Βασίλης Δρόλιας.
Η βασική σχέση πίσω από την αρχή της αβεβαιότητας, του θεμέλιου λίθου της κβαντικής μηχανικής, είναι πως ο παρατηρητής κατά την διαδικασία της παρατήρησης διαταράσσει το πείραμά του με τρόπο ουσιώδες και οριστικό, σε τέτοιο επίπεδο μάλιστα που όσο ακριβής και να θέλει να είναι σε έναν παράγοντα της μέτρησής του, η ακρίβειά του αυτή θα γιγαντώσει την ακρίβεια της μέτρησης σε έναν άλλο παράγοντα με καταστροφικό τρόπο. Η σχέση αυτή μπορεί συνήθως να ορίζεται σαν μια αδυναμία μέτρησης της ορμής και της θέσης ενός σωματιδίου, ή σαν την αδυναμία της μέτρησης της ενέργειας και του χρόνου στο οποίο γίνεται μια διαδικασία, μα έχει γενικότερες και ευρύτερες εφαρμογές.
Ο συγγραφέας για παράδειγμα, όταν δεν γράφει, είναι ένας παρατηρητής. Παρακολουθεί, μετράει, ζυγίζει, ερευνά τον κόσμο γύρω του ώστε να μπορέσει να φτάσει στο σημείο καμπής, στο σημείο της ικανοποιητικής στατιστικής και μέτρησης που θα του δώσει το έναυσμα για να μπορέσει να γράψει. Η ‘έμπνευση’ είναι ακριβώς αυτό το σημείο στο οποίο η μέτρησή του έχει γίνει τόσο ακριβής πια που θα μπορέσουν τα αποτελέσματά του να είναι (γι’ αυτόν) στατιστικά επουσιώδη. Αλλά βέβαια υπάρχει πάνω απ΄ όλα η δαμόκλειος σπάθη της αρχής της απροσδιοριστίας…
Ο Χρήστος Χρυσόπουλος προσπάθησε και στο προηγούμενο βιβλίο του να μετριάσει ή και να ακυρώσει την αρχή της απροσδιοριστίας ώστε η ‘μέτρησή’ του να είναι απόλυτα ακριβής και αντικειμενική. Πίσω από τον ‘φακό’ του συγγραφέα στην παρατήρησή του κρυβόταν η ανάγκη του ίδιου του Χρυσόπουλου για την τέλεια μέτρηση, για την τέλεια street photograph στην οποία ο φωτογράφος εντάσσεται τόσο πολύ στο πλαίσιο της πόλης του, που μπορεί να φωτογραφίζει χωρίς να επηρεάζει στο ελάχιστο τα θέματά του. Και υπό μία έννοια ακριβώς αυτή η απόλυτη ανάγκη της ‘αορατότητας’ συνεχίζεται στον Σώμα του Τιρθάνκαρα που μπορεί να χαρακτηρίζεται εύκολα σαν ένα ‘ταξιδιωτικό μυθιστόρημα’ αλλά που για μένα εκφράζει πολύ περισσότερα για την παρατήρηση και την συγγραφική διαδικασία του Χρυσόπουλου.
Πολύ πριν εκδοθεί το βιβλίο ο Χρήστος είχε ανεβάσει στο facebook εικόνες από αυτό το ταξίδι που έκανε το 2012 – οι γυναίκες που χόρευαν στο τρένο, τα πέλματα της Λάξμι κλπ – και το ανάπτυγμα (πραγματικό ή όχι, δεν έχει καμιά σημασία) των μικροιστοριών πίσω από τις εικόνες και τα βίντεο δημιούργησαν ένα πολυδιάστατο και πολύχρωμο μωσαϊκό μέσα στο οποίο ο Χρήστος σε ρόλο παθητικού παρατηρητή (με εμάς στον ρόλο του παθητικού αναγνώστη), προσπαθεί να ενταχθεί μέσα στην πορτοκαλί του κούρτα σε έναν κόσμο που είναι τόσο μα τόσο διαφορετικός από τον δικό του (και κατά συνέπεια και τον δικό μας). Όμως πιστεύω πως σκοπός του Χρήστου δεν ήταν να περιγράψει τον διαφορετικό αυτό κόσμο όσο το να περιγράψει την ίδια την διαδικασία που τον οδήγησε στην συγγραφή του βιβλίου, με έναν περίεργα αυτοαναφόρικό τρόπο.
Στο παρελθόν είχα ξαναγράψει πως ο Χρυσόπουλος μου θυμίζει στον τρόπο της αναπαράστασής του και της αυτοαναφορικότητάς του τον Sebald. Σ’ αυτό το βιβλίο μου θύμισε – ίσως και λόγω θέματος τον Geoff Dyer (και το Jeff in Venice, Death in Varanasi) που είναι ό,τι κοντινότερο στον Sebald θα μπορούσε να υπάρξει σήμερα.
Κατάφερε ο Χρυσόπουλος πίσω απ΄το Σώμα του Τιρθάνκαρα να νικήσει την αρχή της αβεβαιότητας στην παρατήρησή του; Θεωρώ πως έφτασε τόσο κοντά στο να ενταχθεί στο τοπικό υπόβαθρο όσο θα μπορούσε κάποιος δυτικός να καταφέρει. Όμως η ουσία της αρχής είναι πως όσο κερδίζεις σε έναν παράγοντα χάνεις σε κάποιον άλλο, και γι’ αυτό απλά you can never win. Απλά στον κόσμο της Ινδικής φιλοσοφίας, τελικά δεν χρειάζεται να κερδίσεις.