του Ηλία Καφάογλου
«Αγαπημένη μου, ομορφιά μου, φως μου»
Στις 4 Ιανουαρίου 1960, πριν 63 χρόνια, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα, ο Albert Camus, έχασε τη ζωή του σε αυτοκινητικό δυστύχημα στον δρόμο προς το Παρίσι. Ήταν μόλις 46 χρόνων. Το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε ήταν μια Facel-Vega, την οποία οδηγούσε ο εμβληματικός εκδότης Michel Gallimard. Εποχούμενοι, βιογραφούμε κάθε φορά τον κόσμο από την αρχή. Η Μαρία Καζαρές περιμένει τον Αλμπέρ να γυρίσει στο Παρίσι, ίσως, μάλιστα, να του έχει ετοιμάσει κάποιο από τα αγαπημένα του φαγητά, να γιορτάσουν το ξανασμίξιμο.
Η Μαρία φαντάζεται να ανεβοκατεβαίνει τα σκαλιά, καθώς βαδίζει προς το σπίτι της, πιθανόν να νιώθει αυτήν τη χαρακτηριστική μυρωδιά από το μείγμα των μεσογειακών μπαχαρικών που αρέσουν στον Καμύ. Εκείνος ίσως να έχει κιόλας φτάσει, να την περιμένει για να της κάνει έκπληξη. Ίσως γι΄αυτό η Καζαρές βαδίζει γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα. Ίσως και όχι. Κάθε που μπαίνει μία χρονιά η Μαρία θυμάται. Τον θάνατο της μητέρας τον Ιανουάριο του 1946, του πατέρα τον Φεβρουάριο του 1950, Νοέμβριο είχε φύγει για Αλλού ο Ζεράρ Φιλίπ, με τον οποίο είχε έρθει πολύ κοντά όταν είχε χωρίσει με τον Καμύ και άλλαζε εραστές σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να τον ξεχάσει, να τον ξεπεράσει. Πολύ νέος για να πεθάνει ο Ζεράρ, το 1959, γεννημένος όπως κι εκείνη το 1922, είχαν μόλις μερικές μέρες διαφορά.
Η Μαρία Καζαρές είναι τριάντα επτά ετών, δεν έχει παιδιά, δεν έχει επισήμως σύντροφο –«αγαπημένη μου, ομορφιά μου, φως μου», την προσφώνησε ο Αλμπέρ–, δεν παντρεύτηκε ποτέ, αν και δύο φορές αρραβωνιάστηκε, άφησε πίσω της τη γενέθλιο Ισπανία, τη Γαλικία όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, πριν από είκοσι τρία χρόνια και είχε ορκιστεί ποτέ να μην επιστρέψει όσο ο Φράνκο βρισκόταν εν ζωή. Στο Παρίσι είχε φτάσει ως πρόσφυγας το 1936 μαζί με τη μητέρα της, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, ο πατέρας, Σαντιάγο Κασάρες Κιρόγια, είχε πολλάκις διατελέσει υπουργός και υπήρξε ο τελευταίος πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου της Δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας, πριν από το πραξικόπημα του Φράνκο και κατηγορήθηκε ότι αρνήθηκε να δώσει όπλα στους εργάτες αδυνατώντας να διαχειριστεί την κατάσταση, με την ανικανότητά του να ευθύνεται για την έναρξη του Εμφυλίου. Ο πατέρας έφτασε κι εκείνος στο Παρίσι, απογοητευμένος, εξαντλημένος από τις διαδοχικές υποτροπές της φυματίωσής του, με την εντολή των γιατρών να είναι πως χρειάζεται ανάπαυση. Τη μητέρα και τη Μαρία συνοδεύει στην εξορία ο εραστής της μητέρας, σύντομα εραστής και της Μαρίας. Η Ανδαλουσία, η Ναβάρρα έχουν ήδη πέσει, η Μαδρίτη ακόμη αντιστέκεται, χάρη στο πείσμα των κατοίκων της, οι χώρες που ο πατέρας πίστευε πως διέκειντο φιλικά προς τη Δημοκρατική Ισπανία, ανάμεσα τους και το Λαïκό Μέτωπο του Λεόν Μπλουμ, ψήφισαν ένα σύμφωνο μη επέμβασης.
Επείγεται η Μαρία στο Παρίσι, εξόριστη από τις άλλες στο λύκειο Βικτόρ-Ντυρουί, εξόριστη από την παιδική της ηλικία, από τον ίδιο της τον εαυτό εξόριστη, να μάθει τη γαλλική γλώσσα, δουλεύει ασταμάτητα, τίποτα δεν την πτοεί, ούτε η αποτυχία της στις εισαγωγικές της Δραματικής Σχολής ούτε και οι συνήθειες της γαλλικής κοινωνίας –«τη διακατέχει το δαιμόνιο της ζωής», έλεγε για την αγαπημένη του ο Καμύ. Αφού πρώτα εξάντλησε όλα της τα δάκρυα στα σύνορα, θα ΄λεγε κανείς πως απαλλάχθηκε από κάθε φόβο, κάθε πόνο. Το ταλέντο της έλαμψε πολύ σύντομα στον κινηματογράφο, στα Παιδιά του Παραδείσου του Μαρσέλ Καρνέ, στις Κυρίες του δάσους της Βουλόνης του Ρομπέρ Μπρεσσόν και στον Ορφέα του Κοκτό, αλλά πολύ περισσότερο το ταλέντο της αναδείχτηκε στο θέατρο, με σκηνοθέτη τον Ζαν Βιλάρ, στο Φεστιβάλ της Αβινιόν. «Ο κύβος ερρίφθη και τρία τουλάχιστον πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Είχαμε χάσει την Ισπανία. Εγώ ήμουν πλέον πρόσφυγας στη Γαλλία, σαν τους γονείς μου. Και ήταν αποφασισμένο πως θα αφοσιωνόμουν στο θέατρο», θυμάται και γράφει η Μαρία στην αυτοβιογραφία της. Μαθήματα με τον Ρενέ Σιμόν, μαθήματα με τη Ζαν Ντελβαίρ, μαθήματα συλλογικά και ιδιαίτερα, μαθήματα ορθοφωνίας στο Γαλλικό Ινστιτούτο ης Σορβόννης. Φοιτήτρια ύστερα της Δραματικής Σχολής, στην τάξη της Μπεατρίξ Ντυσσάν, πάντα παρακολουθώντας τα μαθήματα του δασκάλου Ρενέ Σιμόν, ντεμπούτο τον Οκτώβριο του 1942, λίγο πριν κλείσει τα είκοσι, στη σκηνή του θεάτρου Ματυρέν, με ρόλο πρωταγωνιστικό στο έργο του Ιρλανδού δραματουργού Η Ντίαρντρη των θλίψεων, κριτικές διθυραμβικές. Έπειτα, 19 Μαρτίου 1944, καλεσμένη η Μαρία στην ανάγνωση ενός θεατρικού έργου του Πάμπλο Πικάσο σε έξι πράξεις, το Τα τέσσερα κοριτσάκια, παρουσία και του Ζαν-Λουί Μπαρρό, με τον οποίο η Καζαρές είχε παίξει μαζί στα Παιδιά του Παραδείσου. Εκεί, στο διαμέρισμα του ζεύγους Λερίς επί της οδού Γκρανζ Ογκυστέν, αριθμός 53Β, παρευρίσκονται ο Σαρτρ, η Μποβουάρ, ο Κενό, ο Λακάν, ο Μπατάιγ και ένας Γάλλος συγγραφέας ο Αλμπέρ Καμύ. Ένα κείμενο του τελευταίου δίνει ο Μαρσέλ Ερράν στη Μαρία να το διαβάσει. Ο Ερράν θέλει να ανεβάσει το κείμενο για το θέατρο Ματυρέν. Πρόκειται για την Παρεξήγηση: «Μεγάλωσα εδώ, μέσα στην πλήξη, όπου και να κοιτάζα γύρω μου, στεριά. Κανείς μέχρι τώρα δε με φίλησε στο στόμα, κι ακόμα κι εσύ δεν είδες το κορμί μου χωρίς αυτά εδώ τα ρούχα. Μητέρα, σ΄τ΄ορκίζομαι, αυτό θα μου το πληρώσεις». Ο Καμύ σε λίγο υποχρεώνεται να εγκαταλείψει το Παρίσι εσπευσμένα, με το ποδήλατό του, μαζί με φίλους, αφού η Γκεστάπο εισέβαλε στο τυπογραφείο της εφημερίδας Ο Αγώνας, με την οποία ο Καμύ συνεργαζόταν, αρχίζει η αλληλογραφία. Η Μαρία αρχίζει αν αντιλαμβάνεται πόσο πολύ έχει αλλάξει η ζωή της, από τότε που γνώρισε τον Καμύ. Γνώρισε ένα άντρα που αγαπά όπως κανένα άλλον στο παρελθόν, του ζητά συνεχώς να έρθει να την ανταμώσει ή να πάει εκείνη κοντά του – «Αν μ΄αγάπησε πραγματικά με όλη σου την ψυχή, τότε πρέπει να καταλαβαίνεις πως η αναμονή και η μοναξιά για μένα δεν μπορεί παρά να ισοδυναμούν με απελπισία», του γράφει, εκείνου που ούτε καν την ηλικία του δεν γνωρίζει, δεν ξέρει να είναι μέλος της Αντίστασης, αν είναι παντρεμένος, αν έχει παιδιά, ούτε ότι είναι, όπως ο πατέρας της, φανατικός. Η Μαρία είναι είναι είκοσι ενός, ο Αλμπέρ τριάντα, ο πόλεμος τους ένωσε και μετά από τρεις βδομάδες που φλογερά αγαπήθηκαν, «μέσα στη λαχτάρα και τον κίνδυνο», ο πόλεμος τους χώρισε πάλι. Ο καμύ δεν παρευρέθηκε ούτε καν στην πρεμιέρα της Παρεξήγησης, στις 24 Ιουνίου, έστειλε, βέβαια, λουλούδια στην πρωταγωνίστριά του – ο Καμύ τη ζηλεύει, είναι κτητικός, θα ήθελε εκείνη ποτέ να μη φεύγει από κοντά του, αλληλοσπαράσσονται – «Κανείς δε θα σ΄αγαπήσει ποτέ όπως εγώ», της γράφει. «Θα σε περιμένω για όσο καιρό η ζωή και ο έρωτας θα έχουν ένα νόημα για σένα και για μένα», κι εκείνη, στην αυτοβιογραφία της, «Είναι βέβαιο πως δεν ήμουν προετοιμασμένη για μια συνάντηση τέτοιων διαστάσεων. Και καθώς βρέθηκα μπροστά στο παν, επέλεξα το τίποτα», ο Καμύ είναι παντρεμένος, η Μαρία αναζητά παρηγοριά στην αγκαλιά του Ζαν Σερβαί, ενός Βέλγου ηθοποιού τριάντα τεσσάρων ετών, γίνονται επισήμως ζευγάρι. Στις 10 Ιανουαρίου 1946 πεθαίνει η μητέρα της Μαρίας, η Γκλόρια Πέρεθ Κασάρες, κηδεύεται στο Μονπαρνάς. Ο Καμύ σπάει τη σιωπή του: «Είμαι δίπλα σου με όλη μου την ψυχή από τότε που το έμαθα, και σήμερα, περισσότερο από ποτέ, θα έδινα ό,τι καλύτερο έχω για να μπορέσω να σε αγκαλιάσω για να σου δείξω πόσο θλιμμένος νιώθω», γράφει ο Καμύ «στη μαυρομάλλα του, τη ζωηρή του, τη σπουδαία του, την ωραία του, τη φλογερή του, την αληθινή του ζωή», «στη γυναίκα που αγαπώ» – «έρωτας που έχει απεκδυθεί κάθε περηφάνιας. Μια ύψιστη αρμονία». Στις 17 Φεβρουαρίου 1950 πεθάινει ο πατέρας της Μαρίας. Οι γονείς της ανταμώνουν ξανά, στο ίδιο μνήμα. «η μητέρα μου. Ο πατέρας μου. Οι δυο μοναδικοί άνθρωποι στον κόσμο που ανήκαν σ΄εμένα και που τους ανήκα κι εγώ, αν εξαιρέσεις εσένα», στοχάζεται η Μαρία τη συνθήκη του θανάτου λέγοντας συχνά πυκνά πως, μετά τον πατέρα της, ο Καμύ είναι ο μόνος άνδρας που τη δημιούργησε. «Τώρα μου απομένει μονάχα εσύ και κανείς άλλος. Τώρα είμαι ολοκληρωτικά δική σου». Κι εκείνος, στις 6 Ιουνίου 1950: «Πάνε ‘εξι χρόνια τώρα που άρχισε βαθιά μέσα μου να υπάρχει μια καινούρια ζωή που ήρθε και επισκίασε την παλιά· πάνε έξι χρόνια τώρα που κατάλαβα, μια νύχτα ανάλαφρη και φωτεινή, ότι σ΄αγαπώ – κι η αγάπη αυτή, παρ΄όλο τον σπαραγμό, θέριεψε μέσα απ΄ τα χρόνια για να γίνει η περηφάνια και ο λόγος για τον οποίο ζω».
Εν τω μεταξύ, η Μαρία Καζάρες θριαμβεύει από παράσταση σε παράσταση, στις 21 Νοεμβρίου 1952 αποθεώνεται ως Ελβίρα στον Δον Ζουάν του Μολιέρου στην Κομεντί Φρανσαίζ, τον Ιούνιο του 1953 στο Φεστιβάλ του Ανζέ, στις 20 Ιουλίου 1954 επευφημείται ως λαίδη Μάκβεθ, σε σκηνοθεσία Ζαν Βιλάρ – αυτή της η ερμηνεία «είναι ένας ζωντανός μύθος». Συνεχίζει να παίζει και να πρωταγωνιστεί και μετά τον θάνατο του Καμύ, μέχρι τον θάνατό της στις 22 Νοεμβρίου 1996, μία μέρα πριν κλείσει τα εβδομήντα τέσσερα.
«Σε ακολουθώ βήμα βήμα, μέχρι το μνήμα σου»
Ανεβαίνει στις 4 Ιανουαρίου του 1960 η Καζαρές τα σκαλιά του σπιτιού της –«όταν έρθει η ώρα, θα πρέπει να αποσυρθούμε σ΄ένα όμορφο μέρος και επιτέλους να ζήσουμε μαζί μέρες δημιουργικές και τρυφερές», επέμενε και επιθυμούσε ο Καμύ–, ανεβαίνει τα σκαλιά, αλλά εκείνος δεν είναι εκεί. Θυμάται: «Να είσαι πάντα όμορφη κι ευτυχισμένη και να ΄χεις αυτό το ωραίο και φωτεινό πρόσωπο που λατρεύω».
Η Μαρία έχει επιστρέψει πια σπίτι, στον αριθμό 148 της οδού Βοζιράρ. Έχει παίξει Σαίξπηρ, Κλοντέλ, Καμύ, Κορνέιγ, Ρακίνα, τρέφει πολύ μεγαλύτερη εκτίμηση στο θέατρο σε σχέση με τον κινηματογράφο, στο θέατρο δίνεις όλο σου το είναι, ο κινηματογράφος σε υποχρεώνει να κλειστείς στον εαυτό σου, δεν αφήνει πολλά περιθώρια κινήσεων. Κοντεύει, άλλωστε, δέκα χρόνια να δεχτεί πρόταση, με μοναδική εξαίρεση τη Διαθήκη του Ορφέα του Ζακ Κοκτώ. Την επομένη θα πάει ξανά στη Γαλλική Ραδιοφωνία, να συνεχίσει την ηχογράφηση του Μάκβεθ με τον Αλαίν Κυνύ, στη γαλλική εκδοχή του Λουί Ζουβέ. Και θα περιμένει νέα από τον Καμύ. «Σε ακολουθώ βήμα βήμα, μέχρι το μνήμα σου κι ακόμη παραπέρα – εκτός κι αν φύγω πρώτος εγώ. Αλλά τι σημασία έχει! Μια καρδιά μόνο θα έχει χτυπήσει μέσα μας, μια καρδιά που θα ακούγεται ακόμα, όταν εμείς θα ΄χουμε πια χαθεί, στο μυστήριο του κόσμου», της έγραφε εκείνος στο τελευταίο του γράμμα σαν να προσπαθούσε να ξορκίσει τον θάνατο.
Η Μαρία Βικτόρια Κασάρες Πέρεθ βλέπει την ατζέντισσά της, του Καμύ και τη δική της, τη Μισελίν, να κάθεται σε μια καρέκλα κλωθογυρίζοντας στα χείλη της λέξεις, ενώ το τηλέφωνο κουδουνίζει αδιάκοπα και κανείς δεν σηκώνει το ακουστικό. Εντέλει, η Μισελίν λέει: «Ο Αλμπέρ πέθανε». Αρχίζει η ζωή χωρίς εκείνον – «Ποτέ μου δεν είχα ονειρευτεί πως η ζωή μου θα μπορούσε να γεμίσει τόσο πολύ από έναν άνθρωπο όπως συνέβη μ΄εσένα».
Τους τελευταίους μήνες του 1959, ο Albert Camus –με τον οποίον, εννοείται, δεν χρειάζεται να συστηθούμε…– βρίσκεται με την οικογένειά του, τη γυναίκα του Φρανσίν Φορ, μαθηματικό και φυσικό, και τα δίδυμα παιδιά τους στην Γκραντ Ρυ ντε λ΄Εγκλίζ στο Λουρμαρέν, ένα χωριό μερικών εκατοντάδων κατοίκων στην Προβηγκία, στο εξοχικό του σπίτι, που είχε αγοράσει ο συγγραφέας με τα χρήματα της επιταγής η οποία συνόδευε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1957.
Δουλεύει το μετά θάνατον εκδοθέν μυθιστόρημά του Ο πρώτος άνθρωπος, αφιερωμένο στην πρώτη σελίδα του χειρογράφου στη μητέρα του: «Για σένα, που ποτέ δεν θα μπορέσεις να διαβάσεις αυτό το βιβλίο». Αποφασίζει να παραμείνει στην Προβηγκία και για τις γιορτές των Χριστουγέννων και την Πρωτοχρονιά.
Στις 29 Δεκεμβρίου 1959, ο Camus γράφει στην αγαπημένη Μι, τη Μέττε Ίβερς, μια κοπέλα από τη Δανία, με την οποία ο Camus έκανε συχνά πυκνά βόλτα με το αυτοκίνητό του, μια Citroen 11 BL, τη «Δεισδαιμόνα» και μετά μία άλλη 11, την «Πηνελόπη», στους λόφους γύρω από το σπίτι στο Βωκλύζ, όπου το Λουρμαρέν, στο κέντρο του τριγώνου Αιξ-Αβινιόν-Απτ. Επέμενε ο συγγραφέας της Πανούκλας στην 11 και αρνήθηκε μια DS που η γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία τού είχε προσφέρει όταν τιμήθηκε με το Νόμπελ, γαντζωμένος μια ζωή από όσα αγαπά.
Η Μι βρίσκεται στη Δανία και επιστρέφει στο Παρίσι: «Αυτός ο φρικτός αποχαιρετισμός θα μας κάνει τουλάχιστον να νιώσουμε όσο ποτέ άλλοτε την ακλόνητη ανάγκη που έχουμε ο ένας για τον άλλον. Το ήξερα από πριν, τώρα το ξέρω ακόμη καλύτερα. Δοξάζω την εξάρτησή μου και σε περιμένω, γεμάτος δύναμη και πάθος, ναι, σε περιμένω διαρκώς, πολυαγαπημένη μου, κοριτσάκι μου, ακριβή μου ερωμένη. Όταν θα διαβάζεις αυτό το γράμμα, θα μας χωρίζουν μόλις δυο τρεις μέρες» – παραθέτει ο Ολιβιέ Τοντ στη μνημειώδη βιογραφία του για τον συγγραφέα του Ξένου.
Την επόμενη ημέρα, ο συγγραφέας του Ξένου –της ιστορίας του Meursault, ενός ανθρώπου που το όνομά του παραπέμπει σε μια βουτιά (saut) στον θάνατο (meur)– γράφει στον έρωτά του, στην ηθοποιό Κατρίν Σελέρ: «Ο καιρός είναι καλός, φυσάει αέρας κι ελπίζω να πάρει μαζί του και το κρύωμά μου. Έκλεισα τους φακέλους μου. Δεν είναι δυνατόν να δουλέψω σοβαρά με μια οικογένεια και συνεχείς επισκέψεις… Θα ζήσω, λοιπόν, ξένοιαστος μέχρι τη Δευτέρα. Θα προσπαθήσω να ξαναρχίσω στο Παρίσι, ή αλλιώς, προς μεγάλη μου λύπη, θα πρέπει να ξαναφύγω».
«Χωρίς εσένα, θέλω να πεθάνω»
Η αγάπη, μας έχει δείξει ο συγγραφέας μας, όσο προχωρά, αφειδώλευτη. ένα δάνειο είναι που συνάπτεται με υποθήκη το μέλλον. Η αγάπη, πράγματι, δεν αφήνει πίσω της χαρακώματα. Αγάπη σημαίνει την ανάγκη να προστατέψουμε, να θρέψουμε με τις αισθήσεις, να προφυλάξουμε για να προφυλαχτούμε. Φιλέταιροι να γίνουμε, πάει να πει, φιλάνθρωποι, ζηλόφθονα να προφυλάξουμε την υλοφροσύνη, να περιφράξουμε, να εγκλωβίσουμε και να εγκλωβιστούμε – πάντοτε, ο Camus μάς θυμίζει, με το ανταρτεμένο έργο του και τον εμπύρετο βίο του, να ψάχνουμε μια αγκαλιά, η αγάπη να πληρώνεται, να εκτελωνίζεται και να εκπληρώνεται, να ευλαβούμεθα στον πληθυντικό, να καταφάσκουμε στον τόπο της κλητικής. Μια ικεσία πάντοτε είναι η αγάπη.
Ιδού. Την ίδια εκείνη ημέρα ο συγγραφέας γράφει στην, επίσης, ηθοποιό Μαρία Καζαρές, το φλογερό του πάθος, με την οποία μέσα σε 15 χρόνια αντάλλαξαν 865 επιστολές –η Καζαρές υπέγραφε ως Μ., Β., Μ.Β.–, η τακτικότατη αλληλογραφία τους ήταν ο τρόπος που είχαν βρει για να μοιράζονται την καθημερινότητά τους, να ζουν τρόπον τινά μαζί – «Χωρίς εσένα, θέλω να πεθάνω»: «Τελευταίο γράμμα. Μόνο για να σου πω ότι έρχομαι την Τρίτη, οδικώς, θα φύγω με τους Gallimard τη Δευτέρα. (Περνούν από εδώ την Παρασκευή. Θα σου τηλεφωνήσω μόλις φτάσω, αλλά μπορούμε να κανονίσουμε από τώρα κιόλας να φάμε μαζί το βράδυ της Τρίτης […].)
»Σου στέλνω αμέτρητες τρυφερές ευχές και είθε η ζωή να αναβλύζει από μέσα σου όλο το χρόνο, δίνοντάς σου αυτό το προσφιλές πρόσωπο που τόσα χρόνια αγαπώ (που αγαπώ όμως κι όταν σκοτεινιάζει, και παντοιοτρόπως […]). Σε φιλώ και σε σφιχταγκαλιάζω μέχρι την Τρίτη, όπου όλα θα ξαναρχίσουν».
Ο Καμύ ξέρει την Καζαρές καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον, επισημαίνει στη συγκλονιστική, εξονυχιστικά τεκμηριωμένη βιογραφία της Καζαρές, περί της οποίας εδώ ο λόγος, η Γαλλίδα συγγραφέας και μεταφράστρια από τα ισπανικά Ανν Πλανταζενέ. «Τρώει σαν λύκος, γελάει εκκωφαντικά, είναι φλογερή, κοιμάται βαριά, για ώρες, συνεχόμενα, ο ύπνος είναι ανανεωτικός». Ο Καμύ προτιμούσε η ίδια να λέει όταν μιλά σε τρίτους γι΄αυτούς, αφήνοντας τους άλλους να τον αποκαλούν «Αλμπέρ», ελπίζοντας, έτσι, να κρατήσει μακριά από όλους την ιδιωτική τους ζωή, κρυφή, διακριτική.
Στις 31 Δεκεμβρίου, πάλι στην Κατρίν Σελέρ: «Αυτό είναι το τελευταίο μου γράμμα, γλυκιά μου. Σου εύχομαι μια χρονιά που θα σου γεμίσει την καρδιά, μαζί μ΄ ένα στεφάνι τρυφερότητας και δόξας… Προς το παρόν, επιστρέφω […] Θα τα πούμε την Τρίτη, αγαπημένη μου, σε φιλώ και σου εύχομαι από τα βάθη της καρδιάς μου […]».
Η οικογένεια Καμύ εορτάζει την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Η προβηγκιανή παράδοση επιτάσσει 13 επιδόρπια, φουγκάς, πορτοκάλια, μανταρίνια, σύκα, αμύγδαλα. «Είσαι η αδελφή μου», λέει τρυφερά στη γυναίκα του, «μου μοιάζεις, αλλά δεν πρέπει κανείς να παντρεύεται την αδελφή του».
Η Facel–Vega στον δρόμο για το Παρίσι
Την Πρωτοχρονιά ο εκδότης και καλός φίλος τού Camus, ο Μισέλ Γκαλιμάρ, η γυναίκα του Ζανίν και η κόρη τους Αν μαζί και ο σκύλος τους φτάνουν στην Προβηγκία από το Γκρας εποχούμενοι στο Facel-Vega του Γκαλιμάρ.
Η Facel-Vega είχε ιδρυθεί το 1939 από τον Ελληνογάλλο Jean Daninos και δραστηριοποιήθηκε από το 1954 έως το 1964. O εν λόγω είχε ιδρύσει χυτήριο και εργοστάσιο επεξεργασίας μετάλλων, τη Forges et Ateliers de Construction d’ Eure-et-Loire, από όπου και το ακρωνύμιο της εταιρείας
Το μοντέλο FV3, το αυτοκίνητο του Γκαλιμάρ, με αριθμό πλαισίου 58-228, είχε κινητήρα Hemi V8 της Chrysler (DeSoto Firedome) χωρητικότητας 4.5 λίτρων και απόδοσης 193 ίππων, με την τελική ταχύτητα να φτάνει στα 193 χλμ. ανά ώρα, με μηχανικό κιβώτιο τεσσάρων σχέσεων. Θεωρείτο η επιτομή της πολυτέλειας σε τέσσερις τροχούς. Παρήχθησαν μόλις 357 αντίτυπα και ιδιοκτήτες ενός από αυτά τα αριστουργήματα σε τέσσερις τροχούς υπήρξαν, μεταξύ άλλων, ο Πικάσο, η Άβα Γκάρντνερ, ο Στίρλινγκ Μος, o Ρίνγκο Σταρ, o Τόνυ Κέρτις, o Μωρίς Τρεντινιάν, o Φρανσουά Τρυφώ, η Τζόαν Φοντέιν.
Στις 2 Ιανουαρίου, ο Αλμπέρ συνοδεύει τη Φρανσίν και τα δίδυμα στο σταθμό της Αβινιόν, να πάρουν το τρένο. Ο Γκαλιμάρ επέμενε να ταξιδέψει ο Καμύ μαζί τους οδικώς για το Παρίσι.
Στις 3 Ιανουαρίου η οικογένεια Γκαλιμάρ, ο σκύλος τους και ο Καμύ επιβιβάζονται στο αυτοκίνητο του Γκαλιμάρ. Ο Καμύ έχει μαζί του στον χαρτοφύλακά του το χειρόγραφο του Πρώτου ανθρώπου, 140 πυκνογραμμένες σελίδες. Αρχίζει το ταξίδι προς τον θάνατο, μήτρα όλων των αφηγήσεων, δοκιμή και ύστερη δοκιμασία αυτογνωσίας.
Η παρέα κινείται στην Εθνική οδό 7, γευματίζουν στην Οράγγη, σταματούν σε ένα πανδοχείο κοντά στο Μακόν, δειπνούν, κοιμούνται. Αναχωρούν την άλλη μέρα το πρωί, 4 Ιανουαρίου, διανύουν 300 χλμ., τρώνε ελαφρά στο Σαν, επικρατεί ευθυμία, οι Γκαλιμάρ πειράζουν τον νομπελίστα συγγραφέα για τις γυναίκες του, πώς καταφέρνει και όλες τις κάνει ευτυχισμένες… Οδηγεί ο Γκαλιμάρ, o Καμύ δίπλα του.
Είκοσι τέσσερα χιλιόμετρα έξω από το Σαν, στην Εθνική οδό 5, μεταξύ Σαμπινύ-συρ-Υόν και Βιλνέβ-λα-Γκυγιάρ, το Facel γλιστρά, ο Γκαλιμάρ χάνει τον έλεγχο, το αυτοκίνητο παρεκκλίνει, βγαίνει από τον δρόμο, κτυπά σε έναν πλάτανο, πέφτει σε άλλον δρόμο, διαλύεται. Ο Γκαλιμάρ τραυματίζεται σοβαρά, οι δύο γυναίκες δεν παθαίνουν τίποτα. Ο Καμύ σκοτώνεται επιτόπου. Όπως και ο σκύλος. «Ο πιο παράλογος τρόπος να πεθάνει κανείς είναι σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα», ο Καμύ είχε πει.
«Τα φιλιά δεν τα ΄νιωθε πια»
Σε ένα χωράφι το ρολόι του ταμπλώ σταματημένο δείχνει 2 παρά 5 το μεσημέρι. Δίπλα ο χαρτοφύλακας με τα χειρόγραφα του Πρώτου ανθρώπου, ακόμη μια ανανέωση της πίστης στο θαύμα της ετερότητας, της πίστης που μας συνέχει, μας ενώνει, μας συνεγείρει, μας συναιρεί, όπως το ρήμα αγαπάω συναιρείται στο αγαπώ, ιδίως όταν κόβει ο θάνατος για να μοιράσει ο χρόνος, όπως στο μυθιστόρημα Ο Ταχυδρόμος κτυπάει πάντα δύο φορές του Τζέημς Μ. Κέην, γαλλική μετάφραση του οποίου έκανε την εμφάνισή της το 1936, και ενέπνευσε τον Ξένο – ο Καμύ το διάβασε το 1939. Με την ερημιά ενός βενζινάδικου στα μάτια ξεκινά η Λάνα Τέρνερ, η Κόρα. Στην ομότιτλη ταινία του Τέι Γκάρνετ (1946), με προορισμό το Σαν Φρανσίσκο. Στην έξοδο για την πόλη, όμως, ο ταχυδρόμος κτύπησε μία φορά: «Το μέρος που είχαμε πάει για μπάνιο ήταν κάνα δύο μίλια από τη Σάντα Μόνικα […] Προσπέρασα ένα μεγάλο φορτηγό . Στο πίσω μέρος του είχανε γράψει: ‘’Πάτα την κόρνα σου και ο δρόμος είναι δικός σου’’. Πάταγα την κόρνα σαν τρελός και το φορτηγό εξακολουθούσε να πηγαίνει στη μέση. Δεν μπόρεσα να προσπεράσω από αριστερά, γιατί θα έπεφτα στο αντίθετο ρεύμα […] Έφυγα λοιπόν δεξιά κι έδωσα γκάζι. Η Κόρα ούρλιαζε. Το προστατευτικό τοίχωμα δεν πρόλαβα να το δω. Ακούστηκε ένας φοβερός κρότος κι έπειτα όλα χάθηκαν στο σκοτάδι. Όταν συνήλθα, ήμουν στριμωγμένος κάτω, δίπλα στη ρόδα, με την πλάτη μου στο εμπρός μέρος του αυτοκινήτου. Έμοιαζε με βροχή σε τενεκεδένια στέγη, άλλα δεν ήταν. Ήταν το αίμα της που έσταζε στο παρμπρίζ, εκεί που ’χε βρεθεί, καθώς πέρασε μέσα από το τζάμι […] Την ανασήκωσα και προσπάθησα να σταματήσω το αίμα, ενώ ταυτόχρονα της μίλαγα κι έκλαιγα και τη φιλούσα. Αλλά τα φιλιά δεν τα ένιωθε πια. Είχε πεθάνει», διαβάζουμε, αφού οδηγήσαμε μαζί με τον Φρανκ στον δρόμο προς την έξοδο.
Οδήγηση και ανάγνωση, σχεδόν ξεχασμένες τέχνες και οι δύο, προϋποθέτουν εγρήγορση, πνευματική ετοιμότητα, βλέμμα προσηλωμένο, καλά αντανακλαστικά. Μια αυτοκινούμενη διαδρομή από ένα σημείο σε ένα άλλο, όπως και ένα βιβλίο, είναι ταξίδια από τόπο σε τόπο, πίσω μπρος, από την αρχή στο τέλος που μπορεί να είναι η αρχή, από έναν άνθρωπο στον έτερο. Ο οδηγός του αυτοκινήτου και ο αναγνώστης είναι άνθρωποι μονάχοι. Όπως οι ερωτευμένοι, όπως ο Γκαλιμάρ, όπως ο Καμύ, όπως όλοι εμείς. Και όπως οι ερωτευμένοι, αυτό που απεκδύονται είναι ο εαυτός τους για να ενδυθούν με του άλλου τη σάρκα, έτσι και με το αυτοκίνητο γινόμαστε ένα, ψυχή τε και σώματι. Οδηγούμε για να κατασκευάσουμε χώρο, να βρούμε δικό μας τόπο, να ημερέψουμε, να επιστρέψουμε στα δικά μας, όπως ο Γκαλιμάρ και ο Καμύ στο Παρίσι. Όπως ο Camus στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, όταν οδήγησε ένα από τα αυτοκίνητα της εφημερίδας όπου εργαζόταν, της Paris–Soir, στο Κλερμόν Φεράν, να διαφύγουν. Eκεί, στο Κλερμόν Φεράν, θυμούνται οι συνάδελφοί του τον Αλμπέρ, να βγαίνει από το αυτοκίνητο που είχε μείνει από βενζίνη, λάδι και νερό, να βγαίνει από το αυτοκίνητο που κάπνιζε και πάραυτα να επιστρέψει να διασώσει το χειρόγραφο του Ξένου, το δικό του, κατάδικό του, μεγάλο ταξίδι. Όπως ο Γκαλιμάρ και οι δεκατρείς εργαζόμενοι στον εκδοτικό οίκο από το Σαρτιλί στη Νορμανδία το 1940, νότια στην Καρκασόν, με ένα Citroen Traction Avant, το αυτοκίνητο που τότε ο εκδότης προτιμούσε, και ένα φορτηγό, αν διασώσουν τον εκδοτικό οίκο, να εκδώσουν τον Ξένο – οι τελευταίες σελίδες της πρώτης έκδοσης βγήκαν από τα πιεστήρια στις 21 Απριλίου 1942.
Πράγματι, όσοι νιώθουν ότι θα φύγουν για Αλλού, ο σκαμμένος από τη φυματίωση Αλμπέρ Καμύ, λόγου χάριν, θέλουν να κάνουν ένα μεγάλο ταξίδι. Να φτάσουν μακριά, να γράψουν χιλιόμετρα στους ανοιχτούς δρόμους, στις άγραφες σελίδες, με τη θάλασσα της Μεσογείου, τη θάλασσα του Αλμπέρ Καμύ, τη θάλασσα τόσων εκ-πατρισμένων, άφευκτη και ανέφικτη, άπειρη και άπιστη, τοπίο κάθε επιστροφής, κόλπος και λίκνο τελευταίου προορισμού, μεγάλη και ευρύχωρη, να βαθαίνει μες στο φως, να μαλακώνει για να μας υποδεχτεί.
Να φτάσουμε μακριά, και με τα χιλιόμετρα να γράψουμε, να γεμίσει το λευκό της σελίδας με σημάδια μαύρα. Πενθήματα. Πριν τελευταία φορά μας καλύψουν, να έχουμε τα χαρτιά μας να μας συντροφεύουν, να μας προστατεύουν. Σαν άγγελοι. Και όσοι μένουν πίσω να διαβάζουν πώς τα όνειρα απάτησαν τη σάρκα τους.
Φεύγουμε με τα αυτοκίνητα μακριά. Βιογραφούμε κάθε φορά τον κόσμο από την αρχή. Όπως οι ερωτευμένοι: «Αν έχουμε αγαπήσει κάποιον κάποτε, τότε δεν είμαστε ποτέ πια μόνοι».
Ανν Πλανταζενέ, H μοναδική Μαρία Καζαρές, μτφ. Γιάννης Στρίγκος, Πατάκης, 2022.