Ιωάννα Μπουραζοπούλου.
Δεν γνωρίζω τον ακριβή ορισμό της λογοτεχνίας του φανταστικού, αλλά είμαι σίγουρη ότι δεν υπάρχει η «λογοτεχνία της έλλειψης φαντασίας» και ούτε θα μπορούσε να υπάρξει ποτέ. Από τη στιγμή που βασικό χαρακτηριστικό της λογοτεχνίας είναι η μυθοπλασία, όλα της τα είδη αποτελούν εκφάνσεις του φανταστικού. Ακόμη και οι λογοτέχνες που στοχεύουν στην ακριβή αποτύπωση της πραγματικότητας, θα υποχρεωθούν να καταφύγουν στη νοητική υπέρβαση –μεταφορές, υπερβολές, στοιχεία ονείρου, εκδηλώσεις του υποσυνείδητου– προκειμένου να κάνουν την περιγραφή της πραγματικότητας πιο ζωντανή, πιο διαπεραστική και εν τέλει πιο πιστευτή. Σαν να λέμε, χωρίς το φανταστικό, η πραγματικότητα στερείται αληθοφάνειας, αφού σίγουρα είμαστε κάτι περισσότερο από την αναπαράστασή της.
Τα δικά μου έργα ανήκουν στον χώρο του φανταστικού, είναι παραμύθια για ενήλικες, οπότε χρησιμοποιώ ανεπιφύλακτα και απολύτως συνειδητά όλα τα παραπάνω εργαλεία νοητικής υπέρβασης που οι συγγραφείς του ρεαλισμού θα προσέγγιζαν με δισταγμό, αλλά θα υποχρεώνονταν, από καθήκον προς την αλήθεια, να μην αποφύγουν. Όπως εγώ καταφεύγω υποχρεωτικά στον ρεαλισμό, ξεπερνώντας ορισμένες φορές σε ακρίβεια τους ταγμένους εκφραστές του, προκειμένου να κάνω τον μύθο μου να λειτουργήσει. Στις καλύτερες στιγμές μας οι δύο λογοτεχνίες θα συναντηθούμε κάπου στα μισά, αλλάζοντας καπέλα. Για να είμαι ειλικρινής ούτε ο πρώτιστος στόχος του ρεαλισμού μου φαίνεται ξένος, κάθε άλλο. Η «πιστή ανασύσταση της πραγματικότητας» αποτελεί και δική μου επιδίωξη, αλλά της πραγματικότητας όπως εγώ την αισθάνομαι κι όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι, όχι όπως καθιερώθηκε να εννοείται.
Όταν επιδιώξεις και εργαλεία είναι λίγο πολύ κοινά, πού εντοπίζεται τελικά η διαφορά μεταξύ της τέχνης του φανταστικού και εκείνης του ρεαλισμού; Εγώ τουλάχιστον την εντοπίζω στον τρόπο με τον οποίο προσπαθούμε να εξασφαλίσουμε τη συμμετοχή του αναγνώστη.
Τίποτε δεν γίνεται χωρίς τη συμμετοχή του αναγνώστη –σ’ αυτό συμφωνούμε και οι δύο λογοτεχνίες. Το βιβλίο πρέπει να είναι εμπειρία, ψυχική, πνευματική, ακόμη και σωματική. Η ανάσα που κόβεται απ’ την έκπληξη, το χτυποκάρδι της αγωνίας, το κενό στο στομάχι που δημιουργεί το άτοπο, το μούδιασμα που προκαλεί η απειλή, η ανακούφιση που φέρνει η λύση. Όταν κλείσει το βιβλίο, θέλουμε ο αναγνώστης να πει «τι ήταν αυτό που έζησα!» όχι απλώς «τι ήταν αυτό που διάβασα». Να εισχωρήσει στο κείμενο φέρνοντας μαζί τα βιώματά του, τις μνήμες του, τις σκέψεις του, τα συναισθήματά του ώστε να συν-δημιουργήσουμε, γιατί τότε μόνο λειτουργεί η λογοτεχνία. Αν διαβάζει το κείμενο αμέτοχος, νιώθοντας πως όσα διαδραματίζονται δεν τον αφορούν, περνάει την ώρα του βέβαια, αλλά δεν συντελείται το θαύμα.
Το πρόβλημα είναι ότι ο αναγνώστης δεν έχει κανένα λόγο να συμμετέχει στο βαθμό που οι λογοτέχνες ονειρευόμαστε –γιατί είναι κουρασμένος, βαριέται, έχει άλλες έγνοιες– άρα θα πρέπει να τον προκαλέσουμε να το κάνει, για να μην πω ότι θα πρέπει να μην του αφήσουμε κανένα περιθώριο να το αποφύγει. Και για να το πετύχουμε, οι δύο λογοτεχνίες επιστρατεύουμε διαφορετικές τεχνικές και τεχνάσματα.
Ο ρεαλισμός εγείρει τη συγκινησιακή μνήμη του αναγνώστη με τρόπο ευθύ, χτυπώντας τα συγκινησιακά κέντρα απροκάλυπτα. Φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με αυτό που ζει, που ξέρει πολύ καλά και που αμέσως θα αναγνωρίσει. Ακόμη κι αν δεν πρόκειται για προσωπικό του βίωμα, είναι κάτι που γνωρίζει, π.χ. γνωρίζει για τη Μικρασιατική Καταστροφή κι ας μην την έζησε, έτσι προκαλείται ανακλαστικά η συγκίνηση, που θα οδηγήσει στην ταύτιση με τα δρώμενα και θα συντελεστεί το θαύμα.
Ακριβώς την αντίθετη τεχνική ακολουθώ εγώ. Δημιουργώ εξαρχής μια απόσταση ανάμεσα σε αυτό που πραγματεύεται το βιβλίο και σε αυτό που ζει ή ξέρει ο αναγνώστης. Η «πραγματικότητα» του έργου –που όλοι οι ήρωες αποδέχονται ως «αντικειμενική»– δεν είναι η καθιερωμένη και μοιάζει μάλλον εξωφρενική. Επιπλέον οι «τόποι» του έργου είναι τελείως αγνώριστοι και αφάνταστα παράδοξοι, χωρίς όμως να έχουν αλλαχθεί τα ονόματά τους (Αθήνα, Παρίσι, Αιγαίο, Μεσόγειος) κάτι που θυμίζει παρωδία ή φάρσα. Έτσι από την πρώτη σελίδα ο αναγνώστης αισθάνεται την απόσταση που τον χωρίζει από τα δρώμενα. Οι υπόλοιπες τετρακόσιες σελίδες του βιβλίου στοχεύουν στο να καταλυθεί αυτή ακριβώς η απόσταση.
Πάνω στον καμβά που δημιουργεί η εξωφρενική «πραγματικότητα» και οι παράδοξοι «τόποι», δρουν άνθρωποι όχι πολύ διαφορετικοί από εκείνον, απλώς πιο θεατρικοί, αποκαλύπτονται κοινωνικά συστήματα όχι πολύ διαφορετικά από αυτά που ξέρει, ενώ αναπτύσσονται σχέσεις εξουσίας και εξάρτησης όχι πολύ διαφορετικές από εκείνες που βιώνει. Έτσι, όσο προχωρά η ανάγνωση, το βιβλίο του φαίνεται όλο και πιο λογικό, όλο και πιο αιτιολογημένο και, εν τέλει, όλο και πιο πιστευτό. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται σταδιακά την τεχνική της παραμόρφωσης, αλλά του διαφεύγει η αιτία της και οι ακριβείς αναφορές και αντιστοιχίσεις. Προκειμένου λοιπόν να αποκωδικοποιήσει ό,τι εξακολουθεί να του ξεγλιστρά, επιστρατεύει ασυναίσθητα γνώσεις, σκέψεις, βιώματα, συνειρμικές μνήμες, τα οποία εφαρμόζει στα στοιχεία της αφήγησης για να καταφέρει να τα ερμηνεύσει – με άλλα λόγια «συμμετέχει». Εκείνη ακριβώς τη στιγμή της συν-δημιουργίας (αν μέχρι τότε δεν έχει βαρεθεί και δεν έχει κλείσει το βιβλίο) μπορεί και να συντελεστεί το θαύμα.
Πολύ πειστική και σημαντική η άποψή της καθώς μας πείθει κυρίως με το έργο της. Οι θεωρίες μπορεί να έρθουν σε σύγκρουση με το αποτέλεσμα γι αυτό και πάντα μετράει το αποτέλεσμα, και στην Μπουραζοπούλου υπάρχει όχι μόνο ταύτιση αλλά και η γοητεία του αποτελέσματος.