της Ελένης Γεωργοστάθη
Ο δεκάχρονος Αλφ κι η οχτάχρονη αδερφή του Κατίνκα σώζουν ένα παιδάκι από πνιγμό και αποκτούν τρεις κάρτες ελευθέρας που επιτρέπουν στους δυο τους και στον εφτάχρονο αδερφό τους, τον Ρόμπι, να περάσουν ολόκληρο το καλοκαίρι σε μια ανοιχτή πισίνα. Φοβερή η προοπτική για τα τρία παιδιά, καθώς η κάθε άλλο παρά προνομιούχα οικογένειά τους ποτέ δεν έχει χρήματα για διακοπές. Και κάπως έτσι ξεκινά για τους τρεις τους ένα υπέροχο, αλλιώτικο από τ’ άλλα καλοκαίρι: το καλοκαίρι στην πισίνα.
Αυτή πάνω κάτω είναι η αρχή του βιβλίου που πριν από λίγο καιρό απέσπασε το γερμανικό κρατικό βραβείο, ενός βιβλίου που από τη στιγμή που το πιάνεις στα χέρια σου δυσκολεύεσαι να το αφήσεις. Όχι γιατί περιγράφει τίποτα συνταρακτικά γεγονότα –η μόνη ηρωική πράξη πάνω στην οποία σκοντάφτουμε είναι αυτή που χαρίζει στα παιδιά τις κάρτες ελεύθερης εισόδου στην αρχή του βιβλίου και που ο αφηγητής την προσπερνάει μάλλον βιαστικά, γιατί έχει πιο σημαντικά πράγματα να μας πει–, αλλά γιατί η ζωντάνια των χαρακτήρων, η σοφία με την οποία διαρθρώνει την ιστορία του ο Βιλ Γκμέλινγκ, η απροσποίητη γλώσσα κι ο έξοχος ρυθμός είναι στοιχεία από μόνα τους ικανά να φτιάξουν ένα σπουδαίο βιβλίο.
Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Τα τρία παιδιά μάς αποκαλύπτονται με έναν αβίαστο, φυσικό τρόπο σελίδα τη σελίδα μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του διστακτικού και άτολμου Αλφ, που αγχώνεται για το μέλλον και παλεύει να νικήσει τους φόβους και τις αναστολές του. Κοντά του, η μαχητική, ατρόμητη Κατίνκα, που έχει πάθος με οτιδήποτε γαλλικό και πασχίζει να μάθει την αγαπημένη της γλώσσα ολομόναχη, έχοντας σύμμαχό της ένα βιβλίο και πιάνοντας χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό κουβέντα με όποιον γαλλομαθή βρεθεί στον δρόμο της. Κι ο μικρός, ονειροπαρμένος Ρόμπι, που μιλάει λίγο κι όλο κοιτάζει τα σύννεφα και γυρεύει φεγγαρόγατες.
Έπειτα, είναι η καθημερινή τους ρουτίνα στην πισίνα, η ανθρωπογεωγραφία της, ένα πολυπολιτισμικό μωσαϊκό μεταναστών, διάσημων ποδοσφαιριστών, ηλικιωμένων κυριών, καλόκαρδων ή αυταρχικών εργαζομένων, των οποίων πάντως ο χαρακτήρας δεν είναι ζήτημα ούτε καταγωγής ούτε κοινωνικής θέσης – μόνο ανθρώπινης ποιότητας. Είναι κι ο κόσμος έξω στον δρόμο, οι άνθρωποι που συναντούν τα τρία παιδιά στα πέρα δώθε τους μεταξύ σπιτιού και πισίνας, οι καλόβολοι γονείς τους, οι συγγενείς, οι φίλοι, ο περίγυρός τους.
Καθώς η αφήγηση προχωρά μέρα με τη μέρα, καθώς η πισίνα γίνεται το σημείο αναφοράς για τα τρία αδέρφια, ο αναγνώστης πιάνει τον εαυτό του να νιώθει κι εκείνος την ανάγκη να τα ακολουθήσει ως εκεί, να πανηγυρίσει τις μικρές κολυμβητικές και καταδυτικές τους προόδους, ν’ αφουγκραστεί τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα του Αλφ, τις απόπειρες της Κατίνκα να επικοινωνήσει στα κουτσουρεμένα γαλλικά της με τους καινούργιους ξένους φίλους της, ν’ αποκρυπτογραφήσει τον Ρόμπι και τα ταξίδια του στους αιθέρες.
Κι είναι πάνω σ’ αυτά τα μικρά θαύματα που χτίζει αριστοτεχνικά την αφήγησή του ο συγγραφέας. Στα 57 σύντομα κεφάλαια του βιβλίου του δεν κυριαρχεί μια νεφελώδης, νυσταλέα ποιητικότητα, αλλά μια εύρυθμη αφήγηση, όπου κάθε στοιχείο είναι σοφά βαλμένο σε τέτοια θέση και με τέτοιον τρόπο ώστε να θέτει μικρά ορόσημα στα οποία αδημονεί να φτάσει ο αναγνώστης: Άραγε θα κατορθώσει ο Αλφ να προσεγγίσει την όμορφη Γιοχάνα; Θα προσαρμοστεί στο καινούργιο του σχολείο; Θα μπορέσει η Κατίνκα να κάνει ως το τέλος του καλοκαιριού είκοσι διαδρομές στην πισίνα; Θα πάρει το πολυπόθητο αυτόγραφο από τον διάσημο ποδοσφαιριστή που προπονείται στο διπλανό γήπεδο; Τι άλλο θα κατεβάσει το ονειροπαρμένο κεφάλι του μικρού Ρόμπι, δίνοντας αναπάντεχες λύσεις στα πιο περίπλοκα προβλήματα; Και, τελικά, θα πραγματοποιήσουν τα τρία παιδιά τη μεγαλύτερη επιθυμία τους – μια διανυκτέρευση στην πισίνα πριν από το τέλος του καλοκαιριού, χωρίς να τα πάρει είδηση ο Θαλάσσιος Ελέφαντας, ο φοβερός και τρομερός διευθυντής της;
Από αυτή την άποψη, το μυθιστόρημα του Γκμέλινγκ αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η τόσο υποτιμημένη, από την ελληνική παραγωγή τουλάχιστον, καθημερινότητα μπορεί να αποτελέσει, χωρίς τη συνδρομή εντυπωσιοθηρικών ενέσεων, τη μαγιά για τη δημιουργία ενός αναγνώσματος που δε θες ν’ αφήσεις από τα χέρια σου. Μια καθημερινότητα η οποία, αν και εκείνη των λιγότερο ευνοημένων της γερμανικής κοινωνίας, δεν αναλώνεται σε μιζέριες, αχρείαστα δράματα και συναισθηματικούς εκβιασμούς. Ούτε κι εξωθεί τον συγγραφέα στον εύκολο πλην ολισθηρό δρόμο της υιοθέτησης καταγγελτικού λόγου, στην αναζήτηση βαθύτερων και κραυγαλέων νοημάτων, στην εργαλειοποίηση, με δυο λόγια, της λογοτεχνικής διαδικασίας.
Ίσα ίσα. Το στοιχείο που συγκινεί τον αναγνώστη καθώς οδεύει προς το τέλος αυτού του όμορφου βιβλίου είναι η κατάφαση που αποπνέει το κείμενο, η ζεστασιά κι η γαλήνη αυτής της πενταμελούς ανοιχτόκαρδης οικογένειας, η θετική, καλόβολη στάση της απέναντι στο διαφορετικό, το βαθύ νοιάξιμο του ενός για τον άλλο, η ισχυρή αγάπη που δένει τα τρία παιδιά, η άσβεστη λαχτάρα τους για ζωή κι η αισιόδοξη ματιά που τους επιτρέπει να προσπερνούν δυσκολίες, να μην κολλούν σε ατέλειες, να ονειρεύονται το αδύνατο. Κι όπως καμιά ποιητική εικόνα δε συγκρίνεται με τη γυαλάδα της νεροτσουλήθρας στη βροχή, με το αεράκι στο βρεγμένο δέρμα και με τα βήματα των γυμνών ποδιών στο μαλακό χορτάρι, έτσι και τα πλατσουρίσματα τριών παιδιών σε μια πισίνα κάτω από το βλέμμα δυο γλυκών, υποστηρικτικών γονιών κι ενός τσούρμου νέων φίλων είναι από μόνα τους ικανά να μετατρέψουν ένα φαινομενικά αδιάφορο καλοκαίρι στην πιο αλησμόνητη εμπειρία της ζωής τους – ως την επόμενη φυσικά.
INFO: Βιλ Γκμέλινγκ,Καλοκαίρι στην πισίνα,Mτφρ. Πελαγία Τσινάρη,Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2020.