της Βαρβάρας Ρούσσου
Η Σούζαν Σόνταγκ σημειώνει ότι η αλήθεια του μυθιστοριογράφου -σε αντίθεση με την αλήθεια του ιστορικού- αφήνει χώρο για το αυθαίρετο, το αινιγματικό, το μη επαρκώς αιτιολογημένο. Αυτό, ως ένα βαθμό, ισχύει και στην περίπτωση του νέου βιβλίου της Νίκης Τρουλλινού Ουρανός από στάχτη όπου, ακόμα μια φορά στο έργο της, η Ιστορία αποτελεί το μοχλό που κινητοποιεί την αφήγηση δημιουργώντας μια δυναμική σχέση ανάμεσα στον πραγματικό και τον αναπαριστώμενο κόσμο.
Εξηγούμαι: η αφήγηση έχει καμβά μια οικογένεια στην Κρήτη που την παρακολουθούμε, μέσω της καταγραφής της γιαγιάς σε επιστολικής μορφή, από τις αρχές του 20ου αιώνα και την κρητική ύπαιθρο μέχρι τα μισά περίπου του αιώνα, τη γέννηση δηλαδή του Τηλέμαχου, χαρακτήρα που τον γνωρίζουμε ως οικονομικό στέλεχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες. Το παιχνίδι της ζωής είχε φέρει παιδιόθεν κοντά το θείο Τηλέμαχο με την περιέργως μεγαλύτερη σε ηλικία ανιψιά του, την εναλλακτική φιλόλογο Θάλεια, τον αντίποδα του θείου. Αιχμές για μια σχέση έλξης μεταξύ τους, στα όρια της ηθικής, διατρέχουν το βιβλίο τόσο στα λόγια του σογιού όσο και στην διαδικτυακή αλληλογραφία θείου-ανιψιάς που λαμβάνει χώρα τις μέρες που η Ευρώπη αποκτά έναν ουρανό από στάχτη εξαιτίας της έκρηξης του ισλανδικού ηφαιστείου με το δυσπρόφερτο όνομα. Σε αυτά τα συχνά μέιλς, πυρετικά από πλευράς Θάλειας, πιο συγκρατημένα από τον Τηλέμαχο, συντελείται μια άλλου είδους έκρηξη που αφενός αποκαλύπτει στοιχεία του χαρακτήρα της Θάλειας αφετέρου συμπυκνώνει το θυμό, την πικρία, την αγωνία των μέσων Ελλήνων της εποχής. Τα δύο χρονικά επίπεδα που δημιουργεί η αφήγηση συμπλέκονται νομοτελειακά με τα επόμενα δύο: εποχή της εξαγγελίας του ΔΝΤ και εποχή της κρίσης, οπότε και η μεσήλικας πια φιλόλογος θα αφήσει την παρακμασμένη πλέον αλλά αγαπημένη γειτονιά των Εξαρχείων για να επιστρέψει στο γενέθλιο τόπο, εκείνη μόνη πλέον ιδιότυπη κληρονόμος του παρελθόντος, άκληρη, που σημαίνει ένα οικογενειακό τέλος, όπως το ενδεχόμενο ενός συλλογικού τέλους ευρωπαϊκής εποχής.
Όταν η λογοτεχνία μελετάται σε ζωντανή αλληλεπίδραση με άλλα πεδία και μέσα στη συγκεκριμένη ενότητα της κοινωνικοοικονομικής ζωής, δεν χάνει την ατομικότητά της. Στην πραγματικότητα, η ατομικότητα μπορεί να αποκαλυφθεί και να προσδιοριστεί πλήρως μόνο μέσα από αυτή τη διαδικασία αλληλεπίδρασης. (M. Μπαχτίν)
Ενώ λοιπόν η Ιστορία εμπλέκει στα γρανάζια της σαρωτικά τις ανθρώπινες ζωές, ο αστάθμητος παράγοντας που, έστω και παροδικά, δημιουργεί εκτροπές δεν είναι η ανθρώπινη αντίδραση, με οποιαδήποτε μορφή (συλλογική αντίσταση, ή μαζικά κίνημα, διαδήλωση, προσωπική μελαγχολία, ατομική δυσαρέσκεια και οικονομική δυσπραγία) αλλά η αρχέγονη δύναμη της φύσης που φαίνεται η ικανή δύναμη να τροχοπεδήσει το ρου των γεγονότων. Η ανθρώπινη αδυναμία υπέρβασης τη φυσικής αντίδρασης δημιουργεί ωστόσο, όπως είδαμε, ένα είδος παράπλευρης επικοινωνίας, με τη βοήθεια της τεχνολογίας. Ακόμη μια ιστορική εκτροπή. Στο βιβλίο μάλιστα αυτή η ιντερνετική αλληλογραφία αντιπαρατίθεται στην επιστολική γραφή της γιαγιάς, ένα οικογενειακό χρονικό που η εγγονή καλείται να πληκτρολογήσει.
Εντούτοις, το μάθημα των ανθρώπων με την παρέμβαση της φύσης δεν τους διδάσκει ιδιαίτερα. Συνεχίζουν όλοι, μετά την πρόσκαιρη αναταραχή, την ίδια ζωή και δράση, ιδίως τα υψηλά ιστάμενα στελέχη της ενωμένης Ευρώπης για τα οποία η αποτύπωση λειτουργεί με αποδομητική ειρωνεία. Πλέον η επιρροή των ιστορικών συμβάντων είναι καθοριστική σε συλλογικό και προσωπικό επίπεδο: η κρίση στην Ελλάδα και την Ευρώπη, η Ευρώπη της κρίσης, το προσφυγικό, η διαρκώς αυξανόμενη οικονομική δυσπραγία. Το πολύπτυχο της σύγχρονης ζωής εκτυλίσσεται σε τέσσερα διαφορετικά πλάνα, αφηγηματικούς χρόνους επιτρέποντας διαφορετικές αφηγηματικές τροπικότητες και έτσι αφήνοντας να αναδυθούν, με διάφορους τρόπους πλευρές της αγωνίας των τελευταίων ετών. Γιατί νομίζω ότι αυτό που πλανάται πάνω από την αφήγηση, όποιος εντέλει και να είναι ο αφηγητής, και αυτό που διαμορφώνει το κλίμα του βιβλίου είναι το εναγώνιο ερώτημα: «προς τα πού;». Προς τα πού οδηγείται ο κεντρικός γυναικείος χαρακτήρας, η χώρα, η Ευρώπη, και πού κατέληξε το παρελθόν τους «πούδειχνε πως θα γινόμουν άλλος» κατά τον ποιητή.
Η Τρουλλινού επιμένει, πέρα από τον εξαιρετικά βαρύνοντα ρόλο της ιστορίας, σε αφηγηματικά και θεματικά μοτίβα που έχει καλλιεργήσει και στη διηγηματογραφία της, με την επεξεργασία διπόλων: το αστικό περιβάλλον και αυτό της επαρχίας/ υπαίθρου, η επιστροφή σε γενέθλιους τόπους ως αναμόχλευση παλαιών παθών αλλά και ως ευκαιρία αναγέννησης, η τοπογραφία της πόλης του Ηρακλείου, το ταξίδι και οι πόλεις του κόσμου, η μετανάστευση/προσφυγιά ως νέα αστική συνθήκη. Η αντιστικτική αυτή λειτουργία αναφορικά με την/τις πόλη/πόλεις υποκρύπτει τα ερωτήματα «είμαστε ποιας πόλης άραγε πολίτες; Τι σημαίνει γενέθλια πόλη/γη;», ζητήματα που λόγω των συνθηκών επανέρχονται κάθε φορά και πιο επίκαιρα και επιτακτικά. Επιπλέον, με την επαναλαμβανόμενη αποτύπωση της πόλης του Ηρακλείου ως παρελθόν και παρόν, συνδυαστικά και με το βιογραφικό της ίδιας της Τρουλλινού (καταγωγή από τα Χανιά δραστηριοποίηση και μόνιμη κατοικία στο Ηράκλειο) επαναφέρει το ζήτημα της λογοτεχνικής παραγωγής της περιφέρειας. Άλλοτε, οι περιφερειακοί λογοτέχνες βίωναν ένα είδος αποκλεισμού από το υδροκέφαλο αθηναϊκό κέντρο, όπου τα λογοτεχνικά τεκταινόμενα σχεδόν τους αγνοούσαν. Σήμερα, η τεχνολογία έχει βελτιώσει αυτήν την επαφή με το κέντρο, έχει κάνει ευκολότερη την προβολή της περιφερειακής λογοτεχνικής παραγωγής σε όλη τη χώρα, και ιδίως στην Αθήνα, ενώ παράλληλα η επαρχιακή ζωή παρέχει το πρόσφορο υλικό για την επαναδιαπραγμάτευση παλαιότερων θεματικών υπό σύγχρονη οπτική ή την ανάπτυξη νέων με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Πολυφωνική νουβέλα (η έκταση επιτρέπει αυτήν την ειδολογική κατάταξη ενώ η σύνθετη δομή και η πλοκή συντείνουν οριακά στον χαρακτηρισμό μυθιστόρημα, εντούτοις νομίζω ότι πρόκειται για νουβέλα) το Ουρανός από στάχτη: η αφήγηση της γιαγιάς, τα ορμητικά μέιλς της Θάλειας, τα μικροαστικά μαμαδίστικα σχόλια της μητέρας της, της Θεοδοσίας, ο λιτός λόγος του τεχνοκράτη οικονομολόγου Τηλέμαχου. Είναι ενδιαφέρουσα η σύναψη διαφόρων τύπων γυναικείων λόγων έναντι του αντρικού ενώ ουσιαστικά ο αντρικός λόγος του Τηλέμαχου έχει υποστεί μια περιστολή. Αξιοπρόσεκτη είναι επίσης και η συγγένεια χαρακτήρων της γιαγιάς Αργυρής, μιας δυναμικής γυναίκας με την αρκούντως αντισυμβατική εγγονή ενώ παρεμβάλλεται η απόλυτα συμβατική καθώς πρέπει μορφή της μαμάς Θεοδοσίας. Κι άλλες γυναίκες διατρέχουν την ιστορία αφήνοντας το αποτύπωμά τους και παράγοντας, μεταξύ άλλων, μια γυναικεία πολυφωνία.
Παράλληλα, η Τρουλλινού επιχειρεί ένα ρητό και έναν υπόρρητο διάλογο με λογοτεχνικά έργα που θέτουν το ίδιο ερώτημα «Πού πηγαίνει η Ευρώπη και με ποια κληρονομιά;». Τα Μαύρα σκυλιά του Ίαν Μακ Γιούαν αναφέρονται ενώ υπόκειται, χωρίς να υιοθετείται ως δυστοπικό μαύρο σκηνικό, η Νεκρή Ευρώπη του Χρήστου Τσιόλκα ή ακόμη διακρίνονται σημεία επαφής και με το Αεροπλάστ της Άντζελας Δημητρακάκη.
Η συμπλοκή της οικογενειακής πορείας με αυτήν της ιστορίας, η σύναψη δηλαδή Ιστορίας και μικροϊστορίας, τρόπος παγιωμένος στην πεζογραφία της Τρουλλινού, παράγει μια ισορροπία μεταξύ ατομικού και συλλογικού: ο αναγνώστης εμπλέκεται απ’ τη μια σε μια οικογενειακή υπόθεση και τα οικογενειακά μυστικά και ψέματα, περισσότερο σημαίνοντα στον κλειστό κύκλο μιας επαρχιακής πόλης, απ’ την άλλη συμμετέχει στον γενικό προβληματισμό και ξαναφέρνει στην επιφάνεια τα συμβάντα μιας περίπου δεκαετίας.
Έχουμε λοιπόν ενώπιόν μας ένα οφθαλμοφανώς πολιτικό βιβλίο που θέτει το δάχτυλο επί των τύπον των ήλων. Η εξιδανικευμένη εικόνα της πολυπολιτισμικότητας, της αρμονικής και ειρηνικής συνύπαρξης σε μια ιδεατή κοινή ευρωπαϊκή πατρίδα διαλύεται αφήνοντας τόπο για ένα ουρανό από στάχτη.
Διάβασα ξανά τον ενδιαφέραντα σχολιασμό σας στη νουβελλα της Νικης Τρουλλινού. Θα μου επιτρεψετε να σταθώ στην απαισιόδοξη, όπως την ένοιωσα, τελευταία σας παράγραφο.
Η πολυπολιτισμικότητα είναι μια πραγματικότητα. Αναρωτιέμαι αν η συνύπαρξη είναι τόσο ειρηνική και αρμονική όσο ειναι πάντα και η συνύπαρξη διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, ακόμα και σε μια ομοιογενή κοινωνία. Συχνά αισθάνομαι μια όχι και τόσο ειρηνική και αρμονική συνύπαρξη με τους γηγενείς του τόπου μου.
Αναρωτιέμαι επίσης γιατί “Ιδεατή κοινή ευρωπαική πατρίδα”? Είμαστε Ευρωπαίοι και όχι Αμερικανοί η Αφρικανοί. Η Ευρώπη είναι η κοινή μας ήπειρος και τουλάχιστον δυνητικά πατρίδα, ανάλογα πως οριζουμε την πατρίδα.
Διαλύεται η ευρωπαική πατρίδα? Οχι, αν δεν την διαλύουμε εμείς. Γιατί, αν την διαλύσουμε αντι να την στηρίξουμε, τι μας μένει? αποσυρόμαστε στο κράτος μας, στον τόπο μας, στη περιφέρεια μας?
Μπορεί να μη αρέσει η Ευρώπη όπως την βλέπουμε μέσα από ένα ορισμενο ιδεολογίκο φακό, αλλά θα ήθελα να μη χαθεί το όραμα μιας εξελικτικής πορείας προς μια ενωμένη Ευρώπη που δεν θα είναι ούτε και αυτή αψεγάδιαστη, όπως δεν είναι ούτε τα κράτη-μέλη της, όπως δεν είμαστε ούτε εμείς.