Της Κατερίνας Διακουμοπούλου.
Στο Black Box, στη Θεσσαλονίκη, η παράσταση «Κομμάτι για 2» σε σύλληψη και σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Μιχαήλ.
Όταν επισκέπτομαι το Black Box, το νεοϊδρυθέν θέατρο στη Φλέμιγκ, δεν προσδοκώ μόνο την παρακολούθηση μίας παράστασης η οποία ενδεχομένως να με εκπλήξει αλλά κρύβω μέσα μου και μία μικρή περιέργεια για τη διάταξη των καθισμάτων. Διότι ο θιασώτες αυτής της νέας σκηνής γνωρίζουν καλά πως οι θέσεις των θεατών τοποθετούνται ανάλογα με τις σκηνοθετικές ανάγκες της κάθε φιλοξενούμενης παραγωγής. Αυτή η τακτική μπορεί να είναι κοπιώδης και πολύωρη για τους ανθρώπους του Black Box αλλά είναι έντιμη. Διότι μία παράσταση δεν πρέπει να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις του χώρου αλλά ο χώρος να προσαρμόζεται στην παράσταση. Εν ολίγοις, δεν αλλάζουν θέσεις οι ηθοποιοί αλλά αλλάζει θέση το κοινό.
Στο «Κομμάτι για 2» -παραγωγή, σύλληψη και σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Μιχαήλ- η επιβεβλημένη διάταξη των πτυσσόμενων καθισμάτων ήταν και η πιο «επικίνδυνη»: θέατρο αρένας ή αλλιώς κυκλικό θέατρο, όπου το κοινό τοποθετείται γύρο από την σκηνή υπόκρισης. Σε αυτήν την περίπτωση αντιλαμβάνεστε ότι οι ηθοποιοί βρίσκονται απόλυτα εκτεθειμένοι, σε θέαση 360 μοιρών. Είναι ένας άθλος να σκηνοθετήσεις μία παράσταση κυκλικού θεάτρου διότι τόσο οι ηθοποιοί όσο και οι σκηνοθέτες εκπαιδεύονται για να υπηρετήσουν την παραδοσιακή ιταλική σκηνή, όπου η θεατρική σύμβαση προβάλει σχεδόν 120 μοίρες έκθεσης, δηλαδή όσες περίπου μας χαρίζει και ο καθρέπτης μας. Πέρα από τις αντικειμενικές δυσκολίες που έχει η σκηνοθεσία αρένας, προσφέρει μια ανεπανάληπτη οπτική εμπειρία, θυμίζει τελετουργικό, στο οποίο οι θεατές αναπτύσσουν υψηλό βαθμό βλεμματικής επικοινωνίας.
Το Κομμάτι για 2
Το δημιούργημα του Αλέξανδου Μιχαήλ «Κομμάτι για 2», είναι ένα μονόωρο μη-λεκτικό έργο με αντι-ρεαλιστικές σκηνικές ενέργειες. Μία παράσταση χωρίς λόγια, χωρίς μουσική, χωρίς σχεδιασμό φωτιστικών μέσων, χωρίς συμβατική απεικόνιση του πραγματικού, χωρίς κανένα εφέ ψευδαίσθησης. Το μόνο μέσο έκφρασης είναι η αέναη κίνηση, η οποία ενεργοποιεί το ασυνείδητο, αρκεί το κοινό να παραμείνει αυστηρά προσηλωμένο στην αλληλουχία των ενεργειών.
Σε ένα θεατρικό σύμπαν όπου η γλώσσα κυριάρχησε απευθυνόμενη στην λεκτική, δηλαδή στην συνειδητή σκέψη, έχουν λεχθεί, έχουν αναλυθεί τα πάντα. Παρακολουθώντας το «Κομμάτι για 2», έτσι απογυμνωμένο από το λόγο και από κάθε «τερτίπι» εντυπωσιασμού, θεωρώ ότι η ενεργοποίηση της αρχέγονης, οντογενετικής οπτικής σκέψης είναι ένας ασφαλής τρόπος για τον επαναπροσδιορισμό του θεάτρου. Η παράσταση του Αλέξανδρου Μιχαήλ είναι μία «γόνιμη» έκπληξη.
Η ερμηνεία
Σαφώς μία τέτοια σκηνική φόρμα, ιδίως σε ένα μη-συστηματικό κοινό φαντάζει δυσνόητη. Στην συγκεκριμένη όμως περίπτωση η ανοίκεια αυτή θεατρική τακτική είναι εύληπτη διότι το θέμα του έργου –η πάλη των δύο φύλων- είναι αρχέγονο και ως εκ τούτου οικείο. Μία «χορογραφία» της καθημερινότητας, οι «μεταβάσεις» της ζωή: γνωριμία ενός άντρα και μιας γυναίκας, μανιώδης ερωτική έλξη, αμηχανία επικοινωνίας, προσπάθεια συνύπαρξης, αδυναμία συντονισμού, επικίνδυνες μεταστροφές, πρωτοστατούν εναλλάξ, διασταυρώνονται, ανταγωνίζονται, φλερτάρουν παιγνιωδώς, επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές, αναπόφευκτα λάθη, σφικτή – ασφυκτική συμβίωση, άνθρωποι δεκανίκια, σηκώνει ο ένας το βάρος ευθύνης του άλλου, δημιουργούν σχέση εξάρτησης, πλήξη, πίεση για ταύτιση απόψεων, συσσωρευμένος θυμός, συγκρουόμενες επιδιώξεις, πεδίο μάχης, ανάγκη ζωώδους επικράτησης, ανελέητο πάθος όπου η κούραση το καταλαγιάζει, ταλαντεύσεις, ερωτική ατονία, διαρκής ασυμφωνία, συμπόνια, ενοχές, απομόνωση, οριακή αιώρηση, επικράτηση της γυναίκας, επικράτηση του άντρα, ξεσπάσματα, κατάχρηση, τέλμα και πάλι απ’ την αρχή. Νιτρογλυκερίνη… Δανείζομαι την περιγραφή από το δελτίο τύπου: «τόσο ορμητικά και βίαια που στο τέλος συνενώνονται, δημιουργώντας σταδιακά, πυρήνες ενός άλλου στοιχείου, εκλύοντας ταυτόχρονα ενέργεια στο χώρο».
Ευτυχώς που δεν υπήρχε κείμενο…
Οι ερμηνείες
Το βάρος του εγχειρήματος σηκώνουν οι δύο ηθοποιοί (Χριστίνα Γυφτάκη και Δημήτρης Παπαδόπουλος), οι οποίοι διαθέτουν κιναισθητική ευφυΐα και εκτελούν εύρυθμα και συντονισμένα την αεικίνητη δράση υπογραμμίζοντας τα εφέ θεατρικότητας (π.χ. το λύσιμο των μαλλιών της δήλωνε το ερωτικό κάλεσμα).
Κλείνω αυτό το σημείωμα με ένα σχόλιο για το τραγούδι του φινάλε, το μοναδικό της παράστασης. (Πρόκειται, -αν αντιλήφθηκα σωστά- για μία διασκευή της άριας L’ho perduta, me meschina από την τέταρτη πράξη της όπερας του Μότσαρτ «Οι γάμοι του Φίγκαρο», σε λιμπρέτο του Λορέτζο Ντα Πόντε). Εξαιρετική η εκτέλεση και η φωνή της Ελένης Ευθυμίου, αλλά η ηχογράφηση πρέπει οπωσδήποτε να επαναληφθεί…
=