του Ελευθέριου Μακεδόνα
Η Κόλαση είναι αυτός που παρατηρεί:[1]
Γιατί δεν είμαστε ικανοί να απελευθερωθούμε από τον πόνο και τη θλίψη; Γιατί οι άνθρωποι είμαστε τόσο επιθετικοί και σκληροί μεταξύ μας; Γιατί μετά από τόσες χιλιάδες χρόνια υποτιθέμενης ‘εξέλιξης,’ εξακολουθούμε να είμαστε ακόμη δέσμιοι των ίδιων με πάντα ψυχολογικών περιορισμών και προβλημάτων, τα οποία φαίνεται να αποδεχόμαστε μοιρολατρικά ως αναπόφευκτα; Γιατί θα έπρεπε στα ανθρώπινα πράγματα να επικρατεί συστηματικά ο σκοταδισμός, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, η προκατάληψη, οι ολοκληρωτικές κοινωνικές δομές, η βία και το μίσος, παρότι έχει επικρατήσει να θεωρούμε τον εαυτό μας ως το μοναδικό επί γης έλλογο ον; Πώς εξηγείται άραγε, το ότι σήμερα η ανθρωπότητα φαίνεται περισσότερο αδύναμη από ποτέ να αντιμετωπίσει αυτόν τον, μικρό στην ουσία, αριθμό προβλημάτων που την ταλαιπωρούν και την καταστρέφουν και τα οποία επαναλαμβάνονται απαράλλακτα στο διηνεκές, χωρίς προς το παρόν να διαφαίνεται καμιά πιθανότητα επίλυσής τους; Ευσταθεί η υπόθεση, ότι στον πυρήνα αυτής της αδυναμίας μας βρίσκεται η ολική ανικανότητά μας να υπερβούμε τους σημαντικούς περιορισμούς που μας επιβάλλει η ίδια η εγωκεντρική μας φύση;
Θεωρούμε ότι πολλές πιθανές απαντήσεις στα θεμελιώδη αυτά ερωτήματα εντοπίζονται σε μία, κατ’ επίφασιν ταινία ‘επιστημονικής φαντασίας,’ – την ταινία Στον Ασημένιο Πλανήτη (Na srebrnym globie) (1988), του μεγάλου Πολωνού σκηνοθέτη Αντρέι Ζουλάφσκι, – όπου ο όρος ‘επιστημονική φαντασία’ στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί μάλλον μία πρόφαση εκ μέρους τού σκηνοθέτη, προκειμένου να μας προσφέρει ένα σινεμά βαθιά υπαρξιακού χαρακτήρα, το οποίο, μακράν τού να επιχειρεί απλά και μόνο να προβλέψει στις λεπτομέρειές του κάποιο μακρινό μέλλον, προτιμά μάλλον να καταδυθεί με ειλικρίνεια στο δίχως αμφιβολία εφιαλτικό ανθρώπινο παρόν μας, να το κατανοήσει και, ει δυνατόν, να το υπερβεί.
Αναζητώντας Μακριά από τη Γη μια Νέα Αυγή για την Ανθρωπότητα
Βασισμένη στους δύο πρώτους τόμους τής Τριλογίας του Φεγγαριού τού θείου του Γιέρζι, η ταινία τού Αντρέι Ζουλάφσκι Στον Ασημένιο Πλανήτη αφηγείται την αποτυχημένη απόπειρα τεσσάρων αστροναυτών να εποικίσουν έναν μακρινό πλανήτη και να δημιουργήσουν σ’ αυτόν έναν νέο, ανώτερο πολιτισμό. Μόνο οι τρεις από τους τέσσερις αστροναύτες επιζούν τελικά, – η Μάρτα, ο Πιότρ κι ο Γιέρζι, – μετά την πρόσκρουση του αεροσκάφους τους στην επιφάνεια του άγνωστου πλανήτη.
Πολλά χρόνια μετά, πράγματι, ένας νέος πολιτισμός έχει δημιουργηθεί, όμως πρόκειται για έναν πολιτισμό πρωτόγονο, που έχει βασιστεί στην αιμομιξία, τη θρησκευτική προκατάληψη και τη βία. Κατά παράδοξο τρόπο, από τους τρεις αστροναύτες, ο Γιέρζι μεγαλώνει με εμφανώς πιο αργούς ρυθμούς. Γίνεται επομένως μάρτυρας των πρώτων σταδίων τής ανάδυσης του νέου πολιτισμού, του εκτροχιασμού του ήδη από τη γένεσή του και των φαινομένων γρήγορου εκφυλισμού από τη μία γενεά στην άλλη. Λόγω αυτής του της μακροβιότητας, οι απόγονοι των αστροναυτών τον αντιμετωπίζουν μάλλον με επιθετική και ειρωνική διάθεση, ωστόσο, σε κάποιο επίπεδο τον αναγνωρίζουν και ως ένα είδος αγίου. Τον αποκαλούν ‘Ο Γέρος.’ Λίγο πριν πεθάνει, ο Γιέρζι αποσύρεται στο σημείο όπου είχε συντριβεί το διαστημόπλοιο και στέλνει πίσω στη Γη ένα είδος βίντεο-ημερολογίου που κράτησε από την άφιξή του στον πλανήτη.
Στο δεύτερο μέρος τής ταινίας, το βίντεο του Γιέρζι έχει φτάσει στα χέρια τού Μάρεκ, ενός διαστημικού ερευνητή, ο οποίος θα ταξιδέψει στον Ασημένιο Πλανήτη και θα γίνει δεκτός από τους ‘ανθρώπους τού Πλανήτη’, ως Μεσσίας. Μετά από δικές τους πιέσεις, ο Μάρεκ τίθεται επικεφαλής ενός εκστρατευτικού σώματος, το οποίο έχει ως αποστολή του να μεταβεί στην απέναντι μεριά τής θάλασσας, εκεί όπου κατοικούν οι τρομακτικοί Σερν, τα τερατόμορφα όντα με τις τηλεπαθητικές ιδιότητες που κατοικούν τον πλανήτη και δυναστεύουν τους απογόνους των γήινων. Ενόσω ο Μάρεκ εκστρατεύει κατά των Σερν, πίσω στον πρωτόγονο πολιτισμό των ‘ανθρώπων τού Πλανήτη’ τα φαινόμενα του θρησκευτικού δογματισμού, του ολοκληρωτισμού και της βίας κυριολεκτικά εκρήγνυνται.
Διογκωμένοι από την Επιθυμία Αδένες Υποφέρουν μέσα στη Διάσπαση
Μια απλή αλλαγή πλανήτη δεν είναι φυσικά ικανή να επιφέρει μία δραστική αλλαγή στην ανθρώπινη φύση. Ανθρώπινες φιγούρες που δονούνται και πάλλονται, χαμένες μέσα στις αχανείς, ερημικές εκτάσεις, μέσα στα παρθένα κι ερεβώδη νερά των ποταμών και των θαλασσών ενός μυστηριώδους πλανήτη, προσπαθώντας απεγνωσμένα να δώσουν σχήμα με τις λέξεις και τις κραυγές τους στην αιώνια ανθρώπινη αγωνία̇ στην άγρια μάχη μεταξύ ενός φθαρτού σώματος και μιας οντότητας που δεν έχει καταφέρει ακόμη να ορίσει επαρκώς τον εαυτό της κι όμως, επιμένει να αυτοαποκαλείται ‘πνεύμα’ ή ‘ψυχή’̇ βαθιά διασπασμένη μέσα της, ωστόσο: “Είμαι ένα σώμα[1] κύριε! Σε διαδικασία διάσπασης. Η ιδέα τής διάσπασης. Η συνείδηση του εαυτού μέσα από τη διαδικασία τής διάσπασης. Υπάρχει σε όλο αυτό μία δυαδικότητα της φύσης και μία δυαδικότητα της ζωής. Η σκέψη τής δυαδικότητας είναι μέρος τής ίδιας μου της φύσης. Πρόκειται για την αντίφαση μεταξύ μορφής κι επιθυμίας…” (Μάρεκ και Ιχέζαλ).
Βαθιά διασπασμένο μέσα του, δυαδικό από τη φύση του, σε κάθε μία από τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τις λέξεις του, το ανθρώπινο ζώο υποφέρει, συσπώμενο σύγκορμο από τη γενετικά εγγεγραμμένη μέσα του λαχτάρα με την οποία έχει καταδικασθεί να ζει εφ’ όρου ζωής: “Η υποταγή στους στενούς λαβύρινθους των αισθησιακών παθών σου… μεταμορφώνοντας τον εαυτό σου σε έναν αδένα-φονιά, που θεωρεί πως του ανήκουν τα πάντα” (ο Μάρεκ στον παπά).
Άσε Πίσω σου τη Δυαδικότητα, Γίνε Ένα με την Κοσμική Συνείδηση
Μοναχικοί, κινούμενοι αδένες, που εκκρίνουν επιθυμία, φόβο, εγωισμό και βία, παγιδευμένοι σ’ αυτό το παράλογο, ακατανόητο, αδυσώπητα αδιάφορο σύμπαν. Άνθρωποι που ξεκινούν να μονολογούν, στην αρχή διστακτικά, ανιχνεύοντας τις λεκτικές δυνατότητες που τους ανοίγονται, ψελλίζοντας σύντομα και φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους φιλοσοφικά αποσπάσματα, που μοιάζουν με μάντρας από τις αρχαίες γραφές τού Χριστιανισμού, του Σουφισμού, του Βουδισμού̇ σιγά σιγά η φωνή τους αυτονομείται̇ δονείται σαν να υπακούει στα κελεύσματα μιας άγριας και αφανούς αρμονίας̇ τα σώματά τους αρχίζουν να πάλλονται βίαια, φλεγόμενα από την επιθυμία τους να φτάσουν στην κορύφωση της έκστασης̇ να καταφέρουν να υπερβούν την κατακερματισμένη ανθρώπινη συνείδηση που τα δυναστεύει̇ να λιώσουν μέσα στον παγερά απαθή εκστατικό ωκεανό τής κοσμικής συνείδησης: “Θα νιώσω ότι έχω λιώσει μέσα σου, ω πέτρα, ω γρασίδι… Θα νιώσω. Θα νιώσω μέσα μου τη μη-ανθρώπινη διαφάνειά σου. Πλήρης αταραξία. Είμαι κανένας” (Γιέρζι).
Το να είσαι άνθρωπος σημαίνει να είσαι διασπασμένος̇ σε μία κατάσταση διαρκούς μετάβασης: από τη μορφή προς ένα ποτέ-πραγματοποιούμενο περιεχόμενο, από την ύλη προς ένα αδύνατον-να-πραγματωθεί πνεύμα, από την επικράτεια του κατακερματισμού στο αδύνατον-να-εντοπισθεί και πιθανότατα ουτοπικό Ένα: “Πού βρίσκεται η απάντηση; Που βρίσκεται αυτό το μέρος όπου το καθετί ενώνεται με τα πάντα και γίνεται ένα; Γίνεται άραγε ποτέ ένα; (ο Μάρεκ στον Σερν).
Εξάλειψε ‘Αυτόν που Παρατηρεί’ εάν Θέλεις να Εξαλείψεις το Κακό
Είναι η διάσπαση που αποκαλύπτεται ως λαχτάρα, ως φόβος και βία̇ στην πραγματικότητα, η διάσπαση είναι συνώνυμη του Κακού: “Η απτή πραγματικότητα του κακού που βλέπουμε γύρω μας” (ο Μάρεκ στον παπά)̇ αυτή είναι η πικρή σοδειά εκείνης της οντότητας μέσα μας, που δεν παύει να παρατηρεί τον κόσμο, σαν να αποτελεί κάτι το εντελώς ξεχωριστό από τον κόσμο: “Είμαι η φυλακή τής ίδιας μου της ελευθερίας, παγιδευμένος στην κόλαση εκείνου που παρατηρεί” (ο Μάρεκ με την Ιχέζαλ)̇ ενώ θα έπρεπε να είναι ο ίδιος ο κόσμος, αυτός που παρατηρεί μέσα από τα δικά της μάτια: “Μου έχουν διδάξει ότι το μάτι τού κόσμου που με παρατηρεί είναι το ίδιο το μάτι με το οποίο εγώ παρατηρώ τον κόσμο. Το μάτι αυτό δεν είναι ούτε χαρούμενο ούτε κακό… δεν έχει συναισθήματα ούτε προσμένει κάτι. Είναι απολύτως αδιάφορο, σαν το νερό” (Γιέρζι).
Το ανθρώπινο μάτι περιμένει μονίμως κάτι̇ σκέφτεται̇ αναζητεί̇ ελπίζει̇ δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιηθεί απλώς με το να υπάρχει, απλά και μόνο να παρατηρεί: “Να είσαι απλά. Μην σκέφτεσαι!” (η Ιχέζαλ στον Μάρεκ). Το εστιακό εκείνο σημείο προς το οποίο συγκλίνει η συνοχή τού κόσμου, εκεί όπου το καθετί ενώνεται και γίνεται ένα, όπου και η πιο ανεπαίσθητη κίνηση της αεικίνητης ανθρώπινης συνείδησης παύει οριστικά, μπορεί να το συναντήσει μόνο το ατάραχο βλέμμα τού κόσμου, ποτέ το ανθρώπινο μάτι που διαρκώς επιθυμεί. Τότε μόνο κανείς απλά είναι: “Είμαι. Γιατί δεν είμαστε εμείς που έχουμε χαθεί μέσα στην ενατένιση του κόσμου. Είναι ο κόσμος που έχει χαθεί μέσα στη δική μας ενατένιση” (Γιέρζι).
Πόσες Ακόμη Ματαιωμένες Ουτοπίες Αγάπης;
Κι αυτή είναι ίσως η κατάσταση της αγάπης, την οποία τόσο επίμονα έχουμε αναζητήσει. Φαίνεται όμως ότι ο άνθρωπος είναι ανίκανος να έρθει σε επαφή με την αγάπη: “Το να αγαπάς σημαίνει να νιώθεις απολύτως υπεύθυνος για κάποιον άλλον άνθρωπο. Μπορείς επίσης να τον κερδίσεις δια της ηδονικής οδού, χωρίς αγάπη. Στην περίπτωση αυτή, η λέξη αγάπη δεν έχει κανένα νόημα. Μετατρέπεται αυτόματα σε κακό και σε μίσος. Όμως εμείς έχουμε ταξιδέψει τόσο μακριά, για να καταφέρουμε να μην μισούμε κανέναν” (ο Πιότρ προς τον Γιέρζι). Αμέσως μετά, ωστόσο, ο Πιότρ θα ρωτήσει τον Γιέρζι “Πώς μπορείς και είσαι τόσο ευτυχισμένος εδώ, – εσύ που δεν έχεις τίποτε απολύτως σ’ αυτό το μέρος;” Στην απάντηση του Γιέρζι “Έχω εσένα”, ο Πιότρ έξαλλος θα αρχίσει να τον χτυπάει άγρια, μέχρι να τον αφήσει αιμόφυρτο στο έδαφος. Η ιστορία τής Γης θα συνεχιστεί απαράλλακτη, απλά σε διαφορετικό πλανήτη. Καμία συζήτηση περί της αγάπης δεν πρόκειται να οδηγήσει στην ίδια την αγάπη. Το αντίθετο μάλιστα. Αγάπη σημαίνει τον εκμηδενισμό τής λέξης και κάθε διαχωρισμού̇ σημαίνει την ταύτιση του ανθρώπινου κοιτάγματος με το απρόσωπο κοίταγμα του σύμπαντος: “Υπάρχει πόνος, αλλά δεν υπάρχει κανείς για να υποφέρει. Υπάρχει δράση, αλλά δεν υπάρχει το υποκείμενο της δράσης. Υπάρχει παρηγοριά, αλλά δεν υπάρχει ο άνθρωπος που θα την κατακτήσει. Υπάρχει ένας δρόμος, αλλά δεν υπάρχει κανείς εκεί για να τον ακολουθήσει” (Γιέρζι).
Πόσες αφίξεις, πόσα ξεκινήματα, πόσα υψιπετή μανιφέστα, πόσες νέες αυγές, πόσα ‘ποτέ ξανά’; Μια χούφτα αστροναύτες εγκατέλειψαν τη Γη και αναζήτησαν έναν καινούριο τόπο, όσο πιο μακριά γινόταν μέσα στο σύμπαν, για να ξεκινήσουν μια νέα ανθρωπότητα̇ κι όμως, γρήγορα κατέληξαν σε μια πιστή αναπαραγωγή τής ίδιας αρχαίας ανθρώπινης κτηνωδίας. Ξανά και ξανά, άοκνα, αναπαράγουμε το ίδιο ακριβώς χάος που κουβαλούμε μέσα μας: “Εδώ, τα πάντα είναι όπως στη Γη. Το ίδιο χάος, η ίδια έλλειψη αλήθειας. Το ίδιο ψέμα” (ο Πιότρ στον Γιέρζι).
Πριν από Οτιδήποτε Άλλο, Αναγνώρισε το Κτήνος Μέσα σου ή: Εμείς οι Ίδιοι είμαστε οι Σερν!
Ο Ασημένιος Πλανήτης είναι η Γη̇ η ‘νέα ανθρωπότητα’ που δημιούργησαν οι τρεις αστροναύτες είναι η ίδια παλιά ανθρωπότητα̇ και οι Σερν είμαστε εμείς οι ίδιοι στην πραγματικότητα: “Υπάρχει μία σέχτα επιστημόνων που πιστεύουν ότι δεν υπάρχουν καν, ότι είναι απλά μία αντανάκλαση του εαυτού μας, την οποία εμείς οι ίδιοι έχουμε καλέσει μέσα από το σκότος” (ένας από τους φύλακες του αιχμάλωτου Σερν στον Μάρεκ). Καθόλου παράξενο δεν είναι που τα πάντα σ’ αυτόν τον πλανήτη θυμίζουν τόσο πολύ τη Γη, όπως παρατηρεί από νωρίς ο Πιότρ.
Σε μία από τις σκηνές τής ταινίας, οι οποίες είχαν χαθεί λόγω της απότομης διακοπής τής χρηματοδότησης και των γυρισμάτων από την τότε κομμουνιστική κυβέρνηση της Πολωνίας και ανασυνέθεσε δέκα χρόνια αργότερα ο Ζουλάφσκι με δικό του voice-over, τον ακούμε να μας περιγράφει ορισμένες από τις εντυπωσιακές ομοιότητες που παρουσιάζει ο πολιτισμός των τερατόμορφων Σερν με τον δικό μας γήινο πολιτισμό: “Ο Μάρεκ κοιτάζει τις τοιχογραφίες στο εσωτερικό των ναών των Σερν. Τα σημάδια τής φθοράς τού χρόνου είναι έκδηλα επάνω τους, ωστόσο, μπορεί κανείς ακόμη να καταλάβει τι απεικονίζουν: μας δείχνουν κάποιους Σερν πάνω σε θρόνους, να ποζάρουν με στόμφο, μας δείχνουν ιερατικούς Σερν, με τα γεμάτα θαυμασμό μάτια τους στραμμένα προς τον ουρανό, εκεί όπου, ανάμεσα στα σύννεφα, βρίσκονται ορισμένοι άλλοι Σερν, προφανώς οι ύψιστοι όλων. Τα χείλη τού Μάρεκ ψελλίζουν: “Γη”. “Γη”.
Ναι, πράγματι, είναι η Γη. Με μία σημαντική διαφορά, ωστόσο: εμείς οι άνθρωποι, είμαστε πολύ κατώτεροι ακόμη κι από τους τρομακτικούς και τερατόμορφους Σερν. Σ’ αυτούς, οι αστροναύτες διακρίνουν αυτό από το οποίο έχουν αποστρέψει το βλέμμα τους πεισματικά μέχρι τώρα: τη ζωώδη τους φύση̇ τη βία τους̇ κατανοούν όμως ταυτόχρονα και το γεγονός ότι οι Σερν βρίσκονται ακόμη σε εκείνη την αξιοζήλευτη κατάστασης της αδιάσπαστης και αδιατάρακτης ενότητας με το Όλον, της ταύτισης του δικού τους βλέμματος με το ατάραχο βλέμμα τού κόσμου̇ γι’ αυτόν τον λόγο τους φοβούνται και τους μισούν.
Στροβιλιζόμενοι Γύρω από τους Ίδιους Ομόκεντρους Κύκλους τής Ανθρώπινης Φύσης
Ο Σερν είναι ζώο, αλλά με την πιο καθαρή έννοια τού όρου: “Εγώ είμαι συνεπής. Εσύ όχι” λέει ο αιχμάλωτος Σερν στον Μάρεκ. “Όλα – πόνος. Ύπνος – πόνος. Φόβος. Ήσυχος, ο Σερν. Εγώ – Σερν. Όταν ο Σερν τραγουδάει. Εγώ – ζώο. Εσύ – ακόμη πιο κάτω. Εσύ – θάνατος. Εγώ – το τόξο.[2] Δέντρα. Γρασίδι. Εγώ – βλέπω – Μορκ. Εσύ – φόβος. Εγώ – στον δρόμο. Μόνος μου. Προχωράω. Εγώ μακριά. Εσύ κοντά. Εσύ φόβος – πόνος. Βάρος. Εσύ – φωνή. Εγώ – σιωπή. Εμείς – πάμε μακριά, πεθαίνουμε, πλέουμε. Εσύ – Σερν,” απαγγέλουν εν χορώ οι Μορκ – τα τερατόμορφα όντα που έχουν προέλθει από διασταύρωση μεταξύ ανθρώπων και Σερν, – καθώς κυκλώνουν απειλητικά τον Μάρεκ. Οι απόγονοι των αστροναυτών δεν κατάφεραν τίποτε περισσότερο από το να αναπαραγάγουν την ίδια ανθρώπινη ψυχολογική δομή – μία δομή που αφθονεί σε πόνο, φόβο, κενές λέξεις και θάνατο̇ το ζώο-Σερν – ή το ζώο-Μορκ – αντίθετα, κατοικεί ακόμη στην επικράτεια της εκστατικής και άσπιλης Φύσης, – ένα με τα δέντρα και το γρασίδι, – χαμένο στο μακάριο βασίλειο της σιωπής και της ομορφιάς̇ καμία σημασία δεν έχει η μορφή̇ μόνο η ποιότητα της ύπαρξης̇ δίκαια λοιπόν οι Μορκ κραυγάζουν στα μούτρα τού Μάρεκ: “Εσύ – Σερν”!
Με την ταινία του Στον Ασημένιο Πλανήτη, ο Ζουλάφσκι δεν μας παραδίδει απλά και μόνο μία ακόμη ταινία επιστημονικής φαντασίας, αλλά ένα πραγματικό κινηματογραφικό φιλοσοφικό δοκίμιο γύρω από την ανθρώπινη φύση, στο οποίο “το χρονικό της γένεσης ενός νέου πολιτισμού σε έναν ξένο πλανήτη μετατρέπεται σε έναν παραμορφωμένο αντικατοπτρισμό τής ιστορίας τής ανθρωπότητας πάνω στη Γη.”[3] Ταυτόχρονα, ανασυνθέτει πιστά τη μακρά και αιμοσταγή ιστορία τής επίσημης κι οργανωμένης ‘θρησκείας,’ αυτής που έχει καθαγιάσει και διαιωνίσει το δογματικό τελετουργικό, το μίσος και τη βία, αντί της αγάπης και της συμπόνιας μεταξύ των ανθρώπων, την οποία μόνο στα λόγια έχει διακηρύξει εξαρχής̇ και έτσι, ο Ζουλάφσκι είναι σε θέση να την αντιπαραβάλει με την πραγματική Θρησκεία, αυτήν που ο ίδιος οραματίζεται, αυτήν της οποίας ο μοναδικός στόχος υπήρξε πάντοτε η υπέρβαση του Εαυτού, με άλλα λόγια η αγάπη.
Η Ατελείωτη Αγωνία της Ανθρώπινης Παγίδευσης
Ακόμη πιο εντυπωσιακή, ωστόσο, είναι η ίδια η γοητεία τής κινηματογραφικής γλώσσας που χρησιμοποιεί ο Ζουλάφσκι. Η εκτεταμένη χρήση ‘βρώμικων’ αποχρώσεων του μπλε, οι ευρυγώνιοι φακοί του που παραμορφώνουν την εικόνα, μία αεικίνητη κάμερα που μοιάζει δαιμονισμένη, είναι ορισμένα από τα χαρακτηριστικά τής κινηματογράφησης τού Ζουλάφσκι που δημιουργούν μία εντυπωσιακά πειστική απόκοσμη ατμόσφαιρα, όπου η βία, ο τρόμος κι η πιο ακραία υπαρξιακή αγωνία κυριαρχούν, σε βαθμό που σπάνια έχει επιτευχθεί στην ιστορία τού είδους τής επιστημονικής φαντασίας και του κινηματογράφου γενικά.[4] Η πλοκή είναι μόνο μία πρόφαση εδώ. Εκείνο που προέχει, είναι να αποκαλυφθεί στις τραγικές του διαστάσεις το αιώνιο υπαρξιακό αδιέξοδο των ανθρώπινων όντων̇ η αναπόδραστη παγίδευσή τους στη φυλακή τού Εαυτού, με όλη του την κτηνωδία, τη βία και τη μικρότητά του̇ οι αντιφάσεις που εμπεριέχονται στις απέλπιδες προσπάθειές τους να τον υπερβούν̇ και η πικρή απόγνωση που γεννά η συνειδητοποίηση της συστηματικής τους αποτυχίας να επιτύχουν την πολυπόθητη αυτή υπέρβαση.
Σημειώσεις
[1] Πρόκειται για αποσπάσματα από τους διαλόγους τής ταινίας. Η έμφαση με πλάγια γραφή (italics) είναι δική μας σε όλα τα αποσπάσματα.
[1] Πρόκειται για μεταφορά στα ελληνικά, ενός κειμένου που δημοσιεύθηκε στις 21.7.2021, στο περιοδικό σύγχρονης Πολωνικής τέχνης Contemporary Lynx: https://contemporarylynx.co.uk/andrzej-zulawskis-on-the-silver-globe?fbclid=IwAR2P90VzSFTEZtQMufJY7DghiIzYRguNQXwA0e7AdOTb0mAHeNBwH-AvY-c
[2] Κατά πάσα πιθανότητα, πρόκειται για έμμεση αναφορά στο απόφθεγμα του Ηράκλειτου Βίος: τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος (Βίος: το όνομα του τόξου βίος, αλλά το έργο θάνατος). Βλ. π.χ. στο: Κώστας Αξελός, Ο Ηράκλειτος και η Φιλοσοφία, Εξάντας, Αθήνα 1974, σ. 240.
[3] https://culture.pl/en/work/on-the-silver-globe-andrzej-zulawski
[4] http://www.johncoulthart.com/feuilleton/2015/01/13/the-edge-of-coherence-on-the-silver-globe/ and
https://culture.pl/en/work/on-the-silver-globe-andrzej-zulawski