του Στέφανου Δημητρίου (*)
Στην αξεθώριαστη μνήμη…
I
«Είμαι βέβαιος ότι στον μέλλοντα χρόνο, όταν θα έρθει η ώρα να μελετηθεί σοβαρά και από τη δέουσα ιστορική απόσταση η περίοδος της Μεταπολίτευσης, τα κείμενα του Άγγελου Ελεφάντη θα αναδυθούν ξανά μέσα από τον ωκεανό του τυπωμένου χαρτιού, των βιβλίων, των σχολίων, των άρθρων και των τεκμηρίων κάθε λογής, θα αιφνιδιάσουν και θα εκπλήξουν με τη δύναμη, τη διαύγεια, την ευγλωττία και την ευστοχία τους. Θα διαβαστούν όμως και για κάτι άλλο σπανιότερο: την αίσθηση της ιστορικής στιγμής». Με αυτά τα λόγια ο Διονύσης Καψάλης, στο πυκνό επίμετρό του, συνοψίζει τα κύρια στοιχεία που συνθέτουν τον γραπτό λόγο του Ελεφάντη. Και όχι μόνο τον γραπτό, αλλά και τον προφορικό, διότι τα κείμενα του Άγγελου Ελεφάντη έχουν μια παλλόμενη και θερμή προφορικότητα. Όχι μόνο η προσεκτική και εστιασμένη μελέτη, αλλά ακόμη και το βιαστικό πέρασμα, όταν δεν υπάρχει σχόλη που να επιτρέπει, παρέχοντας και τη χρονική άνεση, το εγγύτερο και βαθύτερο πλησίασμά τους, συνιστούν μοναδική αναγνωστική εμπειρία. Ως προς τα επιλεγέντα κείμενα αυτής της έκδοσης, ο Διονύσης Καψάλης, στο επίμετρό του, εξηγεί με σαφήνεια τα κριτήρια που δικαιολογούν τις συγκεκριμένες επιλογές. Το πρώτο κείμενο τιτλοφορείται «Δοκιμιακός λόγος και διανοούμενοι». Δημοσιεύτηκε στη «Νέα Εστία», στο τχ. 1716, τον Οκτώβριο του 1999. Στην πρώτη δημοσίευσή του ακολουθείται από επεξηγηματική σημείωση, με την οποία ο συγγραφέας της διευκρινίζει ότι είναι «Ομιλία (ξαναδουλεμένη), σε εκδήλωση στην Τρίπολη, διοργανωθείσα από τη «Θεατρική Ομάδα Τριπόλεως». Το δεύτερο κείμενο, με τίτλο «Η γλώσσα του Αγώνα (1940-1949)», που δημοσιεύτηκε στον «Πολίτη», τχ. 105, τον Νοέμβριο του 2002, καθώς και στο «Αρχειοτάξιο», τχ. 5, τον Μάιο του 2003, αποτέλεσε ανακοίνωση σε σειρά εκδηλώσεων των Α.Σ.Κ.Ι. και το τρίτο, ίσως το πιο ιδιαίτερο και αρχετυπικά ταιριαστό προς τον συγγραφέα του, που φέρει τον αφοπλιστικά ευθύ και απολύτως κυριολεκτικό τίτλο «Τα βουνά. Στα ίχνη μιας τραγικής ζωής», δημοσιεύτηκε στον «Πολίτη», τχ. 98, τον Μάρτιο του 2002.
II
Τα δύο πρώτα κείμενα, λοιπόν, είναι δημιουργήματα προηγούμενων ομιλιών, ενώ το τρίτο όχι. Ωστόσο, και τα τρία διατηρούν πλήρως τον ομιλητικό τους χαρακτήρα. Το τελευταίο, μάλιστα, κατά την κρίση του γράφοντος, περισσότερο από τα άλλα δύο. Ωστόσο, μια τέτοια κρίση αντιστοιχεί σε υποχρέωση που θα πρέπει να εξοφληθεί στη συνέχεια αυτού του βιβλιοκριτικού κειμένου. Κοινό γνώρισμα και των τριών κειμένων είναι ότι κάνουν τη φωνή του συγγραφέα τους να ακουστεί. Αυτή η τελευταία παρατήρηση ακουμπάει στην εντύπωση, που βαθμηδόν μετατρέπεται σε πεποίθηση, ότι ο λόγος τους είναι σύνθετος: συνθέτει την αρχική προφορική εκφορά με τη συνακόλουθη γραπτή αποτύπωση, σε μία γραφή εξαρχής προσανατολισμένη στο να μιληθεί και να ακουστεί. Ως εκ τούτου, και τα τρία κείμενα, το καθένα με τον τρόπο του, σχετικοποιούν τη διάκριση, συσκοτίζοντας τα όριά της, ανάμεσα σε γραπτό και προφορικό λόγο. Για το πρώτο κείμενο θα χρειαστεί να σταθούμε στην καταληκτική – στο συγκεκριμένο παράθεμα –παρατήρηση του Διονύση Καψάλη, σχετικά με το γιατί και πώς θα διαβαστούν ξανά τα κείμενα του Άγγελου Ελεφάντη: « Θα διαβαστούν όμως και για κάτι άλλο σπανιότερο: την αίσθηση της ιστορικής στιγμής». Στο κείμενο «Δοκιμιακός λόγος και διανοούμενοι», ο Ελεφάντης, έχοντας το δοκίμιο ως εκφραστικό του μέσο, γράφει-μιλά ως δημόσιος διανοούμενος, δηλαδή ως αναστοχαστικός διανοούμενος, που παρατηρεί, εξηγεί και απορεί μέσα στην ιστορική στιγμή. Είναι αναστοχαστικό κείμενο, εφόσον ελέγχει όχι μόνο το εκφραστικό μέσο, αλλά και την ίδια τη δημόσια σφαίρα ως πεδίο οργάνωσης του δοκιμιακού λόγου. Ο Ελεφάντης ξεκινά από την πολυμορφία του δοκιμιακού λόγου, των εκφραστικών τρόπων του, και της αντίστοιχης υφολογικής ποικιλίας, για να προχωρήσει στο να ταυτίσει τον δοκιμιακό λόγο με την κριτική. Για τον Ελεφάντη, ο δοκιμιακός λόγος είναι κριτικός λόγος. Μόνον έτσι είναι και λόγος των διανοουμένων. Κατεξοχήν δημόσιος διανοούμενος ο ίδιος, συνδέει τον όρο και τη χρήση του με τους διανοούμενους που συνεπέγραψαν, το 1898, το «Μανιφέστο των διανοουμένων», συμπαριστάμενοι στον αδίκως καταδικασθέντα, επί εσχάτη προδοσία, λοχαγό Ντρέυφους. Ο διανοούμενος, έτσι, δεν συνδέεται μόνο με τον λογοτέχνη, όπως τον Εμίλ Ζολά και τον Ανατόλ Φρανς, εκ των υπογραψάντων, αλλά και με την κορυφαία μορφή του δημοκρατικού σοσιαλισμού, τον Ζαν Ζωρές, καθώς και τον Λεόν Μπλουμ. Είναι ο πολιτικός διανοούμενος, όχι ως διανοούμενος που πολιτεύεται, αλλά ως μαχητικός – και συνάμα στοχαστικός – διανοούμενος που δρα στη σφαίρα της δημόσιας χρήσης του λόγου. Είναι ο διανοούμενος της Republique (αυτό είναι ερμηνεία του γράφοντος. Ο Ελεφάντης δεν αναφέρει κάτι τέτοιο στο κείμενό του). Έχει, σε αυτό το πλαίσιο, μεγάλο ενδιαφέρον το πώς ο Ελεφάντης συνδέει τα παραπάνω με τον Ψυχάρη, τον Κοραή και τον Γληνό. Εάν θέλουμε να καταλάβουμε ποιος είναι ο σύνδεσμος, δεν έχουμε παρά να σταθούμε στην ακόλουθη φράση του: «Η καλλιέργεια του δοκιμιακού λόγου και η λειτουργία του διανοουμένου πάνε χέρι χέρι» (σ. 21). Για τον Άγγελο Ελεφάντη, όμως, η δοκιμιακή γραφή, καθώς και η ανάγνωση, όπως θα προσπαθήσω να δείξω στη συνέχεια, είναι διαρκής άσκηση ελευθερίας. Δεν πρόκειται μόνο για τη διαρκώς επιθυμητή ελευθερία της έκφρασης από τις δυσκολίες που συχνά δυναστεύουν την καθημερινότητά μας ως αναγνωστών. Είναι σίγουρα και αυτό. Και είναι εξόχως σημαντικό. Ο τρόπος με τον οποίον ο Ελεφάντης φαίνεται να κατανοεί – αλλά και να νιώθει, όπως πιστεύω – αυτήν την ελευθερία είναι ο τρόπος που συνυφαίνει την ελευθερία, που αναφέρεται στα ατομικά δικαιώματα, με την ελευθερία η οποία καταξιώνεται ως δημόσια αρετή. Ο δοκιμιακός λόγος του Ελεφάντη ως διανοουμένου, καθώς και η δημόσια δράση του ως πολιτικού ανθρώπου, συνιστούν διηνεκή άσκηση στη δημόσια πολιτική αρετή. Γι’ αυτό, άλλωστε, τονίζει ότι «ο δοκιμιακός λόγος είναι πάντοτε δημόσιος» (σ.21) και, ως εκ τούτου, προσιτός σε κάθε άνθρωπο. Σε αυτόν τον δημόσιο χώρο συγκροτείται ο άνθρωπος που γράφει. Εκτός, όμως, από συγγραφέας, εκτός από δοκιμιογράφος, σχηματίζει τον εαυτό του και ως αναγνώστης; Αυτό είναι κάτι που θα το δούμε στη συνέχεια.
Στο δεύτερο κείμενό του, το «Η γλώσσα του Αγώνα (1940-1949), ο Ελεφάντης αναρωτιέται: «Μα τι έλεγαν αυτοί οι άνθρωποι; Πώς τα έλεγαν αυτά που έλεγαν;» (σ. 39). Για το πρώτο ερώτημα, η απάντηση είναι εύκολη: έλεγαν αυτά που πίστευαν, αυτά που απαιτούσε η συνθήκη, ο καιρός και τα καλέσματα των καιρών. Έλεγαν αυτά που είναι αποτυπωμένα στο αρχειακό υλικό. Για το δεύτερο, όμως; Εκεί ο Ελεφάντης αναζητεί την ομιλητικότητα των ανθρώπων της εποχής. Και όπως ο ίδιος διαπιστώνει, τα πράγματα, εδώ, είναι δύσκολα: «Χάθηκε ο ανθρώπινος ήχος, η φωνή, η εμφώνηση του γεγονότος και του ψυχισμού, η μιλημένη ροή του λόγου, η εκφραστικότητά του, ο θυμός, ο φόβος, η οργή, η αγριάδα, η συγκεκριμένη φωνητική αλυσίδα του ομιλητή ή του ρήτορα που γίνεται στοχαστικό, πληροφοριακό ή ψυχοκινητικό ενέργημα» (σς. 41-42). Αυτή η «μιλημένη ροή του λόγου» είναι, για τον Ελεφάντη, η ροή ενός λόγου, οποίος ήταν αλλιώς πριν από τον πόλεμο. Ο Ελεφάντης τονίζει ότι οι άνθρωποι μιλούσαν αλλιώς πριν. Αυτό σημαίνει ότι ήταν αλλιώς, δηλαδή ότι, πριν από τον πόλεμο, ήταν βενιζελικοί, αριστεροί φιλελεύθεροι, βασιλικοί, αλλά, κατά τη διάρκεια του πολέμου, γίνονται αριστεροί. Τότε σχηματίζεται η «γλώσσα του Αγώνα». Οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι έρχονταν από διαφορετικές αφετηρίες. Όμως, «με την αντίστοιχη γλωσσική σκευή του έμπαινε καθένας στον Αγώνα» (σ. 45). Ο Ελεφάντης ορίζει με σαφήνεια τον σκοπό αυτού του κειμένου: «Προσπάθησα να δείξω ότι η μιλημένη γλώσσα του Αγώνα έχει χαθεί για πάντα» (σ.49). Τότε, προς τι λοιπόν; Αυτή η χαμένη, κάποτε μιλημένη, γλώσσα του Αγώνα δεν μπορεί να μιληθεί ξανά. Μπορεί, όμως, να αναπαρασταθεί. Μπορούμε εμείς να την αναπαραστήσουμε. Αυτό τονίζει ο Ελεφάντης. Και μπορούμε να το κάνουμε μέσα από την ιστορία. Για τούτον τον λόγο, «αυτό το βουβό, το νεκρό σώμα της φωνής, δεν είναι άφωνο» (σ.50).
Το τρίτο κείμενο είναι το «Τα βουνά. Στα ίχνη μιας τραγικής ζωής». Είναι ίσως το κείμενο που περιλαμβάνει κάτι από τα δύο προηγούμενα. Εδώ, ο Ελεφάντης ψηλαφεί όντως τα ίχνη αυτής της ζωής, δείχνοντας, παράλληλα, ότι είναι η ζωή που γέννησε την, κάποτε μιλημένη, χαμένη πια, «γλώσσα του Αγώνα». Είναι ταυτόχρονα και ένα δοκίμιο με βαθιά στοχαστική δύναμη. Εδώ, ο λόγος του Ελεφάντη δεν αφορά τις κανονικότητες και τις παλινωδίες της πολιτικής συγκυρίας ούτε αγκιστρώνεται σε ερωτήματα που απολήγουν στο «τι να κάνουμε και πώς να το κάνουμε;». Από αυτό το κείμενο λείπει ο συνήθης κοφτερός λόγος του συγγραφέα και κυριαρχεί ένας πιο αναστοχαστικός τόνος, γιατί το εύρος αυτού του κειμένου είναι η ανθρωπολογική διάρκεια. Είναι η διάρκεια μιας ζωής σε έναν χώρο: «Τον ελληνικό παραδοσιακό – κι όχι μόνο τον ελληνικό – ανθρωπογεωγραφικό χώρο τον συγκροτούν πέντε ενότητες» (σ. 53). Ο Ελεφάντης θα απαριθμήσει τις θάλασσες, το πλέγμα των πόλεων, τους κάμπους, τα μικρά και τα μεγάλα ποτάμια και, τέλος, τα βουνά, με ό, τι επιμέρους, αλλά σημαντικό, περιλαμβάνεται σε κάθε μία από αυτές τις πέντε ενότητες. Για την τελευταία, που είναι και το κατεξοχήν θέμα του, τα βουνά, θα παρατηρήσει ότι «Τα βουνά έπαψαν να είναι τόπος ζωής, δεν είναι καν κτηνοτροφικά συγκροτήματα, κι ας λένε π.χ. ‘φέτα Παρνασσού’. Γίδια κι άνθρωποι βλέπουν τον Παρνασσό με το κανοκιάλι. Τα πολλά ζώα ενσταυλίστηκαν». (σ. 56). Ο Ελεφάντης περιγράφει μια μεγάλη αλλαγή. Ωστόσο, δεν εστιάζεται σε αυτήν. Το ερώτημά του είναι άλλο: «Τι ήταν τα βουνά πριν απ’ αυτή τη μεγάλη αλλαγή;». Αυτό είναι που τον καίει τον Ελεφάντη. Και τον καίει, γιατί τον ωθεί να αναστοχαστεί αυτό το «πριν» μέσα από την Ελληνική Επανάσταση, τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του ’40-’41, τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και την αντίσταση κατά την Κατοχή, αλλά και τον Εμφύλιο. Ο Ελεφάντης είναι ξεκάθαρος ως προς την ερμηνευτική οπτική του και το πώς βλέπει το πριν και το μετά αυτής της αλλαγής. Τι είναι, λοιπόν, αυτό που πριν ήταν αλλιώς; Η απάντηση έρχεται χωρίς περιστροφές: «Ήταν αλλιώτικος ο ανθρώπινος ιδεότυπος» (σ. 57). Να πώς η οπτική του ξανοίγεται στην ανθρωπολογική διάρκεια μιας ζωής με βάση τον τόπο και τις αλλαγές του. Όχι οποιονδήποτε τόπο, αλλά τα βουνά. Μιλώντας για αυτά, περιγράφει μια δυνητική αυτογνωστική εμπειρία: «Το να ξαναπερπατήσουμε σήμερα ένα χαμένο από το δάσος ή τις νεροσυρμές μονοπάτι μοιάζει με τη διαδικασία της ψυχανάλυσης, γιατί πρέπει να ανακαλύψουμε αυτόν τον χαμένο δρόμο, να τον φτιάξουμε σχεδόν απ’ την αρχή, προσέχοντας τα ελάχιστα σωζόμενα ίχνη, σαν τα ελάχιστα θραύσματα μνήμης του ψυχαναλυόμενου, και αυτά παρεφθαρμένα» (σ. 61). Αυτό το ξαναπερπάτημα είναι που ονομάζει ο Ελεφάντης «ένα τεράστιο αρχειοτάξιο ορεογνωσίας». Ο ίδιος τονίζει ότι αυτό το «αρχειοτάξειο» περιλαμβάνει μια μιλημένη γλώσσα, που το κάνει «πιο εύγλωττο από τους σκονισμένους φακέλους των αρχείων. Μας βοηθάει κάπως ν’ ακούσουμε τις φωνές του σώματος, τα νοήματα του σώματος των άλλοτε ζωντανών, αλλά νεκρών πια, ανθρώπων. Γιατί το σώμα νοεί με τον πιο υλικό και αναντίλεκτο τρόπο» (σ. 61). Και εδώ, η «μιλημένη γλώσσα» του δεύτερου κειμένου συναντά απροσδόκητα το «αρχειοτάξιο» και το νοούν σώμα του τρίτου και δένουν και τα δύο με τον σπάγγο που τους δίνει το πρώτο κείμενο για το δοκίμιο. Και, έτσι, ο Ελεφάντης μας δίνει ένα άλλο δείγμα δοκιμιακού λόγου. Είναι τρία δοκίμια που μιλιούνται και ακούγονται όπως οι φωνές.
III
Ποιος μιλά, λοιπόν; Νομίζω ότι μιλά ο Ελεφάντης ως συγγραφέας-αναγνώστης ∙ ίσως περισσότερο ως αναγνώστης. Τα διαβάσματα των κειμένων, οι ξαναδιαβασμένες αυτοβίωτες, αλλά και οι κοινές, εμπειρίες, τα διαβάσματα των ανθρώπων – παρόντων και, κυρίως, εκείνων που χάθηκαν στα χρόνια «της μιλημένης γλώσσας» -όλα αυτά χωνεύονται στη γραφή του Ελεφάντη και ταυτοχρόνως, όμως, διατηρούν μια διακριτή αυτοτέλεια, ώστε να ξεχωρίζει κανείς το πώς ο Ελεφάντης είναι αναγνώστης των βουνών και της «ορεογνωσίας» τους και πώς της «μιλημένης γλώσσας» και της ζωντανής μνήμης εκείνων που την μίλησαν. Ίσως όλα αυτά να συνυφαίνονται στη γραφή του Ελεφάντη και να την κάνουν ένα υφαντό νοημάτων και εκφραστικών τρόπων που συνταιριάζει τη γραφή με την ομιλία, τον γραπτό με τον προφορικό λόγο, και μας δείχνει ότι η γραφή του Ελεφάντη είναι πρωτίστως μια μιλημένη γραφή, όχι μόνον από τον ίδιο, αλλά και από αυτούς που την πρωτομίλησαν. Αυτό, κυρίως, νομίζω ότι ακούει ο αναγνώστης αυτών των κειμένων, αυτών των τριών φωνών του Άγγελου Ελεφάντη και, έτσι, ίσως και να νιώσει και την αύρα αυτού του ανθρώπου. Είναι, όπως με μεγάλη ακρίβεια τιτλοφορεί και ο Διονύσης Καψάλης το επίμετρο, «Η αύρα που δεν χάνεται ποτέ». Ίσως έτσι να ακούσει και τη μιλημένη γραφή του Άγγελου Ελεφάντη και να αισθανθεί και τη μυρωδιά της. Ή μάλλον να ακούσει τη μυρωδιά της, όπως λένε και στην Κρήτη.
(*) Ο Στέφανος Δημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Άγγελος Ελεφάντης, Τρία Δοκίμια. Επίμετρο: Διονύσης Καψάλης, Αντίποδες, Αθήνα 2021, σελ. 87.
Βρες το εδώ