Της Έλενας Χουζούρη.
Δεν θυμάμαι να έχω δει μια παράσταση σκηνοθετημένη από τον Δημήτρη Μαυρίκιο και να μην έχω ενθουσιαστεί. Αναφέρω μόνον δύο από αυτές που τόσα χρόνια μετά ακόμα συζητιούνται από το θεατρόφιλο κοινό. Τον «Γυάλινο Κόσμο» του Τένεσση Ουίλιαμς και την «Φρεναπάτη» του Κορνέιγ. Η παράσταση της « «Πάπισσας Ιωάννας» που είδα πριν λίγες ημέρες στον πολυθεατρικό χώρο της Πειραιώς 260, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών , επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά την θετικότατη άποψή μου για τις σκηνοθετικές αξιοσύνες του Δ. Μαυρίκιου. Το να καταπιαστείς με ένα λογοτεχνικό έργο σαν την «Πάπισσα Ιωάννα» του Εμμανουήλ Ροΐδη, να την αποκωδικοποιήσεις, να την αναπλάσεις και την αναδείξεις ως θεατρικό έργο πλέον δεν είναι καθόλου εύκολο εγχείρημα. Κατ’ αρχάς το ίδιο το λογοτεχνικό έργο, πολυθρύλητο, πολυσυζητημένο, πολυμεταφρασμένο και με την στάμπα του αφορισμού από την επίσημη ελληνική εκκλησία, παρέμεινε και παραμένει ακόμα ανοιχτό σε ποικίλες αναγνώσεις, περιεχομένου αλλά –κατά την άποψη μου- κυρίως, γλώσσας, ύφους και τεχνοτροπίας. Η« Πάπισσα Ιωάννα» κυκλοφόρησε το 1866 με το χαρακτηρισμό, εκ μέρους του Ροΐδη, ως «Μεσαιωνική μελέτη», βασιζόμενη στον μεσαιωνικό- περί το 855 ή 858- θρύλο της μοναχής Ιωάννας που έφτασε στον παπικό θρόνο προσποιούμενη τον άντρα και η οποία μένει έγκυος από τον θαλαμηπόλο της και λυντσάρεται από τον οργισμένο θρησκόληπτο όχλο, όταν κατά τη διάρκεια μιας δημόσιας εμφάνισής της, γεννάει. Θέμα που δυναμιτίζει, διαχρονικά και εκ βάθρων, όλα τα ιερά και απαραβίαστα θέσφατα της επίσημης απανταχού χριστιανοσύνης και πάνω απ’ όλα του μοναχισμού. Μπορεί κανείς να φανταστεί – αν μάλιστα κρίνει και από σημερινές παρόμοιες αντιδράσεις- τι έγινε εν έτει 1866, σε μια εποχή όπου εδραιωνόταν το ιδεολογικό υπόβαθρο του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους, ως συνεκτικού ιστού του νεαρού ελληνικού κράτους. Το έργο αφορίζεται από την Εκκλησία ως «αντιχριστιανικό και κακόηθες» και ο συγγραφέας του διώκεται δικαστικά. Οι περιπέτειες της «αιρετικής» Ιωάννας φτάνουν έως το 1940 όταν οι λογοκριτές της μεταξικής δικτατορίας το αφαιρούν από τα υπό έκδοση Άπαντα του Εμμανουήλ Ροΐδη. Εκτός όμως από το λίαν σκανδαλιστικό του θέμα το έργο του Ροΐδη έχει πολλαπλό λογοτεχνικό ενδιαφέρον. Τι είναι τελικά; Μια όντως μεσαιωνική μελέτη; Ένα χρονικό της πολυτάραχης ζωής της Ιωάννας-Ιωάννη; Ένα αντιμυθιστόρημα; Ένα μεταμυθιστόρημα; Ένα προδρομικό μεταμοντέρνο μυθιστόρημα; Ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης ;Ένα μυθιστόρημα που υποδύεται το μυθιστόρημα ακολουθώντας το παράδειγμα της παρενδυσίας της ηρωίδας του;΄Eνα μυθιστόρημα που φτάνει στα άκρα την σάτιρα και την παρωδία για να γελοιοποιήσει τα κακώς κείμενα της εκκλησίας αλλά και της ελληνικής κοινωνίας της εποχής του; H μήπως όλα αυτά μαζί; Διότι ο Ροίδης δεν αρκείται να αφηγηθεί απλώς την ζωή και το τέλος της Ιωάννας αλλά ακολουθεί μια τεχνική που ανατρέπει όλες τις έως τότε καθεστηκυίες λογοτεχνικές συμβάσεις. Παραθέτει απροσδόκητες παρεκβάσεις, χρησιμοποιεί αλλόκοτες λέξεις, μεταχειρίζεται περίεργες παρομοιώσεις, εμβολίζει ολόκληρα αποσπάσματα από άλλα κείμενα στην αφήγηση, δεν είναι λίγες οι φορές που τα λόγια των ηρώων του αποτελούν αποσπάσματα λειτουργικών και θρησκευτικών κειμένων ενώ εμπλέκεται και ο ίδιος κατά τη διάρκεια της αφήγησης, είτε αναφερόμενος άμεσα στον αναγνώστη, είτε μιλώντας για τη διαδικασία της συγγραφής του έργου, έτσι ώστε να διαλύει κάθε επίφαση αληθοφάνειας. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και στις υποσημειώσεις του διότι παίζουν ενεργό ρόλο στο έργο όχι απλώς επεξηγώντας η πληροφορώντας αλλά συχνά διαψεύδοντας γεγονότα της αφήγησης ή συνεχίζοντας τα. Αυτό το απίστευτα δεξιοτεχνικό σύμπλεγμα υφών και τεχνικών έχει ως αποτέλεσμα να φτάνει στα άκρα την σάτιρα και την παρωδία ή να δημιουργεί ό,τι ονομάστηκε «νόημα του ύφους». [Άραγε ο Ουμπέρτο Έκο γνώριζε το μυθιστόρημα του Ροίδη πριν γράψει τόσο το «Όνομα του Ρόδου» όσο και «Το Εκκρεμές του Φουκώ»]!
Μετά από όλα αυτά εύλογη είναι η απορία πώς αυτό το πολυσύνθετο κείμενο με την δύσκαπτη καθαρεύουσά του μπορεί να υποδυθεί με τη σειρά του το θεατρικό έργο. Πώς μπορεί η προσωπική και άκρως ιδιότυπη μαγεία της ροϊδίου γραφής να μετουσιωθεί σε μαγεία θεατρική και να αφεθεί να υποταγεί στους θεατρικούς κώδικες. Η αλήθεια είναι ότι η θεατρική διασκευή και απόδοση των μεγάλων και σπουδαίων λογοτεχνικών έργων δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Συνήθως ενεδρεύουν δύο κίνδυνοι: Να περιοριστούν σε ένα είδος θεατρικών αναλογίων ή να υποστούν μια άκρως φορμαλιστική, νεωτερίζουσα, προσέγγιση που θα τείνει σε καταφανή αφανισμό του κειμένου. Ο Δημήτρης Μαυρίκιος απέφυγε και τις δύο παγίδες. Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που αναμετρείται με δύσκολα λογοτεχνικά κείμενα και δεν τα προδίδει στο ελάχιστο. Μου έρχεται πρόχειρα στο νου ο απόλυτος σεβασμός του στον Κορνέιγ και στη «Φρεναπάτη» του. Και στην περίπτωσή μας ;Πώς τα έβγαλε πέρα με τον αιρετικό και ιδιότροπο Ροΐδη; Με το να φέρει στην επιφάνεια την καθοριστική του σχέση με την μητέρα του Κορνηλία Ροΐδη, το γένος Ροδοκανάκη, και να ακολουθήσει τις παραλληλίες της ταραχώδους ζωής της με εκείνη της Ιωάννας, τουλάχιστον στην παιδική και εφηβική τους ηλικία, προβάλλοντας την τολμηρή εικασία ότι η πρώτη στάθηκε για τον Ροΐδη η πηγή της έμπνευσης για τη δεύτερη. Να σημειωθεί ότι ο Ροΐδης δεν παντρεύτηκε ποτέ, έζησε πάντα μαζί με την μητέρα του, μια εξαιρετικά όμορφη και ισχυρής προσωπικότητας γυναίκα, ενώ στην λογοτεχνική του ζωή η μόνη ηρωίδα που κυριάρχησε είναι η Ιωάννα, μια σχεδόν μυθική φιγούρα που φτάνει να ανατρέψει κάθε ανδροκρατικό και εξουσιαστικό μύθο. Ο Μαυρίκιος λοιπόν βασίστηκε, αφενός, με απόλυτο σεβασμό- όπως το συνηθίζει- στο κείμενο του Ροΐδη ακολουθώντας τη ζωή της Ιωάννας από την νηπιακή της ηλικία έως τη στιγμή που φτάνει στην Αθήνα ως Πάπας Ιωάννης , κρατώντας για το τέλος την εικόνα του λυντσαρίσματός της από τον φανατικό όχλο, όταν αυτή γεννάει, εν μέσω θρησκευτικής τελετής, το περίφημο παπίδιον. Αφ ετέρου, εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο τρόπο, τα στοιχεία της βιογραφίας της Κορνηλίας Ροΐδη όπως εμφανίζονται στη βιογραφία της που έγραψε γι αυτήν ο Ανδρεάδης και που ο σκηνοθέτης ανακάλυψε στη Γεννάδιο Βιβλιοθήκη. Παρακολουθούμε έτσι και τη ζωή της Κορνηλίας, και την εξέλιξη της σχέσης της με τον Εμμανουήλ καθώς εκείνος επιχειρεί την λογοτεχνική μεταμφίεση της Ιωάννας. Έχουμε δηλαδή ένα work in progress με τις παρεμβάσεις μάλιστα του σκηνοθέτη που παραπέμπουν –συνειδητά ή όχι δεν έχει σημασία- στις αντίστοιχες του Ροΐδη στο δικό του έργο. Σ ένα τρίτο επίπεδο ο σκηνοθέτης αναδεικνύει τα συμφραζόμενα της άκρως συντηρητικής εποχής του που εκφράστηκε από μια σειρά έξαλλων αντιδράσεων από φανατικούς κύκλους και έφτασε έως τον αφορισμό του μυθιστορήματος. Εδώ έδρασε για μια ακόμη φορά η κινηματογραφική σκηνοθετική εμπειρία του Μαυρίκιου. Σε οθόνη εμφανίζονται σχεδόν τρομακτικά τα πρόσωπα των «αγανακτισμένων» που ωρύονται για τη «χυδαιότητα» και τις βλασφημίες της «Πάπισσας Ιωάννας». Η σύζευξη βέβαια των θεατρικών κωδίκων με εκείνους του κινηματογράφου είναι πάντα παρούσα στις παραστάσεις του Μαυρίκιου και πάντα εξαιρετικά λειτουργικές, όπως και στην παράσταση της «Πάπισσας Ιωάννας». Θα μπορούσα να πω ότι σε ένα τέταρτο επίπεδο ο Μαυρίκιος παρουσιάζει μια κρυμμένη πλευρά του Ροΐδη, ανθρώπινη, ευάλωτη και τρυφερή. Αυτός λοιπόν, ο κοσμοπολίτης αστός, με την ευρωπαϊκή κουλτούρα, ο υπερβολικά αυστηρός, σκωπτικός και αφ’ υψηλού κριτής της ελληνικής κοινωνίας της εποχής του, ο ιδιότροπος και ακοινώνητος, εμφανίζεται εξαιρετικά τρυφερός γιος απέναντι στη μητέρα του. Τόσο, ώστε για να μην εκείνη στενοχωρηθεί, της αποκρύπτει το ότι ο μικρότερος γιος της Νικολής είχε αυτοκτονήσει και εξακολούθησε να της γράφει και να της στέλνει γράμματα σαν να μην είχε πεθάνει.
Εν κατακλείδι, ο Μαυρίκιος κατάφερε να συναρμολογήσει αρμονικά και με αίσθηση σκηνικής οικονομίας όλα αυτά τα επίπεδα διατηρώντας ταυτόχρονα την θεατρική μαγεία. Σεβάστηκε το αυθεντικό κείμενο – ευτυχώς ακούσαμε και απολαύσαμε την μοναδική ροΐδιο γλώσσα –έδωσε μια άλλη, εν πολλοίς, άγνωστη διάσταση στην περιπέτεια της συγγραφής του μέσα από την βιογραφία της μητέρας του Ροΐδη και της σχέσης του μαζί της, ανάδειξε την τόλμη της γραφής του μυθιστορήματος, και την ανελέητη κριτική του απέναντι σε ό,τι συντηρητικό θρησκόληπτο και φανατικό υπάρχει ανά τους αιώνες. Οι σκηνές που αναπαριστούν τον μεσαιωνικό σκοταδισμό και την απόλυτη υποκρισία του μοναχικού και εκκλησιαστικού βίου ήταν, νομίζω, από τις καλύτερες στιγμές της παράστασης με ιδιαίτερο μάλιστα κινηματογραφικό χρώμα. Εξαιρετικοί και οι ηθοποιοί: Από τους τρεις πρωταγωνιστές, την παλαίμαχη Ράνια Οικονομίδου ως Κορνηλία Ροΐδη, την Γιούλη Σκαφιδά στο δύσκολο ρόλο της Ιωάννας-Ιωάννη και του Αλέξανδρου Βάρθη στον διπλό ρόλο του Εμμανουήλ Ροΐδη και του Φρουμέντιου, έως τον ηθοποιό με τον μικρότερο ρόλο. Στο ίδιο ύψος και οι ηθοποιοί ή ερασιτέχνες που φιλικά –όπως γράφει το πρόγραμμα- δέχθηκαν να εμφανιστούν στην οθόνη, όπως η Εβελίνα Παπούλια, ο Νίκος Καραθάνος, από τους πρώτους και η συγγραφέας και θυγατέρα του Γιάννη Ρίτσου, Έρη, από τους δεύτερους, ευχάριστη έκπληξη όσων την γνωρίζουν. Να σταθώ οπωσδήποτε στην χορογραφία της Αποστολίας Παπαδαμάκη, στα σκηνικά του Δημήτρη Πολυχρονιάδη και στα κοστούμια της Εύας Νάθενα.
Να κλείσω με την επισήμανση ότι το μυθιστόρημα του Ροΐδη και τα όσα το ακολούθησαν ,παραμένουν δυστυχώς εξαιρετικά επίκαιρα για την ελληνική κοινωνία του 2014, μετά από 148 χρόνια! Θα πρότεινα λοιπόν να συνεχιστούν οι παραστάσεις της «Πάπισσας Ιωάννας» και στη νέα θεατρική σεζόν.