της Ελένης Γεωργοστάθη
Η Kimberly Brubaker Bradley έγινε γνωστή στην Ελλάδα από τα δύο εξαιρετικά βιβλία της Ο πόλεμος που έσωσε τη ζωή μου και Ο πόλεμος που κέρδισα, τα οποία αφηγούνται την ιστορία της παραμελημένης και κακοποιημένης από τη μητέρα της Έιντα και την πάλη της να ξεπεράσει τα σωματικά και ψυχικά τραύματά της χάρη στη βοήθεια μιας γυναίκας που η ανάγκη κάνει μητέρα της στις δύσκολες συνθήκες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το νέο της βιβλίο, που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό στα ελληνικά, με τον ιδιαιτέρως εύστοχο ελληνικό τίτλο Μας μεγάλωσαν λύκοι και σε ωραία μετάφραση της Βάσιας Τζανακάρη, μπορεί να κινείται στο σήμερα κι όχι στα μέσα του περασμένου αιώνα, αλλά καταπιάνεται και αυτό με μια ιστορία παραμέλησης και κακοποίησης.
Πράγματι, η ιστορία της δεκάχρονης Ντέλα και της δεκαεξάχρονης αδελφής της Σούκι, αφηγημένη με αφοπλιστική αμεσότητα από την πρώτη, μοιάζει βγαλμένη από τους χειρότερους εφιάλτες: μαμά εξαρτημένη και πλέον τρόφιμος σωφρονιστικού ιδρύματος και τα δυο κορίτσια αφημένα στο έλεος του Κλίφτον, του κακοποιητικού συντρόφου της, τον οποίο κάποια στιγμή καταγγέλλουν στις Αρχές για «κάτι πάρα πολύ άσχημο που αποπειράθηκε να κάνει». Τις αναλαμβάνει η Φρανσίν, μια ανάδοχη μητέρα. Η Ντέλα πηγαίνει σε καινούργιο σχολείο. Η Σούκι πιάνει, παράλληλα με το δικό της σχολείο, δουλειά σε σουπερμάρκετ. Μια νέα ζωή, πιο φυσιολογική και προστατευμένη, μοιάζει να ανοίγεται μπροστά τους. Τα τραύματα ωστόσο και οι πληγές του παρελθόντος σύντομα θα κακοφορμίσουν, ανατρέποντας ισορροπίες και φέρνοντας την Ντέλα αντιμέτωπη με μια σοκαριστική αλήθεια.
Στο βιβλίο κομβικό ρόλο κατέχει η αδελφική αγάπη, αφού τα πάντα, συναισθήματα, γεγονότα, ανατροπές, διαμορφώνονται με αφετηρία και τέρμα τη σχέση των δυο κοριτσιών. Η Σούκι είναι για την Ντέλα όχι μόνο αδελφή αλλά και προστάτιδα. Εκείνη έχει αναλάβει από μικρή τη φροντίδα της. Εκείνη προθυμοποιείται να προσφέρει ακόμα και χρήματα από το επίδομά της για να αγοράσει πράγματα στη μικρή αδελφή της. Εκείνη φιλοδοξεί να πάρει την επιμέλειά της με το που θα ενηλικιωθεί. Εκείνη τη σώζει όταν ο σύντροφος της μητέρας της επιχειρεί να την κακοποιήσει σεξουαλικά. Η Σούκι είναι η λύκαινα της Ντέλα. (Να σημειώσουμε εδώ ότι η αγάπη της νεαρής αφηγήτριας για τους λύκους και η ανάγκη της να υποκαταστήσει την οικογένειά της με αυτούς ενέπνευσε τον εύστοχο ελληνικό τίτλο Μας μεγάλωσαν λύκοι – ο τίτλος του πρωτότυπου είναι Fighting Words.) Όταν όμως το βάρος των δυσανάλογα μεγάλων για την ηλικία της ευθυνών και τα ανεπούλωτα δικά της τραύματα θα οδηγήσουν τη Σούκι στην απόπειρα αυτοκτονίας, οι όροι θα αντιστραφούν. Η Ντέλα, συνειδητοποιώντας αργοπορημένα ότι η αδελφή της υφίστατο επί χρόνια κακοποίηση από τον Κλίφτον, θα είναι εκείνη που θα τη στηρίξει και θα σηκώσει το βάρος μιας μεγάλης απόφασης.
Παρά τον ισχυρό δεσμό των κοριτσιών, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ζωές τους δε χτίζονται μονοσήμαντα και εμμονικά γύρω από το ζήτημα της μεταξύ τους σχέσης και της κακοποίησης που έχουν υποστεί. Η καθημερινότητά τους, οι σχέσεις που διαμορφώνουν εντός της, οι άνθρωποι που συναναστρέφονται, τα μικρογεγονότα στο σχολείο και στη δουλειά φτιάχνουν ένα πειστικό, κάθε άλλο παρά ωραιοποιημένο ψηφιδωτό στο οποίο κινούνται μια σειρά από ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Η Φρανσίν πρώτη και καλύτερη, η ανάδοχη μητέρα, που φροντίζει τα κορίτσια, λύνει πρακτικά προβλήματα και βάζει όρια. Θυμίζει σε πολλά τη Σούζαν από τον Πόλεμο που έσωσε τη ζωή μου και τον Πόλεμο που κέρδισα, χωρίς όμως να εμφανίζει τη δική της συναισθηματική αστάθεια. Δε διστάζει να παραδεχτεί ότι η αναδοχή είναι ένα είδος δουλειάς, για το οποίο πληρώνεται, άρα οφείλει να την κάνει σωστά. Κάποια στιγμή βέβαια θα ομολογήσει ότι ένα από τα κίνητρά της εδράζεται σε δικές της παλιές πληγές. Έπειτα είναι οι εργαζόμενοι στο σουπερμάρκετ, οι δάσκαλοι κι οι συμμαθητές της Ντέλα, ανάμεσά τους η Νεβέα, που σύντομα γίνεται η καλύτερή της φίλη, αλλά κι ο Τρέβορ, ο νταής της τάξης, που επιμένει να τσιμπάει τα κορίτσια διαρκώς στην πλάτη.
Το πλέγμα των σχέσεων και των καθημερινών εμπειριών της Ντέλα αποκαλύπτει και αρκετές πτυχές της προηγούμενης ζωής της. Ο αναγνώστης μαθαίνει, για παράδειγμα, ότι η δεκάχρονη αφηγήτρια δεν έχει κολυμπήσει ποτέ ως τη στιγμή που αναλαμβάνει τη φροντίδα της η Φρανσίν. Ή ότι η απόκτηση καινούργιων ρούχων συνιστά για κείνη ένα πρωτόγνωρο γεγονός. Ότι αισθάνεται μια κάποια ανακούφιση που, σε αντίθεση με τη Νεβέα, δεν υπήρξε ποτέ της άστεγη, κι ας της έτυχαν άλλα, χειρότερα πράγματα. Ότι για εκείνη η στοιχειωδώς αποδεκτή σχολική επίδοση δεν υπήρξε ποτέ προτεραιότητα, όπως για τα περισσότερα παιδιά, αφού έχει άλλα, πολύ μεγαλύτερα προβλήματα που την τριβελίζουν. Όσο για την αρχικά αυστηρή, απαξιωτική στάση της δασκάλας της, της κυρίας Νταβόντε, η οποία αργεί να αντιληφθεί τι οδηγεί το κορίτσι σε ακραίες συμπεριφορές και το καθιστά αδιάφορο για τα μαθήματα, γεννά έντονους προβληματισμούς γύρω από την ετοιμότητα του σχολείου να διαχειριστεί τραυματισμένα από το περιβάλλον τους παιδιά τα οποία προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους. Τέλος, η παρουσία του νταή Τρέβορ εντός του μικρόκοσμου του σχολείου συνιστά ένα ευφυές εύρημα χάρη στο οποίο η συγγραφέας καταδεικνύει πώς ανθίζουν οι κακοποιητικές συμπεριφορές στο πρόσφορο έδαφος των έμφυλων στερεοτύπων και της σιωπηλής, παθητικής ανοχής και πώς αυτές μπορούν να παταχθούν μέσα από τη συντονισμένη αντίδραση και δημοσιοποίησή τους από τις γυναίκες που τις υφίστανται.
Αν, παρ’ όλα αυτά, κρίνοντας από το «βαρύ» και δύσκολο θέμα του, πιστεύει κανείς ότι το βιβλίο της Brubaker Bradley είναι ένα δακρύβρεχτο ανάγνωσμα, απατάται. Η εύκολη συγκίνηση και το μελό δεν ταιριάζουν με τη χειμαρρώδη αφήγηση της Ντέλα, που, απαλλαγμένη από λογοτεχνισμούς και περιττά φτιασίδια, κοφτή, τολμηρή, ειλικρινής, ανελέητη, κάποτε κάποτε αστεία, ξεκινά από το ασφαλές παρόν προκειμένου να φωτίσει με προσεκτικά βήματα το δύσκολο παρελθόν της ίδιας και της αδελφής της. Από το χρονικό επίπεδο που μιλάει –και στο οποίο θα επιστρέψει στο τέλος, αφού η αφήγηση είναι κυκλική–, η Ντέλα γνωρίζει με σαφήνεια όλες τις απαντήσεις. Διστάζει όμως να μιλήσει στον αναγνώστη της γι’ αυτές μαζεμένες και προχωρά με μικρά, διστακτικά βήματα, θυμίζοντάς μας διαρκώς πόσο αβάσταχτα είναι όλα όσα έχει να αποκαλύψει, αλλά και πετυχαίνοντας να διατηρήσει σε υψηλά επίπεδα την αναγνωστική αγωνία. Τη συνήθειά της να χρησιμοποιεί ανάρμοστο λεξιλόγιο στον γραπτό λόγο την κουκουλώνει αντικαθιστώντας τις βρισιές με μια ουδέτερη λέξη, που αρχικά ίσως ξενίσει τον αναγνώστη, αλλά στην πορεία θα τον κάνει να χαμογελάσει συνωμοτικά. Οι βλαστήμιες όμως είναι και το μόνο που προτίθεται να κουκουλώσει. Όλα τα υπόλοιπα, σκληρά, δυσβάσταχτα, σοκαριστικά, θα ειπωθούν χωρίς υπονοούμενα, με ειλικρίνεια και θαυμαστή απλότητα.
Κλείνοντας, θέλω να σταθώ στον καθοριστικό ρόλο που παίζει στην εξέλιξη της πλοκής η ψυχολόγος την οποία επισκέπτεται η Ντέλα αλλά και το πέρασμα της αδελφής της από ψυχιατρικό νοσηλευτικό ίδρυμα. Γνωρίζοντας τη σοβαρότητα και τη λεπτότητα του θέματος με το οποίο καταπιάνεται, η συγγραφέας δεν αφήνει τη μοίρα των ηρωίδων της στο έλεος της τυχαίας καλής προαίρεσης των καθημερινών συναναστροφών τους, ούτε στην ξαφνική προσωπική τους επιφοίτηση, αλλά υπογραμμίζει τη σημασία της καίριας υποστηρικτικής παρέμβασης των ειδικών, ξεκαθαρίζοντας πάντως στο διαφωτιστικό σημείωμά της ότι οι εμπειρίες των δυο κοριτσιών δεν είναι οικουμενικές. Η επιλογή της αυτή να κατευθύνει την Ντέλα και τη Σούκι σε ένα καλύτερο μέλλον μέσα από το μονοπάτι της ψυχολογικής/ψυχιατρικής παρέμβασης δε στερεί το κείμενό της από τις λογοτεχνικές του αρετές – τουναντίον, υπογραμμίζει το αίσθημα ευθύνης και τον σεβασμό της προς το νεαρό και ευεπηρέαστο κοινό της, το οποίο η καταφυγή σε βολικές πλην εξωπραγματικές μαγικές λύσεις θα μπορούσε να οδηγήσει σε εσφαλμένες εκτιμήσεις και συμπεράσματα.
INFO
Kimberly Brubaker Bradley, Μας μεγάλωσαν λύκοι,Μτφρ. Βάσια Τζανακάρη,Εκδ. Παπαδόπουλος, 2022.
Βρες το εδώ