Κατερίνα Ασημακοπούλου.
Αν η ιστορία της λογοτεχνίας είναι μια ιστορία εμμονών, τότε ο Βλάντιμιρ Ναμπόκοφ ανήκει σε εκείνους που πήγαν την ιστορία ένα βήμα παραπέρα. Αν είναι μια ιστορία παιχνιδιών, αν είναι η τέχνη της κατάστρωσης αινιγμάτων που παγιδεύουν το μυαλό, ο Ναμπόκοφ συγκαταλέγεται στους κορυφαίους της παίκτες. Από την «Λολίτα» και το «Γέλιο στο σκοτάδι» μέχρι την «Απόγνωση» και το «Μάτι», ο Ναμπόκοφ τοποθετεί τους ήρωες του στο κέντρο μιας δίνης η οποία απειλεί και συχνά καταφέρνει να τους αφανίσει. Παράλληλα, αμβλύνει πάντα το στοιχείο του τραγικού με τον άμεσο και ειρωνικό τρόπο της γραφής του όπως και με την χρήση του αδιόρατου στοιχείου του κωμικού. Στο μυθιστόρημα «Η άμυνα του Λούζιν» ο ήρωας που μέλλεται να ρουφηχτεί μέσα στην αυτοσχέδια δίνη του νου του είναι ο Λούζιν και η δίνη αυτή παίρνει την μορφή του σκακιού.
Δεν είναι λίγες οι φορές που το σκάκι έχει κάνει την εμφάνιση του στις σελίδες της λογοτεχνίας. Όποιος έχει διαβάσει την «Σκακιστική νουβέλα» του Στέφαν Τσβάιχ δεν μπορεί να την ξεχάσει, ενώ και το «Μυθιστόρημα του Δον Σανδάλιο, σκακιστή» του μεγάλου Ισπανού συγγραφέα Μιγκέλ ντε Ουναμούνο φωτίζει το γοητευτικό αυτό παιχνίδι με ένα ιδιαίτερο φως. Το σκάκι έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης όχι μόνο για μυθιστοριογράφους, αλλά και για ποιητές, όπως ο Μανόλης Αναγνωστάκης και ο Νίκος Καρούζος. Ο ίδιος ο Ναμπόκοφ γράφοντας γι’ αυτό ήξερε πολύ καλά για τι πράγμα μιλούσε: ήταν δεινός σκακιστής και υπήρξε και περίοδος που παρέδιδε μαθήματα σκακιού για να μπορέσει να ζήσει την οικογένεια του το 1934.
Η αφήγηση του Ναμπόκοφ γίνεται σε τρίτο πρόσωπο και μας μεταφέρει τι γίνεται στο μυαλό και τη ζωή όχι μόνο του κεντρικού του ήρωα, αλλά και των δευτερευόντων προσώπων της ιστορίας. Το μυθιστόρημα ξεκινά με τον Λούζιν παιδί στην Ρωσία. Ένα παιδί βαρύθυμο και κλεισμένο στο εαυτό του για το οποίο ο πατέρας του, ο Λούζιν ο πρεσβύτερος, έχει μεγάλες προσδοκίες αλλά όχι και σημάδια ευόδωσής τους. Το παιδί του μοιάζει να σκέφτεται διαφορετικά από τα άλλα παιδιά, να αδιαφορεί για το οτιδήποτε άλλο πέρα από εκείνα τα πράγματα που υπακούνε σε κανόνες και μοτίβα, όπως τα γεωμετρικά σχήματα και οι κεκλιμένες γραμμές που συγκλίνουνε στο άπειρο. Όταν ανακαλύπτει το σκάκι, η ζωή του μικρού Λούζιν αλλάζει: «Μονάχα τον Απρίλιο, κατά την διάρκεια των διακοπών του Πάσχα, έφτασε πράγματι εκείνη η μέρα, εκείνη η αναπόφευκτη μέρα, η μέρα όταν για τον Λούζιν όλος ο κόσμος σκοτείνιασε ξαφνικά, σάμπως να είχε κάποιος κατεβάσει τον διακόπτη και μέσα στο σκοτάδι να είχε μονάχα ένα πράγμα απομείνει λαμπερά φωτεινό, ένα νεογέννητο θαύμα, ένα εκθαμβωτικό νησάκι, που σ’ αυτό έμελλε όλη η ζωή του να συγκεντρωθεί». Η ζωή του έχει ήδη μπει στην τροχιά του δράματος.
Ο Λούζιν από παιδί-θαύμα εξελίσσεται γρήγορα σε έναν από τους κορυφαίους σκακιστές παγκοσμίως. Το σύμπαν του περιορίζεται, όχι σε μια υπαρκτή σκακιέρα, αλλά σε μία ειδική συνθήκη που αποτελεί την ουσία του παιχνιδιού: «τις ενδεχόμενες ακολουθίες κινήσεων, που εξηγούν την ουσία της απρόσεκτης ή της διορατικής κίνησης και τις επιπτώσεις της». Το σκάκι είναι ο τρόπος του Λούζιν να δαμάσει το τυχαίο, να ελέγξει τα ενδεχόμενα, να κατευθύνει την πραγματικότητα. Η ίδια όμως η πραγματικότητα, που δεν υπόκειται στους κανόνες του σκακιού, συνεχίζει να ξετυλίγεται δίχως να χωράει σε προδιαγεγραμμένα μοτίβα. Ο Λούζιν γνωρίζει μια γυναίκα, το όνομα της οποίας ποτέ δεν μας γίνεται γνωστό, και της ζητάει να τον παντρευτεί. Παράλληλα, ετοιμάζεται για έναν σπουδαίο αγώνα με τον σκακιστή Τουράτι, σκεπτόμενος πυρετωδώς την άμυνα απέναντι στην επίθεση του που θα του εξασφαλίσει την νίκη. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια και μετά από μια ημιτελή παρτίδα, που ο Ναμπόκοφ περιγράφει με εξαιρετική μαεστρία, ο Λούζιν θα καταρρεύσει.
Κάπως έτσι αρχίζει η προσπάθεια του Λούζιν με την βοήθεια της μέλλουσας γυναίκας του να παραιτηθεί από το σκάκι, προσπάθειες οι οποίες δείχνουν να έχουν αποτέλεσμα. Η προετοιμασία του γάμου, ο προγραμματισμός ενός ταξιδιού στο εξωτερικό, η προοπτική μιας εργασίας, όλα αυτά φαίνεται πως μπορούν να αποπροσανατολίσουν το μυαλό του Λούζιν από το καταστρεπτικό γι’ αυτόν παιχνίδι. Αρκούν όμως πράγματι για να εξουδετερώσουν ένα ασίγαστο πάθος, αρκούν για να εξοβελίσουν την μανία που σιγοβράζει στο μυαλό του; Η πραγματική ζωή ωχριά μπροστά στην πραγματική εμμονή. Έτσι, ο Ναμπόκοφ ανατέμνει με τον αριστοτεχνικό του τρόπο την κάθοδο του Λούζιν προς την τρέλα: «Ένα πράγμα ένιωσε έντονα, μια κάποια οργή για το γεγονός ότι είχε προχωρήσει τόσο πολύ δίχως στο μεταξύ να προσέχει την γεμάτη πανουργία αλληλουχία των κινήσεων. Και τώρα, φέρνοντας στο μυαλό του κάποια ασήμαντη φαινομενικά μικροκίνηση – και υπήρχαν τόσο πολλές από δαύτες, και τόσο εξαίσια παιγμένες, ώστε το νόημα της επανάληψης δεν είχε γίνει φανερό -, ο Λούζιν ένιωθε αγανακτισμένος με τον εαυτό του που δεν τα είχε όλα συλλογιστεί, που δεν είχε πάρει την πρωτοβουλία και που είχε αφήσει, με γεμάτη εμπιστοσύνη τυφλότητα, το συνδυασμό να εκδιπλωθεί».
Λέγεται συχνά με δόσεις αστεϊσμού αλλά και κάποιας σοβαρότητας ότι η ζωή είναι μια παρτίδα σκάκι. Για τον ήρωα του μυθιστορήματος μας αυτό παύει να είναι μια απλή μεταφορά. Βλέπει πίσω από κάθε κίνηση έναν σκοπό, πίσω από κάθε επανάληψη την υποψία μιας επίθεσης. Το σκάκι παίζεται οριστικά έξω από την σκακιέρα και «η άμυνα του Λούζιν», στην οποία αναφέρεται ο τίτλος του βιβλίου, δεν είναι η άμυνά του απέναντι στον Τουράτι, αλλά η άμυνά του απέναντι στην ίδια τη ζωή. Άμυνα απέναντι σε μια ζωή χλωμή και μια ζωή αδιάφορη που απειλεί με ύπουλο τρόπο να τον υποτάξει οδηγώντας τον στην ήττα. Αν η ζωή είναι μια παρτίδα σκάκι, τότε κάθε κίνηση μας είναι αμετάκλητη, κάθε φορά που επιλέγουμε μια από αυτές τις κινήσεις ακυρώνουμε άπειρες ενδεχόμενες ακολουθίες άλλων. Αν όμως παίζουμε αυτήν την παρτίδα, ποιος είναι ο αντίπαλος μας;
info: Βλάντιμιρ Ναμπόκοφ – Η άμυνα του Λούζιν, μτφρ: Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Μεταίχμιο