Η Μέρα της (Νέας) Γυναίκας και η Καλλιρρόη Παρρέν (της Βαρβάρας Ρούσσου)

0
737

της Βαρβάρας Ρούσσου

 

Η διαδήλωση των εργαζόμενων γυναικών στην υφαντουργία, στις 8 Μαρτίου 1857 στη Νέα Υόρκη, κατεστάλη βίαια αλλά θεωρήθηκε συμβολική και οδήγησε στην καθιέρωση  της Παγκόσμιας Ημέρας Γυναικών. Για να τιμηθεί η πεντηκονταετία αυτής της πράξης διαμαρτυρίας του 1857, μια νέα συγκέντρωση έλαβε χώρα, στις 8 Μαρτίου του 1907. Η ιστορία ωστόσο της 8ης Μαρτίου ως Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας δεν τελειώνει εδώ (ακόμη και η μετάβαση από τον πληθυντικό στο ενικό διαφοροποίησε κατά διαστήματα τη φύση της επετειακής αυτής ημέρας) και δεν είναι μονοδιάστατη. Ενδιαφέρει όσους ασχολούνται τόσο με την ιστορία του φεμινιστικού κινήματος όσο και με τη γενικότερη πολιτική ιστορία. Για λόγους πολιτικούς, στα μέσα του 20ου αιώνα, τα γεγονότα των διαδηλώσεων του 1857 και 1907 αμφισβητήθηκαν και θεωρήθηκαν αστικός μύθος. Κυρίως όμως η 8η Μαρτίου αποτέλεσε σημείο που ανέδειξε τόσο τις τριβές και τις όχι πάντα αρμονικές σχέσεις φεμινιστικών κύκλων με σοσιαλιστικούς όσο και την τάση, αργότερα, των Σοβιετικών ανακηρύσσοντας επίσημα ως Ημέρα της Γυναίκας την 8η Μαρτίου να της προσδώσουν έντονα ιδεολογικό/κομμουνιστικό χαρακτήρα.

Απ’ τη μια, στα τέλη του 19ου αιώνα, η σοσιαλίστρια Κλάρα Τσέτκιν (γεννημένη το 1857, έτος της θεωρούμενης διαδήλωσης των γυναικών) προπαγανδίζει το γυναικείο κίνημα ως αναπόσπαστο τμήμα της σοσιαλιστικής ιδεολογίας και εναντιώνεται στο φεμινισμό των γυναικών των αστικών στρωμάτων. Η ομιλία της, στην εναρκτήρια συνεδρίαση του Δεύτερου Διεθνούς Εργατικού Συνεδρίου, που τοποθετείται στην εμβληματική 14η Ιουλίου (Ημέρα της Βαστίλλης) του 1889, στο Παρίσι, συνδέει τη γυναικεία ανεξαρτησία και απαλλαγή από την καταπίεση με την απελευθέρωση της εργασίας από το κεφάλαιο. Απ’ την άλλη, στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ οι υποστηρίκτριες/ές των γυναικείων δικαιωμάτων και της ψήφου δεν έχουν πάντοτε τη συμπαράσταση των σοσιαλιστών που επιμένουν να συνδέουν το γυναικείο ζήτημα με τα γενικά προβλήματα της εργατικής τάξης και σταδιακά διαχωρίζουν τις θέσεις τους. Η Εθνική Ημέρα της Γυναίκας στις ΗΠΑ τοποθετήθηκε την 28η Φεβρουαρίου 1909 και μέχρι το 1922 η ημέρα της Γυναίκας σε όλη την Ευρώπη άρχισε να σταθεροποιείται (εδώ θα πρέπει να συνυπολογίσουμε το Γρηγοριανό και Ιουλιανό ημερολόγιο όπου η 8η Μαρτίου του πρώτου είναι η 23η Φεβρουαρίου του δεύτερου).

Η παραπάνω συντομευμένη και ελλιπής εξιστόρηση του παρελθόντος της 8ης Μαρτίου έγινε για να τεθεί ως υπόβαθρο σε ένα ιδιαίτερο γεγονός της ελληνικής πραγματικότητας: στις 8 Μαρτίου 1887 (τριάντα μόλις χρόνια μετά την θρυλούμενη διαμαρτυρία των γυναικών) η Καλλιρρόη Παρρέν ξεκινά την έκδοση του μακροβιότερου γυναικείου εντύπου, της Εφημερίδας των Κυριών που θα κυκλοφορεί έως το 1917. Η Παρρέν θα γνώριζε πιθανότατα τη διαδήλωση του 1857 και στα τριάντα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει θα είχε αντίληψη της συμβολικής ταύτισης του συμβάντος με τη δράση του φεμινιστικού κινήματος, ώστε η επιλογή δεν ήταν τυχαία.

Αν η Τσέτκιν εκδίδει μεταξύ 1891-1915 τη γυναικεία εφημερίδα του Σοσιαλιστικού Γερμανικού Κόμματος με τίτλο Η Ισότητα, μετατρέποντας το γυναικείο κίνημα σε υπόθεση της τάξης των εργαζόμενων γυναικών, η Καλλιρρόη Σιγανού, με καταγωγή από χωριό του Ρεθύμνου, με σπουδές δασκάλας και κατόπιν σύζυγος του δημοσιογράφου Ιωάννη Παρρέν, κινούμενη στην αστική τάξη της Αθήνας του 1887, με προσήλωση στο θεσμό της βασιλείας, όπως διαφαίνεται από το έντυπό της, δεν έχει καμμία διάθεση να το προσανατολίσει ιδεολογικά και περισσότερο να το χαρακτηρίσει πολιτικά. Στο πρώτο τεύχος της Εφημερίδος δεν αναφέρεται τίποτα για την επιλογή της εμβληματικής ημερομηνίας αλλά οι προγραμματικές δηλώσεις και αργότερα η αρθρογραφία, όπως και το γεγονός ότι αποκλείονται οι άντρες συνεργάτες, δηλώνουν μαχητικότητα και αυτοπεποίθηση.

Οπαδός του one step at a time σχετικά με τις διεκδικήσεις των γυναικών η Παρρέν θέτει την εκπαίδευση ως απαραίτητη προϋπόθεση και βάση της εκτέλεσης των καθηκόντων της γυναίκας. Χωρίς να αρνείται τα παραδοσιακά οικιακά καθήκοντα για τις συζύγους,  δίνοντας εξέχουσα θέση στο μητρικό ρόλο, επιμένει στο θέμα της γυναικείας εκπαίδευσης ως παράγοντα της ορθής διαπαιδαγώγησης των τέκνων από τη  μορφωμένη μητέρα. Οι περισσότερες συνεργάτιδες της Παρρέν είναι δασκάλες, όπως και η ίδια. Το επάγγελμα της δασκάλας, το μόνο προσιτό σε νεαρές κοπέλες μέσων και κατώτερων στρωμάτων (πολλές αναλάμβαναν την εκπαίδευση κοριτσιών σε παρθεναγωγεία ακόμη και στην οθωμανική επικράτεια), τις αναδεικνύει σε μοχλούς εθνικής διαπαιδαγώγησης και έτσι δίνει, στις πιο δραστήριες από αυτές, κύρος και εκτίμηση από τον περίγυρο ώστε να έχουν δημόσιο λόγο. Βέβαια, ο εθνοπατριωτικός και ηθοποιητικός -σύμφωνα με τις συμβάσεις και τα στερεότυπα της εποχής-χαρακτήρας της εκπαίδευσης των κοριτσιών είναι σαφής αλλά το σύνολο αίτημα είναι σημαντικό για την εδραίωση της γυναικείας αυτοσυνειδησίας: η εκπαίδευση, και μάλιστα η επαγγελματική, μπορεί να οδηγήσει στην οικονομική αυτονόμηση των γυναικών, με αδιαμφισβήτητο παράδειγμα την «αντί του επιουσίου άρτου εργαζομένην διδασκάλισσαν». Η περί την εκπαίδευση των γυναικών αρθρογραφία της Εφημερίδος των Κυριών είναι τακτικότατη, τεκμηριωμένη με κοινωνικού και εθνικού τύπου επιχειρηματολογία, με αιτήματα που ξεπερνούν τη στοιχειώδη και εκτείνονται στη δευτεροβάθμια και αργότερα στην διεκδίκηση -έως την επιτυχία- εισόδου στην τριτοβάθμια, ενώ παράλληλα εστιάζουν επίμονα στην επαγγελματική κατάρτιση. Η Παρρέν μεριμνά και για τη γενικότερη γυναικεία παιδεία, ακόμη και περί τα ψυχωφελή για τις γυναίκες αναγνώσματα. Η γυναικεία εργασία προπαγανδίζεται σταδιακά, όπως και η ισότητα, ο αλληλοσεβασμός, η συντροφικότητα στο γάμο αλλά και η στηλίτευση της προίκας και των συνοικεσίων συμφέροντος. Ό,τι απουσιάζει είναι εκείνο που οι φεμινίστριες στο εξωτερικό ζητούσαν: πολιτικά δικαιώματα, ψήφο.

Η Παρρέν είχε σχεδιάσει τη στρατηγική της βάσει των ιδιαίτερων γνωρισμάτων της ελληνικής κοινωνίας δίχως όμως να αποσύρει το βλέμμα από τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά παραδείγματα προόδου στα γυναικεία ζητήματα (εκπαίδευση, είσοδο σε επαγγελματικούς/επιστημονικούς κλάδους, δικαιώματα) τα οποία εξάλλου χρησιμοποιεί ως πρότυπα. Επιχειρηματολογεί θέτοντας το δίλημμα της σύνταξης της Ελλάδας με τα προοδευμένα πολιτισμένα κράτη της Δύσης ή με την οπισθοδρομική Ανατολή, αλλά πάντοτε με την τήρηση των παραδόσεων που εξασφαλίζουν την ιδιοπροσωπία της Ελλάδας. Οι στρατηγικές αρχές της εναρμονίζονται με αντίστοιχες θέσεις της ελληνικής κοινωνίας, με τα εθνικά οράματα, τα εθνικά διλήμματα καθώς και τα διακυβεύματα και αγκυλώσεις στο σχηματισμό της εθνικής ταυτότητας.

Πτυχές του έργου της Παρρέν έχουν αποτελέσει αντικείμενο μελέτης, έχει τονιστεί η σημασία του πολύπλευρου κοινωνικού έργου της (Λύκειο των Ελληνίδων, Κυριακό Σχολείο, φροντίδα για την κατάρτιση φτωχών και άπορων κορασίδων), η αρθρογραφία της, όπως και άλλων συνεργάτιδών της στην Εφημερίδα των Κυριών, η συστηματική ενημέρωση των Ελληνίδων για τα τεκταινόμενα σχετικά με το φεμινιστικό κίνημα στο εξωτερικό και η συμβολή της εφημερίδας της στην προώθηση των γυναικείων αιτημάτων, η «ήπια» χειραφεσία της, όπως αδρομερώς αποδόθηκε παραπάνω.

Θα κλείσω αυτό το αναγκαστικά περιορισμένο κείμενο κάνοντας λόγο για τη χρήση του όρου «Νέα Γυναίκα», όρο που η Παρρέν αφενός παρουσίασε αναλυτικά στην Εφημερίδα αφετέρου χρησιμοποίησε ως τίτλο στο θεατρικό της έργο στο οποίο εξάλλου συμπυκνώνονται όλες οι παραπάνω συνιστώσες του αγώνα της για το γυναικείο ζήτημα.

Το Μάιο του 1894 η Αγγλίδα Ουίντα (ψευδώνυμο της Μαρί Λουΐζ Ραμέ, 1839-1908) σε άρθρο της διαμαρτύρεται ότι οι δυο πιο συνηθισμένες λέξεις της αγγλικής που συναντώνται καθημερινά σε όλα τα έντυπα είναι: «Ο εργαζόμενος άντρας (Workingman) και η Νέα Γυναίκα (New Woman) θαρρείς κι απ’ αυτό το W κρέμεται το μέλλον του κόσμου».[1] Ο όρος καθιερώνεται πλέον στην Αγγλία. Γρήγορα θα εξελληνιστεί και θα εμφανιστεί το 1899 στις στήλες της Εφημερίδος αφενός σε κείμενα της ίδιας της Παρρέν αφετέρου σε μεταφράσεις του Ζυλ Μπουά.[2]  Από αυτά τα άρθρα, που μεταφράζει η μόνιμη συνεργάτις του εντύπου δασκάλα Ελένη Γεωργιάδου, ιδίως το πρώτο παρουσιάζει συγκεντρωμένα τα χαρακτηριστικά της παλαιάς γυναίκας που οφείλει η νέα γυναίκα να αποβάλλει. Η γυναίκα έχει χρέος στον ίδιο τον εαυτό της να αποδείξει ότι είναι «άστρον ελεύθερον» διότι «πριν η γυνή προσλάβη αξίαν δια των τέκνων της, έχει ιδίαν αξίαν. Η γυνή πριν να γίνη σύζυγος ερωμένη και μήτηρ είναι γυνή. Είναι ελευθέρα όπως την έκαμεν η φύσις και όχι ως ο ανήρ την θέλει να είναι». [3] Στα υπόλοιπα τεύχη και τα λοιπά άρθρα θα τεθούν τα βασικά γνωρίσματα της Νέας Γυναίκας, απελευθερωμένη από τις περιοριστικές συμβάσεις του παρελθόντος και ίση με τον άντρα.

Καλλιρρόη Παρρέν

Η Παρρέν διασκευάζοντας το μυθιστόρημά της Η Χειραφετημένη[4] για το θέατρο, σε ένα τετράπρακτο δράμα με τον τίτλο Νέα Γυναίκα, στοχεύει στην ευρύτερη, μέσω του θεάτρου, διάδοση του νέου γυναικείου τύπου που ευαγγελίζεται: Η Νέα Γυναίκα δεν είναι μόνον εκείνη που επιδιώκει ισότητα, εργασία, αυτοδιάθεση και ελευθερία για τον εαυτό της αλλά κι εκείνη που υπόσχεται αληθινή, δίκαιη, ανθρωπιστική, χριστιανική και υγιή κοινωνία, με πίστη στα εθνικά ιδεώδη και αίσθηση του σοβαρού μητρικού ρόλου. Ωστόσο, παρά την ελευθερία, έμφυλη συνείδηση και αυτοπεποίθησή της, η κεντρική ηρωΐδα θυσιάζεται χάριν της μητρότητας και του μητρικού καθήκοντος, αντίθετα μάλιστα με την παραπάνω διακήρυξη για την προτεραιότητα του εαυτού έναντι του κοινωνικού ρόλου της συζύγου και μητέρας. Με τα σημερινά βέβαια δεδομένα η παρρενική Νέα Γυναίκα δεν φαντάζει πρότυπο αυτοδιάθεσης και ελευθερίας, ούτε και στα ελληνικά συμφραζόμενα των αρχών του 20ου αιώνα υπήρξε η επαναστάτρια φεμινίστρια. Αποτέλεσε όμως ένα ακόμη βήμα της ήπιας χειραφετητικής στάσης της Παρρέν που σύντομα μετεξελίχτηκε σε προωθημένο και συλλογικό φεμινιστικό κίνημα ακολουθώντας και το ρυθμό των αλλαγών της ελληνικής κοινωνίας.

Κοιτάζοντας ενάμισι αιώνα πίσω αντιλαμβανόμαστε ότι η Νέα Γυναίκα του 20ου και 21ου αιώνα σίγουρα ξεπέρασε τις προσδοκίες και εκπλήρωσε τα οράματα της Παρρέν σε πολλά πεδία. Όμως, Επιτροπές Ισότητας ελέγχουν την εφαρμογή νόμων  και υπόσχονται προστασία και υποθέσεις βίας και εκμετάλλευσης κατά των γυναικών, αναδύονται φανερώνοντας ανισότητα και προκαταλήψεις. Και αυτά επιβεβαιώνουν ότι το πρώτο, βασικό, αίτημα, η ισότητα, μάλλον δεν έχει γίνει αυτονόητη υπόθεση. Διερωτώμαι λοιπόν, όπως φυσικά και για άλλες «επετείους» (έχουμε άραγε να κάνουμε με τι επέτειο; η λέξη συχνά μένει άδειο περίβλημα χωρίς νόημα), ποιος ο λόγος ύπαρξης…

 

 

[1] Ouida, “The New Woman” The North American Review 158, 450 (May, 1894), σ. 610-619

[2]   «Κατά τον Ζυλ Μπουά», μτφρ. Ελένη Γεωργιάδου, Εφημερίς των Κυριών τχ 589 (3 Οκτωβρίου 1899)-τχ. 600 (19 Δεκεμβρίου1899)

[3]   «Κατά τον Ζυλ Μπουά», μτφρ. Ελένη Γεωργιάδου, Εφημερίς των Κυριών τχ 589 (3 Οκτωβρίου 1899)

[4] Σε συνέχειες από τον Ιανουάριο του 1899 έως τον Απρίλιο του 1900 στην Εφημερίδα των Κυριών και το 1900 σε αυτοτελή έκδοση. Το θεατρικό Νέα Γυναίκα ανέβηκε στο θέατρο του Συντάγματος το 1907 με πρωταγωνίστρια την Μαρίκα Κοτοπούλη και εκδόθηκε το 1908

Προηγούμενο άρθροΜαρία Λαϊνά – Άνθρωποι & Φαντάσματα (της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη)
Επόμενο άρθροΦίλιππος Φιλίππου, “Ναι, ο θάνατος βρίσκεται στο προσκήνιο” (συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Σαμοθράκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ