Η γείωση στο καθημερινό και η αφαίρεση στην ποίηση της Ειρήνης Μαργαρίτη (της Βαρβάρας Ρούσσου)

0
222

της Βαρβάρας Ρούσσου

Οι μικρές ζωές που ζούμε/Αυτό είναι το σημαντικό/Τα λεπτά μιας μέρας που δεν έχουν καμία σημασία (από το ποίημα «Μητέρα» της συλλογής Φλαμίνγκο 2014).

 

Αυτό αποτελεί και την ποιητική βάση της Μαργαρίτη για την τρίτη πλέον συλλογή της μετά το Φλαμίνγκο (2014) και το φλού (2019) τηρώντας τη χρονική απόσταση των πέντε ετών μέσα στα οποία καλλιεργεί τους τρόπους της. Από τις «μικρές ζωές που ζούμε» αντλεί στιγμιότυπα και τα χρησιμοποιεί ποιητικά με δυο τρόπους. Πρώτος τρόπος: τα επεκτείνει εμβαθύνοντας. Τη σκηνή η Μαργαρίτη την καταγράφει διπλά και κινηματογραφικά: από μέσα- ως υποκείμενο του φορτισμένου συναισθηματικά βιώματος- και απέξω, από το μάτι του φακού που προσπαθεί να συλλάβει το νόημα πέρα από το πλαίσιο του βιώματος. Εξασφαλίζει έτσι εγγύτητα και απόσταση εξισορροπώντας το ποίημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το «Κάποιες μέρες είναι όμορφες»: η οπτικοακουστική εικόνα, («και η φωνή ενός Ρομά/όταν περνά για παλιοσίδερα/μοιάζει με τη φωνή του μουεζίνη/που σε καλεί για προσευχή/») δυνητικά μια σκηνή σε ταινία, δεν παραμένει εκεί, στη λεκτική περιγραφή αλλά απλώνεται μέσα από το «μοιάζει με» ή στους στίχους «Μέσα η Παναγία με μαυρισμένο μάτι/χορεύει με τα κορίτσια/του σουπερμάρκετ/ ενώ στο βάθος το ιερό/(σαν σινεμά»)/παίζει στα μάτια σου/την πιο αγαπημένη απ’ όλες τις ταινίες/». Σε αυτό το σημείο αναγνωρίζεται η κινηματογραφική τεχνική της Μαργαρίτη που αξιοποιείται καθώς συνδέεται με τον ποιητικό λόγο, καθώς δηλαδή η ρεαλιστική αναπαράσταση μεταβάλλεται σε φανταστική εικονιστικότητα. Παράλληλα, η σύνθεση καταλήγει με ορατή διαφοροποίηση σε πλάγια γραφή σε στίχους που υποβάλλουν μια άλλη αισιόδοξη πλευρά της ζωής και εγγράφονται πέρα από την εικόνα που προηγήθηκε («Θα έρθει μια φορά/θα έρθει μια φορά/που θα φοράς το πρόσωπό σου όπως το φαντάζεσαι/θα έρθει μια φορά/σε όποιο χρώμα ή στρας»).

Δεύτερος τρόπος είναι ο μονόλογος που εκκινεί από τη βιωμένη εμπειρία άλλοτε από τη μεμονωμένη στιγμή άλλοτε από το συνολικό γεγονός για να λειτουργήσει θεατρικά εξομολογητικά. Όπως το «Πόσο δύσκολο είναι να διαβάσεις ένα ποίημα» με υπότιτλο true story ή το «Η πραγματική (μου) σχέση με τον πόλεμο» ή το «Κράτα τα μπαλόνια στον αέρα». Απ’ τη μια το θεατρικό στοιχείο επενδύεται και με την ενσωμάτωση διαλόγων όχι όμως με τον οπτικό τρόπο της πεζογραφίας ή του θεατρικού ή του σεναρίου αλλά με έναν ευθύ λόγο ή ευθύ πλάγιο που αρκεί για να επιτελέσει το στόχο του, τη μεταφορά του άμεσου όπως στο «Θέλω απλώς να σου πω ότι δεν είναι μόνο αυτό».

Όπως φάνηκε από το ποίημα αυτό, η Μαργαρίτη εντάσσει πλάγια και όχι κραυγαλέα σύγχρονες θεματικές. Ενώ η ποίησή της εκκινεί και μένει συχνά στο χώρο του προσωπικού η συλλογική σύγχρονη εμπειρία εισέρχεται λοξά αλλά δυναμικά, όπως στους τελευταίους στίχους του «Κάποιες μέρες είναι όμορφες».

Οι παραπάνω αυτοί τρόποι αποδεικνύονται λειτουργικοί, γιατί, παρά τα λίγα σκοτεινά στοιχεία της, η ποίηση της Μαργαρίτη, ήδη από την πρώτη συλλογή, υπήρξε διάφανη γλωσσικά και καθαρή θεματικά. Εννοώ ότι η Μαργαρίτη αφενός στοχεύει στην επικοινωνιακότητα της ποίησής της με το να μη μας κρατάει απέξω αφετέρου δημιουργεί μια ποίηση όπου οι διεργασίες του «ψυχικού χώρου», όπως τον ονομάζει η Κρίστεβα, οι απόπειρες αναστοχασμού και ισορρόπησης του εσωτερικού με το εξωτερικό έρχονται στην επιφάνεια με τρόπο που επιτρέπει την προσέγγισή τους και την οικειοποίησή τους από το αναγνωστικό κοινό.

Αυτές οι διαστάσεις της ποίησής της είχαν ήδη πολύ εύστοχα παρατηρηθεί από τον αείμνηστο Κ. Παπαγεωργίου ο οποίος σημείωνε αυτούς τους διπλούς χειρισμούς της Μαργαρίτη ανάμεσα στο τώρα και το τότε, τη μνήμη χωρίς νοσταλγία, ανάμεσα στο οικείο και αφαιρετικό που προκύπτει από μια ιδιαίτερη φαντασία.[1]

Η Μαργαρίτη ήδη από το πρώτο της βιβλίο επιλέγει συνειδητά τις φόρμες της με τη λογική που ο Καντίνσκυ σημειώνει: «Η μορφή είναι απλώς έκφραση του περιεχομένου. Την μορφή δημιουργεί η αναγκαιότητα». Έτσι από το πεζό ποίημα π.χ. «Το πιο», φτάνει στο ένστιχο, που μπορεί να έχει ανάλογα με την εκφραστική ανάγκη και ένα βαθμό εμμετρότητας, όπως το δεύτερο μέρος του ποιήματος «Θέλω απλώς να σου πω ότι δεν είναι μόνο αυτό». Παράλληλα, η οπτική μορφή πεζού ποιήματος ανατρέπεται με την υποδήλωση  στίχωσης μέσω των πλάγιων γραμμών, ένα ενδιαφέρον παιχνίδι που καθορίζει την ανάγνωση άρα και νοηματοδότηση και είναι ολοένα και περισσότερο σε χρήση από νεότερες/ους ποιήτριες/ές.

Μέσα σε αυτές τις εναλλασσόμενες φόρμες η Μαργαρίτη εναλλάσσει και το βαθμό παραμονής του ποιήματος στο «αντικειμενικά» οικείο, δηλαδή στην αναφορικότητα των στιγμών και των εμπειριών με την ανατρεπτική αναγωγή στο μη συγκεκριμένο, το φανταστικό, το ανταγωνιστικό προς το πραγματικό.

Σκόπιμες είναι σε αυτό το σημείο ορισμένες σύντομες παρατηρήσεις για τις θεματικές της Μαργαρίτη. Η πρώτη αφορά στη συνέχιση εκείνων των θεμάτων που χαρακτήρισαν τις δυο προηγούμενες συλλογές της -έρωτας-οικογενειακό παρελθόν, ο κύκλος της πατρικής οικογένειας αλλά και της νέας- την εμπειρία στον καθημερινό κόσμο όχι στην μακροσκοπική του αλλά στη μικροσκοπική του διάσταση δηλαδή στις μικρές στιγμές στη μέρα, παρατήρηση των περιστατικών που μπορεί να μεγεθυνθούν οδηγώντας στο μεγάλο ευρύ κόσμο. Ακριβώς επειδή τα θέματα της Μαργαρίτη προέρχονται από την οπτική εμπειρία τα επεξεργάζεται αποφλοιωτικά δηλαδή αφαιρώντας το περίσσιο συναίσθημα που οδηγεί στην ένταση ή και το μελό, την νοσταλγική ωραιοποίηση που οδηγεί στην αναπόληση. Στέκεται απέναντι σε αυτά ως ήδη επεξεργασμένα διανοητικά και ψυχολογικά και με αυτό τον τρόπο τα διαχειρίζεται ως καθαρά ποιητικά υλικά. Εντούτοις, με μια λεπτή ισορροπία δεν τα απογυμνώνει από το συναίσθημα αντίθετα υπάρχει η τρυφερότητα της αποδοχής που έρχεται αφού έχει εξαντληθεί η άμεση ισχυρή επίδρασή τους, κατά τη φλωμπερική φράση «το πάθος δεν φτιάχνει τους στίχους.».

Το καλύτερο παράδειγμα είναι νομίζω η θεματική της οικογένειας, που εμφανίζεται και στις προηγούμενες συλλογές. Εδώ εισάγεται μια αποδομητική ειρωνεία και ταυτόχρονα μια δομική/συγκροτητική τρυφερότητα. Και τα δυο αυτά συνιστούν τη ματιά που ελέγχει, αμφισβητεί, επικρίνει και επιχειρεί την επανατοποθέτηση απέναντι στο θεσμό της οικογένειας. Δηλαδή χωρίς να κόβει το δεσμό με την έννοια οικογένεια τη βλέπει ειρωνικά ως θεσμό και τρυφερά ως μεμονωμένα άτομα μητέρα, πατέρας, γιαγιά. Ξεκινώντας από το «Φωτομοντάζ» βασισμένο σε μια εικονιστική παραλληλία ανάμεσα στη φωτογραφία των γονέων μικροαστικής οικογένειας και μάλιστα τοποθετημένη σε ιστορικά συμφραζόμενα «-πράσινος τότε ο ήλιος, το χορτάρι, οι δεκαετίες,/» και στο αρχέτυπο ζεύγος των πρωτόπλαστων. Η ειρωνική φωνή της ώριμης κόρης που ωστόσο περιέχει και τη διάσταση της μικρής «που έμαθα πια να τρώω μόνη μου.» στηρίζει την κριτική: «Ο Αδάμ και η Εύα ζουν ακόμη/σε μια φωτογραφία στο σπίτι των γονιών μου.//[…]Στέκονται εκεί χρόνια τώρα/σ’ ένα λιβάδι στη μέση της κρεβατοκάμαρας./Λένε πως είναι οι γονείς μου/αλλά κανείς δεν τους πιστεύει./Κυρίως εγώ που έμαθα πια να τρώω μόνη μου.[…] Καμιά φορά τα βράδια/τους ακούω να μαλώνουν για τα κόμματα,/για τους χορούς και τι γεμάτες πλατείες/-πράσινος τότε ο ήλιος, το χορτάρι, οι δεκαετίες,/[…]Να είσαι ο πρωτόπλαστος,/τι πιο πολιτικό από μια πτώση;».

Το νέο θεματικό στοιχείο στο Συννεφοκυνηγητό που έρχεται να προστεθεί στις θεματικές του ζεύγους, του έρωτα και της οικογένειας των προηγούμενων βιβλίων, είναι η ρητή αναφορά  στο υποκείμενο γυναίκα και μάλιστα το γυναικείο ποιητικό υποκείμενο που τοποθετείται εντός της οικογένειας στην οποία γεννιέται και εντός εκείνης που επιλέγει αργότερα να συστήσει. Η οπτική υπό την οποία θεωρούνται όλα είναι ρητά δηλωμένη ενώ το γυναικείο υποκείμενο γίνεται και θεματική ποιημάτων. Ήδη από το ποίημα «Αμερικάνικο» η γυναίκα τοποθετείται στο επίκεντρο και μάλιστα σε μια συνθήκη κακοποιητική «μια γυναίκα ήμουν που δεν άντεχα, ναι, κάποιες φορές δεν άντεχα/κάθε που ερχόσουν να με βασανίσεις…». Στην ίδια λογική κινείται και το δεύτερο ποίημα της συλλογής το «Όχι κήπος» όπως και άλλα ποιήματα. Ιδιαίτερα διαβάζω το ποίημα «Έχουμε γυναίκα» που δομείται πάνω στην πολυσημία της λέξης «γυναίκα» και της σημασίας της ως οικιακή βοηθός.

Στο Συννεφοκυνηγητό επίσης, και εδώ νομίζω έχουμε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα θεματικά στοιχεία, περιλαμβάνονται ποιήματα για τη μητρότητα. Και πάλι θα έλεγα δυο ομάδων: αυτά που αποπνέουν μια άμεση τρυφερότητα και μια συνειδητή οικείωση του νέου ρόλου βασισμένη στην αγάπη («Santa piata», «Το κουμπί», «Το καινούριο φωτιστικό») και  αυτά που δηλώνουν την αμηχανία απέναντι στη νέα για τη γυναίκα κατάσταση για την οποία υποτίθεται είχε προετοιμαστεί ως ετεροκανονικό ρόλο μέσα σε μια ετεροκανονική οικογένεια («Χολ»). Ο ρόλος αυτός δεν παύει να έχει πολιτική σημασία («Γεωγραφία») επαναφέροντας το ζήτημα των καθολικών όρων.

Ωστόσο, η συλλογή της Μαργαρίτη δεν μένει περιορισμένη στα παραπάνω. Μια σειρά άλλων θεματικών στα υπόλοιπα ποιήματα μεταφέρουν την εμπειρία ακόμη περισσότερο προς το συλλογικό τοποθετώντας την ποιητική φωνή απέναντι σε μείζονα ζητήματα: « Τι κάνεις με ένα νεκρό άλογο που δεν είναι δικό σου», «Από τη Ρωσία με αγάπη», «Φεγγαρόπετρα».

Κάθε φορά που διαβάζω μια συλλογή ένα από τα ερωτήματα που μου θέτει το ίδιο το βιβλίο είναι τι κάνουν αυτά τα ποιήματα και πώς το κάνουν; Για το δεύτερο ερώτημα νομίζω ότι έδωσα ήδη μια απάντηση. Για το πρώτο θα πω ότι η Μαργαρίτη κατοχύρωσε μια φωνή που λειτουργεί προτρεπτικά: αγγίζει θέματα με τρόπο όχι εκβιαστικό ούτε θορυβώδη αλλά ψιθυριστά, όχι καταγγελτικά αλλά με επεξεργασμένη τη φόρτιση συνενώνοντας το στιγμιαίο και το χρονικά διαρκές όπως σημείωνε ο Τζέημς Γουντ για το μυθιστόρημα. Επίσης δεν αναζητά το πρωτότυπο ύφος αλλά, πράγμα μάλλον δυσκολότερο μιας και η πρωτοτυπία συχνά δεν είναι παρά μια κατασκευή προς εντυπωσιασμό (αλλά και ένα δύσκολο στοίχημα αναφορικά με την αναγνώριση του τι συνιστά πρωτοτυπία μορφικά, θεματικά εκφραστικά) επεξεργάζεται κατοχυρωμένα δεδομένους τρόπους και φόρμες δομώντας έτσι το προσωπικό της ύφος.

Νομίζω ότι στη βάση των παραπάνω δίνεται και μια απάντηση σχετικά με τον τίτλο της συλλογής Συννεφοκυνηγητό. Πόσο απατηλός μπορεί να είναι και πόσο συνδέεται με τα περιεχόμενα ποιήματα; Ο τίτλος ανακαλεί συλλογές εξόχως λυρικές όπου το φορτισμένο σημασιολογικά αυτό στοιχείο της φύσης- τα σύννεφα- συμβολοποιούνται και οδηγούν σε ένα χώρο ρευστό, απροσδιόριστο μετατρέποντας την καθημερινότητα σε υπερ-μετα- ή έστω φυσική εμπειρία. Στη Μαργαρίτη το συννεφοκυνηγητό είναι το διπλό της ποιητικής της: οι διπλοί τρόποι, η γείωση στο καθημερινό και η αφαίρεση, η ένθεση του ανοίκειου στο οικείο το ατομικό και το συλλογικό, το ρεαλιστικό και το ευκταίο-ονειρικό, το κυνήγι των νεφών με τα πόδια καρφωμένα στη γη.

 

[1] Κ. Γ. Παπαγεωργίου, Τα Ποιητικά, τχ. 35, Σεπτέμβριος 2019, σ.14

 

Ειρήνη Μαργαρίτη, Συννεφοκυνηγητό, Μελάνι, 2023

Προηγούμενο άρθροΗ Woke κουλτούρα είναι ακραία βιοπολιτική παρέμβαση (του Μάκη Ανδρονόπουλου) 
Επόμενο άρθροVictoria o Muerte senior? (του Αντώνη Ν. Φράγκου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ