Η κυρία Κούλα στο Θέατρο (Ο Γρ.Καραντινάκης και η Νατάσα Σίδερη μιλούν στον Γ.Ν.Μπασκόζο)

2
834
φωτο : Δημήτρης Κοιλαλούς,

 

συνέντευξη στον Γ.Ν.Μπασκόζο

«Η Κυρία Κούλα» του Μένη Κουμανταρέα μεταφέρθηκε στο Θέατρο. Πρόκειται για το πιο χαρακτηριστικό έργο της τριλογίας του συγγραφέα (μαζί με  την “Βιοτεχνία Υλικών”  και το “Κουρείο”) στα οποία διερευνάται ο πόθος για την ατομική απελευθέρωση από τον κοινωνικό περίγυρο. Η απλή ιστορία ενός φευγαλέου έρωτα μεταξύ μιας μεσόκοπης παντρεμένης κι ενός νεαρού που λάμπει και σβήνει γρήγορα σαν πυροτέχνημα απελευθερώνοντας μύχιους πόθους και καταγράφοντας απατηλές συμβάσεις μεταφέρθηκε σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Καραντινάκη, από  τις 7 Οκτωβρίου κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Θέατρο Αλκμήνη. Η θεατρική διασκευή είναι της Νατάσας Σίδερη (Βραβείο Αναγνώστη 2019 για πρωτοεμφανιζόμενη πεζογράφο) και αποδίδεται επί σκηνής από τους Έλενα Μαρσίδου και Βασίλη Τριανταφύλλου. Οι δύο συντελεστές (Καραντινάκης και Σίδερη) συνομίλησαν με τον “Α” για το “επικίνδυνο” του εγχειρήματος, για τη σχέση κειμένου και θεατρικής απόδοσης, για το θέατρο γενικότερα.

 

Ποιο ήταν το κίνητρο για να ανεβάσετε την πολύ γνωστή νουβέλα του Μένη Κουμανταρέα;

ΓΚ: Την  «Κυρία Κούλα» την είχα διαβάσει πριν πολλά χρόνια. Είχα από τότε την αίσθηση, πως είναι μια από τις καλύτερες νουβέλες του Μένη Κουμανταρέα.  Όταν την ξαναδιάβασα,  με την «ανάγνωση» μου σφιχτά δεμένη με την παράσταση, προσπάθησα να ξεφύγω από το μοτίβο του πρώτου πλάνου, δηλαδή τον εφήμερο έρωτα ενός νεαρού εικοσάχρονου με μια σαρανταπεντάχρονη. Αμέσως είδα δύο διαφορετικές γενιές, την Κούλα της κατοχής και του εμφυλίου, με τις φοβίες και  τις ανασφάλειες της και τον Μίμη, σπουδαστή τεχνικής σχολής, της εποχής του πολυτεχνείου. “Ποιοι είμαστε εμείς και ποιοι εσείς“; Όπως ρωτάει και η Κούλα. Δυο γενιές που έπαιξαν ρόλο, καθόρισαν και καθορίζουν την πορεία της χώρας μας, από την μεταπολίτευση έως σήμερα. Ο Κουμανταρέας δίνει υποκοριστικά ονόματα και στους δύο -Κούλα και Μίμης – που πέρα από το άρωμα της εποχής που φέρουν, και την οικειότητα, ως άνθρωποι της διπλανής πόρτας, με τα ονόματα αυτά, αισθάνομαι πως παλεύει σχετικά με το «ανάστημα» τους. Είναι δύο ήρωες, που παλεύουν με μεγάλους φόβους, μεγάλα «θα» και μεγάλα τραύματα. Το κίνητρο μου λοιπόν, είναι και το ερώτημα που τίθεται με την παράσταση. Μπορούν να τα ξεπεράσουν και να ξεφύγουν;  Μπορούν να διεκδικήσουν την ελευθερία τους από τα «κλουβιά» τους, με την ελπίδα μιας καινούργιας ζωής;

Ποια ήταν η βασική δυσκολία στο ανέβει ένα έργο που η πλοκή του και η διάρκεια του είναι πολύ μικρή;

ΓΚ: Δεν συναντήσαμε κάποια δυσκολία σε αυτό, γιατί αμέσως, με την Νατάσα Σίδερη, που έκανε την θεατρική διασκευή, συμφωνήσαμε στο βασικό, που ήταν να μην υπάρχει αφηγητής, αλλά αυτός ο “ρόλος” να μοιραστεί στους δύο ήρωες. Η Νατάσα έκανε μια έξυπνη διασκευή, όπου η πλοκή του έργου που είναι αρκετή, δεν αφορούσε μόνο την εξωτερική τους δράση, αλλά έριξε φως στην εσωτερική τους διαδρομή, τα θέλω, την ψυχολογική και συναισθηματική κατάστασή τους. Εκεί υπάρχει πολύ υλικό. Εκεί και με την Έλενα Μαρσίδου και τον Βασίλη Τριανταφύλλου, δώσαμε βάρος, ώστε να “φωτιστούν” καθαρά η Κούλα και ο Μίμης.

ΝΣ: Ούτε κι εγώ, από πλευράς μου, είδα κάποια δυσκολία. Το βασικό χαρακτηριστικό που πρέπει να έχει μια ιστορία προκειμένου να στηθεί ένα θεατρικό έργο πάνω της είναι οι χαρακτήρες να  πηγαίνουν από το Α στο Β στο Γ, κι αυτό το στοιχείο εμπεριέχεται σίγουρα στη νουβέλα του Κουμανταρέα. Ίσα ίσα, θα έλεγα, η πρόκληση που αντιμετωπίσαμε ήταν περισσότερο ότι χρειάστηκε να βρούμε ένα τρόπο για να χωρέσουμε όλη αυτή τη διαδρομή μέσα στη μόλις μία ώρα και κάτι που διαρκεί το έργο.

 

Στο έργο χρησιμοποιείτε τον διάλογο αλλά οι ήρωες πολλές φορές σχολιάζουν τα γεγονότα σε πρώτο πρόσωπο; Πόσο έχετε παρέμβει στο κείμενο του Μ.Κουμανταρέα

ΓΚ: Αν και θεωρώ πως καλύτερη απάντηση θα δώσει η Νατάσα, δεν πιστεύω πως έχουμε κάνει σοβαρές παρεμβάσεις. Ο κάθε αναγνώστης “εικονοποιεί” με την δική του φαντασία, εμείς το κάναμε με την παράσταση. Θεωρώ πως το πνεύμα, οι αγωνίες, τα ερωτηματικά,  η τρυφερότητα, το υπόγειο χιούμορ, η ειρωνεία και οι φοβίες του Μ. Κουμανταρέα, βρίσκονται μέσα στην παράσταση.

ΝΣ: Για να απαντήσω στο ερώτημά σας θα πρέπει να ξεκινήσω από λίγο νωρίτερα. Όταν μου πρότειναν να κάνω τη διασκευή δίστασα, είναι η αλήθεια, αρκετά. Επειδή γράφω και πεζό και θέατρο, για μένα υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στα δύο είδη κι επομένως είμαι γενικά σκεπτική απέναντι σε αυτή την τάση μετακομίσεων-μεταφορών της λογοτεχνίας στο σανίδι. Δυσκολεύομαι, θέλω να πω, να δώσω μία ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα τι, ακριβώς, είναι αυτό που προσφέρουν όλες αυτές οι μεταφορές και κυρίως κατά πόσο δικαιολογείται κάποιος να παρέμβει σε ένα έργο προσβάσιμο, ήδη, στο κοινό στη μορφή που αποφάσισε να του δώσει ο δημιουργός του. Απαντήσεις υπάρχουν, βέβαια, πολλές στις οποίες μπορούν να εγερθούν άλλες τόσες αντιρρήσεις αλλά για να μη μακρηγορώ να πω μόνο ότι η εμπιστοσύνη στο αισθητικό κριτήριο των ανθρώπων που με προσέγγισαν με έκανε να παραμερίσω τους ηθικούς μου ενδοιασμούς. Από συγγραφική αλληλεγγύη, όμως, στο μέτρο του δυνατού θέλησα να παρέμβω όσο το δυνατόν λιγότερο στο πνεύμα, τουλάχιστον, της νουβέλας του Κουμανταρέα. Ως γνωστόν, σε ό,τι έχει να κάνει με μετάφραση, και νομίζω η θεατρική διασκευή ενός μυθιστορήματος είναι μία διαδικασία που προσομοιάζει πολύ, η πίστη κι η απιστία είναι έννοιες σχετικές. Από πλευράς μου, λοιπόν, αυτό που προσπάθησα να κάνω ήταν να τονίσω κάποια στοιχεία των χαρακτήρων του Κουμανταρέα, και κυρίως του Μίμη που θεώρησα πως μου ήταν κάπως θολός διαβάζοντας το βιβλίο, προκειμένου να τους αντιληφθεί καλύτερα ο θεατής. Όλες οι προσθήκες διαλόγων έγιναν αποκλειστικά με αυτό τον στόχο κατά νου. Από εκεί και πέρα, κόπηκαν, φυσικά, πολλά κι έγιναν οι απαραίτητες προσαρμογές ώστε η αφήγηση να μετατραπεί σε σκηνική δράση. Όσο για το αφηγηματικό κομμάτι στο οποίο αναφερθήκατε, μου φάνηκε πως σε ένα έργο τόσο γνωστό και αγαπητό δε θα είχε νόημα να προσπαθήσουμε να κρύψουμε ότι η Κούλα κι ο Μίμης ήταν αρχικά λογοτεχνικοί ήρωες. Σκέφτηκα, λοιπόν, πως μία λύση θα ήταν να ενσωματωθούν η Κούλα κι ο Μίμης από τη νουβέλα ως αφηγητές της θεατρικής τους ιστορίας που ξαφνικά, επειδή η συνθήκη τους αλλάζει, αναγκάζονται να τη ζήσουν στο παρόν της. Έτσι, ο αόριστος της λογοτεχνίας μετατράπηκε στον ενεστώτα του θεάτρου κι η Κούλα κι ο Μίμης κλήθηκαν να αφηγηθούν την ιστορία τους την ίδια στιγμή που τη ζούνε.

 

Έχετε πει ότι υπάρχει και κάτι κωμικό σε αυτό το έργο. Που το εντοπίζετε;

ΓΚ: Φυσικά δεν μιλάω για κωμωδία, όμως χιούμορ, κλείσιμο του ματιού με μια διάθεση μειδιάματος απέναντι και σε δραματικές καταστάσεις, υπάρχει σίγουρα.  Αυτό όμως υπάρχει και στην ζωή. Σίγουρα οι άνθρωποι όταν ερωτεύονται μπορεί να έχουν πολύ αστεία συμπεριφορά και η Κούλα έχει ερωτευτεί, ίσως για πρώτη φορά στην ζωή της. Γίνεται κωμική όταν ρωτάει αδιάφορα τάχα, σαν μικρό κοριτσάκι, όταν βρίσκεται για πρώτη φορά σε κουτούκι και πίνει και δεν ξέρει τους κώδικες συμπεριφοράς εκεί, όταν γιορτάζει την επέτειο της σχέσης τους.  Αθώα, αθώα σαν παιδί με άγνοια κινδύνου.

Πιστεύετε ότι υπάρχει κάτι σε αυτό το ‘έργο , το οποίο αναφέρεται στην εποχή του ΄70, που μπορεί να μιλήσει σε νεότερους θεατές; Μπορεί ένα μικρό «ρομάντζο» να γίνει διαχρονικό;

ΓΚ: Πιστεύω σίγουρα! Γιατί οι αγωνία του ερωτευμένου, η ανασφάλεια και τα συγκρουσιακά μοτίβα που αναπτύσσονται στον έρωτα, είναι διαχρονικά. Το πού μπορεί να φτάσει ένας ερωτευμένος άνθρωπος επίσης δεν είναι ερώτημα εποχής. Το αντίθετο, είναι ερώτημα με απαντήσεις που κάθε φορά μας εκπλήσσουν. Άλλο σημείο έντονης διαχρονικής αντιπαράθεσης αυτό το εμείς κι εσεις, δεν αφορά μόνο την γενιά του εμφυλίου ή της μεταπολίτευσης του διλήμματος ΠΑΣΟΚ ή Δεξιά. Αφορά κάτι πιο σύνθετο. Από την Ιλιάδα του Ομήρου στο προοίμιο, με την γνωστή φιλονικία του Αγαμέμνονα και του Αχιλλέα, μέχρι το πρόσφατο δημοψήφισμα του 2015 και το “Μακεδονικό” του 2018-19, ο διαχωρισμός ΕΜΕΙΣ κι ΕΣΕΙΣ  από μια φαινοτυπική διακύμανση, έχει γίνει πια γενετική κληρονομιά του Έλληνα.

Η κυρία Κούλα είναι η σημερινή γυναίκα του άστεως; Διαφέρει σε κάτι ή προσομοιάζει και σε τι; 

ΓΚ: Kυρία Κούλα, σε μια πατριαρχική κοινωνία, είναι κάθε γυναίκα που ζει συμβιβασμένη σε κάποιο πλαίσιο “ασφάλειας”, το οποίο γίνεται σιγά-σιγά “διάφανο κλουβί”.  Με την πρώτη ρωγμή, μπορεί να πάθει οποιαδήποτε διαταραχή. Φυσικά όσο πάμε χρονολογικά πίσω συναντάμε μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας στην απόφαση “Θα δραπετεύσω απ’ το κλουβί μου” που είναι μια μικρή αρχή, στην προσπάθεια να σταθεί απέναντι στους φόβους, τα κοινωνικά και όλα τα άλλα πρέπει. Δηλαδή να “σπάσει” την τζαμαρία της βιτρίνας που ζεί.

ΝΣ: Θα προσθέσω μόνο δύο υποσημειώσεις, αφού κατά τα άλλα συμφωνώ με τον Γρηγόρη. Πρώτον, το αστικό περιβάλλον δεν είναι, νομίζω, πλέον απαραίτητο στοιχείο της συνθήκης που βιώνει η Κούλα κι αυτή είναι μία εξέλιξη σε σύγκριση με τη δεκαετία του ’70 που αντικατοπτρίζει αλλαγές όχι μόνο στις αντιλήψεις αλλά και στην οργάνωση των κοινωνιών της επαρχίας. Δεν είναι, βέβαια, τυχαίο, ότι το διαζύγιο γεννήθηκε στην πόλη, δηλαδή μακριά από τα αγροτόσπιτα που είναι ακόμα πιο περίπλοκα κλουβιά από εκείνα της πόλης αφού απαιτούν τα χέρια όλων των μελών τους για παραπάνω από 8 ώρες την ημέρα, υποχρεώνοντάς τους συζύγους να ζουν εκεί που δουλεύουν κι εκεί που αγαπούν (ή όχι). Από τη στιγμή, όμως, που η εργασία εκτός σπιτιού γίνεται πραγματικότητα και στην περιφέρεια, η γυναίκα της επαρχίας αποκτά, θεωρητικά τουλάχιστον, και εκείνη τη δυνατότητα να φύγει από μία σχέση που δεν την ικανοποιεί και μαζί την ευθύνη που πέφτει πάνω στους ώμους εκείνου που επιλέγει. Υπό αυτή την έννοια, η Κούλα δεν είναι η σημερινή γυναίκα του άστεως αλλά απλά μία σημερινή γυναίκα. Αυτό με φέρνει στη δεύτερη υποσημείωση που είναι ότι η Κούλα όχι απλά δεν είναι η σημερινή γυναίκα του άστεως αλλά, στην εποχή μας, δεν είναι καν απαραίτητα γυναίκα. Και πάλι σε αντίθεση με τη δεκαετία του ’70, πιστεύω ότι στη θέση της Κούλα μπορεί κάλλιστα να βρεθεί ένας άντρας. Δε θα βιαστώ να πω ότι, ως γυναίκα, χαίρομαι με αυτή την εξέλιξη γιατί το λογικό επακόλουθο θα ήταν να στεναχωρηθώ ως άνθρωπος.

 

Όταν ο Μένης Κουμανταρέας λέει η «Η κυρία Κούλα είμαι εγώ» τι νομίζετε ότι υπονοεί;

ΝΣ: Νομίζω ότι η δήλωση είναι φλωμπερική. Η κυρία Κούλα είναι ο Κουμανταρέας με τον ίδιο τρόπο που κάθε ήρωας που δημιουργεί ένας συγγραφέας οφείλει να δανειστεί στοιχεία από τον ίδιο ή την ίδια προκειμένου να αποκτήσει βάθος και να γίνει πιστευτός. Στην αντίθετη περίπτωση θα μιλούσαμε για καρικατούρες. Τώρα, κατά πόσο ο Κουμανταρέας ένιωθε εξίσου παγιδευμένος με την Κούλα μέσα σε μία ζωή-βιτρίνα από την οποία ούτε να ξεφύγει τολμά αλλά ούτε και να την ενστερνιστεί πλήρως εγκαταλείποντας το όνειρο, είναι μία ερώτηση που είναι ίσως σοφότερο να αφήσουμε στους βιογράφους. Αυτό που έχει σημασία είναι πως ο Κουμανταρέας μας κατέθεσε αυτόν τον  χαρακτήρα, την Κούλα, θηλυκές και αρσενικές εκδοχές του οποίου είναι βέβαιο πως ζουν ελεύθερες στη φύση και στη δική μας εποχή, και πως μας την πρόσφερε να την αφουγκραστούμε απομονώνοντάς την από τον θόρυβο της καθημερινότητας —με άλλα λόγια μετατρέποντάς την σε λογοτεχνία.

ΓΚ: Πέρα από το γνωστό ο “συγγραφέας είναι σπαράγματα των ηρώων του και το αντίθετο“, εδώ ο Μ. Κουμανταρέας, προσπαθεί να πάει κόντρα στο ρεύμα μιας εποχής, που θέλει τον συγγραφικό οίστρο, αλλά και την αναγνωστική βουλιμία, να ξεσπά σε κοινωνικό-πολιτικά ή υπαρξιακά λογοτεχνήματα. Εκείνος γράφει απλά μια ερωτική νουβέλα. Φυσικά υπάρχει και το “κλουβί με τα ζωάκια”, που ίσως να πίστευε πως ανήκει σε αυτά. Τα εγκλωβισμένα πλάσματα που πρέπει να έχουν κάποιον συγκεκριμένο κώδικα συμπεριφοράς. Όπως και η κυρία Κούλα του. Ίσως για αυτό να σχεδίασε για εκείνη και μαζί της να δραπέτευσε – έστω και για λίγο- από την βιτρίνα που ζούσε, στην ονειροφαντασία και την ελευθερία που σου χαρίζει ο έρωτας.

 

Σκεφτήκατε μήπως να αλλάζατε την εποχή και να διαδραματιζόταν το ίδιο έργο στο σήμερα; Αν, ναι ποιες θα ήταν οι αλλαγές; 

ΓΚ: Υπήρχαν σκέψεις, αλλά αποφασίσαμε να αφήσουμε την εποχή στην φαντασία του θεατή. Το άρωμα εποχής που δίνει ο συγγραφέας με λέξεις όπως κουτούκι, μαζούτ, κατοχή, έμεινε αναλλοίωτο.

ΝΣ: Η μόνη «εκσυγχρονιστική» παρέμβαση που κάναμε ήταν κάποιες ανεπαίσθητες αλλαγές στους διαλόγους (για παράδειγμα η Κούλα δε «σχολνάει» από τα λογιστικά αλλά σχολάει, κι οι άνθρωποι στο τρένο δε λένε «συγγνώμην» αλλά «συγνώμη»). Νομίζω, άλλωστε, ότι η ανθρώπινη κατάσταση που περιγράφεται στην ιστορία είναι αρκετά διαχρονική ώστε η εποχή να μην έχει τόσο μεγάλη σημασία.

 

Παρατηρώ ότι σήμερα όλο και πιο πολύ οι θίασοι  καταφεύγουν στη λογοτεχνία, μήπως δεν γράφονται πια καλά θεατρικά έργα;

Γ.Κ: Δεν πιστεύω πως δεν γράφονται καλά θεατρικά έργα. Γράφονται. Και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, η Νατάσσα Σίδερη είναι μια ζωντανή απόδειξη, ένα ταλέντο που έχει να μας δείξει ακόμα πολλά με την γραφή της. Απλά ανεβαίνουν τόσα έργα κάθε χρονιά που μοιάζει να χάνονται. Εδώ πρέπει η πολιτεία να δώσει κίνητρα μεγαλύτερα από αυτά που δίνει, για να στηρίξει εκτός από την συγγραφή και την παραγωγή των καινούργιων έργων. Πάντως, πιο νέος ήμουν αφοριστικός με τις μεταφορές. Αργότερα ηρέμησα και κατανόησα πως η τέχνη ζει, αναπνέει κι ανανεώνεται μέσα από τα «δάνεια». Ο Χατζιδάκις έχει μιλήσει εξαιρετικά γι’ αυτό. Απλά, πολλές φορές, η λογοτεχνία, είναι ένα πεδίο πιο ανοιχτό στην θεατρική μεταφορά από ένα δομημένο θεατρικό έργο, που έχει την δική του αυστηρή δραματουργία. Επίσης κάποια λογοτεχνικά έργα, σαν αναγνώστες, τα έχουμε αγαπήσει τόσο, που θέλουμε να τα προσεγγίσουμε και μέσα από τα δικά μας αφηγηματικά εκφραστικά μέσα, του θεάτρου στην συγκεκριμένη περίπτωση. Η λογοτεχνία μεταφέρεται στην όπερα, στον κινηματογράφο, στα κόμικ. Πίσω από όλες τις μεταφορές, βρίσκεται πάντα η μαγεία και ο έρωτας, κάποιου δημιουργού “αναγνώστη”.

ΝΣ: Προβλέψιμα, μάλλον, ούτε κι εγώ θα συμφωνήσω με αυτή δήλωση. Θα μπορούσα να σας απαριθμήσω συγγραφείς που προσωπικά θεωρώ αξιόλογους προκειμένου να υποστηρίξω την αντίθετη γνώμη μου, αλλά νομίζω ότι είναι καλύτερο να πιάσουμε το νήμα από λίγο πιο πίσω. Προκειμένου να εκφέρουμε άποψη για την ποιότητα της σύγχρονης ελληνική δραματουργίας θα πρέπει πρώτα από όλα να βεβαιωθούμε ότι μας είναι προσβάσιμη. Κατά τη γνώμη μου, η κατάσταση που επικρατεί στις Αθηναϊκές σκηνές σήμερα (με την έννοια της σεζόν να είναι πια ανύπαρκτη και τις παραστάσεις να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν άψητες μετά από δύο μήνες) δεν ευνοεί κανέναν από τους συντελεστές, και σίγουρα όχι τη σύγχρονη δραματουργία. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, είναι, νομίζω, λογικό από την πλευρά ενός παραγωγού να μη θέλει να πάρει το ρίσκο να ανεβάσει το έργο του χ σύγχρονου συγγραφέα όταν ξέρει πως για να γεμίσει το θέατρο και να μπορέσει να πληρώσει τους ηθοποιούς του χρειάζεται ένα όνομα που όσο πιο πολλοί άνθρωποι θα πρέπει να αναγνωρίσουν όσο το δυνατόν πιο άμεσα, αφού στην πράξη δεν υπάρχει χρόνος για να λειτουργήσει το περίφημο «από στόμα σε στόμα». Επιπλέον, αν και είναι σίγουρα εξαιρετικά θετικό το γεγονός ότι δίνονται εκ νέου επιχορηγήσεις, νομίζω ότι σύστημα κατανομής των κονδυλίων λειτουργεί και σε αυτή την περίπτωση αποτρεπτικά για την παράσταση σύγχρονων έργων. Το να λάβει ένας θίασος 8.000 ευρώ είναι βέβαια καλύτερο από το τίποτα αλλά για να στηθεί μία παράσταση απαιτούνται τουλάχιστον τα διπλάσια μας και αυτό μας ξαναγυρίζει πίσω στο πρόβλημα του αναγνωρίσιμου ονόματος στη λεζάντα. Συμφωνώ, λοιπόν, με τον Γρηγόρη ότι το βασικό κίνητρο πίσω από τη μεταφορά ενός μυθιστορήματος είναι συνήθως η ανάγκη του σκηνοθέτη ή της ομάδας να συνομιλήσει με ένα έργο γνωστό και αγαπημένο αλλά νομίζω ότι το πλαίσιο που περιέγραψα συντελεί και αυτό στη στροφή προς τη λογοτεχνία. Να πω, τέλος, ότι ως θαυμάστρια του Μπόρχες και με ένα πιο περίπλοκο τρόπο του Πλάτωνα είμαι κι εγώ υπέρ της συνομιλίας μεταξύ κειμένων και διαφορετικών μορφών έκφρασης, στο βαθμό που πολύ θα μου άρεσε αν όλες οι ιστορίες αντιμετωπίζονταν ως μυθολογήματα χωρίς συγγραφέα που ο καθένας μπορεί να ενσωματώνει στις αφηγήσεις του. Αλλά τότε θα μιλούσαμε για άλλου είδους διασκευή: τη διασκευή του κόσμου ολόκληρου αρχής γενομένης από την έννοια της ιδιοκτησίας του πνεύματος αλλά και της «πατρότητας» της ιδέας, σύμφωνα με τη σύμβαση που τη θέλει πάντα να είναι ορφανή από μάνα.

info:

Θεατρική διασκευή: Νατάσα Σίδερη
Σκηνοθεσία: Γρηγόρης Καραντινάκης
Σκηνικά-Κοστούμια: Μαντώ Ψυχουντάκη
Μουσική: Νίκος Πλατύραχος
Μουσική επιμέλεια: Γρηγόρης Καραντινάκης
Κινησιολογία: Μαργαρίτα Τρίκκα
Φωτισμοί: Γιώργος Αγιαννίτης
Βοηθός σκηνοθέτη –  Physical training:  Αλεξάνδρα Πουλίτσα
Παίζουν: Έλενα Μαρσίδου, Βασίλης Τριανταφύλλου
Φωτογραφίες: Δημήτρης Κοιλαλούς
Video Trailer: Γιάννης Βολιώτης – Volition
Επικοινωνία: Άρης Σομπότης – Playwalk­
Παραγωγή: «Από τα έγκατα της γης» σε συμπαραγωγή με “a dream and a gun”

Προηγούμενο άρθρο«Η μνήμη του νερού. Οι ροοκρήνες της Αρκαδίας» (του Νίκου Βατόπουλου)
Επόμενο άρθροΟ φόβος του επαρχιώτη (διήγημα του Αλέξανδρου Αραμπατζή)

2 ΣΧΟΛΙΑ

  1. αγαπητοί,

    εξαιρετική συνέντευξη και συγχαρητήρια.. ουσιώδης και περιεκτική.. Όμως επιτρέψτε μου μια παρατήρηση…
    Κάθε ιστοσελίδα, κάθε έντυπο που θέλει να είναι σοβαρό (ανεξαρτήτως πάντα του πιθανού εξαιρετικού ή κακού περιεχομένου του) είναι καλό να σέβεται τους ‘συντελεστές’ ενός άρθρου, και της συνολικότερης παρουσίας του στον χώρο των …media. Και μιλάω βέβαια για τα κρέντιτς των φωτογραφιών, που ούτως ή άλλως είσαστε υποχρεωμένοι -πέραν δεοντολογίας- να βάζετε σε ΟΛΕΣ τις εικόνες που φιλοξενείτε ..και στην περίπτωση που δεν σας έχουν δοθεί εξ΄αρχής να τα απαιτείτε όταν φτάνει σε εσάς ένα άρθρο/συνέντευξη κλπ.

    ευχαριστώ για την προσοχή σας,

    Δημήτρης Κοιλαλούς,
    φωτογράφος και δημιουργός της εικόνας που έχετε χρησιμοποιήσει

    • Καλημέρα Ο δημιουργός αναφέρεται στο τέλος του κειμένου με όλους τους άλλους συντελεστές. Σας πρόσθεσα και κάτω από την φωτό

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ