Η φωνή της (της Άντας Κατσίκη-Γκίβαλου)

0
333

 

 

της Άντας Κατσίκη-Γκίβαλου (*)

 

«Και γιατί δεν γράφεις; Γράψε! Η γραφή είναι για σένα, εσύ είσαι για εσένα: το σώμα σου είναι δικό σου, πάρ’  το. Γράφε την εαυτή σου»[1]. Με αυτά τα λόγια η Ελέν Σιξού, Γαλλίδα συγγραφέας, φιλόσοφος και  φεμινίστρια  καλεί μέσα από το θεωρητικό της κείμενο  Lε rire de la Μéduse  (Το γέλιο της Μέδουσας) τις γυναίκες να γράψουν ή μάλλον να εγγράψουν την εαυτή τους, να καταγράψουν τη διαφορά του φύλου τους στη γλώσσα, σε κείμενα.

Οι 53 γυναίκες συγγραφείς των διηγημάτων του συλλογικού τόμου Η φωνή της, που εκδόθηκε φέτος από τις εκδόσεις Καστανιώτη, φαίνεται πως άκουσαν την προτροπή της   και καταθέτουν τις εμπειρίες τους, μυθοπλαστικές ή μη, προβάλλοντας μέσα από τον δικό τoυς προσωπικό λόγο εμπειρίες, γεγονότα  για την έμφυλη βία σε όλες της  τις μορφές.

Η «γυναικεία γραφή» ( écriture feminine) όρο που εισήγαγε η ίδια η Hélène Cixous μέσα από τα θεωρητικά της έργα αναφέρεται στην έμφυλη διάσταση ενός λογοτεχνήματος. Τα διηγήματα του τόμου αυτού έχουν έντονα διακριτή τη διάσταση αυτή χωρίς να είναι η μοναδική.  Τόσο η  Cixous  όσο και η Kristeva και η Luce Irigaray αντιθέτουν στη δυτική φαλλοκρατική κουλτούρα την εμπειρία του γυναικείου σώματος, την απόλαυση (jouissance),θεωρώντας ότι μια τέτοιας μορφής αφήγηση, ένα «γράψιμο του σώματος»  αναδημιουργεί τον κόσμο. Όμως, η μελέτη της γυναικείας γραφής μόνο με κριτήριο τη γυναικεία σεξουαλικότητα, απομονωμένη από τις κοινωνικές μεταβολές από τις οποίες επηρεάζεται, δεν οδηγεί σε ασφαλή ή ολοκληρωμένη κριτική των κειμένων αυτών. Όπως επισημαίνει η A.R.Jones[2] η σεξουαλικότητα διαμορφώνεται και μέσα από τις κοινωνικές συναλλαγές μεταξύ ανθρώπων. Η γυναικεία γραφή δεν είναι απομονωμένη και αποκλειστικά προσωπική, ανταποκρίνεται και αυτή στην κοινωνική πραγματικότητα.

Οι διαφορετικές γυναικείες εμπειρίες των συγγραφέων του τόμου αυτού αναδεικνύουν πολύπλευρα το ατομικό, καθώς και το συλλογικό «τραύμα». Υψώνουν τη δική τους φωνή και με τα διηγήματά τους αντιμετωπίζουν τον φόβο, τη σιωπή και την καταπίεση. H γραφή   των κειμένων δεν έχει τα μειονεκτήματα που κατά καιρούς  αποδίδονταν στη «γυναικεία γραφή», όπως είναι ο έντονος συναισθηματισμός, η επιφανειακή αποτύπωση   χαρακτήρων, η αφέλεια και η φλύαρη ευτέλεια. Ούτε πάλι, αποφεύγοντας τα παραπάνω υφολογικά χαρακτηριστικά καταφεύγουν στον αφυδατωμένο  και ασθματικό  ανδρικό τρόπο γραφής, όπως τον χαρακτηρίζει η Βιρτζίνια Γουλφ[3]. Από τους χαρακτηρισμούς που η Ellen Moers αναφέρει ότι αποδίδονται στη γυναικεία γραφή νομίζω  πως στα συγκεκριμένα λογοτεχνήματα αρμόζουν οι: «αυθόρμητη, ενστικτώδης, φυσική, μη τυπική, αντικλασική» [4] και φυσικά καθόλου «άτεχνη» .

Τα χρόνια που η γυναικεία γραφή ταυτιζόταν με τη ροζ λογοτεχνία έχουν παρέλθει σε μεγάλο βαθμό. Η εισαγωγή της κατηγορίας Φύλο όχι μόνο βιολογικό (sex)  αλλά και κοινωνικό (gender) έχει μεταβάλει και την ποιότητα και τον προσανατολισμό τόσο της γυναικείας γραφής όσο και της φεμινιστικής κριτικής. Τα διηγήματα του τόμου αυτού, όπως πολύ σωστά επισημαίνει στον  ιδιαίτερα κατατοπιστικό για τη γυναικεία γραφή «Πρόλογο» η Μαρία Γκασούκα, ομότιμη  καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Αιγαίου, ειδική σε ζητήματα Φύλου και αγαπητή φίλη, «προσφέρουν με τη γραφή τους στην κατανόηση του κοινωνικού προβλήματος της έμφυλης βίας, συμβάλλοντας με τον μοναδικό τους τρόπο στην ανάδειξη αυτού του συχνά περιορισμένου και συσκοτισμένου στον ιδιωτικό χώρο ζητήματος στη δημόσια σφαίρα και αποκαλύπτοντας την κοινωνική, πολιτισμική και, κυρίως , έμφυλη διάστασή του».[5] Είναι πλέον κοινός τόπος ότι το Φύλο έχει ιστορική διάσταση και είναι προϊόν κοινωνικών και πολιτισμικών όρων που μεταβάλλονται μέσα στον χρόνο.

Ο συλλογικός τόμος «Η φωνή της», αποτελεί μια σημαντική συμβολή  στην ευρύτερη πληροφόρηση και ευαισθητοποίηση του κόσμου για το θέμα της έμφυλης βίας που τελευταία έχει πάρει τραγικές θα έλεγα διαστάσεις με την αυξανόμενη με γεωμετρική πρόοδο άνοδο κρουσμάτων  γυναικοκτονιών με θύματα νέες κοπέλες και γυναίκες. Η διατράνωση της αλήθειας, η τόλμη να δημοσιοποιηθούν και να γίνουν κοινό κτήμα  αναγνωστών και αναγνωστριών περιστατικά υποτίμησης, κακοποίησης, βασανισμού,  βιασμού που όλο και συχνότερα καταλήγουν στη γυναικοκτονία  είναι η μεγάλη και κύρια συνεισφορά του τόμου αυτού. Δεν είναι όμως η μόνη. Το γεγονός ότι 53 καταξιωμένες  επαγγελματικά και κοινωνικά γυναίκες συγγραφείς αποφασίζουν, πέρα από τους ατομικούς  ή και συλλογικούς  αγώνες που δίνουν από άλλους χώρους,  να ενώσουν τις φωνές τους, φωνές διαμαρτυρίας και καταγγελίας της απάνθρωπης συμπεριφοράς προς το γυναικείο φύλο και να ξυπνήσουν ναρκωμένες, φοβισμένες συνειδήσεις της κοινωνίας μας μέσα από τη λογοτεχνική γλώσσα των διηγημάτων τους, είναι μια προσφορά και στο χώρο της λογοτεχνίας και του πνεύματος γενικότερα.

Το κάθε ένα από τα διηγήματα του τόμου αυτού εκφράζει  την ιδεολογία και την αισθητική αντίληψη της συγγραφέως με κυρίαρχο τον ρεαλιστικό τρόπο αναπαράστασης των εμπειριών. Ωστόσο, υπάρχουν και δείγματα υπερρεαλιστικής επιρροής. Μια προσπάθεια θεματικής ομαδοποίησης μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όλες τις συγγραφείς απασχολεί η ψυχολογία του θύματος που συχνά υφίσταται τη βία, υπομένει και υποχωρεί, φεύγει  ή οπλίζεται με θάρρος, καταγγέλλει και εκδικείται προσωπικά.

Η ενδοοικογενειακή βία με ποικίλες μορφές είναι αυτή που απασχολεί αρκετές συγγραφείς με ηρωίδα την κακοποιημένη μάνα όπως η  μάνα με «το σώμα της υποταγής» στο «Μάτι» της  Αλεξάνδρας Μητσιάλη, η μάνα «σκιά του εαυτού της» «Στον λόφο με τις παπαρούνες» της Ελένης Μπιρμπίλη που επιλέγει τη φυγή  από το δυνάστη σύζυγο σε αντίθεση με την κόρη της  που κυρίαρχη του εαυτού της δηλητηριάζει τον άνδρα της. Τη φυγή επιλέγει ως λύση και η ηρωίδα της Χίλντας Παπαδημητρίου στο «Φύσα αγέρι, φύσα αγέρι», έχοντας εσωτερικεύσει τη φθορά από τη βία του συζύγου που την ξυλοκοπούσε ανελέητα λόγω της παράφορης ζήλιας του, ενώ η Κυράνη στις «Θηλυκές αντωνυμίες» της Σοφίας Μαντουβάλου  ζει υποταγμένη στο κυρίαρχο αρσενικό (πατέρας, άνδρας).

Ο ψυχισμός των ηρωίδων μεταβάλλεται όταν η βία δεν αφορά μόνο τις ίδιες αλλά και τις κόρες τους. Ενδεικτικές περιπτώσεις αυτές  της Μαρίας Σκιαδαρέση που η σιωπηλή μάνα που υπέμενε καρτερικά τα πάντα από τον γυναικά αστυνομικό σύζυγό της, όταν αντιλαμβάνεται ότι αυτός βιάζει την κόρη τους ως «Ερινύα» (294) τον σκοτώνει με το υπηρεσιακό του όπλο. Σε αντίθεση με τη μάνα στο  « Κόρη, Μητέρα» της Ελένης Καρασαββίδου  που ακούει ασυγκίνητη την εξομολόγηση της κόρης της ότι τη βίαζε ο πατέρας της με μόνη έγνοια τη διατήρηση της αξιοπρέπειας του ονόματος της οικογένειας.

Συγκλονιστική είναι η «Φανή» της Όλγας Μπακοπούλου, θύμα ενδοοικογενειακής βίας η ίδια αλλά και θύμα βιασμού η κόρη της από τον πατέρα. Αναλαμβάνει η ίδια το βάρος του φόνου για να απαλλάξει την κόρη της, η οποία όμως ανατρέπει τα δεδομένα και πηγαίνει να ομολογήσει την αλήθεια. Στο διήγημα αυτό θα λέγαμε ότι το ατομικό τραύμα γίνεται συλλογικό, καθώς η  μητέρα της δικηγόρου ήταν θύμα και αυτή, όπως και η Φανή.

Στις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας δεν λείπει και η δολοφονία του πεθερού από τη νύφη, όπως παρακολουθούμε στο διήγημα «Γράφουν κι οι φόνισσες παραμύθια…»  της Κώστιας Κοντολέων ή της μάνας από το γιο,  όπως στο διήγημα «Φωνές» της Δήμητρας Κουβάτα, όπου γίνεται και καταγγελία του κοινωνικού περίγυρου  για την αδιαφορία για την κακοποίηση γυναικών.

Τα περισσότερα διηγήματα   με θέμα την ενδοοικογενειακή βία χαρακτηρίζονται από μια έντονη σύγκρουση συναισθημάτων, που οδηγεί συχνά στην μεταβολή του χαρακτήρα του θύματος και τη μετατροπή του σε θύτη.

Υπάρχουν  και διηγήματα που ο σεξουαλικός χαρακτήρας είναι κυρίαρχος και καθορίζει την αισθησιακή τόλμη, τη βιαιότητα των πράξεων και τη μετατροπή των όποιων αισθημάτων των ανδρών σε μίσος και βαρβαρότητα προς τις γυναίκες, όπως συμβαίνει  με την Άννα της Σίσσυς Δουτσίου, με την Ερατώ και τη Βαλέρια, της Σόνιας Ζαχαράτου, με τη «Γυναίκα χωρίς όνομα» της Ελευθερίας Θάνογλου,  με την Βαλμίνα, στο Kanun  της Κατερίνας Ι. Παπαδημητρίου.

Έχουμε όμως και περιπτώσεις, όπου η υποτίμηση της γυναίκας λαμβάνει χαρακτήρα σχεδόν επίσημο. Η σεξουαλική και κοινωνική καταπίεσή της έχουν θεσμικό χαρακτήρα και αφορούν  είτε το εθιμικό δίκαιο όπως στη «Σύγκρια» της Κατερίνας Καριζώνη, είτε το συνταγματικό δίκαιο χωρών κυρίως  της Αφρικής ή του Μεξικού όπως στο «’Εθιμο» της Πασχαλίας Τραυλού και στη «Σιουδάδ Χουάρες» της Λίλιας Τσουβά.

Έμφαση στην κοινωνική παράμετρο παρατηρούμε να κυριαρχεί και σε αρκετά διηγήματα, όπως στο  «Είμαι φύλλο» της Ελένης Πριοβόλου, όπου η κοινωνική και οικογενειακή καταπίεση στον νεαρό άνδρα που είναι γυναίκα καθίσταται ασφυκτική. Τη λύση δίνει πάλι η οικογένεια μέσα από το πρόσωπο της μητέρας που αποδέχεται την ιδιαιτερότητα του παιδιού της και συμπαρίσταται στις αποφάσεις του. Έμφαση στην κοινωνική διάσταση ζητημάτων που σχετίζονται με την ελεύθερη βούληση της γυναίκας δίνει και η Πέλα Σουλτάτου στο «Ησύχασον» ,διήγημα που ασχολείται με το θέμα του αγέννητου παιδιού και την ψευτοηθική που δεν υπολογίζει την επιθυμία  της γυναίκας, ενώ παραβίαση της βούλησης της γυναίκας για την διαχείριση του σώματός της έχουμε και στο διήγημα της Αγγελικής Δαρλάση «Θα μάθω κι εγώ!», όπου για αναίτιους; λόγους επιβάλλουν στην επίτοκο την καισαρική τομή.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και δυο διηγήματα εμπνευσμένα από τη ζωή της Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου που αντέδρασε στην γονεϊκή και κοινωνική καταπίεση ήδη στις αρχές του 19ου αι. Με τη γυναικεία αυτή προσωπικότητα ασχολούνται με διαφορετικό λογοτεχνικό τρόπο αλλά εξίσου συγκλονιστικό η Αργυρώ Μαντόγλου με τον φανταστικό μονόλογο της Μαρτινέγκου που προσπαθεί να απομυθοποιήσει την υπερβολική προβολή της ως της πρώτης γυναίκας συγγραφέως  και της Κατερίνας Παπαντωνίου που μέσα από τη μυθοπλασία της αποκαλύπτει την τυραννία της ανδρικής εξουσίας και την ιδιαίτερη τόλμη της νεαρής Μπέτα Ελίζας.

Η αναφορά σ’  αυτή τη γυναίκα- συγγραφέα μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε πως οι αγώνες για την ισότητα των δύο φύλων, την ανεξαρτησία της γυναίκας και την αυτοδιάθεση του σώματός της ξεκινούν πολύ πιο πριν  από τη δεκαετία του 70 οπότε κυριαρχεί η φεμινιστική σκέψη και  επιστήμη.

 

(*) Η Άντα Κατσίκη- Γκίβαλου είναι ομότιμη καθηγήτρια Ελληνικής Φιλολογίας ΕΚΠΑ.

 

 

Η Φωνή της  (συλλογικός τόμος)

Eπιμ. Σ. Δουτσίου,  Μ. Κουρουτσίδου, Α. Μητσιάλη, Ο. Μπακοπούλου, Χ. Παπαδημητρίου, Κ. Παπαντωνίου, Ε. Πριοβόλου, Εκδ. Καστανιώτη, 2023.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[1] Cixous H. (2021),Το γέλιο της Μέδουσας, μτφρ. Γ. Κατσούλη, Τζ. Κουντούρη Τσιάμη, Ειρ. Σπανοπούλου, Αθήνα, Τοποβόρος .

[2] Jones, A.R. (1985),   “Writing the Body. Toward an Understanding of L’ Έcriture feminine “ στο Feminist Criticism. Essays on Women, Literature, Theory   (επιμ.E :Showalter),Pantheon Books, New Yorks.367.

[3] Γουλφ, Β. ,(1980), Ένα δικό σου δωμάτιο, (μτφρ. Μ. Δαλαμάνγκα), Οδυσσέας, Αθήνα, σ. 108.

[4] Βλ.Roller, J. (1986) , The Politics  of the Feminist Novel, Greenwood Press, New York-Connecticut-London ,σ.33.

[5] Γκασούκα, Μαρία,(2023), «Πρόλογος. Φύλο, λογοτεχνία και γυναικεία γραφή»στο  Η φωνή της.Διηγήματα. Συλλογικός τόμος (επιμ.Σ. Δουτσίου,Μ Κουρουτσίδου,Α.Μητσιάλη, Ο. Μπακοπούλου, Χ. Παπαδημητρίου, Κ. Παπαντωνίου, Ε. Πριοβόλου),  Καστανιώτης,σ.18.

Προηγούμενο άρθροΒασίλης Δανέλλης : “Δεν είναι εύκολο να γράψεις ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα” (συνέντευξη στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο)
Επόμενο άρθροΈκθεση «Vanitas. Ιστορίες από το επέκεινα» (MOMus-Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, 30/11)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ