της Όλγας Σελλά
Είχα αρκετά χρόνια να δω αυτό το έργο. Και τα πρώτα λεπτά μου φάνηκε κάπως μακρινό το σύμπαν που εικονιζόταν στη σκηνή. Πολύ σύντομα όμως, αλλά πολύ σύντομα, όλα όσα συνέβαιναν στο έργο της Λούλας Αναγνωστάκη «Η κασέτα» –ένα έργο που πρωτοπαρουσιάστηκε το Νοέμβριο του 1982 στο Θέατρο Τέχνης-, παρέπεμπαν σε τόσο σημερινές συμπεριφορές, καταστάσεις, διαθέσεις, αντιδράσεις, αναζητήσεις… Και στο ίδιο αίσθημα ασφυξίας που νιώθουν πολλοί άνθρωποι. Μόνο τα μέσα, τα αντικείμενα άλλαξαν στο μεταξύ. Π.χ. η κασέτα: η καταφυγή, η διαφυγή και η φαντασίωση του Παύλου. Δεν υπάρχει πια. Υπάρχει όμως το κινητό, το facebook, το twitter (X), το Instagram, ένας τεράστιος, παγκόσμιος χώρος που φαινομενικά υποκαθιστά την επικοινωνία και εκτοξεύει την επίδειξη. Κι όλοι οι άνθρωποι του έργου εξακολουθούν να κινούνται γύρω μας στην Ελλάδα του 2024. Λίγο (ή περισσότερο) επιθετικά, οπωσδήποτε. Με εντελώς διαλυμένους τους κοινωνικούς ιστούς ή τη σύνδεση μ’ ένα όραμα, με μια ιδέα, μια ιδεολογία.
Ο Μάνος Καρατζογιάννης, που γνωρίζει και αγαπά το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη, και έχει παρουσιάσει κι άλλα έργα της, επέλεξε αυτή τη φορά την «Κασέτα» για να κλείσει τη σεζόν στο θέατρο «Σταθμός». Με τον ίδιο στο ρόλο του Παύλου, αυτού του ευάλωτου και φαινομενικά σκληρού και απρόσιτου ανθρώπου, που ασφυκτιά στο οικογενειακό του περιβάλλον, που όλο αναζητά διεξόδους, όλο ονειρεύεται φυγές μακριά από την πόλη και μιλάει διαρκώς, στην κασέτα, με τον Αλί Αγκτσά, τον Τούρκο που αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Πάπα Ιωάννη Παύλο τον Β’, τον Μάιο του 1981. Στο πρόσωπο του έβλεπε κάποιον που τόλμησε το αδιανόητο, το απόλυτα ακραίο…
Ζει σε μια παλιά μονοκατοικία με κήπο, κάπου στην Αθήνα, με τον πατέρα, τον μπάρμπα Τάσο (Γιώργος Ζιόβας), φανατικό αντικομμουνιστή, που έχει μείνει ακόμα στους διαχωρισμούς του Εμφυλίου κι έτσι «διαβάζει» τον κόσμο, στριφνό και καταπιεστικό, τη Μαρίτσα (Σμαράγδα Σμυρναίου), τη δεύτερη γυναίκα του πατέρα του, έναν άνθρωπο με κατανόηση, ευελιξία, τρυφερότητα και ικανότητα, και τον μικρό αδελφό του, τον Γιωργάκη (Γιάννης Τσουμαράκης), που είναι φανατικός οπαδός του Ολυμπιακού και θέλει πού και πού να οδηγεί τη «Kava» μηχανή του αδελφού του για να κάνει επίδειξη στους φίλους του. Μαζί τους στη συνοικιακή μονοκατοικία, φιλοξενούνται η αδελφή της Μαρίτσας, η Βαγγελιώ (Βάσω Καμαράτου), -μια λιγομίλητη, βασανισμένη και κακοποιημένη γυναίκα της υπαίθρου που δεν ξέρει ούτε πού βρίσκεται ούτε πού ανήκει- με την κόρη της, την Κατερίνα (Αναστασία Ραφαέλα Κονίδη), που είναι τρελά ερωτευμένη με τον Παύλο, μ’ έναν τρόπο αγχωτικό, κτητικό, καταπιεστικό, και μόνο όνειρο να τον παντρευτεί. Συχνοί επισκέπτες και ανθρωπότυποι της Ελλάδας του ’80 ο Σπύρος (Γιώργος Δεπάστας), που τσακώνεται διαρκώς για τα πολιτικά με τον μπάρμπα Τάσο, που του αρέσει να αφηγείται φανταστικές ιστορίες για τον εαυτό του, τις κατακτήσεις του και τις μαγκιές του και τη σύντροφό του την Καίτη (Ερμίνα Κυριαζή), μια λαϊκή αλλά έξυπνη γυναίκα, που διεκδικεί τον σεβασμό και την ισότητα της άποψής της, και την ίδια στιγμή εξακολουθεί να δέχεται τις προσβολές και την υποτίμηση του Σπύρου.
Κι αν σας φαίνονται πολύ μακρινοί οι χαρακτήρες που σκιαγραφεί η Λούλα Αναγνωστάκη, ρίξτε μια ματιά γύρω σας, στον κοντινό σας περίγυρο, στις σχέσεις των ζευγαριών, στα όνειρα των ανθρώπων, στα ενδιαφέροντά τους, στις αγωνίες τους, στη ζωή των εφήβων, των γυναικών… Πριν από 42 χρόνια, η Λούλα Αναγνωστάκη είχε διαβάσει διεξοδικά και διεισδυτικά την ασφυξία των ανθρώπων που ζει στις μεγάλες πόλεις η πρώτη και η δεύτερη (η τρίτη πλέον και η τέταρτη) γενιά των εσωτερικών μεταναστών, που ποτέ δεν κατάφεραν να ενταχθούν στο άστυ, αλλά πάντα παλεύουν να γίνουν μέρος της, μιμούνται συμπεριφορές, επιδεικνύουν τις μικρές απολαύσεις τους και φυσικά το αυτοκίνητό τους, αδιαφορούν για τον δημόσιο χώρο, κάνουν μικροκομπίνες, τσακώνονται είτε για τα πολιτικά (στα social media πλέον) είτε για το ποδόσφαιρο (στους δρόμους αυτό). Περιέγραψε την οπαδική βία όταν ήταν ακόμα light, τη διαμάχη των δύο φύλων, τις προσβλητικές συμπεριφορές των ανδρών, τις ανασφάλειες, τον εγκλωβισμό όλων σε «κανόνες» που ανήκαν σε άλλες εποχές.
Ναι, το έργο, περιγράφει και την Ελλάδα του 2024. Διαπερνά, συνταράσσει, θλίβει, μελαγχολεί, και σε ελάχιστες στιγμές –δεν είναι πολλοί οι θετικοί ήρωες σ’ αυτό το έργο- σε κάνει να αχνοχαμογελάς με τη δύναμη κάποιων ανθρώπων. Όπως, π.χ., της Μαρίτσας.
Ο Μάνος Καρατζογιάννης ακολούθησε κατά γράμμα το κείμενο και επέλεξε την απολύτως ρεαλιστική σκηνική φόρμα, «κρατώντας» έτσι την παράσταση στον ιστορικό χρόνο γραφής του έργου. «Μίλησε», βέβαια, πολύ ισχυρά και πολύ δυνατά το έργο, διαγράφοντας την απόσταση των 40 τόσων χρόνων από τη γραφή του και καταφέρνοντας να σχολιάσει και το σήμερα, αλλά θα ήθελα κι άλλες συνδηλώσεις της διαχρονίας του. Όπως για παράδειγμα τη σκηνική όψη της παράστασης, που επίσης ακολούθησε τον ιστορικό χρόνο γραφής του έργου, που είχε έντονη γεύση ηθογραφίας, με παντελή απουσία σύγχρονων σκηνικών λύσεων και προτάσεων.
Σ’ αυτό το έργο ο Παύλος είναι το κεντρικό πρόσωπο, γύρω από τον Παύλο εξυφαίνεται όλο το περιβάλλον που περιγράφει η Λούλα Αναγνωστάκη, αλλά άλλοι είναι οι πρωταγωνιστές. Είναι εκείνοι που συνεχίζουν, είτε νικώντας, είτε αποτυγχάνοντας. Το πιο ουσιαστικό, θετικό, ελπιδοφόρο πρόσωπο είναι η Μαρίτσα και στην ερμηνεία της Σμαράγδας Σμυρναίου βρήκε μια συγκλονιστική αποτύπωση. Είναι ο συμπαραστάτης όλων, έχει ενσυναίσθηση, κατανόηση, τρυφερότητα, σώζει καταστάσεις, αγαπάει και απολαμβάνει τις μικρές καθημερινές χαρές, είναι η ελεύθερη επαγγελματίας που βάζει στόχους και τους πετυχαίνει (άλλο ένα πρότυπο). Το άλλο κυρίαρχο πρόσωπο του έργου είναι ο Σπύρος, η απεικόνιση του νεοέλληνα, που τσαλαβουτάει σε μισές εμπειρίες και ακόμα πιο μισές γνώσεις, που έχει άποψη για όλα, που τσακώνεται και φωνάζει, που κοιτάζει να βολευτεί και να βγει λάδι. Η ερμηνεία του Γιώργου Δεπάστα δεν είχε τις απαιτούμενες αποχρώσεις σ’ έναν πολύ σύνθετο και πολύ σημαντικό ρόλο. Ήταν πειστική η Ερμίνα Κυριαζή (που πρώτη φορά την βλέπω ως ηθοποιό, κυρίως έχω δει σκηνοθεσίες της) στο ρόλο της Καίτης, όπως και ο Γιωργάκης του Γιάννη Τσουμαράκη. Με σκηνική γνώση, εμπειρία και μέτρο ο Γιώργος Ζιόβας ως μπάρμπα Τάσος, λίγο παραπάνω υπερβολική η Κατερίνα της Αναστασίας Ραφαέλας Κονίδη, ενώ θα περίμενα πιο «ηχηρές» τις απελπισμένες σιωπές της Βάσως Καμαράτου ως Βαγγελιώς. Ο Μάνος Καρατζογιάννης, (που πρωτοβγήκε στο σανίδι μ’ αυτό το έργο, το 2008, στην παράσταση του Γιώργου Αρμένη, ως Γιωργάκης τότε) αυτή τη φορά υποδύεται τον Παύλο. Δεν έκανε κάτι λάθος, αλλά ήταν φορές που δεν έφτανε ο «πυρετός» του στην πλατεία.
Συνολικά, ήταν μια παράσταση που επέλεξε τον ρεαλιστικό δρόμο –σε κάποια σημεία ίσως και με τρόπο που έμοιαζε αναβίωση παλαιότερης παράστασης-, αλλά άγγιξε με σεβασμό και αγάπη το συγκλονιστικό κείμενο της Λούλας Αναγνωστάκη και μας το χάρισε ατόφιο.
- Για την ιστορία στην πρώτη παράσταση του έργου, στο Θέατρο Τέχνης έπαιζαν: Γιώργος Αρμένης (Παύλος), Σπύρος Κωνσταντόπουλος (μπάρμπα Τάσος), Σοφία Ολυμπίου (Μαρίτσα), Λάζαρος Γεωργακόπουλος (Γιωργάκης), Σούλα Αθανασιάδου (Βαγγελιώ), Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου (Κατερίνα), Μίμης Κουγιουμτζής (Σπύρος), Λυδία Κονιόρδου (Καίτη).
- Το θεατρικό κείμενο της Λούλας Αναγνωστάκη κυκλοφορεί από την «ΚΑΠΑ Εκδοτική».
Η ταυτότητα της παράστασης
Σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης, Μουσική: Γιώργος Ανδρέου, Ηχητικός σχεδιασμός: Αντώνης Παπακωνσταντίνου, Σκηνικά- Κοστούμια: Άγγελος Αγγελής, Φωτισμοί: Άγγελος Παπαδόπουλος, Βοηθός σκηνοθέτη: Χρύσω Χαραλάμπους, Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή.
Παραγωγή: Πολιτισμός Σταθμός Θέατρο
Ερμηνεύουν (αλφαβητικά): Γιώργος Δεπάστας, Γιώργος Ζιόβας, Βάσω Καμαράτου, Μάνος Καρατζογιάννης, Αναστασία Ραφαέλα Κονίδη, Ερμίνα Κυριαζή, Σμαράγδα Σμυρναίου, Γιάννης Τσουμαράκης
Θέατρο «Σταθμός», (Βίκτωρος Ουγκώ 55, Μεταξουργείο, απέναντι από τον ομώνυμο σταθμό του Μετρό).
Παραστάσεις: κάθε Παρασκευή και Σάββατο στις 9μ.μ. & Κυριακή στις 6:15 μ.μ.