της Βαρβάρας Ρούσσου
Η λύπη ταξιδεύει στο μετρό ή πώς μια διαδρομή υπόγεια, κυριολεκτικά και μεταφορικά, μπορεί να πυροδοτήσει σειρά εικόνων και να συμπαρασύρει σε έναν ποιητικό συνειρμό εμπειρίες, εικόνες, στοχασμούς. Η διαδρομή, οι στάσεις της, οι συνεπιβάτες γίνονται η διαδρομή στην ίδια την Αθήνα, στο ατομικό παρελθόν με τους νεκρούς του, στο συλλογικό παρόν, στη διαδρομή μιας ζωής. Έτσι συνόψισα την πρώτη ανάγνωση της ποιητικής συλλογής της Ελένης Καρρά Μετρό(ει) αυτή η λύπη. Ο ίδιος ο τίτλος, αλλά και η συχνή παρουσία λέξεων σχετικών με το υποχθόνιο ταξίδι βρίσκονται συχνά διάσπαρτες: χειρολαβές, ράγες, σήραγγα, επιβάτες, διαδρομή κ.ά. με ιδιαίτερο βάρος στις δύο λέξεις-άξονες: μετρό-λύπη ενώ το λεκτικό παιχνίδι του τίτλου προδιαθέτει για το κλίμα της συλλογής.
Η κατάβαση στην υπόγεια σήραγγα του μετρό αποτελεί μια υπόμνηση του θανάτου που η ταχύτητα του συρμού στο σκοτάδι μάλλον ενισχύει. Οι νεκροί είναι ωσεί παρόντες, ήδη από τα νυχτερινά όνειρα, -όπως εξάλλου καθαρά δηλώνεται από το πρώτο ποίημα της συλλογής με τίτλο «Ψυχοπομπός Ι»- και επιστρέφουν στο τελευταίο, πριν το «Επίμετρο», ποίημα τιτλοφορούμενο «Ψυχοπομπός ΙΙ». Σε αυτά τα δύο ποιήματα οι νεκροί συμπεριφέρονται ως ζώντες αλλά εντέλει, στο «Ψυχοπομπός ΙΙ» η παρουσία τους γίνεται εφιαλτική και η φωνή εκφοράς παλεύει «να ξεπλυθεί/ η λ ή θ η, ω η λ ή θ η» (η αραίωση του ποιήματος).
Στο πρώτο ποίημα εξάλλου δηλώνεται ρητά η αναγνωστική συνθήκη της συλλογής: αφενός η αίσθηση του κατακερματισμού, του θρυμματισμένου κόσμου της εμπειρίας αφετέρου, και κατά συνέπεια, η αδυναμία των λέξεων, της γλώσσας, κατ’ επέκταση της ποίησης, να ανασυγκολλήσουν τον κόσμο του πραγματικού: «…αλλά ας τελειώνουμε πια μ’ αυτό το αστείο:/ ο κόσμος δεν θα ανασυγκολληθεί/ ούτε με τρικ ούτε με λέξεις./ Μες στους θρυμματισμένους ύπνους μου/σκορπίζονται θρύψαλα θανάτου» («Ψυχοπομπός Ι»). Η αίσθηση ενισχύεται από το επόμενο ποίημα: «Θα κατακλυστούμε από τον πόνο/Σε κάθε βήμα αλλάζουν οι εποχές/Εμποτισμένες στον τρόμο προθέσεις/Αγαθές και με κομμένα δάχτυλα, εκκωφαντικό/βουητό, λέξεις κομμάτια, ξένες λέξεις, λέξεις που,/στάζουν πυρετό…». Καθώς στη διάρκεια της διαδρομής προστίθεται, στον κόσμο των ονείρων και των νεκρών, η οδύνη του πραγματικού κόσμου, συμπιεσμένου στο βαγόνι, αναγνωρίζεται στα ποιήματα μια εκδίπλωση της καθημερινότητας, όπου οι όροι του ρεαλισμού παραγκωνίζονται από το εξωπραγματικό: «Καθώς επέστρεφα από μια ακόμα συνέντευξη για δουλειά/ Και θα σας ειδοποιήσουμε εμείς μόλις έχουμε νεότερα/Ένα μεγάλο διάφανο φεγγάρι γλίστρησε στις σχισμές/ του βιογραφικού μου, και κάπου εκεί ανάμεσα/στις σπουδές και τις δεξιότητες/απλώθηκε σαν λίμνη ξεχασμένη./» («Βιογραφικό»).
Μακρινές καταβολές της υπερρεαλιστικής καταιγιστικής εικονοποιΐας διακρίνονται όταν οι σπαραγματικές εικόνες επιχειρούν να παράξουν την «αστραπή» (κατά Μπρετόν) και να μην γίνουν κοινότοπες ώστε να μπορέσουν να συντηρήσουν την έκπληξη της μετάβασης από το ορατό στο φανταστικό, με την αναμόρφωση της συνήθως) οπτικής εμπειρίας μέσω του εικονοποιητικού συνειρμού: «Dear passengers βουίζοντας κάτω απ’ τα έγκατα των παγετώνων we inform you that Ένας γιγάντιος κύκνος έχει αποκοιμηθεί στο κάθισμα, το κεφάλι του γέρνει μπροστά, οι συνεπιβάτες μαζεύονται απειλητικά γύρω του…». Ή χαρακτηριστικό το «έσπασα»: «Προσπάθησες να αποκολληθείς από τον κόσμο της φαντασίας, κι έμεινες μ’ ένα βαρύ φορτίο λογιστικών εξισώσεων/ανάλαφρα βουλιάζοντας/σε κινούμενη άμμο με συνδετήρες και φακέλους, καθώς γιγάντια άλμπατρος στριμώχνονται στο τραπέζι των συνεδριάσεων…». Τη συνύπαρξη φανταστικού-πραγματικού αποτυπώνει και το ολοσέλιδο πεζόμορφο «Τα καουτσουκόδεντρα της Αθήνας».
Παράλληλα, με ρεαλιστική καταγραφή κινηματογραφικού φακού προβάλλονται ο κατακερματισμός του υποκειμένου, η απομόνωσή του, η αγωνία του για συναισθηματική επαφή, το αστικό κενό, το παρελθόν, ως πάγιες βιοτικές συνθήκες: «Κυλάμε στη θλίψη της πόλης, σκουπίδια, κλειστά μαγαζιά μπόγοι ρούχων ανθρώπινοι, περίκλειστοι στις μουσικές και τις λογοτεχνίες, προστατευμένοι, άκουαλονγκ φίλε μου, τα ξέρουμε, δεν κοιτάμε γύρω μας, δεν είμαστε…». Αλλού: «Οι δρόμοι της Αθήνας αδειανοί και φλεγόμενοι/Αχνίζει το τσιμέντο αλλά και νεραντζιές και γέλια, κι άνθρωποι στα μπαλκόνια/Καθώς διασχίζω τη ζωή ανέμελα/Η θλίψη να μη με τρώει, μόνο σαν κύμα να με νανουρίζει, σαν αγκαλιά να με λικνίζει/».
Μια διαλεκτική λοιπόν τρόπων χαρακτηρίζει τη συλλογή όπως αυτή που αποτελεί τον (ειρωνικό) άξονα του τελευταίου ποιήματος «Διαλεκτική νήσος». Σε κάθε περίπτωση το βαρύ φορτίο ενός τέτοιου διακυβεύματος, μιας εύθραυστης ισορροπίας, υποστηρίζουν η εμφανής απόπειρα πύκνωσης και η συνακόλουθη μορφολογική ποικιλία, δύο από τα κύρια γνωρίσματα της συλλογής. Η Καρρά με κάθε τρόπο μέσω του μορφολογικού πειραματισμού -άλλοτε με σημεία στίξης άλλοτε χωρίς αυτά, με πεζόμορφα ποιήματα σε συνεχή ροή λόγου ή με κάθετες γραμμές που διαιρούν υπαινισσόμενες την παύση, με άτιτλα ή έντιτλα σύντομα ποιήματα, συχνά όχι από την αρχή σελίδας, με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα στίχου ή με πεζό, ακόμη και έμμετρα- υποβάλλει την αναγκαιότητα να βρεθεί ο τρόπος να εκταθούν οι λέξεις πέρα από το όριό τους, ώστε η ποίηση να γεφυρώσει χάσματα και να πληρώσει κενά. Διότι ένα αγωνιώδες ερώτημα διατρέχει τη συλλογή: η ποίηση είναι ικανή να γίνει το αντίβαρο της θλίψης, το μέσο της επικοινωνίας, η καταγγελία του παράλογου; : «αερόσακοι ποίησης ελπίζουμε πως θα μας σώσουνε στη σύγκρουση,…», «όμως τι άλλο είναι η ποίηση παρά απεύθυνση, εκεί που ξεφτίζουν οι λαμπερές στιγμές τοπίων εσωτερικών και μαγεμένων». «Η ποίηση στήνει φωλιές τριανταφυλλένιες/Αν πεις γυμνός χωρίς φτερά/Τα αγκάθια της θα σε ξεσκίσουν τρυφερά/Ανεπαισθήτως./»
Αυτό που φαίνεται ιδιαίτερα ενδιαφέρον στη συλλογή είναι η ικανότητα στη μεταφορά, η μετάπλαση σε μη ρεαλιστική εικόνα που βέβαια καλούνται να τη συγκροτήσουν οι λέξεις στοιχειοθετημένες σε ποικίλες μορφικές συνθέσεις. Δηλώνεται λοιπόν η προβληματική για τις δυνατότητες των λέξεων να μεταδώσουν μια αισθητική εμπειρία όμοια με αυτήν της εικόνας αλλά και να μεταφέρουν στο χαρτί ό,τι εικονοποιείται μεταξύ απρόθετου/ασυνείδητου και εμπρόθετου. Κυρίως όμως υπόκειται το ουσιωδέστερο ερώτημα αν η ποίηση μπορεί να επιτύχει την επικοινωνία μετατρέποντας το ατομικό σε συλλογικό και να περισώσει από τη θλίψη το διασπασμένο υποκείμενο ή αν εντέλει έστω κατορθώνει να μεταφέρει την αδυναμία της να πετύχει την επικοινωνία. Η θέση της Καρρά -και όχι μόνο- φαίνεται να είναι: η ποίηση είναι η απάντηση.