της Ρέας Γρηγορίου (*)
Η μελέτη της Ελισάβετ Κοτζιά Το μέτρο και τα σταθμά (Πόλις)πλούσια σε υλικό και εντυπωσιακή ως πανόραμα της ελληνικής πεζογραφίας κατά την περίοδο 1974-2010, είναι μία πολύτιμη συμβολή στην ιστοριογραφία της νεοελληνικής λογοτεχνίας και στη βιβλιογραφία για το είδος της πεζογραφίας στην ιστορία θεωρία της τέχνης του λόγου του 20ου ως τις αρχές του 21ου αιώνα. Δεν αποτελεί μεγάλη έκπληξη για όσους γνωρίζουν την συγγραφέα και το έργο της, για όσους δηλαδή διαπιστώνουν πως η μελετήτρια έχει αρχίσει πριν από αρκετά χρόνια να συλλέγει το υλικό που οδήγησε στη σημερινή συνθετική εργασία. Βασικός σταθμός αυτής της πορείας είναι η συστηματική ενασχόληση της Ε. Κοτζιά με την κριτική του βιβλίου (1987-2012) αλλά και η συγγραφή της μελέτης με τίτλο «Ιδέες και αισθητική: Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι 1930-1974» (Πόλις 2006). Αναμφίβολα οι κριτικές προσεγγίσεις του λογοτεχνικού είδους αποδεικνύουν την βαθιά της γνώση του αντικείμενου και παράλληλα την ευαισθησία με την οποία ενδύει την συνδυαστική της σκέψη, προκειμένου να συλλάβει τις διαστάσεις του εγχώριου λογοτεχνικού έργου κυρίως με την μορφή ενός έργου τέχνης και όχι μόνο ενός ιστορικού φαινομένου.
Η Ελισσάβετ Κοτζιά θέτει εξαρχής τον άξονα της μελέτης της: «Αντικείμενό μου ήταν η ίδια η λογοτεχνία, οπότε προτεραιότητα κατάλαβαν οι προϋποθέσεις της λογοτεχνικής αξιολόγησης: οι μέθοδοι, οι τρόποι, οι πρακτικές, οι εμπειρικοί και θεωρητικοί προσδιορισμοί της διάκρισης ανάμεσα στο λογοτεχνικά μείζον, στο λογοτεχνικά έλασσον και σε εκείνο που βρίσκεται έξω από τα όρια της λογοτεχνίας». Η μελέτη της δομείται σε τρία μέρη και κάθε μέρος σε ποικίλα υποκεφάλαια. Το πρώτο μέρος φέρει τον τίτλο «Το πεδίο-Το πλαίσιο» όπου εξετάζονται στοιχεία σχετικά με το περιβάλλον μέσα στο οποίο αναδύεται η μεταπολιτευτική μυθοπλασία. Το δεύτερο μέρος φέρει τον τίτλο «Η ερμηνευτική κριτική» και περιέχει επτά υποενότητες μεταξύ των οποίων είναι η παρωδία, η ιστορική μυθοπλασία, το αστυνομικό μυθιστόρημα, το φανταστικό μυθιστόρημα και έργα παλαιότερων μεσοπολεμικών και μεταπολεμικών πεζογράφων που εκδόθηκαν μετά το 1974. Παρακολουθεί την παραγωγή των συγγραφέων που πρωτοεμφανίστηκαν από το 1974-2010 και εξετάζει τους πεζογράφους που κρίνει ότι έχουν ένα αισθητικό ενδιαφέρον είτε με θετικό είτε με αρνητικό πρόσημο. Στο τρίτο μέρος με τίτλο η « Η αξιολογική κριτική» επιχειρείται μια κριτική αξιολόγηση του καλλιτεχνικού γεγονότος, της «θεματικής ανανέωσης» και της «υφολογικής συμβολής» που επέφεραν οι συγγραφείς της μεταπολιτευτικής περιόδου. Σε αυτό το κεφάλαιο η μελετήτρια εξετάζει χωριστά και ονομαστικά 205 μεταπολιτευτικούς πεζογράφους, παραθέτει ένα σύντομο βιογραφικό και δίνει ένα ευσύνοπτο στίγμα για τον καθένα, πολύ χρήσιμο για τον αναγνώστη, που ολοκληρώνει την περιδιάβαση σε αυτό το γοητευτικό τοπίο της ελληνικής πεζογραφίας.
Ο τόμος περιλαμβάνει επιλογικά συμπεράσματα και προσωπικά σχόλια για τα ιστορικά – θεωρητικά ζητήματα που απασχόλησαν την Κοτζιά σε όλη την διάρκεια της συγγραφής και την οδήγησαν στην οργάνωση, στην ταξινόμηση και στην διαίρεση του πλούσιου υλικού της με άξονα την «πρώιμη» μεταπολιτευτική (1974-1990) και την «όψιμη» μεταπολιτευτική περίοδο (1990-2010). Τέλος ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πίνακες με τις ποσοτικές μεταβολές στον αριθμό των συνολικών τίτλων βιβλίων και τίτλων ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας κατά τις περιόδους 1987-2004 και 1999-2011, καθώς και οι στατιστικοί πίνακες με τις ποσοστικές μεταβολές στα φύλα των συγγραφέων μυθιστορήματος-νουβέλας και στις μεταβολές ως προς το μέγεθος του μυθιστορήματος και της νουβέλας.
Φυσικά έλαβε υπόψη της τους ιστορικούς άξονες όπως η εμφυλιακή και μετεμφυλιακή περίοδος, τα κοινωνικά κινήματα όπως το γυναικείο κίνημα χειραφέτησης, και αξιοποίησε συνδυαστικά ως ερμηνευτικά εργαλεία και τα κείμενα της πλούσιας, ελληνικής και ξένης βιβλιογραφίας.Η μελέτη της ελληνικής πεζογραφίας συμβάλλει στη διερεύνηση σημαντικών ζητημάτων που θέτει η ελληνική λογοτεχνία σχετικά με την ταυτότητα, την έννοια της κοινότητας, την σχέση του εγχώριου με το παγκόσμιο σύστημα, την σχέση της αισθητικής με την ηθική ομορφιά ενός πεζογραφήματος.
Το κριτήριο με βάση το οποίο ταξινόμησε και επεξεργάστηκε το υλικό της αποτυπώνεται στο δίπολο: α)ερμηνεία και διερεύνηση ορισμένων από τις ιδέες της πεζογραφίας, μελέτη του τρόπου που τα μεταπολιτευτικά ιστορικά, κοινωνικά, αστυνομικά, φανταστικά και παρωδιακά μυθιστορήματα είδαν την εποχή τους β) κριτική αποτίμηση του τρόπου με τον οποίο ο κάθε πεζογράφος πετυχαίνει να διαχειριστεί επαρκώς την ικανότητα των λογοτεχνικών έργων να «κινητοποιούν τις μνήμες», να «δημιουργούν βιώματα» και να «προκαλούν συγκινήσεις».
Η πρόθεση της Ε. Κοτζιά να δείξει ότι «λογοτεχνία και ανάγνωση» είναι ένα πολυδιάστατο εγχείρημα, την οδήγησε στην πολυετή έρευνα και στην ολοκλήρωση ενός έργου με χαρακτήρα ιδιαίτερα σύνθετο , πολυδιάστατο, δαιδαλώδη και πολυποίκιλο. Πρόκειται για ένα έργο με «θέση» , με «άποψη» και αξιολογικό στοχασμό απέναντι στον μεγάλο αριθμό των λογοτεχνικών έργων που δημιουργήθηκαν την χρονική περίοδο που εξετάζει. Τοποθετεί με βλέμμα αυστηρά κριτικό και έντονα συνδυαστικό, τους συγγραφείς και τα έργα τους στη σειρά των εξελίξεων της πολιτικής, κοινωνικής και καλλιτεχνικής ζωής κατά την χρονική περίοδο της 35ετίας.
Το βέβαιο είναι ότι δεν πρόκειται για ένα εγχειρίδιο που θα το διαβάσουμε και αφού το συστήσουμε σε άλλους και πρώτα στους φοιτητές μας, θα το χρησιμοποιήσουμε βιβλιογραφικά. Δεν πρόκειται για μία περιγραφική εξιστόρηση, αλλά για ένα έργο που θέτει προβλήματα, ερεθίζει την σκέψη του δέκτη, κινητοποιεί την κριτική ικανότητα, προωθεί αποφασιστικά με αυτόν τον τρόπο τον προβληματισμό πάνω σε ζητήματα ευρύτερου πολιτικού, κοινωνικού και καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος. Και το χαρακτηριστικό αυτό δεν προκαλεί έκπληξη για όσους έχουν παρακολουθήσει συστηματικά τη θητεία της Κοτζιά στον τομέα της λογοτεχνικής κριτικής. Άλλωστε, η ίδια διατυπώνει με σαφήνεια το στίγμα της μελέτης της και επιβεβαιώνει το βασικό εργαλείο που χρησιμοποίησε για την δική της συγγραφική εργασία, το οποίο δεν είναι άλλο από την κριτική προσέγγιση του λογοτεχνικού φαινομένου. Δηλώνει σε πρόσφατη συνέντευξη της: «Το θέμα της κριτικής αξιολόγησης είναι έτσι ή αλλιώς θέμα προσωπικού γούστου. Ποτέ δεν πίστεψα ότι είναι ζήτημα επιχειρημάτων το να πείσεις κάποιον γιατί ένα βιβλίο σού αρέσει ή όχι και να μεταστρέψεις τη γνώμη του. Ο λόγος που χρησιμοποιεί η κριτική είναι ψευδο-αποδεικτικός. Προσφεύγουμε σε επιχειρήματα, προκειμένου να προχωρήσει η συζήτηση».
Σε κάθε περίπτωση το Μέτρο και τα Σταθμά προχωρούν επί της ουσίας την «συζήτηση» όσον αφορά την σχέση της καλλιτεχνικής αξιολόγησης και της ιστορικής εμβάθυνσης σε ένα τόσο πλούσιο λογοτεχνικό υλικό και τόσο σημαντικό κεφάλαιο της ελληνικής πεζογραφίας.
(*) Ρέα Γρηγορίου, Διδάκτωρ Ιστορίας- Δραματολογίας, Καθηγήτρια στο Τμήμα «Ελληνικός Πολιτισμός» του ΕΑΠ.
Ελισάβετ Κοτζιά, Το μέτρο και τα σταθμά, Πόλις
Βρες το εδώ