Μένος Δελιοτζάκης.
Στέκομαι ακουμπισμένος στον τοίχο, εκεί, γωνία Ηλιοδώρου και Ιπποδάμου. Έρχομαι συχνά πλέον σε τούτη τη γωνιά του Παγκρατίου. Κι εκεί, στην άλλη γωνία. Τοσίτσα και Ζαΐμη.
Τον παρατηρώ για ώρα. Στέκεται και κοιτά το μικρό παραθυράκι του υπογείου. Βροχερή, παγερή μέρα Γενάρη. Με το μακρύ μαύρο παλτό του, ενθουσιασμένος μιλά στο κινητό του. “Δεν το πιστεύω!! Το βρήκα. Ακριβώς όπως ήταν και τότε. Όπως φαίνεται στο video που τα εξιστορεί ο ίδιος”. Ανοίγει την ομπρέλα του. Στο ένα χέρι το i-Phone. Στο άλλο την ομπρέλα. Η βροχή είναι εκνευριστικά επίμονη. Του προκαλεί θυμό η αδεξιότητά του, να προστατευτεί από τη βροχή και παράλληλα να τραβά περπατώντας video. Προχωρά κατεβαίνοντας την Ηλιοδώρου. Τον πλησιάζω. Μπαίνω κι εγώ κάτω από την ομπρέλα του, να προστατευτώ εγώ. Από τι; Μάλλον η περιέργεια – αδυναμία των θνητών – γι αυτό που καταγράφει. Τον πιάνω αλά μπρατσέτα, από το δεξί του χέρι. Με αυτό κρατά το κινητό του τηλέφωνο και καταγράφει την κατάβασή του. Την κατάβασή μας. Απορροφημένος μάλλον, δεν με αντιλαμβάνεται. Κάποια γειτόνισσα, κλείνοντας τα παντζούρια για να μη λερωθούν τα παράθυρα από τη βροχή, τον ρωτά τι κάνει. “Ρεπεράζ” της απαντά αδιάφορα. “Τί είναι αυτό αγόρι μου;” Προσπερνά, πετώντας ένα: “Για ένα ντοκιμαντέρ”. Ένα ντοκιμαντέρ για ποιόν; Για τί; Από τα χείλη του βγαίνει ένα ξέπνοο, “για σένα”. “Τα ντοκιμαντέρ και τα ιδρύματα είναι για αυτούς που μένουν. Όχι για αυτούς που φεύγουν. Για σένα το κάνεις”, θέλω να του πω, χωρίς να περιμένω απάντηση.
Ήταν κατακαλόκαιρο τότε, πλησιάζοντας στα μέσα το ΄90, πλησιάζοντας κι εγώ στη βιαστική μου αναχώρηση. Κρατώντας ένα μικρόφωνο όπως κι αυτός, στο χέρι, κάνοντας το δικό μου “ρεπεράζ”, περιγράφοντας στη κάμερα της κρατικής τηλεόρασης, όσα έγιναν εκείνο το πρωί. Μια μαρτυρία μου λέει, που του ήταν πολύτιμο στοιχείο γι αυτόν, για την απαραίτητη εικονοποίηση, είκοσι και πλέον χρόνια μετά τη δική μου αναπαράσταση. Το θυμάμαι. Θυμάμαι το κρεμεζί κοντομάνικο πουκάμισό μου. Θυμάμαι την ένταση της Αρετής να πετύχει το ρεπορτάζ. Σημαντικό γι αυτή.
Φτάνουμε στην Ερατοσθένους, σχεδόν αγκαλιασμένοι. Το ψιλόβροχο γίνεται χιονόνερο. Το κρύο αγριεύει. Ο δρόμος γεμάτος καινούργια αυτοκίνητα. Άλλα ανεβαίνουν προς το Παγκράτι κι άλλα κινούνται προς την Αθήνα. Τα τρόλεϊ έχουν άλλη όψη. Με δυσκολία περνάμε απέναντι στην Τσικλητήρα. Αρχίζει να τρέχει αναβαίνοντας προς την Άγρας, τραβώντας με το κινητό.
Ήταν αρχές Οκτώβρη του ’67. Χαράματα. Ωραία μέρα. Στην παρανομία από εκείνη την μέρα του Απρίλη, όταν το έσκασα από το παράθυρο την ώρα που μπαίναν να με συλλάβουν. Νοσταλγώντας στη σπιτική θαλπωρή. Το βλέμμα του Βασίλη. Φεύγοντας από το σπίτι του Κώστα όπου δεν μπορούσα να κρύβομαι άλλο, φτάνω στο υπόγειο της Ηλιοδώρου. Το παραθυράκι κλειστό. Κακό σημάδι. Το ασφαλίτικο Φίατ 128 με πλευρίζει. Τρέχω κατεβαίνοντας την Ηλιοδώρου. Η Ερατοσθένους άδεια. Περνώ απέναντι στη Τσικλητήρα. Με κυνηγούν. Πυροβολούν.
Τρέχει κι αυτός. Μαζί του κι εγώ. Τρέχω κι ακούω τις σφαίρες. Είναι αυτός που κάνει τον ήχο τους. Βζννν. Απαραίτητο ηχητικό εφέ! Δεξιά στην Άγρας. Όπως τότε. Τρέχει. Τρέχω. Τρέχουμε. Αγωνιά για το πλάνο του. Είναι κουνημένο. Ξεστομίζει μια βρισιά. Λαχανιάζει.
Κάπου εκεί στα σκαλάκια της Άγρας, σταματά. Χιονίζει πια. Κουρασμένος κλείνει το i-Phone. Εκεί τελειώνει και η αναπαράσταση στην εκπομπή της ΕΡΤ του ’90. Εκεί με συνέλαβαν εκείνο το πρωινό του Οκτώβρη. Ασφάλεια. Μπουμπουλίνας. “Σφαγείο”. Παρθένι. Λακκί. Ωρωπός. Αίγινα.
Θα πάει παντού. Σε όλα τα μέρη που πέρασα μαζί με τους κυνηγημένους συντρόφους. Θα συναντήσει τον Μίκη. Τον Βαγγέλη. Τον Ορέστη. Τον Μανόλη. Τον Νικηφόρο. Όλους.
Στέκομαι εκεί στα σκαλάκια της Άγρας και τον παρατηρώ που μπαίνει στο λευκό του seicento. Βρεγμένος. Παγωμένος. Πριν ξεκινήσει, ανοίγει το παράθυρο του συνοδηγού. “Η ιστορία είσαι εσύ” φωνάζει στην άδεια Άγρας. Δεν υπάρχει κανείς να τον ακούσει.
Εξαιρετικο. Γι αυτο σου ειπα εξ αρχης οτι σε συμπαθησα. Γι αυτο γιναμε φιλοι. Ειχα ως φαινεται ασυναισθητα νιωσει οτι και συ ονειρευεσαι οχι οταν κοιμασαι αλλα οταν σκεπτεσαι