Χρήστος Τσιάμης (γράμμα από το Μανχάταν).
Ανάμεσα στα είδη της λογοτεχνίας το θέατρο έχει μια ιδιομορφία. Για να ολοκληρωθεί δεν αρκεί η καταγραφή και η ανάπλαση του κειμένου στη φαντασία τού αναγνώστη όπως συμβαίνει με το ποίημα, το διήγημα ή το μυθιστόρημα. Το θεατρικό έργο γράφεται για να στηθεί τρισδιάστατο (με συγκεκριμένες από τον συγγραφέα οδηγίες) επί σκηνής.
Αυτή τη χρονιά, το θεατρικό τοπίο της Νέας Υόρκης (ίσως το πιό δραστήριο και πιό σημαντικό μαζί με εκείνο του Λονδίνου) παρουσιάζει επίσης μια ιδιομορφία σε σύγκριση με τους αμέσως προηγούμενους χρόνους, ίσως και δεκαετίες. Συγκεκριμένα, υπάρχει ένας σχετικά μεγάλος αριθμός θεατρικών παραστάσεων που δεν βασίζονται σε θεατρικά έργα αλλά είναι διασκευές μυθιστορημάτων ή και διηγημάτων γνωστών συγγραφέων.
Επίσης (αν και απόμακρα σχετικό), περί τα τέλη του καλοκαιριού η εφημερίδα Νιού Γιόρκ Τάϊμς, σε μια μόνιμη στήλη στο ένθετο τής Κυριακάτικης Κριτικής του Βιβλίου, είχε θέσει το εξής ερώτημα: «Γιατί ολοένα διακηρύσσουμε ότι το μυθιστόρημα είναι νεκρό;»
Αυτές οι διαπιστώσεις και οι συγκυρίες έγιναν αφορμή για ανάμεικτες σκέψεις και ερωτήματα που θα τα παραθέσουμε εδώ όπως ανέκυψαν – ανάκατα, προφανώς με κάποιον συσχετισμό, χωρίς όμως καμμιάν ακολουθία ή κανόνα λογικό – χάριν μιας άτυπης (κατά νούν) συζήτησης με τον αναγνώστη που ίσως έχει παρατηρήσει παρόμοια φαινόμενα. Πρώτα πρώτα όμως ας αναφέρουμε τα συγκεκριμένα γεγονότα αφορμές.
Αργά την άνοιξη η πρωτοποριακή θεατρική ομάδα Σερβις για Επιδιορθώσεις Ασανσέρ (Elevator Repair Service) ανέβασε το πρώτο κεφάλαιο από το μυθιστόρημα «Η βουή και η μανία», του Γουίλλιαμ Φώκνερ. Δεν είναι τυχαίο ότι το κεφάλαιο αυτό είναι (τουλάχιστον στην έκδοση που έχω) περίπου 90 σελίδες, όσο περίπου κι ένα θεατρικό έργο, και ότι περιέχει ως επί το πλείστον διάλογο (ή μονόλογο) και ότι οι αναμεταξύ περιγραφές μοιάζουν με σκηνικές οδηγίες. Δεν παύει όμως να ανήκει σε ένα από τα πιό δύσκολα κλασσικά βιβλία της Αμερικανικής λογοτεχνίας και η παράσταση αυτή χρησιμοποιεί κάθε λέξη του βιβλίου είτε στον διάλογο των ηθοποιών, είτε σε ανάγνωση ή και ακόμα σε προβολή στους τοίχους της σκηνής τμημάτων του αρχικού κειμένου. Στο παρελθόν, η θεατρική αυτή ομάδα είχε ανεβάσει, σε εξάωρη παράσταση, ολόκληρο το μυθιστόρημα «Ο Υπέροχος Γκάτσμπυ» του Φ. Σκότ Φιτζέραλντ, και επίσης μια διασκευή του μυθιστορήματος «Κι ο ήλιος ανατέλλει» του Χέμινγουεϊ. Ενας κριτικός θεάτρου είχε γράψει, χαρακτηριστικά, ότι αυτή η θεατρική ομάδα τείνει να γίνει ‘η πιό αγαπημένη λέσχη βιβλίου για τον κάθε σκεπτόμενον θεατρόφιλο.’
Αμέσως κατόπιν, το καλοκαίρι, ακολούθησε ένα άλλο εργο που βασιζόταν σε μυθιστόρημα, «Ο Κάφκα στην ακρογιαλιά» του Χαρούκι Μουρακάμι. Σύμφωνα με έναν κριτικό, το έργο είχε εντυπωσιακά σκηνικά εφφέ και, επί πλέον, η χρήση παραδοσιακών μεθόδων του γιαπωνέζικου θεάτρου από τον σκηνοθέτη Γιούκιο Νιναγκάγουα του πρόσδιδε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ομως η χρήση μεγάλων αποσπασμάτων από το αρχικό μυθιστόρημα με, προφανώς, μη δραματικό χαρακτήρα, υπονόμευε τη θεατρική εμπειρία. Παρόμοιοι προβληματισμοί ανέκυψαν και με το θεατρικό έργο «Τερέζ Ρακέν» βασισμένο στο μυθιστόρημα του Εμίλ Ζολά. Σύμφωνα με τους κριτικούς, η παρουσία της γνωστής ηθοποιού Κύρα Νάϊτλι και οι εντυπωσιακές σκηνογραφίες δεν αρκούσαν για να «διασώσουν» την παράσταση. Αλλα παρόμοια έργα που ανεβάστηκαν συμπεριλαμβάνουν τα «Ταξίδια με την θεία μου», βασισμένο στο μυθιστόρημα του Γκράχαμ Γκρήν, και «Δυστυχία» από το μυθιστόρημα του Στήβεν Κίνγκ που προηγουμένως είχε γίνει κινηματογραφικό έργο. (Το ενδιαφέρον εδώ είναι η συμμετοχή του αεικίνητου- κινηματογραφικά – Μπρούς Γουϊλλις, ο οποίος υποδύεται τον ρόλο του σε αυτό το θεατρικό στάσιμος σ’ ένα κρεβάτι!)
Τέλος, η θεατρική ομάδα Acting Company ανέβασε, με τον συλλογικό τίτλο «Πόθος», έξη μικρά θεατρικά έργα βασισμένα σε διηγήματα του Τεννεσσή Γουίλλιαμς. Τις διασκευές των διηγήματων τις είχαν αναθέσει σε νέους και σε καταξιωμένους θεατρικούς συγγραφείς. (Πριν χρόνια, είχε συμβεί το ίδιο με μικρά θεατρικά βασισμένα σε διηγήματα του Αντον Τσέχωφ.) Επίσης μαθαίνουμε ότι ένας θεατρικός οργανισμός έχει αναθέσει σε έναν εξαιρετικά νεαρό και ταλαντούχο θεατρικό συγγραφέα τη διασκευή του «Τόμ Σώγιερ» του Μάρκ Τουέϊν, και ότι το καλοκαίρι στο Λονδίνο θα ανεβαστεί ένα έργο με βάση τα δημοφιλέστατα, ανάμεσα στους νέους, μυθιστορήματα του Χάρρυ Πόττερ.
Κι εδώ αρχίζουν τα ερωτήματα. Γιατί αυτή η πληθώρα διασκευών; Υπάρχει μήπως κρίση στο θέατρο ως είδος λογοτεχνικό; Εχει συρρικνωθεί η συγγραφή θεατρικών έργων από νέους συγγραφείς ή μήπως δεν εμπιστευόμαστε το έργο τους, και γιατί; Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι ενώ σε χρόνους περασμένους πανηγυρίζαμε απανωτά έργα, ας πούμε, του Σαμ Σέππαρντ, εφέτος ο λόγος είναι για το έργο ενός σκηνοθέτη, του Ivo van Hove, που έχει παρουσιάσει απανωτά σημαντική δουλειά στο θέατρο σε αναβιώσεις (ή και μεταμορφώσεις από τον σινεμά!) κλασσικών έργων (όπως η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, «Η θέα από τη γέφυρα» του Αρθουρ Μίλλερ, οι «Σκηνές ενός γάμου» από το ομώνυμο κινηματογραφικό έργο του Ινγκμαρ Μπέργκμαν); Η μήπως το όλο πράγμα είναι συνάρτηση της γενικής οικονομίας αυτής εδώ της πόλης που τείνει να γίνει για τον πολύ κόσμο απαγορευτικά ακριβή; Κι έτσι οι παραγωγοί στρέφονται όλο και πιό πολύ προς το ασφαλές, τη δοκιμασμένη συνταγή: γνωστά έργα (έστω και μέσω διασκευής) και γνωστοί ηθοποιοί;
Επίσης θα μπορούσαμε να θέσουμε το εξής ερώτημα για τις περιπτώσεις του Τεννεσσή Γουίλλιαμς και του Αντον Τσέχωφ, που ήσαν δεινοί θεατρικοί συγγραφείς: αν αυτοί θεώρησαν ότι το υλικό μιας συγκεκριμένης ιστορίας άρμοζε να ειπωθεί υπό την μορφή διηγήματος, μήπως η απόπειρα της διασκευής του σε θεατρικό είναι καταδικασμένη εκ των προτέρων σε αποτυχία; Λέγεται ότι ο Μάρκ Τουέϊν είχε προσπαθήσει και είχε εγκαταλείψει την προσπάθεια της γραφής του θεατρικού Τόμ Σώγιερ. Υπάρχουν βέβαια και κάποιες εξαιρέσεις, όπως το «Ημερολόγιο ενός τρελλού» του Νικολάϊ Γκόγκολ που στην Ελλάδα είναι περισσότερο γνωστό σαν θεατρικό έργο παρά σαν διήγημα, όπως το έγραψε ο Γκόγκολ!
Βεβαίως ευθύς εξ αρχής είχαμε διασκευές λογοτεχνικών έργων για τον κινηματογράφο (κάποτε επιτυχώς, μα ως επί το πλείστον τραυματικές απόπειρες). Αυτό δικαιολογείται αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι ο κινηματογράφος είναι μια σχετικά καινούργια τέχνη που ακόμα προσπαθεί να ορίσει τον ευατό της. Οι διασκευές για τον κινηματογράφο είναι τριών ειδών: Α) Πιστή στο λογοτεχνικό έργο, σχεδόν λέξη προς λέξη, όπως στο Sheltering Sky του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Πωλ Μπόουλς. Β) Η ίδια ιστορία/θέμα με το λογοτεχνικό έργο αλλά κινηματογραφικά να εκτυλίσσεται σε ένα ιστορικώς (και οπτικώς) διαφορετικό περιβάλλον, όπως το Apocalypse Now του Φράνσις Κόπολλα που βασίζεται στο μυθιστόρημα του Τζόζεφ Κόνραντ «Καρδιά του Σκότους». Γ) Το λογοτεχνικό έργο γίνεται απλώς η αφορμή για να ειπωθεί μια εντελώς άλλη ιστορία, όπως το Blow Up του Μικελάντζελο Αντονιόνι που βασίζεται σε ένα διήγημα του Χούλιο Κορτάσαρ. Οι θεατρικές διασκευές της φετινής χρονιάς που αναφέραμε ανήκουν στην πρώτη από τις παραπάνω κατηγορίες με εξαίρεση ένα από τα μικρά θεατρικά του «Πόθου». Σε αυτό, ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας Τζόν Γκουέαρ (John Guare) χρησιμοποίησε σαν αφορμή το διήγημα του Τ. Γουϊλλιαμς «Πορτραίτο κοριτσιού σε γυαλί» για να φανταστεί μιαν εντελώς καινούργια ιστορία: τι δηλαδή συνέβη σε δύο χαρακτήρες του περίφημου θεατρικού έργου του Γουϊλλιαμς «Ο γύαλινος κόσμος» έξω από τα γιγνόμενα του έργου αυτού.
Οσο για το μυθιστόρημα, η απάντηση των συνεργατών της εφημερίδας Νιού Γιόρκ Τάϊμς στο ερώτημα που αναφέραμε στην αρχή του κειμένου ήταν ότι το μυθιστόρημα δεν είναι νεκρό. Είπαν πως ένα συγκεκριμένο είδος μυθιστορήματος ίσως να έχει γίνει παρελθόν αλλά το μυθιστόρημα θα εξακολουθεί να υπάρχει όσο υπάρχουν μυθιστοριογράφοι. Και αυτό είναι εμφανές από την πληθώρα συγγραφέων που ασχολείται επιτυχώς με το είδος. Ετσι αυτή η πορεία που παρατηρήσαμε εφέτος από το μυθιστόρημα στο θέατρο δεν θα μπορούσε να αποδοθεί σε κάποια υπαρξιακή κρίση του μυθιστορήματος.
Και μιας και αναφέραμε τον κινηματογράφο και τον Ινγκμαρ Μπέργκμαν παραπάνω, θέτουμε το ερώτημα: γιατί να μην θεωρηθεί και το σενάριο σαν είδος λογοτεχνίας άξιον της κρίσης λογοτεχνικών επιτροπών και βραβείων συμπεριλαμβανομένου και του Νόμπελ. Εχουν απονεμηθεί τουλάχιστον τρία Νόμπελ αποκλειστικά για την παραγωγή θεατρικού έργου (στον Λουίτζι Πιραντέλλο, στον Γιουτζίν Ο’ Νήλ, και στον Χάρολντ Πίντερ). Κι έρχονται στο νού πολλαπλά σενάρια, σίγουρα του Μπέργκμαν, (και αναφέρομαι μόνο στον διάλογο) που μπορούν να σταθούν επαξίως δίπλα στον λόγο των προαναφερθέντων θεατρικών συγγραφέων. Και να γίνουν και θεατρικές παραστάσεις, πιό φυσιολογικά από ένα μυθιστόρημα!
Μια τελευταία σκέψη για το θέατρο στη χώρα μας. Είχα αγγίξει λίγο, σε προηγούμενο άρθρο, την υπόθεση της «εκδίωξης» της ποίησης από την πολιτεία σύμφωνα με αυτά που πρεσβεύει ο Πλάτων στην «Πολιτεία» του. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ο αρχαίος φιλόσοφος δεν φαίνεται να έπεισε πολλούς. Γιατί η ποίηση συνέχισε να ανθίζει ανά τους αιώνες, και μέχρι σήμερα, στην παράδοση της γλώσσας του. Πολύ φοβάμαι όμως ότι κατάφερε να γίνει (όπως εκ των πραγμάτων είναι φανερό) παράγων ανασταλτικός στο εγχώριο θέατρο. Και αν το σκεφτούμε καλά δεν είναι και τόσο περίεργο. Γιατί παρόλο που οι λεκτικές αναφορές στην «Πολιτεία» ήταν για την «ποίηση» (και υπήρχαν βεβαίως αναφορές στους επικούς ποιητές του απώτερου παρελθόντος) στο στόχαστρο του είχε ξεκάθαρα ο φιλόσοφος τους θεατρικούς συγγραφείς της εποχής του και του θεάτρου την μίμηση. Κι αν δεν κατάφερε να σιωπήσει εκείνους, σίγουρα οι βολές του λάβωσαν τους επιγόνους τους στο είδος, στον τόπο τους…
Ξεκινήσαμε με σκέψεις ανάκατες και προχωρήσαμε, βασιζόμενοι σε ορισμένες παρατηρήσεις, να δούμε αν υπάρχει κρίση στο θέατρο σήμερα. Καθ’ οδόν εκφράσαμε και άλλες διάφορες κρίσεις. Διαπιστώνουμε (λές και δεν το ξέραμε!) ότι είναι δύσκολο να συνθέσεις την «μεγαλύτερη εικόνα» εκ του σύνεγγυς. Εκείνο που μπορείς να κάνεις, όμως, είναι να χαίρεσαι το παιχνίδι, με περιέργεια να παρατηρείς, και να επεμβαίνεις θετικά όποτε κι όπως μπορείς!
Σημείωση : Φωτογραφία από το θεατρικό «Ο Κάφκα στην ακρογιαλιά» βασισμένο στο μυθιστόρημα του Χαρούκι Μουρακάμι