Η φαντασμαγορία της φύσης (της Έφης Κατσουρού)

0
361
έργο της Μαρίας Γιαννακάκη

 

 

της Έφης Κατσουρού

 

Το βιβλίο, όπως καθετί απτό, έχον μία υλική υπόσταση, πέρα από το περιεχόμενο των σελίδων του, που συνοψίζει τη μείζονα ουσία της ύπαρξής του, διαθέτει και ένα σαρκίο, ένα σώμα, που περιβάλλει και περιθάλπει αυτή τη μείζονα ουσία, προδιαθέτοντας ή μη τον έτερο πόλο να το αγγίξει. Στην περίπτωση των βιβλίων του Γιώργου Βέη, όπως έχω και άλλοτε παρατηρήσει, η καίρια εικαστική άποψη των εξωφύλλων, που ο ποιητής επιλέγει, αποτελεί μία ξεχωριστή ερμηνεία της ίδιας της γραφής του. Στην προκειμένη περίπτωση, και στο μεταφραστικό ποιητικό εγχείρημά του στον κινέζο ποιητή Λι Μπάι, ο Βέης συνεπικουρούμενος ασφαλώς και από τις εκδόσεις Σμίλη, επιλέγει να παρεισφρήσει αυτή η μαγική εικόνα και στο εσωτερικό του βιβλίου του, στις σελίδες των ποιημάτων, όπου βλέπουμε να κοσμούνται από έργο του Ιάπωνα ζωγράφου Σοάμι και απεικονίζουν τον Λι Μπάι θαυμάζοντα τον καταρράκτη. Η κίνηση αυτή, δίνει στον αναγνώστη την αίσθηση ότι φυλλομετρά μυστικά το σημειωματάριο του ίδιου του ποιητή,  εγείροντας με τον τρόπο αυτό, ακούσια, την ηδονοβλεπτική διάθεση περιήγησης στις μύχιες γραφές του.

Ο Βέης έχοντας έρθει σε στενή επαφή με την κινέζικη κουλτούρα, μέσα από την πολυετή θητεία του ως πρέσβης, στον χώρο της Άπω Ανατολής, μοιάζει να έρχεται σε μία ουσιαστική σύνδεση με τον ποιητή που μεταφράζει, γεγονός που προσδίδει ένα επιπλέον σημαινόμενο στην εικαστική προσέγγιση του βιβλίου. Η ποίηση, όπως έχει μελετηθεί και τεκμηριωθεί από πληθώρα κριτικών και γλωσσολόγων, είναι ένα από τα πλέον δύσκολα μεταφραστικά κείμενα, ειδικά δε όταν πρόκειται για γλώσσες με τόσο ιδιάζουσες υφές όσο η κινεζική. Ξεκινώντας λοιπόν, κάθε ποιητής την αναμέτρηση με την μετάφραση ή απόδοση, πιο σωστά, τέτοιων κειμένων, γνωρίζει πολύ καλά ότι εισέρχεται σε μία ελκυστική αλλά ιδιαζόντως απόκρημνη περιοχή, όπου οφείλει να ισορροπεί ανάμεσα στην πιστότητα και την πειστικότητα των μεταφορών και των νοημάτων, του ρυθμού και του μέτρου, της φόρμας και της έκτασης σε κάθε του δρασκελισμό. Ο Βέης το γνωρίζει πολύ καλά αυτό και ο ίδιος παρατηρεί στο επίμετρο που ακολουθεί τα ποιήματα «η πιστότητα της μεταγλώττισης ισούται με το σχεδόν αδύνατο εις τον κύβο. Χωρίς υπερβολή». Και ακριβώς αυτή η βαθιά γνώση (θεωρητική και εμπειρική συνάμα) τον οδηγεί να χαμηλώνει και να συνομιλεί με τον ποιητή στον δικό του τόνο. Να αναζητά τελικά τα σημεία συνάντησης, μέσα από τα ποιήματα που ανθολογεί και μεταφέρει στην ελληνική γλώσσα, και να αποδίδει μία νέα γραφή που διατηρεί αδιάπτωτο τον τόνο και το συγκινησιακό φορτίο του Λι Μπάι.

Φρονώ ότι ο Βέης δεν επιλέγει τυχαία, ούτε κατά παραγγελία, να ασχοληθεί με τον Λι Μπάι, καθώς μέσα στην θεματολογία του κινέζου ποιητή μπορούμε εύκολα να αναγνωρίσουμε λεπτές εκλεκτικές συγγένειες με την δική του προσωπική ποιητική φωνή -όχι ταυτίσεις, σίγουρα όμως συνέργιες, κοινά εδάφη όπου οι στίχοι καρπίζουν, αδιόρατες, συχνά, συζεύξεις που όμως ορίζουν τη γενεαλογία της ποιητικής γραφής. Κυρίαρχο ρόλο, στο τοπίο του Λι Μπάι, διαδραματίζει η φύση, και για να γίνω ακριβέστερη η απόδοση μίας ιδιάζουσας φαντασμαγορίας της φύσης, η οποία τόσο ως τρόπος κατανόησης και πρόσληψης της ίδιας της εμπειρίας της ζωής όσο και ως απότοκος της εκστατικής εκφοράς της ύπαρξης συνέχει και την ποιητική του Γιώργου Βέη. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στον Λι Μπάι:

«Από νωρίς γύρισε την πλάτη του / στα αμάξια και τα ψηλά καπέλα της εξουσίας. / Γέρος, με άσπρα μαλλιά, ξεκουράζεται τώρα / σιμά στα πεύκα και στα σύννεφα.», [«Χαρισμένο στον Μενγκ Χάο-Γιάν»]

«και πόσο πιο κόκκινα δείχνουν τώρα / τα λουλουδάκια της ροδακινιάς μετά την καταιγίδα!/ Και νά ένα ελάφι ξαφνικά / στην καρδιά του δάσους σε κοιτάζει!/ […] / Πανύψηλα, άγρια μπαμπού ξεκοιλιάζουν την ομίχλη / κι ο καταρράκτης από την κορυφή τη σμαραγδένια κρέμεται.» [«Ψάχνοντας μάταια έναν μοναχό του Τάο στο όρος Ταϊ Τιέν-Τσαν»]

«Δεν αργώ γυμνός / στο δάσος να χαθώ. / […] / Ο αέρας μέσα απ’ τα πεύκα έρχεται / να παίξει με τα μαλλιά μου» [«Καλοκαίρι στα βουνά»]

«Λουλούδια από παντού ο άνεμος μου φέρνει / κι αυτά γελούν  που είμαι μόνη / και δεν κλείνω μάτι.» [«Άνοιξη, με το παράπονο στα χείλη»]

Ενώ στο επίσης προσφάτως εκδοθείσα ποιητική του συλλογή Καταυλισμός (Γιώργος Βέης, Ύψιλον, 2023):

«Βρήκα το μονοπάτι / τη χλόη με θάρρος ν’ απλώνεται / εκείνη την πηγή / την ίδια των ονείρων μας να παραμιλάει / […] / κανένα πουλί ακόμη / αλλά μόνο αυτό το απρόβλεπτο ελάφι / με τα μεγάλα, υπέροχα ελληνικά του.» [«Είσοδος της Αθηνάς στο πάρκο»]

«Το κηπάκι / με τη μουσμουλιά μέσα / δικό του είναι κι αυτό / δεν το αποχωρίζεται ποτέ / το πήρε μαζί του κι απόψε / για να ονειρευτεί.» [«Τηγάνι»]

«Εύγλωττος ο ποταμός / κι έχεις δίκιο πάλι,  αγάπη μου, / δεν είναι απλώς ο διάκοσμος του απογεύματος / αλλά το πεπρωμένο μας αυτοπροσώπως.» [«Εύηνος»]

 και σε παλαιότερες ποιητικές του συλλογές (ενδεικτικά):

«ποτέ ξανά χωρίς δάσος, δάκρυα σοφίας στην άκρη / της χλωρίδας, στην στροφή του τοπίου φάνηκε / το τρυπημένο σώμα να το γεμίσω μέλι και χιόνια.», [«Ανατολικά», Γεωγραφία κινδύνων]

«ΟΙ ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΑΝΕΜΩΝΕΣ ΕΠΙΜΕΝΟΥΝ / ανεβαίνουν στον αφρό / μάθημα σαγήνης» [«Οι θαλάσσιες ανεμώνες επιμένουν», Λεπτομέρειες κόσμων]

«οι βροχοσταγόνες / αν τις διαβάσουμε σωστά / εξηγούν ασφαλώς τα υπόλοιπα // να σπουδάσουμε, έστω και τώρα, / αναγέννηση» [«Αναφορά νυχτοφύλακα [Μαθητεία ορίων]», Μετάξι στον κήπο]

Για έναν “συστηματικό” αναγνώστη του Γιώργου Βέη είναι εύκολα ανιχνεύσιμο το γεγονός ότι η ποίηση του Λι Μπάι εδράζεται πάνω σε μία κοινή, ή έστω συναφή κοσμοαντίληψη, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτόν τον όρο για δύο ποιητές που απέχουν χρονικά αρκετούς αιώνες· η οποία υφαίνει υποδόρια ένα πλέγμα, έναν συγγενή χωροκάναβο που ενώνει τις γραφές τους. Αναγνωρίζοντας ότι η σχεσιακότητα ανάμεσα σε δύο έργα, όπως η αισθητηριακή και αισθηματική συγκίνηση που μπορεί να δοκιμάσουν δύο πρόσωπα (γιατί και στην ποίηση τελικά για την συνάντηση δύο προσώπων μιλάμε) δεν είναι προϊόν του χρόνου αλλά της στιγμής, μίας ευτυχούς ακαριαίας συνάντησης, μίας κοινής προέλευσης σχεδόν ανερμήνευτης μερικές φορές, όπως συμβαίνει για παράδειγμα ανάμεσα στον Οδυσσέα Ελύτη και τη Σαπφώ, η σύνδεση ανάμεσα στον ποιητή και τον μεταφραστή του, εν προκειμένω, τον Λι Μπάι και τον Γιώργο Βέη μπορεί να γίνει πολύ πιο εύκολα προσπελάσιμη. Το ίδιο και η γονιμότητα του εγχειρήματος.

Τόσο ο Κινέζος ποιητής, όσο και ο Βέης, όπως φαίνεται και από τα αποσπάσματα που παρατέθηκαν νωρίτερα, αγγίζουν τη φύση βιωματικά, ως αναπόσπαστο κομμάτι αυτής, με όλες τις αισθήσεις και όχι μόνο δια του οράν. Δεν πρόκειται για μία φυσιολατρική, δηλαδή, πρόσληψη και απόδοση της φύσης αλλά για μία αμιγώς αισθητηριακή κυριαρχία των στοιχείων της επάνω στον άνθρωπο. Ο Λι Μπάι φαίνεται να ορίζει την ίδια την ύπαρξή του μέσα από τα διάφορα στοιχεία της:

«Όλα τα πουλιά χάθηκαν εκεί ψηλά/ένα σύννεφο μοναχικό ταξιδεύει στον ουρανό / μα πόσο ελεύθερο δείχνει! / Κάθομαι και κοιτάζω με τις ώρες / την κορυφή του Τζινγκ Τίνγκ / καθόλου δεν τη βαριέμαι / αλλά μήτε κι αυτή εμένα.», «Κοιτάζω την κορυφή Τινγκ κι είμαι μόνος»

Τα φυσικά φαινόμενα και η διαρκής εναλλαγή του τοπίου μέσα από την αλληλοδιαδοχή χρωμάτων, γεύσεων και αρωμάτων αναιρούν την μοναξιά, αγκαλιάζοντας την μοναχικότητα με μία στοργή που εκκινεί από την αδράνεια της νηνεμίας και τεντώνεται ως την παρηγορία της έκστασης που προσφέρει η οινοποσία:

«Κι όμως, με φίλο το φεγγάρι και τη σκιά μου την πιστή / θα τα καταφέρω μια χαρά ως το τέλος της άνοιξης. / Τραγουδώ και το φεγγάρι σιγοντάρει με τις αχτίνες του / χορεύω και η σκιά μου τρεκλίζει από κοντά. […]», «Φεγγαρόφωτο, τα πίνω μόνος»

«Έχασα τη δύση του ηλίου / κολλημένος πάντα στο κρασάκι // κι ούτε που κατάλαβα / ώσπου πέταλα σκέπασαν το πανωφόρι μου. / πιωμένος / τα καταφέρνω όμως και σηκώνομαι / ως το ρυάκι να πάω / το φεγγάρι ακολουθώντας καταπόδας. Τα πουλιά χάθηκαν, ο κόσμος κάτι λίγο.», «Διασκεδάζοντας μόνος»

Το κρασί, απόλυτα απενοχοποιημένο, στέργει με τις ιδιότητές του τον ποιητή, και εκείνος με τη σειρά του, μέσα από μία διάθεση μέθεξης, μοιάζει να το προσφέρει στον αναγνώστη γενναιόδωρα, να μάχεται να τον παρασύρει στην εκστατική συνθήκη της οποίας μετέχει. Ο χρόνος των ποιημάτων, σε μεγάλο βαθμό, απλώνεται νυχτερινός, με ένα σκοτάδι εμμονικά διάτρητο από το φως του φεγγαριού, ενός φεγγαριού που καταλαμβάνει χώρο, σχεδόν προσωποποιείται, θα μπορούσαμε να πούμε, θυμίζοντάς μας τα φεγγάρια της δημοτικής ποίησής μας ή τα φεγγάρια του Λόρκα. Και την ώρα εκείνη ευδοκιμούν και οι έρωτες, στην παρουσία και την απουσία τους, θεριεύουν όπως οι σκιές της νύχτας, και αποδίδονται ως το ακατάλυτο βασίλειο της ανθρώπινης φύσης, ο τόπος που η φαντασμαγορία της γίνεται απτή:

«Το κρασί γέμιζε τις χρυσαφένιες κούπες / το κορίτσι από το βασίλειο του Γου στα δεκαπέντε του / μαύρα τα φρύδια του βαμμένα / από μετάξι, κόκκινα τα σαντάλια του.// Δεν ήξερε να μου πει πολλά / αλλά πόσο όμορφα τραγουδούσε! / Φάγαμε και ήπιαμε μαζί / ώσπου ήρθε να φωλιάσει στην αγκαλιά μου. // Πίσω από τις κουρτίνες μετά / τις κεντημένες με φύλλα λωτού / ήταν αδύνατον ν’ αντισταθώ / στον πειρασμό του χαδιού της;», «Εξομολόγηση»

 

Ο Βέης σημειώνει στο επίμετρό του, ότι κατά τον κ. Λιού Τζιαντσάο, πρέσβη της Κίνας στην Τζακάρτα, ο Λι Μπάι είναι ποιητής που ξέρει να εμψυχώνει (τον κινεζικό λαό), όταν οι καιροί είναι δύσκολοι. Είναι ο πιο ανθρώπινος από όλους τους άλλους (κινέζους ποιητές), μας μεταφέρει τα λόγια του, και είναι αλήθεια ότι κλείνοντας κανείς το βιβλίο αυτό με τα 45 μεταφρασμένα ποιήματα του Κινέζου ποιητή διακατέχεται από ένα αίσθημα αδιατάραχτης ευφορίας μέσα από την κατοίκηση ενός χώρου, που όσοι αιώνες και αν περάσουν, όσο και αν η ανθρώπινη διαστροφή πασχίσει μέσα από την αλματώδη εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας προς την αντίθετη κατεύθυνση, πάντοτε θα διευρύνεται και θα εμψυχώνει στο άγγιγμά του, θα ανθίζει προοιωνίζοντας έρωτες, θα χαμηλώνει στους πολέμους της μέρας και θα εξυψώνεται στους πόθους της νύχτας κάτω από τα μικρά και τα μεγάλα φεγγάρια της Ιστορίας. Αν τώρα παράλληλα με τον Λι Μπάι διαβάσουμε και τον Βέη, τόσο στα προγενέστερα βιβλία του, αλλά πολύ περισσότερο στον πρόσφατο Καταυλισμό, όπου οι η φύση πάντοτε υπερβαίνει, πάντοτε προηγείται και έπεται της ανθρώπινης ύπαρξης, άλλοτε μέσα από την ένταση της στιγμής και άλλοτε μέσα από την υπεροχή της διάρκειας, θα καταλάβουμε ότι ο ποιητής με κάθε γραφή του (ποίηση, δοκίμιο, μαρτυρία, μετάφραση) πασχίζει να πράξει το ίδιο, να εμψυχώσει τον δικό του κόσμο, να ανοίξει ένα παράθυρο με θέα, του οποίου η γρίλια παραμένει χρόνια τώρα μισόκλειστη, αφήνοντάς μας να αποκοιμηθούμε ψιθυρίζοντας ανάστροφα, σε μία παράφραση της νύχτας, το καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ, με ένα ανερμήνευτο μειδίαμα αισιοδοξίας στα χείλη.

Λι Μπάι, Ποιήματα, μτφρ.Γιώργος Βέης,Σμίλη, 2023

 

Προηγούμενο άρθροΜαθήματα ζωής στο Hydra School Projects (του Δημήτρη Σαραφιανού)
Επόμενο άρθροΤο πλοίο του Κ.Π. Καβάφη ταξιδεύει ακόμη (της Μαίρης Σιδηρά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ