Ελένη Χατζή (*)
Ο Φέλιξ Μουρ αριστερός δημοσιογράφος και συγγραφέας προσλαμβάνεται από έναν πλούσιο κτηματομεσίτη και παλιό του φίλο και συναγωνιστή στο εργατικό κόμμα της Αυστραλίας για να γράψει την ιστορία μιας νεαρής χάκερ, της Γκάμπι Μπαγιέ που αντιμετωπίζει την απειλή της έκδοσης της στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Γκάμπι κατηγορείται από τις αρχές ότι κατάφερε να εισχωρήσει στο σύστημα ασφαλείας των φυλακών της Αυστραλίας και των Ηνωμένων Πολιτειών εξαπολύοντας τον ιό Angel Warm. Η ιστορία της Angel ή Γκάμπι συνοδεύεται από μια μεγάλη αμοιβή που μπορεί να «σώσει» τον Φέλιξ σε μια δύσκολη στιγμή της ζωής του όταν σύρεται στα δικαστήρια, δυσφημείται και χάνει τη δουλειά του με την προϋπόθεση όμως να αποδείξει την αθωότητας της. Από την εισαγωγή του βιβλίου με τίτλο «Χωρίς Μνήμη», ο Κάρεϊ θέτει ένα πρώτο αν και σημαντικό δίλημμα, την έννοια της «συναλλαγής» και της επιβολής της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας στην ελεύθερη βούληση του ήρωα και την ηθική του συνείδηση. Έχει ανάγκη τα χρήματα αλλά πρέπει να κάνει ό,τι του λένε. Να γράψει μια ιστορία, όπως θέλουν κάποιοι άλλοι να γραφτεί. Μέσα από αυτό το δίλημμα θα λέγαμε ότι ξεκινά η περιπλάνηση του Κάρεϊ στην ιστορία των ηρώων αλλά και της χώρας του, της Αυστραλίας.
Η ιστορίας μιας εκκεντρικής οικογένειας
Ένα κορίτσι στην εφηβεία, στο τέλος της δεκαετίας του 80’, η Γκάμπι άλλοτε άχαρη, με «παχάκια» στο εφηβικό σώμα της που την κάνουν να ντρέπεται κι άλλοτε αφοπλιστικά όμορφη και δυνατή, είναι από τους κεντρικούς ήρωες του μυθιστορήματος. Είναι η νέα γενιά, διαφορετική, ανήσυχη και συγχρόνως επικριτική απέναντι στους «συμβιβασμένους» γονείς της. Μαζί με την Γκάμπι και τον εφηβικό έρωτα της με τον computer freak και ιδιοφυή συμμαθητή της Φρέντερικ Μάτοβικ παρακολουθούμε την ιστορία και τη ζωή μιας μάλλον ασυνήθιστης οικογένειας αριστερών διανοούμενων «Για χρόνια ολόκληρα απολάμβαναν την ανάγνωση ιστοριών, παραλίες, εγκαίνια, πρεμιέρες, πάρτι τις βραδιές των εκλογών». Η μητέρα της Σελίν εκκεντρική ηθοποιός, ταλαντούχα, περιζήτητη ερωμένη και ακτιβίστρια του εργατικού κόμματος και ο πατέρας της Σάντο Κουίν βουλευτής του εργατικού κόμματος, η γιαγιά της Ντόρις μια γυναίκα με οδυνηρό παρελθόν- η κόρης της Σελίν είναι ο καρπός του βιασμού της από Αμερικανό στρατιώτη- που εμφανίζεται αργά στη ζωή της Γκάμπι με κατάλευκο πρόσωπο και κόκκινα χείλη και χτένισμα σαν τις Γιαπωνέζες της εποχής του Έντο. Μέσα από την οικογένεια της Γκάμπι, ο Κάρεϊ φτιάχνει μια ιστορία ασυνήθιστη και παράξενη αλλά την ίδια στιγμή φυσική και ανθρώπινη. Σ’ αυτή την οικογένεια των αριστερών ακτιβιστών, οι σχέσεις διαμορφώνονται μέσα από διαρκείς συγκρούσεις, συμφιλιώσεις, επιθετικότητα και κατανόηση, έρωτα, πνευματική αναζήτηση και ελευθερία, ενδιαφέρον για το κοινό καλό αλλά και ενοχές για τους συμβιβασμούς και τις παραχωρήσεις της γενιάς των 60’s.
Οι αποτυχημένες «εξεγέρσεις»
Μαζί με την ιστορία αυτής της οικογένειας, ο Κάρεϊ μεταφέρει τον αναγνώστη σε ένα παράλληλο ταξίδι μέσα στο χώρο και το χρόνο. Η αχανής γη της Αυστραλίας με «το μεγάλο Αυστραλιανό δάσος να απλώνεται πέρα ως το Κίνγκλεϊκ, βοσκοτόπια που έμοιαζαν με κοιμισμένα ζώα, λεπτά κλαδιά στις κορυφές των δέντρων που αποκτούσαν ένα όμορφο ροδαλό χρώμα τα απογεύματα» αλλά και η Μελβούρνη της δεκαετίας του 80’ με τα φτωχά προάστια, τους τζάνκις και τη ζωή στα τροχόσπιτα. Η μάχη του Μπριζμπέιν το 1942 και η συνταγματική κρίση του 1975. Τα δυο αυτά ιστορικά γεγονότα τόσο σημαντικά για τον Κάρεϊ αλλά και τόσο λησμονημένα κατέχουν κεντρική θέση στην ιστορία του και συνυφαίνονται μαζί με την ιστορία της οικογένειας της Γκάμπι. Συνιστούν δύο αποτυχημένες «εξεγέρσεις». Οι ταραχές στο Μπριζμπέιν το 1942 ήταν η αυθόρμητη αλλά τελικά ασήμαντη αντίδραση των Αυστραλών στην Αμερικανική καταπίεση και την υποβάθμιση της χώρας τους σε δορυφόρο των Ηνωμένων Πολιτειών ως αντάλλαγμα για τη σωτηρία που τους πρόσφεραν οι Αμερικανοί απέναντι στον Ιαπωνικό κίνδυνο. Οι αλαζονικοί Αμερικανοί, με τα δολάρια, τα τσιγάρα και τις φανταχτερές στρατιωτικές στολές είναι κάτι ανώτερο μπροστά στους χωριάτες Αυστραλούς με τις φτωχές στολές και τα πλατύγυρα καπέλα. Όπως έλεγαν οι Αυστραλοί για τους Αμερικανούς στρατιώτες “They’re overpaid, oversexed, and over here».
Η συνταγματική κρίση του 1975 είναι μια ακόμα αποτυχημένη «εξέγερση». Η αριστερή δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση του Γκόφ Ουίτλαμ, μια κυβέρνηση που προώθησε τη δωρεάν παιδεία, απέσυρε τους Αυστραλούς στρατιώτες από το Βιετνάμ, υπερασπίστηκε τα ανθρώπινα δικαιώματα και παραχώρησε γη στους Αβορίγινες, αναγκάστηκε σε παραίτηση και παραχώρησε τη διακυβέρνηση στους συντηρητικούς μετά τον ανηλεή πόλεμο των μέσων ενημέρωσης και της ωμής παρέμβασης της Αμερικής στην εσωτερική πολιτική της Αυστραλίας. Αυτό το γεγονός είναι κομβικής σημασία για τον Κάρεϊ και η «εμμονή» του ήρωα του, δημοσιογράφου Φέλιξ Μουρ που αναλαμβάνει να διηγηθεί την ιστορία της Γκάμπι. Από το 1975 και έπειτα η Αυστραλία έγινε πια οριστικά μια Αμερικανική «αποικία». Το γεγονός αυτό αποκτά και σύγχρονες διαστάσεις και ο Κάρεϊ δεν το διαλέγει τυχαία. Θα λέγαμε πως αποτυπώνει όλες τις σύγχρονες προοδευτικές κυβερνήσεις και ιδέες σε όλο τον κόσμο και την οργανωμένη επίθεση που δέχονται από συντηρητικούς κύκλους, κυβερνήσεις και ελίτ που διαχειρίζονται τους οικονομικούς πόρους και τα μέσα ενημέρωσης.
Η ελευθερία της έκφρασης
Όμως ο Κάρεϊ είναι πάνω απ’ όλα μυθιστοριογράφος και καταφέρνει να συνδυάσει με μοναδικό τρόπο, την ιστορία με τον μύθο, τη ντοκιμαντερίστικη καταγραφή με την ποίηση. Οι ήρωες του είναι σύνθετοι όπως η ανθρώπινη φύση, πότε ασυμβίβαστοι και μαχητοί, γοητευτικοί και μεγαλειώδεις και πότε φοβισμένοι, ηττημένοι και απογοητευμένοι. Κι αυτό ισχύει για όλους. Για τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Φέλιξ Μουρ, για τη Σελίν και τον βουλευτή Σάντο, ακόμη και για το σκοτεινό πολυεκατομμυριούχο Γούντι Τόουνς που συνδέεται με τον Φέλιξ με μια ιδιόμορφη φιλία, ακόμη και για τη Γκάμπι, τη νέα γενιά που πραγματοποιεί τη δική της «εξέγερση» μέσα από την τεχνολογία. Στο ρόλο αυτού του νέου «επαναστάτη» έχει τοποθετήσει μια γυναίκα. Ένα κορίτσι που βούτηξε γυμνό στον υπόνομο με τα χημικά απόβλητα για να αποδείξει χρησιμοποιώντας το ίδιο της το σώμα πως η εταιρεία Agrikem έλεγε ψέματα και μαζί της όλο το πολιτικό σύστημα συμπεριλαμβανομένου και του πατέρα της. Η έφηβη μεγαλώνοντας γίνεται η χάκερ «Angel» και απελευθερώνει τους κρατούμενους των φυλακών της Αυστραλίας. Σ’ αυτό το σημείο στην σύγχρονη δηλαδή «εξέγερση» των χάκερς ο Κάρεϊ βλέπει μια αισιόδοξη προοπτική, όχι στην παρανομία αλλά στο δικαίωμα κάθε εποχής και κάθε ανθρώπου να επαναστατεί απέναντι στην αδικία, στον κυνισμό και την παντοδυναμία του «συμφέροντος» και να διεκδικεί το δικό του όραμα.
Εκτός από το μύθο, η λογοτεχνικότητα και τα εκφραστικά μέσα του Κάρεϊ είναι μια ακόμη αποκάλυψη για τον αναγνώστη. Ο Κάρεϊ χρησιμοποιεί όλες τις τεχνικές που έχει στη διάθεση του, δημοσιογραφική καταγραφή γεγονότων, πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση, ποιητικό λόγο, φυσικούς διαλόγους και την ίδια στιγμή επηρεασμένους από τη συνειδησιακή ροή. Οι ήρωες μιλούν αλλά ταυτόχρονα υπάρχει και μια ηχώ, κάτι που κρύβεται πίσω απ’ τις λέξεις και χάνεται στο βάθος της ανθρώπινης ύπαρξης. Όλα αυτά ο Κάρεϊ τα διαχειρίζεται με τόλμη, ελευθερία και φυσικότητα, ο λόγος του αναβλύζει όπως το γάργαρο νερό από μια πηγή, φυσικά, αβίαστα και όμορφα. Κι ο αναγνώστης αισθάνεται ελεύθερος κοντά του, γοητεύεται και τον παρακολουθεί ό,τι κι αν έχει να του πει.
Ένα εμβληματικό έργο
Θα λέγαμε πως το βιβλίο «Χωρίς Μνήμη» θυμίζει τη Γκουέρνικα, το εμβληματικό έργο του Πικάσο για τον Ισπανικό εμφύλιο και τη φρίκη του φασισμού. Το «Χωρίς Μνήμη» είναι κι αυτό ένα εμβληματικό έργο της σύγχρονης λογοτεχνίας. Αν και ο Πικάσο ζωγράφισε τη Γκουέρνικα επηρεασμένος από σύγχρονα με την εποχή του γεγονότα, ο Κάρεϊ χρησιμοποιεί ένα γεγονός από το παρελθόν, τη συνταγματική κρίση του 1975 για να αποτυπώσει τον τρόμο και την απόγνωση του σύγχρονου κόσμου απέναντι στην επιθετικότητα και την αγριότητα των οικονομικών ελίτ και των συντηρητικών ιδεολογιών που επιδιώκουν την απαξίωση του πνευματικού και συναισθηματικού ανθρώπου και την κατάρρευση των κοινωνικών αξιών. Σαν τον Πικάσο βλέπει κι εκείνος τον κόσμο κυβιστικά, πολυπρισματικά, όλα υπάρχουν την ίδια στιγμή στους ήρωες του και μέσα στην πραγματικότητα. Και όπως στη Γκουέρνικα, στο «Χωρίς Μνήμη» ο Κάρεϊ σε καλεί να θυμάσαι την ιστορία της χώρας σου και να μαθαίνεις την ιστορία του κόσμου γιατί μοιάζει πολύ με τη δική σου. Να πιστεύεις πως μπορεί να υπάρξει ένας κόσμος πιο δίκαιος και πιο ανθρώπινος. Αυτή η μάχη για τον Κάρεϊ δεν έχει χαθεί. Ο ήρωας του Φέλιξ Μουρ θα κάνει την έρευνα του και θα γράψει την ιστορία της Γκάμπι όπως πιστεύει ότι πρέπει να γραφτεί. «Υπάρχουν συγγραφείς που ευγνωμονούν τους επιμελητές τους, σκύβουν και υποκλίνονται και στη συνέχεια απολαμβάνουν τα μπλε μολύβια που χώνονται στις φλέβες τους. Ο Φέλιξ Μουρ δεν ήταν ένας εξ’ αυτών».
Το μέσο για να επικοινωνήσει ο έλληνας αναγνώστης με έναν τόσο σύνθετο και γλωσσικά ιδιόμορφο Αυστραλό συγγραφέα, όπως ο Κάρεϊ και να τον αγαπήσει είναι οπωσδήποτε η εργασία της μετάφρασης. Ο μεταφραστής χρειάζεται πρώτος να αγαπήσει το έργο, όσες δυσκολίες κι αν συναντήσει. Η Αργυρώ Μαντόγλου στο βιβλίο του Πίτερ Κάρεϊ «Χωρίς Μνήμη», (εκδ. Ψυχογιός, 2016) κατάφερε να μας χαρίσει μια μετάφραση αντάξια ενός σπουδαίου έργου της σύγχρονης λογοτεχνίας.
info: Πίτερ Κάρεϊ, Χωρίς Μνήμη, μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου, εκδ. Ψυχογιός, 2016.
(*)Η Ελένη Χατζή είναι συγγραφέας