ΑΡΧΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ Η Ιφιγένεια, η δούλα της Εκάβης και η Μήδεια. Αλλά αλλιώς… (της...

Η Ιφιγένεια, η δούλα της Εκάβης και η Μήδεια. Αλλά αλλιώς… (της Όλγας Σελλά)

0

 

της Όλγας Σελλά

 

Τρεις διαφορετικές παραστάσεις, εμπνευσμένες και οι τρεις από γυναικείες μορφές της αρχαίας τραγωδίας. Οι δύο, μονόλογοι, παρουσιάστηκαν στη Μικρή Επίδαυρο στο πλαίσιο της ενότητας του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου Contemporary Ancients, όπου ανατίθεται σε  Έλληνες συγγραφείς να γράψουν ένα σύγχρονο έργο που να αντλεί την έμπνευσή του από μια αρχαία τραγωδία.  «Ιφιγένεια/Βορά» της Βίβιαν Στεργίου το πρώτο (εμπνευσμένο από την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη και «Εγώ, μια δούλα» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη το δεύτερο (εμπνευσμένο από  την «Εκάβη» του Ευριπίδη). Την τρίτη παράσταση την είδαμε στην Αθήνα, στο «Παλλάς» συγκεκριμένα και ήταν η πρόταση ενός δημοφιλούς ξένου σκηνοθέτη, που μ’ έναν τρόπο εντάσσεται στην ίδια λογική προσέγγισης: «Μήδεια» του Σάιμον Στόουν. Ας τις δούμε μία μία.

****

 

«Ιφιγένεια/Βορά»

Ένα κορίτσι, σύγχρονο, χαλαρό κινείται διστακτικά, διερευνητικά ανάμεσα στα αρχαία ερείπια. Η Ίφι. Στέλνει ηχητικά μηνύματα στη μαμά της, την Κλυτ. Το κάνει αυτό όταν νιώθει ανασφάλεια, μας εκμυστηρεύεται λίγο αργότερα. Παρατηρεί, σχολιάζει, αναρωτιέται με μια γλυκιά ελαφρότητα, με αφέλεια και άγνοια για ό,τι της επιφυλάσσει το μέλλον. Και φτάνει σ’ έναν βωμό. Και αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι πρέπει να αντιμετωπίσει τον χρησμό, τη μοίρα της. Και τότε υψώνεται ξαφνικά από τη γη ένας τεράστιος πύργος, σαν παιδικό παιχνίδι, σαν πύργος στην άμμο, σαν καταφυγή και σαν εγκλωβισμός μαζί (θαυμάσια ιδέα της Μυρτώς Σταμπούλου, που υπογράφει τα σκηνικά και τα κοστούμια). Και το κορίτσι (η ηθοποιός Ελίζα Σκολίδη) αρχίζει να προσεγγίζει τους χρησμούς, ν’ ανεβοκατεβαίνει τα επίπεδα του τεράστιου πλαστικού πύργου, να θυμάται παιδικά παιχνίδια που προβάλλονται επάνω στον πύργο, να αφηγείται εμπειρίες, πληγές, προσβολές. «Αυτή η Ιφιγένεια είναι οι θυσίες των γυναικών στις αντιλήψεις των ανδρών». Και πράγματι το κείμενο της Βίβιαν Στεργίου αγγίζει όλους τους στερεοτυπικούς και προκαθορισμένους ρόλους της γυναίκας, έτσι όπως διαμορφώνονται εδώ και αιώνες. Μόνο που πολύ γρήγορα αυτό το κείμενο αποκτά ασθματικά καταγγελτικούς ρυθμούς και τυφλή οργή. Κι αρχίζει και γίνεται επαναλαμβανόμενο, μονοδιάστατο και προβλέψιμο. Και κάπου εκεί παρεμβαίνει αθόρυβα αλλά ουσιαστικά (όπως μας έχει συνηθίσει) η σκηνοθεσία της Αικατερίνης Παπαγεωργίου που συνομίλησε αξιοζήλευτα με το ταλέντο και τη σκηνική ευφυΐα της Ελίζας Σκολίδη και έδωσαν ένα θαυμάσιο σκηνικό αποτέλεσμα. Δεν διέσωσαν απλώς την παράσταση, μας πρόσφεραν ένα υψηλού επιπέδου σκηνικό θέαμα, με άποψη, με ουσία, με θεατρικότητα. Αεικίνητη η Ελίζα Σκολίδη, που έγινε οι φωνές όλων των ταπεινωτικών και βίαιων συμπεριφορών που μπορεί να συναντήσει μια γυναίκα στη διαδρομή της. Και η Αικατερίνη Παπαγεωργίου φώτισε με σκηνικές λύσεις εύστοχες, μέσω της ερμηνείας κυρίως, αλλά και των σκηνογραφικών ευρημάτων, της κίνησης, της μουσικής, των φωτισμών, τον κόσμο των Ιφιγενειών που υπομένουν, σιωπούν, αντέχουν, προχωρούν. Ή ίσως και όχι. Κι έστησε (έστησαν όλοι οι συντελεστές) μια παράσταση σύγχρονη, ζωντανή, ευρηματική, απορροφώντας έτσι και τις αδυναμίες του κειμένου.

Η ταυτότητα της παράστασης

Κείμενο Βίβιαν Στεργίου, Σκηνοθεσία Αικατερίνη Παπαγεωργίου, Σκηνικά – Κουστούμια Μυρτώ Σταμπούλου, Μουσική Διαμαντής Αδαμαντίδης, Κίνηση Χρυσηίς Λιατζιβίρη, Σχεδιασμός φωτισμού Αλέκος Αναστασίου, Βοηθός σκηνοθέτη Αλέξανδρος Βάρθης, Σχεδιασμός 3D projection mapping Envitec, Φωτογραφίες Ελίνα Γιουνανλή, Εκτέλεση παραγωγής The Young Quill / Φάνης Μιλλεούνης

Ερμηνεύει η Ελίζα Σκολίδη

 

*****

 

«Εγώ, μια δούλα»

Αυτή τη φορά η πρωταγωνίστρια είναι ένα πρόσωπο που ήταν διαρκώς δίπλα στη βασίλισσα της Τροίας, την Εκάβη. Η δούλα που βγήκε από τον στίχο 890 του Ευριπίδη «κι απέκτησε φωνή». Η ανώνυμη δούλα. Που υπακούει, αλλά έχει γνώμη. Μια λαϊκή γυναίκα που έχει άποψη, ένστικτο και αίσθημα δικαίου. Και δεν της χαρίζεται της βασίλισσας. Την αποκαθηλώνει. Αναγνωρίζει τον πόνο της για το χαμό των παιδιών της, αλλά δεν κατανοεί ούτε δικαιολογεί τη σκληρότητα με την οποία τιμώρησε τον Πολυμήστορα και τα παιδιά του. Δεν κατανοεί τη σκληρότητα του πολέμου, που τον έζησε από πολύ κοντά. Την αηδιάζει, είτε προέρχεται από τους νικητές, είτε από τους νικημένους. Αυτή ήταν η ιδέα του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, που μας χάρισε ένα δροσερό, χιουμοριστικό σε αρκετά σημεία, αλλά ευαίσθητο κείμενο που ανέλαβε να το σκηνοθετήσει ο Νίκος Χατζόπουλος. Και πλούτισε τον μονόλογο μ’  ένα ιδιαίτερο όσο και ουσιαστικό εύρημα, με τους ήχους που έβγαζε από κάθε λογής αντικείμενα ο Jan Van Angelopoulos (που ήταν επί σκηνής), να γίνονται οι αόρατοι συνομιλητές της δούλας στους οποίους αφηγείται την ιστορία της. Εκείνοι την διακόπτουν με ερωτήσεις (ήχους) κι εκείνη τους εξηγεί. Η  Φιλαρέτη Κομνηνού υποδύθηκε μια αυθόρμητη, λαϊκή γυναίκα, που δεν μασάει τα λόγια της, που δεν έχει πια λόγο να υποκύπτει στην εξουσία και τη θέση της Εκάβης και της  λέει τα στραβά της. Χωρίς να χαρίζεται. Είχε λίγο παραπάνω σκληρότητα σε κάποια σημεία της ερμηνείας της η Φιλαρέτη Κομνηνού –φέρνοντας ίσως κάτι από τη διαδρομή της στην τραγωδία- αλλά απέδωσε με άνεση και χιούμορ αυτή την πληθωρική γυναίκα, δίνοντας μας και όψεις του κωμικού της στοιχείου, που δεν έχουμε δει πολύ συχνά είναι αλήθεια. Μια παράσταση θεατρική, ζωντανή, ευφρόσυνη σε κάθε επίπεδο.

 

Η ταυτότητα της παράστασης

Κείμενο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, Σκηνοθεσία Νίκος Χατζόπουλος, Σκηνικός χώρος – Κοστούμι Ιωάννα Τσάμη, Σχεδιασμός φωτισμού Αλέκος Αναστασίου, Ηχητική διάδραση Jan Van Angelopoulos, Φωτογραφίες Ελπίδα Μουμουλίδου, Οργάνωση παραγωγής Κατερίνα Κούρτη, Εκτέλεση παραγωγής Apparat Athen / Νικόλας Χανακούλας

Ερμηνεύει η Φιλαρέτη Κομνηνού

 

****

 

Μια «Μήδεια», όχι από την Τιφλίδα – Από το Κάνσας

Σ’ ένα ανατριχιαστικά λευκό περιβάλλον, σαν αποστειρωμένος χώρος εργαστηρίου, εκτυλίσσεται η παράσταση του Σάιμον Στόουν «Μήδεια» και ήταν αυτή η πρώτη φορά που βλέπουμε δική του σκηνοθεσία στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Έχουμε δει όμως έργο του, μιας και ο ίδιος γράφει τα έργα που σκηνοθετεί, και μάλιστα πρόσφατα, πέρυσι. Είδαμε τη «Γέρμα» του, που σκηνοθέτησε ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος και η «Μήδειά» του επιβεβαίωσε τον τρόπο που έχει βρει να προσεγγίζει σύγχρονα κοινωνικά θέματα. Μέσω παλαιότερων κειμένων, μέσω εμβληματικών προσώπων κλασικών έργων. Και πατώντας πάνω στον αρχικό μύθο, στο κέλυφός του για την ακρίβεια, στήνει τη δική του ιστορία. Η «Μήδεια» ήταν μια σύγχρονη ιστορία, βασισμένη σε πραγματικό γεγονός, σε μια γιατρό από το Κάνσας, την Άννα, που μόλις πήρε εξιτήριο από ψυχιατρική κλινική, αφού είχε αποπειραθεί να δηλητηριάσει τον άντρα της. Προσπαθεί να διαχειριστεί τη νέα συνθήκη ζωής της: το διαζύγιό της, την επιμέλεια των παιδιών από τον πρώην σύζυγο, τη νέα του σύντροφο. Προσπαθεί να δείξει άνετη, έτοιμη να αποδεχθεί τις αλλαγές. Αλλά η πίκρα, το αίσθημα απόρριψης, η ανασφάλεια και το κενό καιροφυλακτούν. Και σιγά σιγά γλιστράει σε διεκδικήσεις και πιέσεις που δυσκολεύουν την κατάσταση. Αυτή τη νέα κατάσταση που δεν μπορεί να αποδεχτεί και όλο προσπαθεί να ζωντανέψει και να επιβάλλει συναισθηματικά τις κοινές στιγμές του παρελθόντος και της ευτυχισμένης οικογένειας.

Παρότι το κείμενο διαχειρίζεται καλά αυτή τη φρικτή διαδικασία αυτοεξευτελισμού του ερωτευμένου ανθρώπου που διεκδικεί ό,τι έχασε, το αίσθημα ταπείνωσης και τη διάθεση εκδίκησης –όλοι δεν έχουμε βρεθεί σ’ αυτή τη θέση;- πολύ συχνά θυμίζει διαλόγους καθημερινών σίριαλ, με στοιχεία θρίλερ. Όμως: ο Σάιμον Στόουν έχει στη διάθεσή του τους κολοσσιαίους ηθοποιούς του Internationaal Theater Amsterdam που με απόλυτη φυσικότητα μεταδίδουν τις δονήσεις του ρόλου τους, δημιουργούν ταυτίσεις ή αντιπάθειες, σε κάνουν να μετέχεις στη διαδικασία κάθε λεπτό. Και φυσικά είδαμε και τη δική του σκηνοθετική ματιά, που είχε ρυθμό, είχε μια εντυπωσιακή σύνδεση του παρόντος με το παρελθόν –μια διαρκή πρωθύστερη ματιά, όπως εκείνη η στάχτη που πέφτει από την οροφή και στην πορεία θα τα καταστρέψει όλα. Είχε μια εξαιρετικά λειτουργική χρήση της κάμερας, για να δούμε την κάθε σύσπαση του προσώπου -της Άννας κυρίως. Και αυτά όλα έκαναν την παράσταση πολύ ενδιαφέρουσα.

Όσο για τον ρόλο των ανδρών, που αρκετοί θεώρησαν ότι τους προστατεύει ο Σάιμον Στόουν και τους δείχνει ατσαλάκωτους, έχω εντελώς αντίθετη άποψη, έχοντας υπόψη και τα δύο έργα του (και τη «Γέρμα» και τη «Μήδεια»). Κατά τη γνώμη μου, ναι τους δείχνει απόμακρους, ψύχραιμους, ατσαλάκωτους, συγκαταβατικούς, αλλά νομίζω ότι μέσω αυτής της εικόνας τους αποδομεί. Τους δείχνει λίγους, ανήμπορους να πάρουν ουσιαστικές πρωτοβουλίες, ανίκανους να διαχειριστούν ευθέως τις καταστάσεις. Είναι άνθρωποι που προσπαθούν να κουκουλώσουν τις επιλογές τους, δημιουργώντας χάσματα, δημιουργώντας ψεύτικες ελπίδες και νέες ανασφάλειες στην ήδη ευάλωτη (πρώην) σύντροφό τους. Η οποία χρεώνεται και την απελπισμένη συμπεριφορά.

 

Κείμενο-Σκηνοθεσία Σάιμον Στόουν, Μετάφραση / Δραματουργία Peter Van Kraaij, Μετάφραση Vera Hoogstad, Σκηνογραφία Bob Cousins, Σχεδιασμός φωτισμού Bernie van Velzen, Σχεδιασμός ήχου Stefan Gregory, Κοστούμια An D’Huys

Παίζουν Marieke Heebink, Alexander Elmecky, Bart Slegers, Eva Heijnen, Evgenia Brendes, Leon Voorberg, Mente Wijsman, Fedy Bakker

NO COMMENTS

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here

Exit mobile version