Η κλειστή πατριαρχική αγροτική κοινωνία στην ποίηση της Αντωνίας Μποτονάκη (της Βαρβάρας Ρούσσου)

0
271
Γυναίκες στο Ηράκλειο Κρήτης, 1930

της Βαρβάρας Ρούσσου

Η Αντωνία Μποτονάκη έχει έως σήμερα διανύσει μια ενδιαφέρουσα λογοτεχνική πορεία ξεκινώντας το 2011 με το μυθιστόρημα Άσ’ το κι ας αποθάνει ή το Νεραγδαλλαγμένο που επανεκδόθηκε φέτος στα Χανιά, τον τόπο γέννησής της (εκδόσεις Πυξίδα της πόλης). Το 2017 περνάει στην ποίηση με τη συλλογή Αγήτρα της σκιάς (Ιωλκός)[1] που βραβεύεται με το βραβείο Ζαν Μωρεάς και την επόμενη χρονιά εκδίδει τη συλλογή Τέρμα Θεού (υποψήφια για κρατικό βραβείο).

Το τρίτο ποιητικό βιβλίο έρχεται λοιπόν μετά από έξι χρόνια με έναν κάπως παράξενο τίτλο. Τα δυο μότο είναι σαχτουρικές αναφορές: η «αφιέρωση» (στον νεκρό της ζωής μας Ιωάννη Βενιαμίν δ’ Αρκόζι») και ο στίχος «Κρυμμένος μες στο θάνατό μου τραγουδώ» εισάγουν την έννοια του θανάτου (επίκεντρο της προηγούμενης εξλλλου συλλογής) ως στοιχείο (ή στοιχειό) της ίδιας της ζωής. Το βιβλίο απαρτίζεται από πέντε ενότητες που τις διαχωρίζουν ισάριθμα πεζά κείμενα υπό τον τίτλο «Ομολογία ή Ψαλμός» ενώ μετά τον δεύτερο «Ψαλμό» υπάρχει ένα ακόμη πεζό τιτλοφορούμενο «Αντίψαλμος». Όλα αυτά τα πεζά αποτελούν παιδικές εμπειρίες της ποιητικής φωνής από τη στενή επαφή με τη φύση, το χωριό και την οικογένεια σε μια συνθήκη κλειστής πατριαρχικής αγροτικής κοινωνίας και αντανακλούν στη συγκρότηση της ποιητικής φωνής.

Μεταξύ Ψαλμών κατανέμονται 37 ποιήματα άλλα σε άμεση συνάφεια με τον κόσμο που δομείται στους ψαλμούς άλλα σε, συνήθως ελαφρά, απόκλιση. Η πρώτη και οι δυο τελευταίες ενότητες παρουσιάζουν θεματική συνοχή: η πρώτη περιστρέφεται γύρω από την απόδοση του φύλου στη γέννηση του θηλυκού παιδιού και οικογενειακές μνήμες και η δεύτερη συνεχίζει ψηλαφώντας την γυναικεία. Η τρίτη αποτελείται από ποιήματα που κατά μια έννοια ορίζουν το ώριμο πλέον ποιητικό υποκείμενο. Μεταξύ τους το «Μεταβίβαση» το διαβάζω ως κομβικό διότι στην ανάγνωσή μου σηματοδοτεί τις απόπειρες επούλωσης των ιχνών του παρελθόντος. Εδώ και το εμπνευσμένο από την επικαιρότητα ποίημα (ναυάγιο της Πύλου) «Αντιμετάθεση θα πει αλλαγή με αμοιβαίο τρόπο». Η προτελευταία ενότητα περιέχει ποιήματα ποιητικής (και δυο αφιερωμένα στον Ντίνο Χριστιανόπουλο και τον Αντρέι Ταρκόφσκι). Η τελευταία αντιμετωπίζει το θέμα του θανάτου και θέτει το ερώτημα για τον τρόπο που επέρχεται. Η Ομολογία που ανοίγει αυτή την ενότητα η παραδείσια επαφή, κατά την παιδική ηλικία στο χωριό, με τον ουρανό, τη φύση και τη νύχτα συνδέεται με την απειλητική φωνή της μάνας ως προοικονομία της κλήσης του θανάτου.

Βασικές προκείμενες που αποτελούν το δομικό υπόβαθρο της συλλογής είναι πρώτον η συγκρότηση της έμφυλης ταυτότητας του ατόμου από δυνάμεις εξουσίας και ο αγροτικός περίγυρος της βρεφικής και παιδικής ηλικίας ως θεμελιακός εξωτερικός παράγοντας στην τραυματική απόδοση φύλου στο κορίτσι άρα και στην απαρχή της διαμόρφωσης του γυναικείου υποκειμένου. Δεύτερον ο τόπος/φύση ως νοσταλγική αναζήτηση της χαμένης Εδέμ-καταφυγίου σε μια ωστόσο δύσκολη παιδική ηλικία. Εφόσον η φωνή εκφοράς του λόγου κινείται ανάδρομα προς το παρελθόν η μνήμη/αναμνήσεις γίνεται ένα ακόμη δομικό στοιχείο των ποιημάτων. Τέλος, κεντρική και η ποίηση που λειτουργεί αναπληρωματικά και η μαθητεία της ξεκινά από την παιδική ηλικία, τροφοδοτείται από τις σχετικές μνήμες, φορέας νοσταλγίας και παραμυθίας.

Η συλλογή συνομιλεί εμφανώς, ρητά δηλαδή, με ορισμένα σημεία από το μυθιστόρημα της Μποτονάκη. Η κεντρική μορφή του βιβλίου, το μικρό κορίτσι από ορεινό χωριό της Κρήτης που έχει βιώσει όλη την καταπίεση και απόρριψη του φύλου της από τη «φυσική» πατριαρχική εξουσία των αντρών έως την εσωτερικευμένη πατριαρχία των γυναικών επανέρχεται ως ποιητική φωνή σε ωριμότητα. Υλικό από το μυθιστόρημα πυκνώνεται και διασπείρεται στα ποιήματα. Ο τόπος των ψαλμών είναι ο ίδιος  του μυθιστορήματος ενώ ολόκληρο το πρώτο ποίημα «Άτροπος» αποτελεί συμπυκνωμένη αφήγηση σελίδων του μυθιστορήματος.

Η συναρμογή μυθιστορήματος και ποιητικής συλλογής, με διαφορά ετών μεταξύ τους, συνιστά μια ενιαία συγγραφική χειρονομία και θα έλεγα ότι η ποιητική συλλογή του 2024 συνεχίζει την πορεία του κοριτσιού από το 2011: η συμφιλίωση με τα τραύματα οδήγησε στα σταθερότερα βήματα της ωριμότητας.

Όπως και στο μυθιστόρημα, η συλλογή επιμένει σε αυτή την παιδική ηλικία ξεκινώντας με τη γέννηση και απόδοση του φύλου ως τραύματος, ως ρωγμής που εξ ορισμού δεν μπορεί να επουλωθεί: «-Μού ‘πεσε κι άνοιξε κι αυτό,/μονολογούσε η λεχώνα οργισμένη,/στα θηλυκά τα σκέλια του νεογέννητου θωρώντας/τη ροδαλή πληγή, τη σχάση/κι έδενε κόμπο τ’ άντερο, τον λώρο.//».  Το φύλο αποδίδεται στο κορίτσι ως μητρικό λάθος, ως πτώση, που, όπως προαναφέρθηκε, το αποκλείει υποβιβάζοντάς το στο επίπεδο των κατώτερων άφωνων και μη αυτόνομων όντων-«ζώων»: «Μια ακόμα θηλυκιά./Ίδια, όπως οι προβατίνες, οι αγελάδες και οι σκύλες./Κι ολόιδια, όπως αυτές,/δεν επιτρέπεται να τρώω τσάμπα το ψωμί μου./Ξανθιά./πάει να πει: τα θέλει ο κώλος μου.».[2] Πρόκειται για την επιτελεστική λειτουργία του λόγου που παράγει αυτό που κατονομάζει. Όπως αναφέρει η Μπάτλερ για την έγκληση (που εδώ βέβαια δεν είναι ιατρική αλλά μητρικός λόγος) «μετατοπίζει το βρέφος από ένα «αυτό» σε ένα «αυτή» και με την ονοματοδοσία το θηλυκό παιδί «θηλυκοποιείται», εισάγεται στο βασίλειο τη γλώσσας και των συγγενικών σχέσεων…».[3] Ταυτόχρονα με το πλαγιογραφημένο και απομονωμένο στίχο «Θηλιά να πεις, θηλιά» που εκφέρεται από μέλος της οικογένειας, η επιτέλεση ολοκληρώνεται με πρόσημο αρνητικό: οι ηχητικά συγγενείς με το θηλυκό λέξεις ορίζουν την υποταγή για το πλάσμα αλλά και το βάρος για την οικογένεια.

Κάθε παρέκκλιση τιμωρείται: ο επίσης πλαγιογραφημένος και απομονωμένος στίχος «Κακότροπη και αυθάδης» συνεπάγεται την τιμωρία: «Γι’ αυτό.//Γι’ αυτό από νωρίς/τη γλώσσα μου/ την πέταξαν/στη γάτα.». οδηγεί σε στέρηση του οργάνου ομιλίας -στέρηση φωνής υποβάλλοντας   την αίσθηση σκληρότητας προς  το θηλυκό το οποίο η πράξη των άλλων μεταβάλλει σε αποκείμενο («πέταξαν»).[4]

Η εσωτερίκευση της καταπίεσης, η προσήλωση στο ρόλο και η σιωπή σε ένα σκληρό περιβάλλον ένδειας προβάλλονται ως χαρακτηριστικά της μητέρας που αποστεώνεται   στο δεύτερο ποίημα «Πρόσφορο»: «Η μητέρα είχε ανορεξία νευρική. Από παιδί./Μεγάλωσε σε πλήρη ένδεια./Το φαγητό ήτανε σπάνιο αγαθό./ Θαρρώ το μίσησε από περηφάνεια.//Στη μητέρα άρεσαν πολύ τα πανηγύρια στα χωριά./Γι’ αυτό ο πατέρας την πήγαινε συχνά/[…] Όταν γυρνούσαν, κάθιζε στ’ άδειο τραπέζι της κουζίνας/να μας αφηγηθεί τι ακριβώς είχε γευτεί/ο κάθε ομοτράπεζός της./Δεν είχε βάλει στο στόμα της μπουκιά.//Ύστερα έκοβε με το χέρι της ένα κομμάτι χθεσινό ψωμί.//Έτσι έμαθα πώς γράφεται η ποίηση.».  Όμως η μητρική αποχή από το φαγητό γίνεται το μάθημα για την ποίηση ως προιόν διαρκών στερήσεων. Στο ποίημα «Καταβασία» διαβάζουμε: «Τα ποιήματά μου είναι κεριά/Ανήμπορα/Σβησμένα/[…]Ένα μονάχα πιάτο στο τραπέζι[…]Κατάρες κι αναθέματα είναι τα ποιήματά μου». Οι μεταφορές που χαρακτηρίζουν την ποίηση του ώριμου πλέον ποιητικού υποκειμένου φαίνεται να έχουν τις ρίζες τους στο  ποίημα «Πρόσφορο».

Η συνθήκη αιχμαλωσίας βέβαια είναι κοινή, συλλογική για τους ανθρώπους που μεγαλώνουν στην ασφυκτική ορεινή ύπαιθρο, όπως δηλώνεται με το μεταφορικό, τρίτο στη σειρά, ποίημα «Παστούρωμα». Το ποιητικό υποκείμενο με σκληρή γλώσσα απομυθοποιεί κάθε εξιδανικευμένη εικόνα για την επαρχία και τη ζωή της υπαίθρου αντιδιαστέλλοντάς την με την άγνοια των αστών και την ειδυλλιακή εικόνα γραφικότητας με την οποία αντιμετωπίζουν τη φύση: «μάθετε κι εσείς τι/πάει να πει παστούρωμα/ρωτήστε μας κι εμάς/στην επαρχία που ζήσαμε//Εκεί που στρώνετε πικνικ/μαγιάτικα στεφάνια πλέκετε[…]πώς ζήσαμε// Με το κεφάλι μες στα σκέλια μας, Σακάτες πληγιασμένοι και κουτσοί/».    

Έχει ενδιαφέρον η συνεχής σύνδεση των ανθρώπινων όντων, ιδιαίτερα των γυναικών, με τα μη ανθρώπινα, δηλαδή η αποανθρωποίηση των γυναικών και η ταύτισή τους με τα όντα εκείνα που στο ανθρωποκεντρικό /πατριαρχικό πολιτισμικό πλαίσιο στερήθηκαν τη φωνή και την αναγνώριση της δράσης τους στην ιστορία. Αρκεί να θυμηθούμε το ερώτημα που είχε τεθεί κατ’ επανάληψη στους αιώνες: «είναι οι γυναίκες άνθρωποι;».[5]  Πρόκειται μάλιστα για τα οικόσιτα ζώα που συμβάλλουν στην οικιακή οικονομία και δεν είναι απλώς ζώα συντροφιάς. Η αποανθρωποποίηση του κοριτσιού, όπως και το ποίημα αναφέρει, συνάπτεται με τη «χρήση»/χρησιμότητα του κοριτσιού.

Δεν είναι τυχαία ούτε η θέση του ποιήματος «Να ζήσεις φωναχτά δεν άντεχες» αφιερωμένο στην Έμιλυ Ντίκινσον. Καθώς κλείνει η πρώτη ενότητα, η αναφορά στη Ντίκινσον, με την περιορισμένη ζωή στην ύπαιθρο και τον οικειοθελή εγκλεισμό συνδέονται τόσο με την άσκηση της ποίησης ως  μόνωση και εγκαταβύθιση στην/στον εαυτή/το όσο και με τις απαγορεύσεις δημόσιου λόγου στις γυναίκες.

Στην επόμενη ενότητα η γυναικεία οπτική συνεχίζεται. Το ποίημα «Η εκπαίδευση»   χρησιμοποιώντας τη μεταφορά της αιχμάλωτης αρκούδας που εκπαιδεύεται να υποφέρει (θυμίζοντας την σικελιανική της «Ιεράς Οδού») παραπέμπει στην υποταγμένη ζωή των γυναικών. Η ενοχή για τη γέννηση κοριτσιών και όχι αγοριών θεματοποιείται μέσα από ένα ιστορικό συμβάν στο ποίημα «Άσκηση μνήμης. Μικρό Αλγέρι». Η τοπική μετακίνηση από την Κρήτη στη Μάνη, σε κλειστές κοινωνίες δείγματα σκληρής πατριαρχίας αποδίδεται σκηνοθετώντας τον τόπο με χαρακτηριστικά φυσικά στοιχεία (φρύγανα/ακρωτηριασμένους γρύλους/χρυσοκάνθαρους βαλσαμωμένους στην κάψα του ήλιου[…] το επίμονο πέταγμα των νυχτερίδων) που υποβάλλουν την τραχύτητά του.

Συνεπώς έως εδώ έχει οριστεί μια βασική παράμετρος της συλλογής, το φύλο και η  έμφυλη οπτική ο ρόλος της οικογένειας και του τόπου με τους κανόνες του που θα επανέρχεται και σε επόμενα ποιήματα αλλά κυρίως στους ψαλμούς. Τα τρία πρώτα ποιήματα του βιβλίου («Άτροπος, «Πρόσφορο», «Παστούρωμα») θα συμπληρωθούν από τα επόμενα τρία, ένα είδος νέκυιας. Η συνομιλία με τους νεκρούς, πρόσωπα οικεία, που επιμένουν να κυκλοφορούν στο χώρο των ζώντων ορίζεται στα «Μυθιστόρημα Α΄», «Μυθιστόρημα Β΄», «Μυθιστόρημα Γ΄(Δικαίωση)». Η ομάδα αυτών των ποιημάτων κλείνει με το «Αποτρόπαιο» όπου, ανακαλώντας δημοτικά τραγούδια, οι δυο ασύμβατοι κόσμοι μπορούν να συνενωθούν και εντέλει αποτελούν για το ποιητικό υποκείμενο τη μόνη παρηγορητική πράξη σε μια εβδομαδιαία επαναληπτικότητα απαγορεύσεων και στερήσεων.

Η μνήμη ανακαλεί παραστάσεις, βιώματα και πρόσωπα κυρίως από το στενό οικογενειακό περιβάλλον, όπως είδαμε, τους παράγοντες δηλαδή που λειτούργησαν συγκροτητικά στο γυναικείο υποκείμενο/ποιητική φωνή. «Χτες, καθώς βούτηξα γυρεύοντας/τη ζωή/τη ζωή μου/δεμένη σε κείνο το παιδικό μου πέδιλο/που χάθηκε πριν χρόνια» έγραφε στην Αγήτρα της σκιάς η Μποτονάκη. Το ποιητικό υποκείμενο εκείνης της συλλογής επανέρχεται με παλαιές βάσεις (ας πούμε κάτι σαν το χαμένο πέδιλο) σε άλλες παραμέτρους.

Με όλα αυτά η Μποτονάκη πραγματώνει το πρώτο τουλάχιστον μέρος αυτού που ο Ήγκλετον ορίζει ως ποίημα: «μια μυθοπλαστική ηθική δήλωση».[6] Πόσο όμως ισχύει και το δεύτερο σκέλος; «που χρησιμοποιεί τη γλώσσα με ασυνήθιστα ευρηματικό και εμφατικό τρόπο».

Θα πρέπει βέβαια να αναρωτηθούμε τι σημαίνει ευρηματική και εμφατική γλώσσα που δεν είναι πάντα ορισμένη και όμοια για όλα τα ποίημα. Η προσίδια γλώσσα κάθε ποιήματος αξεχώριστη φυσικά με το νόημα ορίζει την ευρηματικότητα και εμφατικότητα άλλοτε ως συστηματική χρήση σχημάτων άλλοτε ως απλότητα και λιτότητα άλλοτε ως ρεαλιστική κυριολεξία. Η Μποτονάκη επιλέγει κάθε φορά εκείνα τα στοιχεία που κρίνονται ως δραστικά για το κάθε ποίημα. Στα μικρότερα σε έκταση ποιήματα καταλήγει στη λιτότητα, σε σύντομους απογυμνωμένους στίχους («Μυθιστόρημα Α΄», «Μυθιστόρημα Β΄», «Ολική έκλειψη», «Αγρυπνία», «Αποικοδόμηση»). Η πλειονότητα των ποιημάτων όμως καταλαμβάνει λίγο περισσότερο από μια σελίδα. Σε αυτά ο αφηγηματικός ή εξομολογητικός («Νοσταλγία», «Ως να ΄ρθει») ή αποφατικός («Συναίνεση», «Εντροπία») τόνος ή ο συνδυασμός τους («Πατριδογνωσία») συνυπάρχει συχνά με λυρικά στοιχεία, πλήθος μεταφορές και εικόνες. Κάποιες φορές ο συνδυασμός δεν είναι ιδιαίτερα λειτουργικός και η επικέντρωση στο λυρικό στοιχείο ή στη γλώσσα αποδυναμώνει την ισχύ του ποιήματος.

Στους ψαλμούς η διατήρηση ιδιωματισμών της κρητικής διαλέκτου φαίνεται αρμοστή με το περιγραφικό πλαίσιο και την αποτύπωση των προιόντων των αισθήσεων και των συναισθημάτων ενώ η διάλεκτος αυξάνει το βαθμό νοσταλγίας που άλλοτε επιχειρεί να αποκρύψει άλλοτε διαχέει στις λέξεις η Μποτονάκη. Σε κάθε περίπτωση τις εκτενείς σημειώσεις θα ήταν σκόπιμο να εμπλουτίσει ένα γλωσσάρι με την απόδοση των διαλεκτικών στοιχείων στην κοινή νεοελληνική ώστε η/ο αναγνώστρια/στης να κατανοήσει τους λόγους που οδήγησαν στην ενσωμάτωση ιδιωματισμών.

Μπορεί να φαίνεται ότι τόσο με τις θεματικές, ιδίως των πεζών, όσο και με τέτοιες γλωσσικές επιλογές η συλλογή ρέπει προς ένα είδος ποίησης που ηθογραφεί αλλά διατηρώντας την ποιητικότητα που θα μπορούσε εξάλλου να χαρακτηρίζει και ένα πεζό. Όμως ξεκάθαρα νομίζω η στόχευση δεν είναι η ηθογράφηση αλλά  η αντανάκλαση των ηθικών κωδίκων στο υποκείμενο.[7] Εξάλλου δεν είναι μόνο αυτές οι θεματικές της συλλογής, όπως έδειξα και παραπάνω.

Μπορούμε να αναλογιστούμε τη δήλωση της Μπάτλερ:  «Όταν το “εγώ” επιζητεί να δώσει αναφορά για τον εαυτό του, μια αναφορά που θα πρέπει να περιλαμβάνει τις συνθήκες της ίδιας του της ανάδυσης, τότε θα πρέπει κατ’ ανάγκην να κάνει κοινωνική θεωρία.»[8] Όταν το έμφυλο, ιστορικό/έγχρονο, ορισμένο τοπικά ποιητικό υποκείμενο άμεσα εκθέτει του όρους του τραύματός του και έμμεσα την αποδοχή και τη συμφιλίωση με αυτό ως τρόπο ζωής τότε το ποίημα δεν κάνει κοινωνική θεωρία; Έχοντας ωστόσο η ποιήτρια επεξεργαστεί το υλικό της (αυτοβιογραφικό, αυτομυθοπλασία, έμμεσο βίωμα μυθοπλαστικά δομημένο αυτό λιγότερο εντέλει είναι το θέμα) ώστε να ανταποκρίνεται στις συμβάσεις του ποιητικού λόγου (ό,τι δηλαδή περιέγραψα παραπάνω ως τρόπους) δε συνδυάζει αυτό που η Μπάτλερ ονομάζει «κοινωνική θεωρία» με τους κώδικες της ποίησης;

[1] Η Παναγιά η Οδηγήτρια, την οποία στη Μάνη ονομάζουν η Αγήτρια ή Αγήτρα είναι ένα βυζαντινό ξωκλήσι του 12ου αι. στον Μεζαλίμονα κρυμμένο μέσα σε σκιερούς σκίνους με μοναδική θέα στη θάλασσα.

[2] Αναφέρω παραδειγματικά από το μυθιστόρημα: «Άφηκά το και μου ‘πεσε κι αυτό κι έσκασε!»είπε ξέπνοα στον πατέρα μου αναγγέλλοντάς του το φύλο μου. Ότι της έπεσα δηλαδή κι έτσι δημιουργήθηκε το τραύμα, το σκάσιμο, η πληγή ανάμεσα στα πόδια μου»

[3] Για το σύνθετο ζήτημα και την τεράστια βιβλιογραφία δεν επαρκεί το παρόν κείμενο . Για τα ζητήματα που κινεί το συγκεκριμένο ποίημα εντούτοις βλ. Τζούντιθ Μπάτλερ (2008). Σώματα με σημασία,. Οριοθετήσεις του «φύλου» στο λόγο. μτφρ. Πελαγία Μαρκέτου, εισαγωγή επιστημ. επιμέλεια Αθηνά Αθανασίου, Εκκρεμές 51. Εν προκειμένω ο ρόλος του σώματος και των γεννητικών οργάνων ως «σπάσιμο» θα μπορούσε να συζητηθεί εκτενώς.

[4] Βλ. γενικά για τη γλώσσα ως συμβολική λειτουργία και για το υποκείμενο της ποιητικής γλώσσας J. Kristeva (1980). “From one Identity to an other” Desire in Language, Blavkwell, 124-147. Για την αποκειμενοποίηση βλ.Τζούντιθ Μπάτλερ, ό.π. 44-45

[5] Morris, K. L., Goldenberg, J., & Boyd, P. (2018). «Women as Animals, Women as Objects: Evidence for Two Forms of Objectification». Personality and Social Psychology Bulletin, 44(9), 1302-1314 και  Adanls, C. J., & Donovan, J. (Eds.). (1995). Animals and Women: Feminist Theoretical Explorations. Duke University Press. Και για το ερώτημα:  Fleischer, M. P. (1981). «“Are Women Human?”-The Debate of 1595 between Valens Acidalius and Simon Gediccus.» The Sixteenth Century Journal, 12(2), 107–120. https://doi.org/10.2307/2539503

[6] Τέρρυ Ήγκλετον (2009). «Τι είναι η ποίηση» μτφρ. Αθηνά Βογιατζόγλου στο Κείμενα για τη ζωή την ποίηση την πολιτική εκδ. το πέρασμα, 164-179

[7] Παραπέμπω εδώ γενικά στον Αντόρνο και για το δέσμιο σε ηθικές νόρμες υποκείμενο.

[8] Τ. Μπάτλερ, (2009). Λογοδοτώντας για τον εαυτό μτφρ. Μ. Λαλιώτης. Εκκρεμές.

 

 

Αντωνία Μποτονάκη, Τη γλώσσα της την πέταξαν στη γάτα, θράκα 2024

Προηγούμενο άρθροΝέκοβ, Η ζωή ανάστροφα (της Σοφίας Διονυσοπούλου)
Επόμενο άρθροΕδώ είναι Βαλκάνια, Theo; (του Λευτέρη Κουλιεράκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ