Η φαντασιακή θέσμιση του υποκειμένου

0
1007

   

Της Ειρήνης Σταματοπούλου.

Της ζωής η ασυναρτησία μας διαπερνά

                                                                           με παράξενη συνάφεια

                                                                              Wallace Stevens[1]

«Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων εκείνη που ορίζει το είναι τους», επισημαίνει ο Γκέοργκ Λούκατς βασιζόμενος στη Γερμανική ιδεολογία των Μαρξ και Ένγκελς, «αντίθετα, είναι το κοινωνικό τους είναι αυτό που ορίζει τη συνείδησή τους». Σύμφωνα μ’ αυτόν, έργο της λογοτεχνίας δεν είναι απλώς και μόνο η αναπαράσταση της πραγματικότητας αλλά η αναπαράσταση της ίδιας της δομής της κοινωνίας, με τρόπο που να παρέχει μια κατανόηση της οργάνωσής της αλλά και μια αίσθηση για την κατεύθυνση της ανάπτυξής της, μια προφητική αίσθηση του μέλλοντος.[2] Η λογοτεχνία συλλαμβάνεται έτσι ως μέρος του «εποικοδομήματος» που αντανακλά την αντικειμενική κοινωνική πραγματικότητα. Δεδομένου, ωστόσο, ότι ο κόσμος της τέχνης οφείλει να εμψυχώνεται από μια οπτική γωνία, από μια ειδική κοσμοαντίληψη, έχει χρέος, με άλλα λόγια, να είναι μεροληπτικός, ο συγγραφέας στέκεται απέναντι στις μυθιστορηματικές του φιγούρες, που συλλαμβάνονται ως μέρος ενός φαντασιακού κόσμου και ως εικόνες που πρέπει να ιδωθούν στην αντιστοιχία τους με την κοινωνική πραγματικότητα που τις περιβάλλει.[3]

Σε μια εποχή που το προσφυγικό ζήτημα έχει γίνει αντικείμενο σφετερισμού κάθε είδους λόγου (πολιτικού, ηθικού, ανθρωπολογικού, ανθρωπιστικού) ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, στο νέο του μυθιστόρημα με τίτλο Τα πέρασμα, χωρίς να αθωώνει οποιαδήποτε ανθρώπινη εμπλοκή στο ιστορικό γίγνεσθαι του εγκόσμιου πεπρωμένου, το χρησιμοποιεί ως αφορμή για να προσφέρει έναν μυθιστορηματικό στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη φύση, τη συλλογικότητα, την ατομικότητα και τη ζωή των ενστίκτων, σε μια κατάσταση ακραία, εφόσον «η παρουσίαση ακραίων καταστάσεων στη λογοτεχνία δίνει την ευκαιρία να συνοψιστεί μια συνολική εικόνα της μεταβαλλόμενης τάξης του αποκαλούμενου νόμου του κόσμου».[4]

«Ένα χαρακτηριστικό της οικουμενικής ροπής των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών», σημειώνει ο Francis Mulhern, «είναι η όλο και πιο αφηρημένη φύση αυτών των κοινοτήτων, έτσι ώστε οι άνθρωποι οι οποίοι στην πραγματικότητα βρίσκονται σωματικά μακριά μεταξύ τους μπορεί παρά ταύτα να αισθάνονται μέλη μιας σημαντικής κοινότητας, ίσως ακόμη και διεθνούς».[5] Ο Τζαμιώτης, αναλαμβάνει να φέρει κοντά τα μέλη αυτής της δισυπόστατης οικουμενικής κοινότητας, αναδεικνύοντας έτσι όλη την τραγικότητα του «εγχειρήματος του ζειν».

Η ιστορία είναι σχετικά απλή: ένα καράβι γεμάτο πρόσφυγες ναυαγεί σε ένα μικρό νησί του Αιγαίου, ενώ η κακοκαιρία αναγκάζει τις δύο κοινότητες, των «ξένων» και των ντόπιων του νησιού, να συνυπάρξουν για τέσσερις ημέρες, γεγονός που πυροδοτεί μια ολόκληρη σπείρα ανατροφοδοτούμενων συγκρούσεων τόσο μεταξύ των διαφορετικών ανθρώπων όσο και του καθένα ξεχωριστά με τον ίδιο του τον εαυτό. Η Βασιλική είναι έτοιμη να πάρει το  κινητό της να καταγράψει τις δραματικές ώρες, όταν της έρχεται στο νου ότι κάποτε στην Αθήνα δύο παιδιά έκαναν το ίδιο την ώρα που εκείνη πάλευε με έναν ληστή που επιχειρούσε να της κλέψει την τσάντα. Ο Ρασίντ καταφέρνει να ξεφορτωθεί τη γυναίκα που προσπαθεί να πιαστεί από πάνω του στον αγώνα της να επιβιώσει μέσα στη θαλασσοταραχή, πιέζοντας το κεφάλι της προς τα κάτω. Ο ανθυπολοχαγός που κλήθηκε να συντονίσει την επιχείρηση διάσωσης, ανάμεσα στα ουρλιαχτά και τις κραυγές απελπισίας, θέλει να κλείσει τα αυτιά του αλλά φοβάται μήπως κάνει κακή εντύπωση, «κατασκοπεύοντας» ταυτόχρονα τον γιατρό και τη δασκάλα, για την οποία τρέφει ερωτικά αισθήματα, την ώρα που φροντίζουν τους τραυματίες, με την ανησυχία μήπως έχει αναζωπυρωθεί το παλιό τους ειδύλλιο. Ο Οσάμα, επιχειρώντας να καταφύγει κάπου για βοήθεια, βρίσκεται μπροστά από μια πανσιόν γυμνιστών και με το αίσθημα της ντροπής να υπερνικά εκείνο της επιβίωσης, στη θέα δύο γυναικών τρέπεται πανικόβλητος σε φυγή με δραματική κατάληξη για την ήδη επιβαρυμένη κατάστασή του. Η Ζεϊνέμπ ονειρεύεται μια ζωή δίπλα σε έναν ψηλό λευκό άντρα σαν κι αυτόν που βλέπει να περιφέρεται μέσα στον πρόχειρο όσο και απάνθρωπο προσωρινό καταυλισμό του γυμναστηρίου, φορώντας όμορφα «δυτικά» ρούχα, ενώ ο Αλέξανδρος, συγγραφέας και τουρίστας διαρκείας στο νησί, δυσφορεί μπροστά στο θέαμα των στοιβαγμένων ανθρώπινων σωμάτων, αντιλαμβανόμενος ωστόσο πως η φρίκη του δεν είναι τόσο αποτέλεσμα συμπόνιας όσο υποχρέωσης – «της υποχρέωσης ενός πολιτισμένου όντος που οφείλει να θλίβεται σαν έρχεται αντιμέτωπο με τη δυστυχία των ομοίων του που δεν τα κατάφεραν ή δεν στάθηκαν αρκετά τυχεροί».

«Έξυπνος είναι αυτός που γνωρίζει τις απαντήσεις», είχε πει κάποτε ο Ναγκίμπ Μαχφούζ – «σοφός εκείνος που θέτει τα ερωτήματα». Και ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης είναι αρκετά οξυδερκής όσο και έμπειρος ώστε να μην παρασυρθεί σε εύκολους συναισθηματισμούς και ηθικές ετυμηγορίες. Οι νοηματοδοτήσεις στο έργο του αδειάζουν, ξεχειλίζουν και συστρέφονται και με βασικό αξίωμα πως η πολιτική είναι εγγενής τόσο στην απλή γεγονικότητα όσο και στη μεταφυσική της ανθρώπινης εμπειρίας, ταξιδεύει incognito μέσα στο διηγητικό του σύμπαν, για να δανειστώ την έκφραση του Σίλερ για την έννοια του ρεαλισμού,[6] και αφήνει στην πλοκή και στη διαλογική αλληλεπίδραση των ηρώων του το καθήκον της ανάδειξης της δικής του στοχαστικής ματιάς στην ιστορία. «Η ιδέα της δοκιμής του ήρωα και του λόγου του είναι ίσως η θεμελιωδέστερη οργανωτική ιδέα του μυθιστορήματος», μας λέει ο Μπαχτίν και υποστηρίζει πως οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες δεν είναι απλώς πρόσωπα αλλά ταυτόχρονα και ιδεολόγοι, των οποίων οι δράσεις πρέπει να είναι έτσι σχεδιασμένες ώστε να θέτουν σε δοκιμή τους λόγους τους. «Το μυθιστορηματικό έργο», σημειώνει, «έχει χρέος να οδηγεί σε μια κριτική της ιστορίας όσο και να αποκαλύπτει κοινωνικές δυνάμεις εν δράσει πίσω από την πλάτη των ανυποψίαστων χαρακτήρων».[7]

Ο συγγραφέας αισθητικοποιεί τον ηθικό και ιδεολογικό προσανατολισμό τού εγχειρήματός του, εφόσον, όπως μας διαβεβαιώνει ο Pesoa, καθετί το διανοητικό είναι από την ουσία του ατομικό, ενώ καθετί το συγκινησιακό είναι από την ουσία του συλλογικό: «Ο άνθρωπος είναι ένα ζώο ασυνεχές, και είναι ασυνεχής επειδή είναι διττός. Έχει τη ζωή των αισθήσεων η οποία, με διαδικασίες που διανύουν όλη την απόσταση από την τελειότητα ως την κοινωνική ζωή, τον συνδέει με τον περιβάλλοντα κόσμο […] και τη ζωή της διάνοιας η οποία τον εγκλείει στον εαυτό του, διαχωρίζοντάς τον έτσι από τον περιβάλλοντα κόσμο».[8]

Στο έργο του Τζαμιώτη, η εσωτερική ζωή του υποκειμένου, η κοινωνικότητα της έγχρονης εμπειρίας του, ο εξορθολογισμός της δράσης και η διανοητική εναίσθηση του εξωτερικού κόσμου μετατρέπονται σε μια δυσεπίλυτη υπερβατική εξίσωση με θύμα συνολικά το ανθρώπινο γένος. «Ο άνθρωπος δεν είναι αυτή η συγκεκριμένη ανάγκη που συνοδεύεται από το συμπληρωματικό “σωστό αντικείμενό” της, μια κλειδαριά με το κλειδί της (που πρέπει να βρούμε ή να κατασκευάσουμε)», επισημαίνει ο Καστοριάδης. «Ο άνθρωπος δεν μπορεί να υπάρξει παρά οριζόμενος κάθε φορά ως ένα σύνολο αναγκών και αντίστοιχων αντικειμένων, υπερβαίνει όμως πάντοτε αυτούς τους ορισμούς – και, αν τους υπερβαίνει, τούτο συμβαίνει διότι εξέρχονται από τον εαυτό του, διότι τους επινοεί, διότι συνεπώς τους ποιεί ποιώντας, και ποιώντας τον εαυτό του, και διότι κανένας λογικός, φυσικός ή ιστορικός ορισμός δεν επιτρέπει την οριστική παγίωσή τους».[9]

Ο συγγραφέας του περάσματος, εναλλάσσοντας διαρκώς τους ρόλους, μετατρέπει την  τέχνη σε κριτική της έγχρονης εμπειρίας, και την ίδια την ιστορικότητα του ανθρώπινου υποκειμένου σε ένα φαντασιακό διάγραμμα ολόκληρης της πορείας τού πεπρωμένου της θνητότητάς του, από τη ζωή στην επιβίωση και από την εξαθλίωση στην ανάδειξη του μεγαλείου του πεπερασμένου, αναπτύσσοντας διεισδυτικά την προσωπική του διερώτηση και καθηλωτική «αμηχανία» πάνω στην εισαγωγική φράση τού κειμένου του: «Χθες ήμασταν εμείς, σήμερα κλήρωσε σε σας, ποιος ξέρει αύριο ποιον θα διαλέξει;»

ΙΝFO: Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, «Το πέρασμα», εκδόσεις Μεταίχμιο

[1] Σημειώσεις για έναν υπέρτατο μύθο, απόδοση Στάθης Καββαδάς, Αθήνα: Εστία, 1994, σελ. 12.

[2] Μεταμαρξιστικά ρεύματα στην αισθητική και στη θεωρία της λογοτεχνίας, μτφρ. Φώτης Τερζακης, Αθήνα: Futura, 2004, σσ. 47-48.

[3] Βλέπε: ό.π, σσ. 52-53.

[4] Ό.π., σελ. 54.

[5] Francis Mulhern, “Towards 2000, or news from you-know-where”, New Left Review, 148, 1984, σελ.24.

[6] Βλέπε: Σίλερ-Γκαίτε: αλληλογραφία, μτφρ. Θανάσης Λάμπρου, Αθήνα: Κριτική, 2001, σελ. 127.

[7] Βλέπε: The dialogic imagination, μτφρ. Caryl Emerson, Michael Holquist, University of Texas Press, σσ. 277-290, Προβλήματα λογοτεχνίας και αισθητικής, μτφρ. Γιώργος Σπανός, Αθήνα: Πλέθρον, 1980, κεφ. IV.

[8] Fernando Pessoa, Λογοτεχνικά δοκίμια, μτφρ. Μαρία Ζ. Παπαδοπούλου, Αθήνα: Printa, 2006, σελ. 134-135.

[9] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, Αθήνα: εκδ. Ράππα, 1985, σελ.203.

Προηγούμενο άρθροΤα νέα ελληνικά στην Τσεχία (Β.Χατζηβασιλείου)
Επόμενο άρθροΣαίξπηρ:Σονέτα από τη Λένια Ζαφειροπούλου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ