του Γιάννη Σ. Παπαδάτου(*)
Η Φωτεινή Φραγκούλη (1958-2018) είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση συγγραφέως. Δασκάλα στο επάγγελμα με πρωτοπόρο έργο στο σχολείο, παράλληλα, μυούσε τα παιδιά στη λογοτεχνία και στο θέατρο. Τα περισσότερα βιβλία της, κείμενά τους υπάρχουν στα σχολικά βιβλία, είχαν αποσπάσει βραβεία (κρατικό, ΙΒΒΥ-Κύκλος Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, περιοδικό Διαβάζω) και είναι εικονογραφημένα με ζωγραφιές από σημαντικές δημιουργούς όπως η Φωτεινή Στεφανίδη και η Εύη Τσακνιά. Κατά κύριο λόγο απευθύνονται στα παιδιά, αλλά, λόγω θέματος αλλά και ύφους, μπορούμε να πούμε ότι είναι και διηλικιακά. Μόνο ένα βιβλίο, Το ταίρι της αταίριαστης, έγραψε αποκλειστικά για ενήλικες και είναι αυτοβιογραφικό.
Πιο συγκεκριμένα, αν ακολουθήσουμε την αφηγηματική οδό της Φραγκούλη θα διαπιστώσουμε ότι μορφολογικά δυο έννοιες που αλληλοσυνδέονται, διαποτίζουν το έργο της: η ποίηση και ο μαγικός ρεαλισμός. Όσον αφορά στη θεματολογία προεξάρχουσα θέση έχει η παράδοση με φιλοσοφικές, οικολογικές και διαπολιτισμικές προεκτάσεις. Το συνολικό έργο της οικοδομεί μια Πολιτεία, θα την έλεγα, της Θετικής Ουτοπίας, με χωραφάκια της αγάπης, ελαφίνες που γίνονται γυναίκες, Μαντατοπούλια που κάνουν τα αδύνατα δυνατά, παλικάρια της ομίχλης, πλατάνια της σιωπής, πλατανόπαιδα της χαράς και των οραμάτων, πολύχρωμα υφαντά, φτερωτά άλογα, κορίτσια με τα ναυτικά, αταίριαστες γυναίκες του ονείρου, που κουβαλάνε μνήμες, λέξεις, τρυφερότητα, που με ανεπαίσθητες ποιητικές κινήσεις, προσέχουν να μη θίξουν την αρμονία αυτής της Πολιτείας. Οι ήρωες ωθούν για δράση επανάκτησης του χαμένου παραδείσου με εικονογραφίες όντων που πέρα από τη δυναμική τους αύρα, πιστοποιούν ενσυνείδητα το σήμερα, σηματοδοτώντας κόσμους που θα γεννηθούν, αν υπάρχουν η μνήμη, η αγάπη, ο σεβασμός στην παράδοση και στη φύση. Οι ιστορίες μέσα από εικόνες οικολογικής εντοπιότητας οικουμενικοποιούν την παράδοση του νησιού της, της Μυτιλήνης.
Η Φραγκούλη είχε γράψει, λίγο προτού αναχωρήσει, τρία βιβλία. Ήδη το ένα από αυτά Το πίσω μπαλκόνι έχει εκδοθεί και το τρίτο, πληροφορούμαι ότι εκδίδεται σύντομα. Το δεύτερο είναι το συγκεκριμένο που αναφέρομαι. Πρόκειται για το βιβλίο Η ιστορία βλέπει, με εικονογράφηση της Εύης Τσακνιά, στο οποίο η τέχνη με τη ματιά της διαπερνώντας την ιστορία γεφυρώνει διαφορετικούς κόσμους. Ρεαλιστικός ο πυρήνας του βιβλίου προσφέρει μια ιστορία διαπολιτισμική. Η συγγραφέας έστρεψε την πένα της στην απέναντι της Μυτιλήνης όχθη που είχε συμβολικά προδιαγράψει στο βιβλίο της Το μισό πιθάρι. Ο κεντρικός ήρωας Άχμετ έχασε τον πατέρα του ένα βράδυ με θύελλα μαζί με το πανύψηλο πεύκο της αυλής τους που ξεριζώθηκε. Στο μυαλό του μικρού ο πατέρας του ταυτίστηκε συμβολικά με το ξεριζωμένο δέντρο. Άλλωστε, το δέντρο, συμβολίζει την αποθέωση του θαύματος εκφράζοντας μια αρχέγονη γλώσσα η οποία επικοινωνεί με τον άνθρωπο που όταν εισέλθει στον κόσμο του, ανάλογα, θα τον βοηθήσει και θα τον ωριμάσει ή θα του αρνηθεί τη βοήθεια. Κι αρχίζει η μεγάλη πορεία του Άχμετ στη ζωή. Αρχικά, βοηθός του θείου του στις οικοδομές, θαύμασε σε μια χριστιανική εκκλησία, που θα σκέπαζαν τις αγιογραφίες, τα μάτια των προσώπων, που του θύμιζαν τα μάτια, μαζί και του πατέρα του, εκείνων των ήσυχων καλοσυνάτων ανθρώπων που διαχρονικά, υπερβαίνοντας τις δυσκολίες, επιδίδονται σε έργα ευτυχίας και ειρήνης: «Αυτές οι ζωγραφιές είχαν κάτι πρόσωπα σοβαρά, στοχαστικά. Κι είχαν ένα βλέμμα…αχ, το βλέμμα τους! Σαν τον πατέρα του τον κοίταζαν» (σελ. 22). Παρακάλεσε να μην τα σκεπάσουν, αλλά μάταια.
Λίγο αργότερα μετά από μια σύντομη παραμονή του σε καράβι που είχε μπαρκάρει, σε ένα μουσείο στη Ραβέννα της Ιταλίας μαγεύτηκε από τα έργα ζωγραφικής. Εκεί παρατηρώντας τις στιγμές που οι επισκέπτες κοιτούσαν τα έργα στους τοίχους, ένιωσε τη συνέχεια των βλεμμάτων των απεικονιζόμενων προσώπων από τα βλέμματα των αγίων της εκκλησίας της πατρίδας του: «Αυτή είναι η θέση του ωραίου. Κάθε ωραίο έργο πρέπει να είναι στο φως για να το βλέπουν όλοι, σκέφτηκε» (σελ. 37). Αυτή η θαυμαστή διαδρομή, στην ουσία διαδρομή φωτός, συνεχίστηκε σε ένα εργαστήρι ψηφιδωτών όπου έμαθε την τέχνη την οποία και ακολούθησε επιστρέφοντας στην πατρίδα του όπου και δημιούργησε μια μεγάλη οικογένεια με παιδιά και εγγόνια. Κι ένιωθε ευτυχισμένος όταν έβλεπε έργα του σε σπίτια: «Αυτά τα μικρά κομψά έργα του δεν ήταν μάτια και βλέμματα. Ήταν πρόσωπα και σώματα. Ανθρώπινες ιστορίες είχαν να αφηγηθούν και γι’ αυτό αγαπήθηκαν τόσο» (σελ. 42). Ήταν τα μάτια της ιστορίας που έρχονταν κατευθείαν από τις αγιογραφίες που με μαγικό καλλιτεχνικό τρόπο, πάνω από ιδεολογίες και θρησκείες, συνδέονταν με τα μάτια των ψηφιδωτών. Έβλεπε πάντα εκεί και τα μάτια του πατέρα του.
Τον Άχμετ, σε όλη του τη μακρά διαδρομή, ακολουθούσε ένας γλάρος. Ήταν ο φύλακας αλλά και ο βοηθός του. Ο ίδιος έλεγε πως τον είχε στείλει ο πατέρας του. «“Να τον προσέχεις πολύ”, είπε η μανούλα στον γλάρο. Κι ο Άχμετ πήρε το χαμόγελό της και έφυγε. Ανοίχτηκε στη θάλασσα» (σελ. 31). Ανάμεσα στη ρεαλιστική αφήγηση σε κομβικά σημεία της αναδύονται μικρές συζητήσεις του Άχμετ με τον γλάρο: «Πάμε, πάμε» του είπε ο γλάρος του. «Εσένα φυσά άλλος άνεμος στο κεφάλι σου. Πάμε να μπεις στον δρόμο που θα σε βγάλει στη χαρά» (σελ. 35). Ανέφερα στην αρχή του σημειώματος για τον μαγικό ρεαλισμό. Η Φραγκούλη στα έργα της αντιμετωπίζει με ισότιμο τρόπο τη φαντασία με την πραγματικότητα, ώστε ούτε ο ήρωας ούτε ο αναγνώστης να αναρωτηθούν για τα μαγικά συμβάντα. Η φαντασία στον μαγικό ρεαλισμό είναι ισότιμη με την πραγματικότητα από τη στιγμή που δεν την ανατρέπει. Ο γλάρος προσδίδει στο κείμενο ομορφιά, μαγεία και ποίηση συνάμα ανανεώνοντας την παράδοση και μια παλιά πρακτική μεταφέροντας στο ράμφος του μηνύματα. Κι όταν ο ρόλος του είχε λήξει καθόταν στον ώμο του Άχμετ «να καμαρώνει την μέσα και την έξω ομορφιά του κόσμου» (σελ.44). Προφανώς, αφού είδε ότι ο Άχμετ ορθοπόδησε κι ήταν ευτυχισμένος να ένιωσε ότι έληξε κι η αποστολή του.
Η Φραγκούλη σε όλα της τα βιβλία είχε τη προσόν ακόμη και τα πιο απλά πράγματα να τα εκφράζεται μ’ έναν εξίσου απλό, κατανοητό και συνάμα ποιητικό τρόπο. Οι λέξεις, μέσα κυρίως στον κοφτό λόγο, αφηγούνται αφ’ ενός την ανθρώπινη παρουσία και τα έργα της κι αφ’ ετέρου τον συμβολισμό της: «(Ο Άχμετ) όταν έσκυβε πάνω από τις ψηφίδες, η ζωή του είχε μια γλυκιά σημασία. Τα χέρια του ήταν ευλογημένα, λες και γεννήθηκαν για να κατασκευάζουν ψηφιδωτό. Δούλευε και μαζευόταν στον εαυτό του. Εύρισκε τον πυρήνα της ζωής, τη μαγεία της δημιουργίας. Ήταν χαρούμενος, είχε σκοπό και αναγνώριση» (σελ. 40-41). Όταν δε δημιούργησε, στο εργαστήρι το πρώτο του έργο όλοι οι εργάτες το θαύμασαν: «Εκεί μέσα, σε αυτά τα μάτια ή ήταν ο πατέρας, η μάνα, οι αδελφές, η Πόλη όλη και τα παιδικά του χρόνια πριν από τον κεραυνό […] Με το έργο του αυτό ξανάβαλε το δέντρο της αυλής τους, το πεύκο τους, στη θέση του. Στέριωσε ξανά ο κορμός και το κορμί του» (σελ. 41-42).
Το συγκεκριμένο βιβλίο αν και σχετικό μικρό σε έκταση έχει τη δομή μυθιστορήματος. Με πλοκή που εξελίσσεται, με θέμα αποτυπωμένο με παραμυθικό/ποιητικό ύφος ανάγλυφα και με άλματα στον χρόνο, με τον κεντρικό χαρακτήρα ολοκληρωμένο και με εναλλαγή των σκηνικών στην ακολουθία των γεγονότων. Πιθανόν η Φραγκούλη στο μέλλον να έδινε και βιβλία με μεγάλες αφηγήσεις. Πάντως σημασία έχει ότι προστέθηκε ένα εξαιρετικό κείμενο στα ήδη υπάρχοντα της συγγραφέως και κατ’ επέκταση στη νεοελληνική λογοτεχνία.
(*) Ο Γιάννης Σ. Παπαδάτος είναι τ. αναπλ. καθηγητής παν/μίου Αιγαίου, κριτικός βιβλίου για νέους
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Bowers, Magie Ann. Magic(al) Realism. London and New York: Routledge, 2004.
– Lüthi, Max. Το λαϊκό παραμύθι ως ποίηση. Αισθητική και ανθρωπολογία. Μτφρ.
Εμμ. Καστρινάκη. Αθήνα: Πατάκης, 2018.
– Παπαδάτος, Σ. Γιάννης. «Η πολιτεία της θετικής ουτοπίας. Μια σύντομη
περιδιάβαση στο έργο της ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ». Εκπαιδευτική Λέσχη, 2,
2018, σσ. 51-55
Φωτεινή Φραγκούλη, Η ιστορία βλέπει, Αθήνα, Πατάκης, 2023