Η λεπτή κίνηση ανάμεσα στις αποχρώσεις

0
239

Της Μαίρης Κλιγκάτση.

 

Τη Γυναίκα με Ποδήλατο, πρώτη συλλογή διηγημάτων του Νικόλα Σεβαστάκη ακολουθεί ο Άντρας που πέφτει, λιγότερο από δύο χρόνια μετά. Φρονώ πως ο συγγραφέας συγκροτεί μια πρώτη πεζογραφική ενότητα, ικανή να ανιχνευθεί ήδη σε ελάσσονα κλίμακα από την επιλογή των δύο τίτλων και όσα αυτοί υπαινίσσονται, και σε μείζονα από την κατασκευή ενός κοινού ατμοσφαιρικού ιδιώματος. Η ενότητα προκύπτει, λοιπόν, από το αίτημα διερεύνησης μιας υφολογικής ιδιολέκτου που ανατέμνει και επεξεργάζεται σύγχρονους βίους.

Στα δέκα διηγήματα του Νικόλα Σεβαστάκη (ποικίλης έκτασης) αρθρώνεται μια πεζολογική ιδιόλεκτος με κεντρικό αίτημα τη διερεύνηση στιγμιότυπων, ζήτημα με το οποίο ασχολήθηκε και στο πρώτο βιβλίο. Ο συγγραφέας συνεχίζοντας ακόμα πιο στιβαρά και αφαιρετικά (γεγονός που προκύπτει και από τον αριθμό των ιστοριών που αποφάσισε να εντάξει στη συλλογή) τη συνομιλία του με μνήμες, τόπους και ανθρώπινες φιγούρες, συλλέγει σχεδόν με φωτογραφικό τρόπο στιγμιότυπα της καθημερινότητας και τα διασώζει μέσω της λογοτεχνικής τους ανάδυσης. Διασώζει τις ιστορίες των ηρώων του, την αναμέτρησή τους με τη φθορά και τη λήθη. Στην περίπτωση, βέβαια, του Ν. Σεβαστάκη αυτή η χειρονομία δεν έχει σωτηριολογικό χαρακτήρα με την έννοια μιας μεταφυσικής σημασιοδότησης. Η διάσωση για την οποία κάνω λόγο επανατοποθετεί την αφήγηση στη ζώνη της παρατήρησης: στην ερμηνευτική και αναστοχαστική ικανότητα των στιγμιότυπων να συγκροτούν μιαν άλλη πραγματικότητα πλέρια νοημάτων. Η τεχνική με την οποία επεξεργάζεται ο συγγραφέας τα στιγμιότυπά του, τού επιτρέπει να υπαινιχθεί τα μη προφανή αλλά και όσα δεν αξιώνουν οριστικές ερμηνείες. Ο Ν. Σεβαστάκης επιφυλάσσει για τον αναγνώστη πολλαπλές μαρτυρίες διαχείρισης και ανακατασκευής ενός κοντινού παρελθόντος. Το οξυδερκές και ευαίσθητο βλέμμα παρατήρησης που έχει δομήσει ήδη από το πρώτο του βιβλίο, τού επιτρέπει να συνθέτει αφηγηματικές δαγκεροτυπίες. Κατορθώνει έτσι να παρουσιάσει ήρωες που αναμετρώνται με τη ροή της ζωής και της αφήγησης, με τη μνήμη και τα βιώματά τους, όχι όμως εμμένοντας σε ιστορίες αδιέξοδης αναπόλησης και ματαίωσης˙ αλλά κατασκευάζοντας ιστορίες που καταφάσκουν όχι στην παραίτηση, αλλά σε κάποια μορφή συνέχειας, ακόμη κι αν αυτή η συνέχεια δεν λαμβάνει χώρο σε πρώτο πλάνο ή επίπεδο.

Ο βαρύς οπλισμός του δεύτερου βιβλίου είναι ακριβώς αυτή η λεπτή κίνηση ανάμεσα στις αποχρώσεις των φράσεων και των εικόνων. Στον Άντρα που πέφτει, οι ήρωες κινούνται με μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας σε σχέση με τους αντίστοιχους της Γυναίκας με Ποδήλατο. Αιτία για αυτή τη μετακίνηση, φαίνεται να είναι η απομάκρυνση του συγγραφέα από αυτοαναφορικές εκκινήσεις, συνθήκες που μειώνουν εγγενώς το βαθμό κινητικότητας και εξέλιξης των ιστοριών και των ηρώων.

Το σχεσιακό κοινωνικό μοντέλο που προτείνεται από τις ιστορίες του Ν. Σεβαστάκη είναι πάντοτε παρόν, αλλά δεν αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα διαπραγμάτευσης στο έργο του. Ο συγγραφέας εστιάζει συνήθως στην αντίληψη ενός ανθρώπινου υποκειμένου και στην εξέλιξη του προσωπικού βλέμματός του με βάση το χρόνο και τον τόπο. Οι σχέσεις του κεντρικού υποκειμένου με το γύρω περιβάλλον δορυφορούν και φωτίζουν τις λεπτές αποχρώσεις και τα κίνητρα των ηρώων, τις απογοητεύσεις και τις πτώσεις τους. Προς την ίδια κατεύθυνση λειτουργεί τόσο η πρωτοπρόσωπη όσο και η τριτοπρόσωπη αφήγηση: είναι ο μοχλός ανάδυσης των λεπτομερειών αυτού του προσωπικού βλέμματος. Τα στιγμιότυπά του, στιγμιότυπα αναμέτρησης με την απώλεια, τη ματαίωση˙ αλλά και με την αυτοπροστασία και την προφύλαξη˙ συμπυκνώνουν αφηγηματικά αυτό που δεν πρέπει να λησμονηθεί: το locus των συμβάντων, την ανακεφαλαίωση και την προοπτική τους συνέχεια.

Οι ήρωες, λοιπόν, του Ν. Σεβαστάκη απαιτούν με τον τρόπο τους να συμπεριληφθούν στην ιστορία, ιστορία που κάθε φορά δεν έχει ούτε τις ίδιες προσλαμβάνουσες, ούτε τις ίδιες προεκτάσεις. Αυτήν την επιθυμία αναλαμβάνει να διαχειριστεί ο συγγραφέας και το κάνει με σεμνότητα, ευαισθησία και ευμένεια. Κι είναι ακριβώς αυτή η ευμένεια που καθιστά τις ιστορίες του Άντρα που πέφτει μια πρόταση που εκκινεί από την περιγραφική και εικονοκλαστική δυναμική του ρεαλισμού και τον ποιητικό στοχαστικό λόγο ταυτόχρονα, αγκαλιάζοντας με σεβασμό ετερόκλητες και συχνά αντιφατικές ανθρώπινες ιστορίες.

Οι ήρωες του Άντρα που πέφτει, ήρωες με διαφορετικές πολιτικές, οικονομικές, πολιτισμικές ρίζες απαρτίζουν μια μελέτη διαχείρισης της ανθρώπινης ελευθερίας. Η διαχείριση της ελευθερίας, ως ζητούμενο των ηρώων του, (η ελευθερία συλλαμβάνεται με διαφορετικές μορφές σε κάθε ιστορία: υπαρξιακά, πολιτικά, ηθικά, οντολογικά) αναδεικνύει έναν αφηγηματικό λόγο που υλοποιείται μέσω των εύθραυστων ισορροπιών, παραμένει πάντα ανοιχτή ως αίτημα και σπανίως ολοκληρώνεται ή επαληθεύεται από το τέλος των ιστοριών. Ας δώσουμε ορισμένα παραδείγματα: Από τον Άντρα του ομώνυμου διηγήματος, που πρέπει να επανεφεύρει τον τρόπο του να ζει, να ξαναδιεκδικήσει (μέσω της αρρώστιας του) τη ζωή και την ακούσια ελευθερία του, μέχρι τον ήρωα του διηγήματος Τέλος εποχής που διαγράφει ό,τι τον χαρακτήριζε μέχρι χθες και ξεκινά απ’ την αρχή˙ αλλά και μέχρι το εξαιρετικό διήγημα Ο Αυτόχειρας της Βροχής, όπου το οντολογικό ζήτημα της αυτοκτονίας εντάσσεται στο ασφυκτικό πλαίσιο μιας επαρχίας), ο Σεβαστάκης περιχωρεί τους ήρωές του και αναδεικνύει διαφορετικές πράξεις και χειρονομίες ελευθερίας. Πολύτιμο εργαλείο προς αυτήν την κατεύθυνση αποδεικνύεται και η μακρά θητεία του σε φαινομενολογικά μελετήματα, χωρίς ωστόσο η καταγωγή αυτή να αναδύεται απλώς ως μια λογοτεχνική επαναδιατύπωση αλλά ως μια αναστοχαστική καταβύθιση στη βιωμένη μας πραγματικότητα. Γίνεται, λοιπόν, η ματιά αυτή ένα ιδίωμα που συνέχει τα κείμενα και που στο δεύτερο βιβλίο εμφανίζει χαρακτηριστικά σύνθεσης, ικανής να οδηγήσει και σε ευρύτερες φόρμες, όπως είναι η νουβέλα ή το μυθιστόρημα.

Η γλώσσα που μεταχειρίζεται ο Ν. Σεβαστάκης είναι αντίστοιχη των ηρώων του και αναπτύσσεται κατά περίπτωση. Ο καλός συγγραφέας οφείλει να αίρεται πάνω από τη γλώσσα, να την επιλέγει αποθησαυρίζοντας τις γλωσσικές ιδιαιτερότητες των ηρώων του, σαν να τους είχε γνωρίσει. Έτσι, η γλώσσα στο βιβλίο του Ν. Σεβαστάκη προσαρμόζεται επιτυχώς στις καταβολές των ηρώων: δωρική και λιτή συχνά, ευαίσθητη ή αναστοχαστική άλλοτε.

Οι ιστορίες του Ν. Σεβαστάκη, ιστορίες που ως επί το πλείστον συνομιλούν με το κοντινό ιστορικό παρελθόν μας, κλείνουν με τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάζονται. Ο φακός αποσύρει την εστίασή του και η αφήγηση διακόπτεται. Συχνά το τέλος παραμένει μη οριστικό, δεν συντελείται και έτσι το διακύβευμα του στιγμιότυπου επανέρχεται: αυτό που συνέχει τις ιστορίες δεν είναι η κοινή -μεταξύ των ηρώων- αντίληψη της πτώσης, της μοναξιάς, της απώλειας ή της φθοράς, αλλά η ανάγκη ανάδυσης μιας κομβικής λεπτομέρειας από τη ζωή τους και η προοπτική της συνέχεια. Η εμπέδωση αυτής της λεπτομέρειας συνιστά το κλειδί προς την μετάβαση σε έναν τόπο ελευθερίας, απολύτως προσωπικό και μοναχικό, τον οποίο ο αναγνώστης προσκαλείται να συνδιαμορφώσει στη φαντασία του.

Ο Άντρας που πέφτει είναι τελικά μια καίρια σπουδή για το αντίστροφο πέρασμα κοντινών μας ανθρώπων από την ιστορία τη φθορά και την απομάγευση, προς την ελευθερία και την επαναμάγευση.

 

Άντρας που πέφτει

Νικόλας Σεβαστάκης

Πόλις, 2015

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΗ σαλάτα της χαμένης ουτοπίας
Επόμενο άρθροΓ.Χ.Παπαδόπουλος: αγγελίες και μύθοι

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ