Της Νίκης Κώτσιου.
Συνηθισμένο μοτίβο στο έργο του Ζιντ είναι ο νεαρός ήρωας που εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία και αποφασίζει να περιπλανηθεί και να πορευθεί μόνος του στη ζωή, με σκοπό να ανακαλύψει εκείνο τον προσωπικό ηθικό κανόνα, που θα του επιτρέψει να κατακτήσει μια πλήρως αυθεντική ύπαρξη. Η δε αυθεντικότητα πρέπει να νοείται ως μια κατάσταση ιδανικής αυτό-πραγμάτωσης, όπου το άτομο δεν αφήνεται να ετεροκαθοριστεί από κοινωνικούς κανόνες και συμβάσεις αλλά υπακούει μόνο σε μια εσωτερική φωνή ελευθερίας, σύμφωνα με την οποία ρυθμίζει το βίο του. Ό,τι αποκλίνει και δεν εμπίπτει στην περιοχή του «αυθεντικού», είναι αυτομάτως κίβδηλο και αποτελεί μέρος της ψευδούς συνείδησης.
Στους «Κιβδηλοποιούς»(σε ωραία μετάφραση του Ανδρέα Παππά,εκδ.Πόλις) παρακολουθούμε εκ του σύνεγγυς τις προσπάθειες που καταβάλλουν διαφορετικοί άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, να προσεγγίσουν το εν πολλοίς ανέφικτο ιδανικό της αυθεντικότητας, που προορίζεται μόνο για λίγους και κατακτάται από τους εκλεκτούς. Ο Ζιντ παρουσιάζει την ομοφυλοφιλία ως την ιδανική εκείνη συνθήκη που περιέχει δοκιμασίες ήθους ικανές να εξασκήσουν το φρόνημα στην αρετή και να εγγυηθούν ψυχική δύναμη. Οι ομοφυλόφιλοι πρωταγωνιστές(Εντουάρ, Μπερνάρ, Ολιβιέ) είναι αυτοί που φθάνουν κοντά ή και υλοποιούν το όνειρό τους για μια αυθεντική ύπαρξη ενώ οι υπόλοιποι παραμένουν εγκλωβισμένοι στις αξίες και τα σχήματα μιας κοινωνίας καταδικασμένης στην αποτυχία και την αλλοτρίωση.
Σίγουρα η ιδέα της εξιδανικευμένης ανδρικής ομοφυλοφιλίας σηκώνει πολλή συζήτηση, ειδικά αν λάβουμε υπόψη τον μονομερή και μονοδιάστατο τρόπο που σκιαγραφούνται οι γυναικείοι χαρακτήρες και ο έρωτας μεταξύ ετεροφύλων. Πολλές γυναίκες παρελαύνουν στις σελίδες των «Κιβδηλοποιών» αρθρώνοντας με το δικό της τρόπο η καθεμία το αίτημα για αυθεντικότητα και γνήσια ύπαρξη, που πάντα όμως μένει ανεκπλήρωτο και ποτέ δε δικαιώνεται με τον πανηγυρικό τρόπο που δικαιώνονται τα αντίστοιχα ανδρικά εγχειρήματα. Μέσα στο ευρύ φάσμα των περιπτώσεων που περιλαμβάνουν οι Κιβδηλοποιοί, η έκβαση της γυναικείας περιπέτειας είναι συνήθως απογοητευτική και θλιβερή, γεμάτη πίκρα, διάψευση και δάκρυα. Πέρα απ΄αυτό, οι γυναικείοι ρόλοι είναι συνήθως περιφερειακοί ή περιθωριακοί, ποτέ πρωταγωνιστικοί, χωρίς σημαντικό βάθος και συνθετότητα, ενώ η εικονογράφησή τους διαπνέεται από μια διάθεση απαξίωσης, διακωμώδησης ή συγκατάβασης, αν όχι χαιρεκακίας. Ας δούμε κάποιες ενδεικτικές περιπτώσεις…
Υπάρχουν δυο αρχετυπικές γυναικείες φιγούρες που ενσαρκώνουν ανάγλυφα το καλό και το κακό με τρόπο απόλυτο. Από τη μια η αιθέρια και πάναγνη Μπρόνια, άσπιλη, αμόλυντη και απόλυτα εξιδανικευμένη, και από την άλλη η Λίλιαν, σατανική, διεφθαρμένη και ραδιούργα. Στο ενδιάμεσο κυκλοφορούν γυναικείοι τύποι με μεμπτές κατά καιρούς συμπεριφορές, που κυρίως χρησιμοποιούνται προς επίρρωση των μάλλον μισογυνικών πεποιθήσεων του αφηγητή(Σοφρονίσκα- διανοούμενη, Σαρά- ελευθεριάζουσα, Ραχήλ-ενάρετη γεροντοκόρη), ενώ συγχρόνως οικτίρονται οι παντρεμένες γυναίκες(Πωλίν, Μαργκερίτ, κυρία ΛαΠερούζ) για τις ματαιώσεις και τις ταπεινώσεις που πρέπει να υφίστανται στο πλαίσιο του γάμου τους εξαιτίας των ατάσθαλων ή ανούσιων συζύγων τους.
Ο αφηγητής βάλλει υπογείως και κατά του γάμου εμφανίζοντας τον έγγαμο βίο ως αιτία μιζέριας και καθημερινής κακοδαιμονίας για αμφότερους τους συμβαλλόμενους, πολύ δε περισσότερο για τις γυναίκες συζύγους που πρέπει επιπλέον να επωμίζονται και τα βάρη της μητρότητας. Επιπλέον οι γυναίκες επιβαρύνονται και με την αναπόφευκτη αντρική ερωτική απόρριψη πριν ή μετά το γάμο, που ξεκινά από την απλή αδιαφορία και μπορεί να καταλήξει στην πλήρη απαξίωση, το διασυρμό και την ταπείνωση. Ο ετεροφυλόφιλος έρως, που παρουσιάζεται στους Κιβδηλοποιούς σχεδόν εξευτελιστικά ως φενάκη, αυταπάτη και μαρτύριο, πρέπει να θεωρηθεί και αυτός μία ακόμη κοινωνική σύμβαση και παραχάραξη του αυθεντικού έρωτα. Υπονοείται δε ότι ο αυθεντικός έρωτας, που δεν υποδουλώνει αλλά αντιθέτως απελευθερώνει, μπορεί να συμβεί με άλλους όρους και μόνο μεταξύ ανδρών. Πάνω στο δίπολο « κίβδηλο/αυθεντικό» αρθρώνεται ολόκληρο το μυθιστόρημα εξερευνώντας τις περιπτώσεις «παραχάραξης»-αλλοτρίωσης σε κάθε πεδίο της ανθρώπινης έκφρασης και δραστηριότητας, και κυρίως στη θρησκεία, την τέχνη και τον έρωτα.
Μάλιστα, το αίτημα της αυθεντικότητας δεν περιορίζεται μόνο στα πρόσωπα του βιβλίου αλλά διαπερνά και την πρόθεση του ίδιου του συγγραφέα. Ο Ζιντ δεν αναζητά στο μυθιστόρημα την κίβδηλη προσομοίωση πραγματικότητας που προσφέρει ο ρεαλισμός,αλλά την ίδια την αλήθεια. Δεν τον ενδιαφέρει,λοιπόν, η επίτευξη αντικειμενικότητας, σύμφωνα με το ιδεώδες της εποχής του, αλλά το πώς ο κάθε χαρακτήρας θα εντατικοποιήσει και θα αναδύσει την υποκειμενικότητά του σε συνάρτηση με τους υπόλοιπους χαρακτήρες, ώστε να διαφανεί ανάγλυφα η πολυεδρικότητα της αλήθειας. Στους Κιβδηλοποιούς, που λειτουργούν ως υπόδειγμα πολυφωνικότητας και διαλογικότητας, ενεργοποιείται μια ποικιλία από αφηγηματικούς μηχανισμούς (ημερολόγια, γράμματα, σημειώσεις, μονόλογος…), ώστε μέσα από αποκλίνουσες οπτικές γωνίες να δοθούν διαφορετικές όψεις του πραγματικού.
Ο Ζιντ καταργεί συνειδητά την παντογνωσία του παντεπόπτη οφθαλμού ή πάντως την περιορίζει δραστικά, ώστε η αφηγηματική φωνή να γνωρίζει κάθε φορά τόσα μόνο, όσα και ο αναγνώστης. Συμβαίνει, λοιπόν, ο αφηγητής να μοιράζεται κατά καιρούς την άγνοια του αναγνώστη,να μην γνωρίζει τι θα συμβεί και γενικά να βρίσκεται στο σκοτάδι ως προς τις εξελίξεις. Προς την ίδια αυτή κατεύθυνση λειτουργεί και η αφήγηση σε χρόνο ενεστώτα, που δίνει την εντύπωση ότι οι ήρωες αυτενεργούν και έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεών τους, χωρίς να υπόκεινται σε κάποιο σχέδιο καθορισμένο από τις βουλές και τις προθέσεις του συγγραφέα.
Δυναμιτίζοντας τις συμβάσεις του κλασικού μυθιστορήματος και προαναγγέλλοντας τις καινοτομίες του nouveau roman, οι Κιβδηλοποιοί αναπτύσσονται σε μία σύνθεση χωρίς ένα κέντρο αλλά με πολλά συγχρόνως, όπου οι ποικίλες οπτικές γωνίες, συνήθως αποκλίνουσες, προσπαθούν να περιχαρακώσουν μια διαρκώς διαφεύγουσα αλήθεια. Υπάρχουν δύο αφηγητές, ένας ανώνυμος ετεροδιηγητικός που περιγράφει, κι ένας ομοδιηγητικός που εξηγεί και εμβαθύνει, όντας μυθιστορηματικό πρόσωπο και ο ίδιος(Εντουάρ). Μέσα στην κύρια αφήγηση-πλαίσιο εγκιβωτίζεται μια δεύτερη που αντανακλά την πρώτη σαν καθρέφτης, κι αυτό συνιστά τη λεγόμενη mise en abyme, το νεωτερικό τέχνασμα που έρχεται να ριζοσπαστικοποιήσει τη γραφή προσφέροντας μια καλειδοσκοπική θέαση.
Η φωνή του Εντουάρ-δεύτερου αφηγητή απηχεί πολλούς από τους ηθικούς και αισθητικούς προβληματισμούς του Ζιντ, καθώς επιχειρεί να αρθρώσει μια συνεκτική θεωρία για την τέχνη και τη ζωή. Η κύρια έγνοια του Εντουάρ δεν είναι τόσο τα τεκταινόμενα καθεαυτά αλλά κυρίως πώς θα μεταβολίσει καλλιτεχνικά όλον αυτό το βιωματικό πλούτο που του παρέχει η ζωή, ώστε να δημιουργήσει μια άρτια σύνθεση. Αυτό μοιάζει να είναι και το πρωταρχικό μέλημα του ίδιου του Ζιντ, που δεν ενδιαφέρεται τόσο για την (απατηλή) αναπαράσταση της πραγματικότητας αλλά για την καλλιτεχνική εκείνη διαδικασία που θα μετατρέψει την ούτως ειπείν πραγματικότητα σε γνήσιο έργο τέχνης.
INFO: Αντρέ Ζιντ: Οι Κιβδηλοποιοί,μτφρ.Ανδρέας Παππάς, εις. Αλεξάνδρα Σαμουήλ, σελ.528,εκδ. Πόλις, 2014