Η εισβολή των παιδιών στο χώρο των βιβλίων των «μεγάλων»

0
191

 

 

του Κυριάκου Ντελόπουλου. (Κλασικό εφηβικό βιβλίο, Μέρος Β΄)

Μια αθόρυβη “οικειοποίηση που ακούστηκε ηχηρά: Η εισβολή των παιδιών στο χώρο των βιβλίων των «μεγάλων»

 

“Στον Δικ Σανδ, τον τότε συνομήλικό μου

«Δεκαπενταετή Πλοίαρχο», πάντα φίλος”.

 

Ο 18ος και ο 19ος αιώνες στην Ευρωπαϊκή ιστορία είναι από τις πιο αξιοσημείωτες παραγωγικές περιόδους της που καθόρισαν το μέλλον της, επηρεάζοντας και τον υπόλοιπο Κόσμο σε πολλούς τομείς στην ιστορία της Ανθρωπότητας. Οι επιστήμες, τα γράμματα, οι τέχνες, η οικονομία, η πολιτική, θα αλλάξουν μορφή και πορεία. Οι δημιουργικές επιπτώσεις που ακολούθησαν επέφεραν δραστικές αλλαγές και στην κοινωνική ζωή, ενώ νέοι τρόποι ζωής και σκέψης διαμορφώθηκαν. Καταγράφηκε στην Ιστορία ως Βιομηχανική Επανάσταση, όρος που καλύπτει πολλές πτυχές σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας και όχι μόνο στη βιομηχανία όπως ορίζει γενικευμένα η ονομασία. Στην ίδια εποχή οι εξερευνήσεις θα αλλάξουν τη φυσιογνωμία της Ανθρωπότητας. Νέοι τόποι θα γίνουν γνωστοί και ασυνήθιστοι πολιτισμοί θα αναδυθούν. Οι θαλασσοπόροι θα διαπλεύσουν για πρώτη φορά θάλασσες και στους χάρτες θα προστεθούν νησιά και νέες θαλάσσιες δίοδοι. Φυσικό επακόλουθο να πλουτιστεί παντοιοτρόπως από τις αναμοχλεύσεις και τους νεωτερισμούς.

Η λογοτεχνία θα περιλάβει θέματα εμπνευσμένα από τις συγκινήσεις που επέφεραν οι επιστημονικές κατακτήσεις που εδραίωναν τα τεκταινόμενα. Το αναγνωστικό κοινό θα πληθυνθεί θεαματικά και θα ευεργετηθεί πολλαπλά από την ανάπτυξη της τυπογραφίας η οποία πλέον θα παράγει μεγάλους αριθμούς αντιτύπων κάθε έκδοσης που θα κυκλοφορεί σε ευρύτερους κύκλους αναγνωστών μεταφραζόμενη αμέσως σε άλλες γλώσσες. Θα δώσει αριστουργήματα τα οποία θα ερεθίσουν και τα παιδιά που θα στραφούν προς έργα στα οποία δεν είχαν στο παρελθόν προσβάσεις ή ενδιαφέρον. Πολλά θα περιβληθούν αργότερα με το χαρακτηρισμό «κλασικά» και θα διαιωνισθούν.

Είναι η εποχή που θα ανακαλυφθεί και η παιδική ηλικία. Περισσότερα παιδιά θα αποκτήσουν το προνόμιο να γίνουν μαθητές. Η εκπαίδευση θα αναμορφωθεί και θα εκσυγχρονιστεί, παιδαγωγικά και μαθησιακά. Η αναβάθμισή της θα οδηγήσει προς τη φιλαναγνωσία της οποίας η θεματολογία θα πλουτιστεί και θα διευρυνθεί. Διεγερτικά όσα αναφέρονταν στις εξερευνητικές αποστολές, στις ανακαλύψεις, στις εξελίξεις της τεχνολογίας, στις καταθέσεις των πρωτοπόρων που συνέβαλαν στην ανάπτυξη ενδιαφέροντος προς το έως τότε άγνωστο.

Στο προσκήνιο η Βιομηχανική Επανάσταση και στο παρασκήνιο η αναστάτωση των παιδιών που θα ανακαλύψουν πηγές τέρψης αναγνωστικής και γνώσης που προσφερόταν έμμεσα και άνετα. Κυρίως όχι επιτακτικά. Μέχρι να διαμορφωθεί σε είδος η παιδική λογοτεχνία, τα παιδιά από τη φύση τους περίεργα και ωθούμενα από τον αχό των προόδων σε όλους τους τομείς, θα στραφούν προς τα βιβλία των μεγάλων, που στα ιστορικά της παιδικής ανάγνωσης θα προσγραφεί ως κατάκτησή τους. Θα αναφέρονται εν καιρώ ως «παιδικά βιβλία», ως «λογοτεχνία για παιδιά» και αργότερα ότι «έγιναν παιδικά».* Η διεργασία θα είναι επιλεκτική και σύμφωνη με τα ενδιαφέροντα των παιδιών. Επιλεκτική θα είναι και η ανάγνωσή τους. Εύλογα γιατί τα θέματά τους και η γραφή δεν προσιδίαζαν με την ηλικία τους, πράγμα που δεν αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα. Η προσέγγιση αυτή, λόγω της έλλειψης βιβλίων για την ηλικία τους, θα καταχωρηθεί αργότερα στα ιστορικά της παιδικής λογοτεχνίας, ως κεφάλαιο συζήτησης. «Ιδιοποίηση» ή «οικειοποίηση», είναι οι ελληνικοί όροι που αποδίδουν σήμερα το συμβάν. Προτιμώ τον δεύτερο γιατί ο πρώτος εμπεριέχει και το στοιχείο της παράνομης ενέργειας, μολονότι δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα…

Τα οικειοποιημένα από τα παιδιά έργα θα διατηρήσουν ως τη δική μας εποχή την ανθηρότητά τους προσελκύοντας σταθερά νέους αναγνώστες. Η φήμη τους παραμένει αλώβητη, όπως και η αξία τους. Δεν έγιναν όλα «κλασικά», αλλά ένα μέρος τους από τα πολλά άλλα ξεχασμένα που κυκλοφόρησαν με ανάλογη θεματική και διάθεση, μεταξύ των οποίων και έργα των ίδιων συγγραφέων που επιβίωσαν νικηφόρα με άλλα τους. Έγιναν κλασικά, αυτά που αντιμετώπισαν το χρόνο όχι για τα θέματά τους μόνο ούτε και για τις αναμφισβήτητες λογοτεχνικές τους αρετές, αλλά γιατί ήταν έργα στοχαστών, προβληματισμένων πνευματικών δημιουργών που εισχώρησαν στο βάθος των τεκταινόμενων στην εποχή τους. Ήταν αυτή η δυναμική τους που διατυπώθηκε με προσωπικό ύφος ανεπανάληπτο ως τότε και ανεπανάληπτο έκτοτε, που τα ενέταξε στη συμβατικά αποκαλούμενη τάξη των «κλασικών», ένας όρος περισσότερο αναγνωριστικός παρά άλλο τι. Δεν έγιναν εξάλλου όλα τα έργα τους κλασικά. Θα φθάσουν στους δικούς μας καιρούς και για άλλους λόγους που θα τους εντοπίσουμε στις βιογραφίες τους και στις αναλύσεις των έργων τους. Η προσωπική πνευματική τους συγκρότηση ήταν η γενεσιουργός δύναμη που διακριτικά έως αδιόρατα διατυπώθηκε στα κείμενά τους. Είναι αυτή που λείπει από τις λογής λογής αμέτρητες μεταμορφώσεις που θα κυκλοφορήσουν βασισμένες σε εξωτερικά στοιχεία τους πάντα ελκυστικά σε κάθε εποχή και από κάθε ηλικία, περισσότερο των περιστασιακών αναγνωστών κάθε ηλικίας, αλλά περιορισμένων απαιτήσεων. Με τον καιρό θα κυκλοφορήσουν και απλουστευμένες, περικομμένες ή παραποιημένες εκδόσεις οι οποίες θα τα διαδόσουν περισσότερο και θα στηρίξουν τη φήμη τους. Τα στερεότυπα θα αναφέρονται ως «κλασικά». Θα ενισχυθεί η φήμη τους και με μεταφορές τους στον κινηματογράφο, ο οποίος θα συμβάλει στη μακροημέρευσή τους. Θεατρικές αποδόσεις τους δεν είναι άγνωστες επίσης. Το κουκλοθέατρο άντλησε κι αυτό επεισόδια κατάλληλα για τη δική του τέχνη. Είχα την έκπληξη προ ετών να εντοπίσω στοιχεία αναφοράς από βιβλία του Jules Verne στον Καραγκιόζη από τον ευφάνταστο και ευρηματικό τεχνουργό του θεάτρου σκιών Θανάση Σπυρόπουλο, περί το 1980.

Ποια η λειτουργική επικοινωνία των σημερινών παιδιών στην ανάγνωση των κλασικών στη στερεότυπη μορφή τους; Έχει μειωθεί η αρχική τους λάμψη. Η φήμη τους όμως είναι αλώβητη. Σπουδαία έργα από νεώτερους και σύγχρονους δημιουργούς προστέθηκαν ως νέα «κλασικά» στα χνάρια των προηγηθέντων. Πολλά από τα παλαιότερα έχουν ξεχαστεί αλλά δεν έπαψαν να μνημονεύονται από όσους τα διάβασαν και από τους γραμματολόγους. Ο ευφυολόγος Mark Twain, πατέρας κλασικών, από τον περασμένο αιώνα, είχε αποφανθεί πως Τα κλασικά είναι βιβλία που όλοι θα ήθελαν να τα έχουν διαβάσει, αλλά κανείς δεν θέλει να τα διαβάσει… Απέναντι σ’ αυτό θα παρέθετα μιαν άλλη αλήθεια από τον Carl van Doren: Κλασικό είναι ένα βιβλίο που δεν χρειάζεται να ξαναγραφεί. Κι εγώ: όμως αξίζει να ξαναδιαβαστεί. Ο Samuel Johnson, ο πρώτος λεξικογράφος και διανοητής από το 1784 διατύπωσε μια μεγάλη αλήθεια: Η αξία ενός έργου πρέπει να εκτιμάται από τη χρήση του. Τα εδώ συζητούμενα κλασικά το απέδειξαν και με το παραπάνω τιμώντας την παγκόσμια λογοτεχνία. Ακόμη, είναι πρέπον να γίνει αναφορά και στην προσθήκη και νέων τίτλων στα παλαιότερα κλασικά. Αυτά όμως δεν μπορούν να ενσωματωθούν στην ειδική κατηγορία που συζητείται εδώ.

 

Με το κύλισμα του χρόνου τα παιδιά, τα ικανά να επικοινωνούν με τα στερεότυπα κείμενα όπως στο παρελθόν οι πρόγονοί τους, συνομήλικοί τους, αγκάλιασαν και εξοικειώθηκαν στην ανάγνωση, με έμφαση στην περιπέτεια, στο άγνωστο, στο περίεργο, στο φανταστικό και τα χάρηκαν. Πολλά εκκωφαντικά, ασυνήθιστα και φανταστικά για την εποχή κεφάλαιά τους έχασαν τη δυναμική τους. Προσπεράστηκαν και απωθήθηκαν στο παρελθόν όταν η τεχνολογική πρόοδος πραγματοποίησε τα φαντασιώδη των συγγραφέων. Η λογοτεχνική τους αξία, διαρκής και ελκυστική, αποτελεί σταθερό στοιχείο στην ελεύθερη επιλογή τους. Η συζητούμενη εποχή διεύρυνε το θεματικό πεδίο των λογοτεχνικών βιβλίων για τους ενήλικες. Προστέθηκε και στων παιδιών ελλείψει παιδικών. Όμως ένα μυθιστόρημα που είχε στοιχεία της αρέσκειάς τους δε σήμαινε ότι ήταν στο σύνολό του κατάλληλο γι’ αυτά, άσχετα αν το αντικείμενό του τα ερέθιζε. Για παράδειγμα, τα παιδιά της εποχής που κυκλοφόρησε ο Όλιβερ Τουίστ, του Dickens, διάβασαν το βιβλίο και συγκινήθηκαν από τους κατατρεγμούς των συνομήλικων παιδιών-ηρώων του πολυπρισματικού αυτού αριστουργήματος. Ίσαμε εκεί όμως. Δεν επικοινώνησαν με τα βαθύτερα ζητήματα που έθετε και εξέθετε σθεναρά υπό μορφή λογοτεχνική ο δημιουργός του. Η πτυχή αυτή κατευθυνόταν στους ενήλικες που μπορούσαν να συλλάβουν και να συλλογιστούν τα μηνύματά του. Έγινε, ωστόσο, όπως πολλά άλλα, εν μέρει παιδικό ανάγνωσμα και παρέμεινε καθολικά για τους μεγάλους, μια αναλογία νόμιμη και κατανοητή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα –και όχι ασυνήθιστο– λογοτεχνικού έργου για μεγάλους, μέρος μόνο του οποίου προσέλκυσε και παιδιά τα οποία συγκίνησε και συγκινεί. Καταχωρίστηκε στα «παιδικά» αλλά με επιφυλάξεις και ερωτηματικά. Αργότερα θα υποστεί παραποιήσεις, διασκευές, περικοπές, θα γίνει ταινία (1948) και musical (1968) που θα δοξάσουν το πρωτότυπο.

Τα παιδικά και νεανικά βιβλία βαδίζουν αντάμα με το παιδί και τον νέο, μεγαλώνουν μαζί και ωριμάζουν μαζί. Όπως όμως είναι δυσχερής ο προσδιορισμός της αρχής και κυρίως της λήξης της παιδικής ηλικίας, άλλο τόσο προβληματικός παραμένει και ο προσδιορισμός ενός παιδικού και νεανικού βιβλίου που απευθύνεται στις ηλικίες αυτές.

Είναι απροσδιόριστος ο μηχανισμός της αποδοχής και της απόρριψης εκ μέρους των παιδιών-νέων των βιβλίων που γράφτηκαν ειδικά γι’ αυτά, όπως και ο λόγος που τα ωθεί να στρέφονται προς αναγνώσματα τα οποία δεν γράφτηκαν για την ηλικία τους, μολονότι το θέμα της πνευματικής τους ωρίμανσης μοιάζει να προσφέρει επαρκείς εξηγήσεις. Παραμένοντα ερωτήματα: Γιατί τα παιδιά αποκλείουν από τα ενδιαφέροντά τους βιβλία τα οποία κανονικά θα έπρεπε να προτιμούν και γιατί στρέφουν την προσοχή τους προς βιβλία τα οποία κατά την εκτίμηση των μεγάλων προορίζονται για τα δικά τους αναγνωστικά ενδιαφέροντα;

Θα συνεχίσω με μια χαρακτηριστική περίπτωση αναγνώστη που άρχισε να διαβάζει από παιδί και δεν σταμάτησε ακόμα να διαβάζει. Η αναφορά στον γράφοντα ο οποίος υπήρξε σταθερά καλός μαθητής και αναγνώστης παντός κειμένου και πλείστων βιβλίων και των… σχολικών του ακόμη. Το οικογενειακό του περιβάλλον διακρινόταν για το πλήθος των βιβλίων που υπήρχαν στο σπίτι και που ποτέ δεν σκονίζονταν, γιατί διακινούνταν, διαβαζόμενα, δανειζόμενα και κάνοντας χώρο σε νέες αφίξεις. Η αναφορά κυρίως στα κλασικά.

Από μικρός εξοικειώθηκε με την ανάγνωση βιβλίων των μεγαλύτερων μελών της οικογένειάς του, δηλαδή των γονέων του. Δεν έχανε τίποτα από τις συζητήσεις τους όταν αναφέρονταν στις καινούργιες εκδόσεις, ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας. Διάβασε πολλά κλασικά, που τον εισήγαγαν σε κόσμους που τον συνέπαιρναν και τον οδηγούσαν σε άλλα. Όλα μεταφρασμένα στην καθαρεύουσα της εποχής, όχι ακριβώς της δικής του αλλά και παλαιότερης: του 1925 και δώθε. Τότε ετών: 7 και δώθε. Έτη ημερολογιακά: 1940 και δώθε. Μαθητής της πρώτης Δημοτικού και δώθε… Επιμελής μαθητής και καλά οργανωμένος ώστε να κερδίζει χρόνο, διέθετε τον αναγκαίο για τις μαθητικές του υποχρεώσεις και πάρα πολύ για παιχνίδι. Διάβαζε ελληνική λογοτεχνία και μεταφρασμένη για μεγάλους, ιδιαίτερα τα βράδια μετά τις τηγανητές πατάτες και συχνά ως αργά τη νύχτα που ο μπαμπάς του του έσβηνε το φως με το καθιερωμένο «μέρα ξημερώνει». Συνέχιζε όμως παράνομα το διάβασμα κάτω από τις κουβέρτες με το φακό του… Ήταν τότε που έκανε φίλους τον Δικ Σανδ, τον Τομ Σώγερ, τον Χάκλμπερυ Φινν, τον θείο Βενέδικτο, την Αλίκη, τη Ζέδα, την Τιτίκα, τον Ρωβύρο, τον Όλιβερ, τον Ροβινσών, τον Λόρδο Γκλέναρβαν, τον Ταρταρίνο, τον Τζων Σίλβερ, τον Καπιταίν Χαττεράς, τον Ιβανώη, τον Γύλιβερ, τον Δαυίδ Κόππερφηλδ, κι άλλους, όλους φίλους του από τότε γκαρδιακούς, με τα καθαρευουσιάνικα ονόματά τους των αποδόσεων της εποχής. Τότε δεν υποπτευόταν ότι με τα βιβλία θα συνδεόταν και επαγγελματικά: βιβλιοθηκάριος, βιβλιογράφος, βιβλιολόγος, βιβλιοκριτικός, μεταφραστής, φωτογράφος και πάντα υπότροπος αναγνώστης.

Πρώτοι πνευματικοί του τροφοί ο Ιούλιος Βερν, ο Κάρολος Δίκενς, ο Ροβέρτος Στέβενσον, ο Λούις Κάρολλ, ο Ραδγιάρδος Κίπλιγκ, ο Μαρκ Τουαίην, ο Φενιμόρ Κούπερ, ο Ουάλτερ Σκώττος, ο Έκτωρ Μαλό, ο Μιχαήλ Θερβάντες, ο Δανιήλ Δεφόε, ο Τζακ Λόνδον, ο Κάπταιν Μάρρυατ, ο Ιωνάθαν Σουίφτ, ο Μέιν Ρηδ, ο Αλφόνσος Δωδέ, και άλλοι ακόμη, με τις καθαρευουσιάνικες ελληνοποιήσεις των μυθικών ονομάτων τους.

Ξαναδιάβασε αργότερα πολλά των παραπάνω αείμνηστων συντρόφων της νεότητάς του και άλλων άλλα που η λήθη πήρε κοντά της. Μεγάλος αντάμωσε πάλι παλιούς φίλους, από τους παραπάνω, ξαναδιαβάζοντας πολλά βιβλία τους – τα αγγλικά στη γλώσσα τους και στις πρωτότυπες μορφές τους. Ο χρόνος δεν άγγιξε τις ηλικίες και των συγγραφέων και των μικρών ηρώων τους. Εκείνος όμως μεγάλωσε και κεφάλαια που «τότε» δεν είχε κατανοήσει κέρδισαν τώρα το ενδιαφέρον του. Τα τότε εύληπτα για την ηλικία του τα πέρασε σχεδόν απαρατήρητα… Ίσως κάποια ρομαντική πνοή ως μεγάλος να αισθάνθηκε. Ανταμείφθηκε όμως από όσα του είχαν διαφύγει ως παιδί. Η λογοτεχνία τους ανέπαφη στο χρόνο, συναρπαστική και προσοδοφόρα σε νοήματα που δεν είχε αντιληφθεί ως παιδί, γιατί ήταν παιδί. Τώρα τα βιβλία δεν του ήταν τα «παιδικά» που είχε διαβάσει. Είχε μεγαλώσει και χαιρόταν άλλα που μικρός του είχαν διαφύγει, ιδιαίτερα οι λογοτεχνικές τους αρετές, αυτές που έκαναν ελκυστική την ανάγνωση. Χαρακτηριστική παρατήρηση και διαπίστωση της ιδιότητας των κλασικών.

Τα παιδιά συναρπάζονται από το στοιχείο της περιπέτειας, ταυτίζονται με τους ήρωες – στο σημείο των τάσεων φυγής και απομόνωσης –, διεγείρονται από την αίσθηση της ανεξαρτησίας και της επιδιωκόμενης προσωπικής αυτάρκειας – την οποία πιστεύουν πως διαθέτουν –, αισθάνονται έτοιμα και ικανά να αντιμετωπίσουν το άγνωστο και τους κινδύνους της φύσης η οποία τα ελκύει. Τα παιδιά-νέοι αγνοούν συστηματικά και αποστρέφονται εντυπωσιακά τα ηθικά διδάγματα, τις νουθεσίες, τη φιλοσοφία και τις κοινωνικές παρεμβολές. Συναρπάζονται από τη γοητεία που προσφέρουν οι σελίδες τους στις οποίες περιγράφονται σκηνές και αναφέρονται σε επεισόδια όπου συναντούν τα δικά τους όνειρα. Βλέπουν τον εαυτό τους και συγκινούνται με στοιχεία τα οποία προσιδιάζουν στον εκκολαπτόμενο με εκρηκτικές διαθέσεις χαρακτήρα τους. Οι προτιμήσεις και οι επιλογές τους αυτές επανέρχονται από γενιά σε γενιά σε κάποια βιβλία, σε αυτά που έχουν τιμηθεί με το εύσημο του «κλασικού».

Η εποχή που ευαισθητοποίησε χωρίς εξαναγκασμό τα παιδιά να διαβάσουν βιβλία για τους μεγάλους, συνθέτει ένα γοητευτικό επεισόδιο της ιστορίας της ανάγνωσης και ειδικά των παιδιών. Το απρόοπτο, αλλά δικαιολογημένο επεισόδιο που αναδείχτηκε στην εκρηκτική εποχή της Ιστορίας ως Βιομηχανική Επανάσταση, προσγράφτηκε ως συντελεστής της εκκόλαψης της παιδικής εξωσχολικής ανάγνωστης η οποία μη προσφέρουσα ειδικά έντυπα οδήγησε τα παιδιά προς τα βιβλία των μεγάλων. Εξετάζεται πάντα από τους θεωρητικούς με νέες επισημάνσεις που απωθούν ή βελτιώνουν άλλες, αλλά στην ίδια βάση. Το θέμα και ζήτημα «παιδιά και ανάγνωση» επιδέχεται πολλές ερμηνείες και θέσεις, που εδράζονται στη ρευστότητα των καιρών και στις επιδράσεις που δέχεται η παιδική ηλικία.

Η Kate Greenaway (1846-1901), η μεγάλη Αγγλίδα συγγραφέας, ποιήτρια, ζωγράφος και εικονογράφος παιδικών βιβλίων, έθεσε το θέμα τολμηρά και σε πολύ πρώιμη εποχή: Τα παιδιά δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τα βιβλία τα οποία οι μεγάλοι νομίζουν ότι θα τους αρέσουν. Έχω τη γνώμη πως στα παιδιά αρέσουν περισσότερο τα βιβλία που προορίζονται για τους μεγάλους.

Ο E.V. Lucas, σημαντικός μελετητής των σχέσεων παιδιών και ανάγνωσης, είναι επιγραμματικός: Για το παιδί που έχει κλίση στο διάβασμα, όλα τα βιβλία είναι παιδικά βιβλία.

Προβληματισμένος ο Κωστής Παλαμάς, (περ. Ο Νουμάς, 5, 12, 19 Οκτ. 1908), σε εποχή που η λογοτεχνία και παιδί δεν είχαν ακόμη επαρκώς μελετηθεί, αποφαίνεται στοχαστικά:

Έχω για του παιδιού το νου μια ιδέα κάπως διαφορετική από άλλους. Πιστεύω πως το μυαλό του μπορεί να χωνέψει τροφή πιο λεπτή και πιο βαθιά κι απ’ όση συνηθίζουμε να του προσφέρουμε. Μέσα στο μικρόκοσμο της ψυχής του γίνονται πράματα πιο πολλά και απ’ όσα φαντάζονται του κόσμου οι ψυχολόγοι. Οι πιο μεγάλοι άνθρωποι μου φαίνεται πως είν’ εκείνοι που από τα πρώτα χρόνια τους γρικούσανε κουβέντες και ανατρεφόντανε με ιδέες πιο ψηλές από το παιδιακίσιο μπόι τους.

Αναλογίζομαι την εποχή που η Βιομηχανική Επανάσταση συνέδραμε την επανάσταση των παιδιών, που αναζήτησαν πνευματική τροφή στα βιβλία των μεγάλων. Η σύγκριση με τη δική μας όπου η βιομηχανοποίηση των κοινωνιών κινείται εχθρικά προς την παιδεία, τον πολιτισμό και των παραγώγων τους, πρέπει να μας προβληματίσει…

 

 

* Ένας κατά συνθήκην προσδιορισμός που αναφέρεται σε ορισμένους τίτλους, παρά ορισμός. «Έγιναν» παιδικά επειδή διαβάστηκαν και από παιδιά;

* www.delopouloskyr.gr

 

Προηγούμενο άρθροΤίτος Πατρίκιος: «σκιάς όναρ άνθρωπος»
Επόμενο άρθροΠαιδική λογοτεχνία και ιδεολογία

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ