Δέσποινα Ι. Δούκα (*).
Τι είναι το ιστορικό μυθιστόρημα; Οι ζωές ορισμένων κεντρικών ηρώων, που συνδέονται ή διασταυρώνονται επηρεάζοντας ο ένας τον άλλον, πλαισιωμένοι από πολλά δευτερεύοντα πρόσωπα, άλλα φανταστικά και άλλα πραγματικά. Το ιστορικό τοποχρονικό πλαίσιο είναι δεδομένο και συγκεκριμένο, αρκετά προγενέστερο της εποχής του συγγραφέα, και επηρεάζει με τη σειρά του τη ροή των φανταστικών γεγονότων και τη μοίρα των προσώπων. Η ιστορική πλαισίωση χαρίζει στον συγγραφέα και τον αναγνώστη την αίσθηση της ασφάλειας και της ευκολίας. Πρόκειται, όμως, για ψευδαίσθηση.
Τι συνιστά τη δυσκολία στη συγγραφή ενός ιστορικού μυθιστορήματος και, συγχρόνως, τι το καθιστά γοητευτικό; Πώς ζωοποιούνται οι αυστηρές συμβάσεις του είδους ώστε μια πριγκηπέσσα Ιζαμπώ, μια Kωνσταντινουπολίτισσα Λωξάντρα, μια Aιγυπτιώτισσα Αριάγνη ή μια Σμυρνιά μάγισσα Κατίνα, για να περιοριστούμε στα καθ’ ημάς, να μας μένουν αξέχαστες;
Σεβασμός αλλά και παραποίηση της ιστορικής αλήθειας,[1] πλούσια και επινοητική φαντασία, βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης ζωής, διεξοδική, επίμονη και επίπονη μελέτη της ιστορίας· ρεαλισμός έως τη λεπτομέρεια στην απόδοση του πνεύματος, των συμπεριφορών, των κοινωνικών συνθηκών, των γεγονότων, των τόπων, των ενδυμασιών, των ηθών και του τρόπου ομιλίας μιας παρωχημένης περιόδου· αναγκαία μίξη της δημόσιας και ιδιωτικής δραστηριότητας, της προσωπικής ψυχολογίας και των απρόσωπων ιστορικών δυνάμεων, συμβολή στην παιδεία, στην καλλιέργεια των αξιών, στον προσδιορισμό του εθνικού χαρακτήρα, στην ανάπτυξη της πολιτικής συνείδησης.[2] Τελικά, επιτυχής συμβιβασμός δύο «ασυμβίβαστων» εννοιών: του μύθου και της ιστορίας.
Απαντήσεις στα παραπάνω αιτήματα δίνει η επιτυχημένη σύνθεση του μυθιστορήματος Αχγιάτ Ανχάρ της Μαρώς Κάργα, πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέως στο λογοτεχνικό στέρεωμα.
٭٭٭
Αχγιάτ Ανχάρ: αραβική φράση, που σημαίνει «ζωές ποτάμια». Ο τίτλος, εκτός από τις λοιπές συνδηλώσεις, μας οδηγεί απευθείας στο μυθιστόρημα-ποταμό – roman fleuve είναι ο γαλλικός όρος και σημαίνει το εκτενές και, συνήθως, πολύτομο μυθιστόρημα, που αναφέρεται σε μεγάλες περιόδους ξεπερνώντας τα όρια μιας γενιάς. Άλλωστε, από το «αυτί» του βιβλίου πληροφορούμαστε ότι «η ιστορία του συνεχίζεται σε έναν δεύτερο τόμο». Παρουσιάζοντας ζωές πλήθους ανθρώπων που σαν το ποτάμι κυλούν αλληλοεπηρεαζόμενες, το Αχγιάτ Ανχάρ στοχεύει, μεταξύ άλλων, και, κατά τη γνώμη μας, κατορθώνει να δημιουργήσει μαγεία, να αποκαλύψει την ιδιαιτερότητα των ηρώων, να αναδείξει την «εμορφιά» του κόσμου.
Επιδιώκοντας αρχικά να δώσω έναν τίτλο στη βιβλιοπαρουσίαση που επιχειρώ, στάθηκα στο: «Η γοητεία του ιστορικού μυθιστορήματος». Μετά όμως, παρατήρησα ότι η λέξη «γοητεία» είναι φτωχή για ένα τέτοιο βιβλίο· την αντικαθιστώ με τη λέξη «ηδονή». Στη σκέψη αυτή με οδηγεί και το εύστοχα επιλεγμένο motto του βιβλίου, ένα απόσπασμα από το ποίημα του Κ.Π.Καβάφη «Ιασή Τάφος», γραμμένο το 1917: «Διαβάτη, / αν είσαι Αλεξανδρεύς, δεν θα επικρίνεις. Ξέρεις την ορμή / του βίου μας· τι θέρμην έχει· τι ηδονή υπερτάτη».
Την ηδονή από τη ζωή του Αλεξανδρινού και ευρύτερα του Αιγυπτιώτικου και Μικρασιάτη Ελληνισμού βιώνει ο αναγνώστης του Αχγιάτ Ανχάρ: είναι η θέρμη και η ορμή, η ηδονή των αισθήσεων, του έρωτα, του πολυτελούς βίου, του εκλεκτού αισθητισμού· η ηδονή από την ομορφιά του κόσμου, της φύσης, του πνεύματος, της ζωής στην αγαπημένη, πολύμορφη πόλη˙ η ηδονή από την πολύτροπα νοούμενη συνάντηση με το αγαπημένο πρόσωπο· η ηδονή που πηγάζει από τη φρόνηση, από την αγαπητική ματιά στη ζωή, που δεν επικρίνει αλλά κατανοεί και δικαιώνει, η ηδονή από έναν κόσμο αξιών και συναισθημάτων που δοκιμάζονται αλλά αντέχουν, έναν κόσμο που έχει ως έμβλημα την κατανόηση και την αλληλεγγύη, έναν κόσμο σε μεγάλο βαθμό γυναικείο.
Το παιχνίδι του συγγραφέα με τον αναγνώστη ξεκινά με τη δημιουργία του βασικού αφηγητή. Ποιος «μιλάει» στο έργο; Πίσω του, βέβαια, κρύβεται η συγγραφέας: Λημνιά στην καταγωγή, εκπαιδευτικός και καλλιτέχνης, σε μια σχέση πάθους με το ωραίο όπως το εγγράφει στο σχέδιο, τη ζωγραφική, τη νωπογραφία και τη γλυπτική, μαθήτρια του γνωστού Τήνιου Νικόλαου Γαΐτη και του γλύπτη Πέτρου Δελλατόλα, άνθρωπος με δυναμική και ιδιαίτερη προσωπικότητα, η Μαρώ Κάργα επιχειρεί το βήμα προς τη λογοτεχνική συγγραφή.
Το ερώτημα όμως παραμένει: ποιος αφηγείται; Η νεότερη θεωρία της λογοτεχνίας μάς δίδαξε πως ο συγγραφέας, ακόμη και όταν γράφει «εγώ», δεν ταυτίζεται πότε με τον αφηγητή της ιστορίας του. Ο αφηγητής γεννιέται από το κείμενο και με το κείμενο, πόσο μάλλον ο ανώνυμος παντογνώστης αφηγητής, όπως συμβαίνει στο Αχγιάτ Ανχάρ. Όμως τούτος ο αφηγητής κρατά από τη συγγραφέα σημαντικά χαρακτηριστικά που εγγράφονται στη γλώσσα του: την έκδηλη γυναικεία ιδιότητα, την καταγωγή από όλες τις γωνιές του Ελληνισμού, Σμύρνη, Πόλη, Λήμνο, Αλεξάνδρεια, την αγάπη για το ωραίο. Ο αναγνώστης νιώθει πως αφηγείται μια γυναίκα, όχι του 2015, αλλά του τέλους του 19ου αιώνα, με μια γλώσσα που μεταβάλλεται από τη Μικρασιατική ελληνική έως την ελληνική της Αλεξανδρινής παροικίας ακολουθώντας την εξέλιξη του έργου· μια γλώσσα που, με ρυθμούς κινηματογραφικούς, σε θεατρόμορφες άτιτλες ενότητες, παρουσιάζει, σχολιάζει, εμβαθύνει σε γεγονότα της ζωής, σκέψεις και συναισθήματα των ηρώων, δημιουργώντας ένα μεγάλο χωνευτήρι της προσωπικής μοίρας και της επιβολής του ιστορικού γίγνεσθαι πάνω της.
Το «άρωμα γυναίκας», όμως, δεν περιορίζεται εδώ. Γυναικεία είναι η κυρίαρχη οπτική του βιβλίου, η γυναικεία μοίρα είναι αυτή που προβάλλεται και υμνείται, γυναίκες είναι οι ηρωίδες, είτε κατέχουν πρωταγωνιστικό είτε δευτερεύοντα ρόλο, ενώ υπερτερούν και αριθμητικά των ανδρών: τριάντα οκτώ γυναικεία πρόσωπα και είκοσι ένα ανδρικά μετράμε πρόχειρα στο διάγραμμα του γενεαλογικού δέντρου και των λοιπών ηρώων του έργου, διάγραμμα, ειρήσθω εν παρόδω, τοποθετημένο στο τέλος του βιβλίου και χρησιμότατο στην παρακολούθηση της ιστορίας.[3] Η ζωή και η ψυχολογία της γυναίκας της εποχής και δη της Ελληνίδας της Πόλης, της Λήμνου και της Αλεξάνδρειας –αλλά και της Αιγύπτιας ιθαγενούς – η αποφασιστικότητα, ο δυναμισμός, η αγωνιστικότητα, η δίψα για ζωή, η προσφορά στον έρωτα και την αγάπη σε κάθε μορφή, η αντοχή και η υπομονή, η χριστιανική πίστη αξεδιάλυτα δεμένη με τον λαϊκό παγανισμό, πάνω απ’ όλα το πείσμα «να πάνε όλα όπως εμείς τα θέλουμε», αναδεικνύει με πληρότητα τη γυναίκα των Μικρασιατικών παραλίων, των νησιών και του Αιγυπτιώτικου Ελληνισμού. Τη γυναίκα, η οποία, ζώντας σε μια ευμετάβολη και επικίνδυνη εποχή και περιοχή, με πατεράδες, αδελφούς, γιους και συζύγους ταξιδευτές ή χαμένους μέσα σε πολέμους, δυναμωμένη από καταστροφές, αρπαγές, μετοικεσίες, λεηλασίες, ήξερε να διαφεντεύει τη μοίρα της οικογένειας, να ταξιδεύει, να δημιουργεί ζωή, να πετυχαίνει, να ευτυχεί, να ξαναγυρίζει στο μηδέν και από εκεί να μεγαλουργεί ξανά, αφήνοντας στους άνδρες την ψευδαίσθηση της κυριαρχίας επάνω της.
«Το Αχγιάτ Ανχάρ είναι μια συγκινητική ιστορία, πραγματικό πανόραμα της ελληνικής αστικής ζωής της εποχής, μια κοινωνική περιπέτεια που μεταφέρει τις γεύσεις, τα αρώματα, τα χρώματα, τις αισθήσεις, τις μνήμες, τα γλωσσικά ιδιώματα, τις διαφορετικές κουλτούρες που πλημμυρίζουν την καθημερινότητα της ελληνικής διασποράς»,[4] διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Με έμφαση στους σταθμούς της ανθρώπινης ζωής, τον χαμαιλεοντικό έρωτα, τον γάμο, την απόκτηση και το μεγάλωμα των παιδιών, τον θάνατο, το πένθος και την υποκειμενική βίωσή τους από τον κάθε ήρωα, η πολυπρόσωπη ιστορία παρακολουθεί την πορεία τής κατ’ επίφασιν πατριαρχικής και ουσιαστικά μητριαρχικής οικογένειας του Λουκά και της Αγγελικής Αιμιλιάδη με έμφαση στα δύο από τα παιδιά τους, τα αδέλφια Χαράλαμπο και Άννα Αιμιλιάδη-Παπαγιάννη. Κοντά τους, τα τέσσερα παιδιά του Χαράλαμπου και τα τέσσερα της Άννας, στα οποία συγκαταλέγεται μόνον ένα αγόρι, ένα «παιδί», ο Λουκάς. Ο χρόνος της αφήγησης καλύπτει το διάστημα 1865-1883 με αναδρομές στο παρελθόν, που οδηγούν αδρομερώς έως πίσω στις αρχές του 19ου αιώνα. Η ευκατάστατη οικογένεια του Χαράλαμπου Αιμιλιάδη της Κωνσταντινούπολης δοκιμάζεται οικονομικά και αναγκάζεται να μετοικίσει για μικρό διάστημα στη Λήμνο και κατόπιν να εγκατασταθεί στην Αίγυπτο, κατά βάση στην Αλεξάνδρεια.
Η προσωποποιία είναι ιδιαίτερα προσεγμένη και πολλοί από τους χαρακτήρες της ιστορίας είναι πραγματικοί.[5] Ωστόσο, τα κεντρικά πρόσωπα είναι τέσσερα ….τα εξής δύο: η Άννα Αιμιλιάδη, σύζυγος του Λημνιού Κωνσταντίνου Παπαγιάννη, και η ανεψιά της Φωτεινή Αιμιλιάδη-Νικολαΐδη. Η Άννα θεωρούμε ότι είναι ένα από τα ωραιότερα και πληρέστερα διαγραμμένα πρόσωπα στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, αντιπροσωπευτική περίπτωση της Κωνσταντινουπολίτισσας της εποχής. Ένα επιτυχημένο τέχνασμα ενισχύει την εικόνα: η Άννα συμπληρώνεται ως χαρακτήρας, σκέψη και συναίσθημα από την ψυχοκόρη της μάνας της Φρόσω και από την παραμάνα του Θεόφιλου Νικολαΐδη Αργύρα, όλες Μικρασιάτισσες, σε έναν συνεχή διάλογο και σε μια συνεργασία για το καλό όλων. Με μια εντυπωσιακή φραστική επικοινωνία, η Άννα και η Φρόσω «προσεγγίζουν τις αλήθειες με απλότητα και κάνουν τις ζωές των ανθρώπων να κινούνται, κάτω απ’ την προστασία τους, σ’ έναν χώρο πιθανοτήτων που δεν τον καθορίζει μονάχα η μοίρα. Στις μνήμες μου, αντιπροσωπεύουν τη συναισθηματική νοημοσύνη των γυναικών που γνώρισα, την εποχή ακόμα που οι άνθρωποι κουβέντιαζαν μεταξύ τους και κουβέντιαζαν πολύ», αποκαλύπτει η συγγραφέας σε συνέντευξή της.[6] Κι εμείς βάζουμε με τον νου μας πως τέτοιες γυναίκες θα ήταν η κυρα-Αριάδνη και η κυρα-Ελπινίκη, οι γιαγιάδες της Μαρώς Κάργα. Στην Ελπινίκη αφιερώνει η συγγραφέας το βιβλίο, τη γιαγιά που «έλεγε πως οι ζωές των ανθρώπων κυλούν σαν τα ποτάμια, διακόπτονται με τον θάνατο μα δεν τελειώνουν».[7]
Απέναντι στη γήινη Άννα-Φρόσω-Αργύρα, στέκει η πανέμορφη, δίσημη Φωτεινή: κόρη του Κωνσταντινουπολίτη Χαράλαμπου και της Γαλλοεβραίας Οντέτ, η Φωτεινή ή Lucil, όπως την φωνάζουν οι γονείς της, είναι παιδί της συνάντησης των πολιτισμών στην Κωνσταντινούπολη της εποχής και φέρνει ήδη στο διπλό όνομά της, την ευχή και την κατάρα των αντινομιών της. Η εκπληκτική ομοιότητά της με την προραφαηλιτική Venus Verticordia, την «Αφροδίτη που μεταστρέφει τις καρδιές» στον πίνακα του Dante Gabriel Rossetti, υπογραμμίζει τη δύναμη και την τραγικότητά της. Συμφύροντας στο πρόσωπό της χαρακτηριστικά της θείας της Άννας και της μητέρας της Οντέτ, η Φωτεινή μαθαίνει να αντέχει τη ζωή και τον πόνο, αναζητά τον εαυτό της, την πολυεπίπεδη ταυτότητά της, την ερωτική της ολοκλήρωση, την ευτυχία, αναζητά το φως, όπως το όνομά της επιτάσσει, και βρίσκει τελικά τη λύτρωση: «Η δροσερή ανοιξιάτικη αύρα […] ήρθε […] σαν μια εξήγηση πως τίποτα απ΄ όσα έγιναν δεν χάνεται ολότελα. Μα αυτό τη Φωτεινή δεν τη φόβιζε πια, δεν την πονούσε»,[8] διαβάζουμε στην ακροτελεύτια παράγραφο του βιβλίου.
Δίπλα τους οι άνδρες. Σκεπτόμενες με βάση τα πρότυπα και τις συνθήκες της εποχής, οι γυναίκες τούς θεωρούν άλλου είδους ανθρώπους, τους χρησιμοποιούν ή υποτάσσονται σ’αυτούς – χαρακτηριστικά, μόνον ο Λουκάς που μεγαλώνει με τις γυναίκες της οικογένειας, και ο σύζυγος της Φωτεινής Θεόφιλος Νικολαΐδης, που τον μεγάλωσε η Πολίτισσα παραμάνα Αργύρα, γίνονται αποδεκτοί ως ευαίσθητοι χαρακτήρες από τις αρχετυπικές γυναικείες φιγούρες του τόμου.
Παράλληλα, επιτελείται μια ηδονική εγγραφή του αναγνώστη στη συλλογική μνήμη του Ελληνισμού: πατρίδα, κοσμοπολιτισμός, ταξική διαφοροποίηση, ιστορία, τοπογραφία, αξιακό σύστημα, συνιστούν ορισμένες από τις πλευρές της ταυτότητας του ελληνισμού της διασποράς, στην ουσιαστική προσέγγιση της οποίας συμβάλλει καθοριστικά το βιβλίο. Η πορεία του είναι τελικά το ποτάμι όπου συμφύρονται οι ατομικές μοίρες, λυτρώνονται και καθαίρονται με μια δύναμη παραπλήσια με την ιερή δύναμη του νερού. Και θα λέγαμε πως, παρότι η έμφαση στην τοποθέτηση της δράσης δίνεται στην Αλεξάνδρεια, στο βιβλίο ιχνηλατούμε την ανάρρηση της Μικρασιάτισσας γυναίκας στον «θρόνο» της Αιγυπτιακής πολιτείας.
Πολλά θα μπορούσαμε να πούμε για τη διακειμενική σχέση του βιβλίου με άλλες γραφές: το μυθιστόρημα εντάσσεται στη χορεία της λογοτεχνίας αξιώσεων με θέμα τον εξωελλαδικό Ελληνισμό, στη χορεία κειμένων τύπου «Λωξάντρας» της Μαρίας Ιορδανίδου ή «Ακυβέρνητων Πολιτειών» του Στρατή Τσίρκα ή «Μαγισσών της Σμύρνης» της Μάρας Μεϊμαρίδη, καθώς η Άννα, για παράδειγμα, διαθέτει χαρακτηριστικά ηρωίδων των παραπάνω τόμων, δεν χάνει, όμως, τη μοναδικότητα του προσώπου της.
Αφήσαμε για το τέλος τη σημαντικότατη ηδονή που αντλεί ο αναγνώστης από τη γλώσσα του κειμένου, ως αφήγηση και ως μορφή. Με όπλο την έμφαση στη λεπτομέρεια, αποδίδοντας έναν κόσμο που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, το μόνο ποτάμι που αντέχει στον χρόνο είναι η γλώσσα και οι μεταμορφώσεις της: η γραμμική αφήγηση διασταυρώνεται με τον ποταμό της μνήμης χάρη στη λειτουργία του συνειρμού, οι προσημάνσεις, όπως αποτυπώνονται στα προφητικά όνειρα, διαπλέκονται με τις ανάδρομες αφηγήσεις, τον διάλογο και τον εσωτερικό μονόλογο, και ενισχύονται από την εκτενή περιγραφή. Η γλώσσα «ντύνεται» τη σοβαρότητα του ιστορικού όταν παραθέτει πλήθος στοιχείων για την Πόλη και την Αλεξάνδρεια με εκπληκτική ακρίβεια, σε βαθμό που νομίζεις πως περπατάς στα δύο κέντρα του εξωελλαδικού Ελληνισμού. Θερμή ή σκληρή στο στόμα των προσώπων, πάντοτε ταιριαστή με την ιδιότητά τους, τις εθνικές και ταξικές τους καταβολές, το μορφωτικό τους επίπεδο, διαμορφώνει μια ιδιόλεκτο για κάθε πρόσωπο, ιδιόλεκτο που ενσωματώνει το ιδιωματικό στοιχείο χωρίς να περιορίζεται σ’ αυτό. Έτσι οι άνθρωποι του 19ου αιώνα δεν υπάρχουν απλώς στο κείμενο, αναπνέουν, μιλούν, μαγειρεύουν φαγητά που ευωδιάζουν διά της γλώσσας, φορούν φορέματα και κοσμήματα που μπορείς να αγγίξεις, ζουν σε σπίτια, σε δρόμους, σε πολιτείες που μπορείς να θυμηθείς κάθε τους σπιθαμή. Η Άννα, η Φρόσω και η Αργύρα είναι πραγματικές Πολίτισσες, η παρακόρη Αριστέα πραγματική απλοϊκή Λημνιά, η συμπεθέρα Δονάτα πραγματική Κερκυραία, η συμπεθέρα Χαρίκλεια πραγματική Αιγυπτιώτισσα, από τα ονόματα έως τη γλώσσα και τα διανοήματά τους.
٭٭٭
Είδα για πρώτο φορά το Αχγιάτ Ανχάρ σε προθήκη Λημνιού βιβλιοπωλείου το καλοκαίρι του 2015. Το προσέγγισα με την αγάπη και – γιατί όχι; – τη δυσπιστία που έχουμε για κάθε πρωτόλειο έργο. Το βιβλίο όμως δεν έχει την αδεξιότητα του πρωτολείου: με άνεση δημιουργεί, ως γλώσσα και σύλληψη, ένα στέρεο και ενδιαφέροντα κόσμο, τον κόσμο του Έλληνα της διασποράς του 19ου αιώνα, επιτυγχάνοντας υψηλότατο βαθμό αληθοφάνειας, και αναδεικνύει την ευφάνταστη και μαστόρισσα της γλώσσας συγγραφέα ως μια από τις πιο ενδιαφέρουσες – και όχι μόνο γυναικείες – σύγχρονες λογοτεχνικές φωνές στην πατρίδα μας. Συνιστούμε την ανάγνωσή του ανεπιφύλακτα και αδημονούμε για την έκδοση του επόμενου τόμου.
(*) Η Δέσποινα Δούκα είναι δρ. Φιλολογίας
ΙΝFO: Μαρώ Κάργα, Αχγιάτ Ανχάρ», εκδ.Τόπος
[1] Βλ. Σοφία Ντενίση, «Οι αρχές του νεότερου ιστορικού μυθιστορήματος», στο: http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=156943
[2] Βλ. «Το ιστορικό μυθιστόρημα», στο: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CE%BC%CF%85%CE%B8%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%8C%CF%81%CE%B7%CE%BC%CE%B1
[3] Μαρώ Κάργα, Αχγιάτ Ανχάρ, Μυθιστόρημα, εκδόσεις Τόπος, [Αθήνα 2015], σελ. 418-419.
[4] Μαρώ Κάργα, Αχγιάτ Ανχάρ, Μυθιστόρημα, εκδόσεις Τόπος, [Αθήνα 2015], οπισθόφυλλο.
[5] Βλ. «Κάποιες φορές ο χρόνος αποφασίζει για μας», Συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Παναγοπούλου, plusmag.gr, 21.5.2015. Βλ. και: http://www.toposbooks.gr/contents/books_details.php?nid=356
[6] Συνέντευξη στον Μιχάλη Παπαγεωργίου, Κόσμος της Πάτρας, 19.6.2015. Βλ. και: http://www.toposbooks.gr/contents/books_details.php?nid=356
[7] Βλ. όπου στη σημείωση 5.
[8] Μαρώ Κάργα, Αχγιάτ Ανχάρ, Μυθιστόρημα, εκδόσεις Τόπος, [Αθήνα 2015], σελ. 415.