυχρή πτυχή της «Μέσης Αγγλίας» είναι το πόσο αρκετοί από τους χαρακτήρες εμφανίζουν έναν κραυγαλέο ρατσισμό κάθε φορά που αισθάνονται ότι ματαιώνονται τα όνειρά τους. Ο Ίαν πιστεύει ότι η ασιατικής καταγωγής συνάδελφός του Ναχίντ πήρε την προαγωγή που περίμενε ο ίδιος για λόγους πολιτικής ορθότητας. Η μητέρα του, η οποία οργίζεται με όποιον δεν ταιριάζει στη στενή της αντίληψη περί «βρετανικότητας», αρνείται να βοηθήσει τη Λιθουανή οικιακή βοηθό της, όταν της επιτίθενται ρατσιστικά στο δρόμο, αμέσως μετά το δημοψήφισμα. Αντίθετα της λέει ότι είναι καιρός να γυρίσει στο σπίτι της. Η Σόφι παραλίγο να χάσει τη θέση της στο Πανεπιστήμιο, ως Ιστορικός Τέχνης, εξαιτίας μιας παρεξήγησης, καθώς είπε για άσχετο λόγο σε μια διεμφυλική φοιτήτρια ότι δυσκολεύεται να αποφασίσει, κάτι που θεωρήθηκε σχόλιο εναντίον της διαφορετικότητας και την οδήγησε σε προσωρινή διαθεσιμότητα.
Οι δυο τους, η Σόφι που ψήφισε κατά του Brexit και ο συμπαθής και αξιοπρεπής Ίαν που ψήφισε υπέρ, φτάνουν στον χωρισμό για ένα διάστημα, λόγω πολιτικών διαφωνιών…
Η μετανάστευση, κατά τον Κόου, έδωσε ώθηση στην εκστρατεία του δημοψηφίσματος. Έπαψαν να είναι τόσο κεντρικά θέματα οι οικονομικές προβλέψεις ή τα πολιτικά οφέλη της συμμετοχής στην Ε.Ε. : «Τώρα, τα πάντα φαίνονταν να εξαρτώνται από τη μετανάστευση και τον έλεγχο των συνόρων». Μια αλλόκοτη υστερία κατέλαβε τον βρετανικό λαό. «Οι μισοί πολίτες της χώρας φέρονταν με λυσσασμένη εχθρότητα στους άλλους μισούς». Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είχε κι άλλες συνέπειες, πέρα απ΄ αυτές που ταλανίζουν ακόμη τη χώρα. Το ομολογεί η Λιθουανή Γκρέτε: «Ήταν η πρώτη φορά, από το δημοψήφισμα, που νιώσαμε αυτή την προσβλητική αλλαγή στον τρόπο που οι άνθρωποι, μερικοί άνθρωποι, μας μιλούσαν ή μας κοιτούσαν, όταν μας άκουγαν να μιλάμε, ακόμη και όταν μιλούσαμε αγγλικά…»
Κάθε ήρωας του μυθιστορήματος θαρρείς και αναλαμβάνει ένα κομμάτι από το παζλ της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας που επιχειρεί να σκιαγραφήσει ο συγγραφέας: Ο 90χρονος πατέρας του Μπέντζιαμιν επισκέπτεται την άλλοτε κραταιά αυτοκινητοβιομηχανία στο Λόνγκμπριντζ, όπου εργαζόταν όλη του τη ζωή, κι όταν βλέπει στη θέση της αχανή πολυκαταστήματα αναφωνεί: «Πώς μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι; Δεν φτιάχνουμε τίποτα πια. Αν δεν φτιάχνουμε τίποτα, τότε ….πώς θα επιβιώσουμε… Πώς μπορείς να αντικαταστήσεις ένα εργοστάσιο με μαγαζιά;». Οργισμένος ο υπερήλικας προλαβαίνει πριν πεθάνει να ψηφίσει ταχυδρομικά υπέρ του Brexit. Η κόρη του και αδελφή του Μπέντζιαμιν, Λόις, αναστατώνεται κάθε φορά όταν κάποιο γεγονός ξύνει το εφηβικό τραύμα της από την έκρηξη μιας βόμβας σε παμπ του Μπέρμιγχαμ, το 1974. Ένα από τα κεντρικά μηνύματα του μυθιστορήματος, ότι η χώρα έχει χάσει την αίσθηση του μέτρου και τα προσωπικά με τα πολιτικά θέματα είναι αναπόφευκτα συνυφασμένα, εκφράζεται από τον Τσάρλι Τσάπελ, παιδικό φίλο του Μπέντζιαμιν, διασκεδαστή παιδιών, που η ανέχεια τον κάνει να εξαρτάται από την τοπική τράπεζα τροφίμων.
Με φαιδρότητα ντύνει ο συγγραφέας τον εξ απορρήτων του Κάμερον στις συναντήσεις του με τον δημοσιογράφο Ντάγκ. Ο Νάιτζελ δυσκολεύεται να κατανοήσει τις συνέπειες της αποχώρησης, το πώς θα διορθωθεί το χάος που έχει δημιουργηθεί, αλλά και ποιον να υποστηρίξει στη συνέχεια: τον Κάμερον που «παραιτήθηκε μετά το δημοψήφισμα και άφησε τους άλλους να συμμαζέψουν το χάος που άφησε πίσω του» ή με την Τερέζα (Μέι) για την οποία «κανένας δεν μπορεί να καταλάβει τι θέλει στ΄ αλήθεια» και «παίρνει οδηγίες από τη Daily Mail».
Από την άλλη, ο Κόου δεν χαρίζεται στα πολιτικά πρόσωπα τα οποία μπλέκει αριστοτεχνικά στη μυθοπλασία, αρχίζοντας από τη διαβόητη ξενοφοβική ομιλία του Συντηρητικού υπουργού Πάουελ «περί ποταμών αίματος», το 1968, που αντηχεί ακόμη σε μεγαλύτερης ηλικίας πολίτες – εκείνη η ομιλία «δίχασε τους ανθρώπους περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο…». Καυτηριάζει ανελέητα τη νέα γενιά πολιτικών, κατονομάζοντάς τους, και την υπεροπτική πολιτική τους: «Η χώρα συνεχίζει να κυβερνάται από ένα μάτσο κακομαθημένα κολεγιόπαιδα που όλα τους πήραν το βάπτισμα του πυρός από την Οξφόρδη».
Αλλά δεν είναι όλα πολιτική. Είναι η βάσανος της συγγραφής και της έκδοσης ενός βιβλίου – τελικά ο Μπέντζιαμιν καταφέρνει να εκδώσει το μυθιστόρημά του και να κερδίσει μια σημαντική επιτυχία. Είναι οι χαμένοι έρωτες, οι φαντασιώσεις, οι χωρισμοί και οι συμβιβασμοί – μετά τις ερωτικές πανωλεθρίες της ζωής του, ο Μπέντζιαμιν συμφιλιώνεται με έναν πρόσκαιρο εφηβικό έρωτα, που είχε απωθήσει. Είναι η μουσική και η κουλτούρα, η επιβλητική καινούργια Βιβλιοθήκη του Μπέρμιγχαμ, η λογοτεχνική κληρονομιά του Τόλκιν. Και πάνω από όλα το χιούμορ, ο σαρκασμός, η σάτιρα που δοξάζονται από την πένα του Κόου.
Με τη «Μέση Αγγλία» και τα twitter που εισβάλλουν στο κείμενο, επισημαίνοντας τη χρονική στιγμή, ο Κόου υπογράφει ένα από τα καλύτερα βιβλία του, συλλαμβάνοντας ως σύγχρονος χρονικογράφος τον παλμό της εποχής στη χώρα του, σχεδόν την ώρα που συμβαίνουν τα γεγονότα. Επιχειρώντας να τα κατανοήσει, διακωμωδεί τα τυπικά στοιχεία της «βρετανικότητας» που γίνεται πιο ρευστή από ποτέ, φωτίζει τα βαθύτερα συναισθήματα του μέσου Βρετανού, είτε αυτός υποστηρίζει τους Συντηρητικούς, είτε τους Εργατικούς, είτε είναι οπαδός της πολιτικής ορθότητας είτε θύμα αμετανόητης ξενοφοβίας. Πάντα με τρόπο ανθρώπινο, διατηρώντας τη γραφή που μας συνεπήρε ακόμη από το αριστουργηματικό «Τι ωραίο πλιάτσικο» (1994) και εμμένοντας βεβαίως στη λεπτομέρεια («κάποιες στιγμές στη ζωή αξίζουν όσο ένας κόσμος»).
Αναζητώντας έναν αποχαιρετισμό για τους ήρωες της τριλογίας και ένα αισιόδοξο μήνυμα προς τους αναγνώστες, ο Τζόναθαν Κόου κλείνει αυτήν την καθηλωτική ερμηνεία του Brexit με μια πολυπολιτισμική ελπίδα για το μέλλον, «ένα υπέροχο παράδειγμα της ευρωπαϊκής εναρμόνισης», μια δυνατή μεταφορά για «το πνεύμα διεθνούς συνεργασίας».
Χιλιάδες λέξεις έχουν γραφεί και θα γραφούν για το Brexit, αλλά λίγοι θα φτάσουν στην καρδιά του όσο επιμελώς συμβαίνει στη «Μέση Αγγλία», που φτάνει στα χέρια μας μέσα από την προσεγμένη μετάφραση της Άλκηστης Τριμπέρη και τις κατατοπιστικές σημειώσεις της.
info: Τζόναθαν Κόου, Mέση Αγγλία, εκδόσεις «Πόλις», μτφρ. Άλκηστις Τριμπέρη, σελ. 600