Η φανέλα (διήγημα της Θεοδώρας Παπαδημητρίου)

0
822

 

Θεοδώρα Παπαδημητρίου

Τον Μάρτη του ‘83, μόλις είχε απολυθεί απ’το στρατό, τον φώναξαν πίσω στο χωριό. Ο παππούς θέλει να σε δει, είπαν. Είναι στα τελευταία του, μην αργήσεις. Πήρε το ΚΤΕΛ απ’τα Διαβατά σούρουπο. Φορούσε ακόμη κατάσαρκα τη μάλλινη φανέλα, μήνες τώρα τον είχε τρελάνει στη φαγούρα, να τη βγάλει ούτε λόγος. Καντάρια ιδρώτα είχε μαζέψει αυτή η φανέλα, τον κίτρινο ιδρώτα των διαταγών του ανθύπα, τον θαμπό της σκοπιάς 2-4 και τον άλλο τον γαλακτερό, όταν εκείνη ερχόταν μες στη μαύρη νύχτα και τον κοιτούσε κατάματα με το ένα μάτι μπλαβί και τ’άλλο γυάλινο. Μην πάει ο νους σου σε καμιά παστρικιά, δεν τα γούσταρε τα γιούργια με τους άλλους στα σπίτια. Τάχα μου ανέβαζε πυρετό, βογκούσε απ’τη βαριά θολούρα, ώσπου να μείνει μονάχος στο θάλαμο να την ψάχνει στην ομίχλη του άφτερ-σέιβ πάνω απ’τους φοριαμούς και τα ξέστρωτα κρεββάτια. Μέχρι τη μέρα που τον βρήκε αρρώστια κανονική κι εκεί που ψηνόταν απ’την κορφή ως τα νύχια και τη λαχταρούσε να ξαπλώσει πάνω του σαν δροσερή κομπρέσα, του ‘φυγε τ’όνομά της. Γιαννούλα και Γιαννούλα πάνω στο παραμιλητό, τον πήρανε γραμμή οι άλλοι, πού είναι η αρραβωνιάρα ρε χλεμπονιάρη;, γιατί μας την κρύβεις, ρε; και δώσ’του να ψαχουλεύουν το στρώμα για φωτογραφία χιλιοδιπλωμένη, σφήνα στις σούστες και τους γάντζους. Απ’ τ’αρχίδια να τον κρεμούσαν, δεν θα μολογούσε ποια ήταν. Ούτε θα την έλεγε ποτέ θεία. Μικραδελφή του πατέρα του, δηλαδή θεία. Μικροπαντρεμένη, μικρομάνα, μικροχήρα, μικροκαμωμένη, με δυο χωνάκια μυτερά κάτω απ’τη μπλούζα, μικρός της τα ‘πιανε κι εκείνη χαχάνιζε γλυκαμένη. Τα ‘βρισκε αθώα τα καμώματά του, τι κάνεις ρε μπαγάσα, του ‘λεγε σιγανά, θα σε γαργαλήσω μέχρι θανάτου. Κι έμπαιναν τα δάχτυλα της, ίδια μ’έντομα που ξυπνούν λυσσασμένα σαν μπαίνει το καλοκαίρι, σε λακκούβες άτριχες και κόκκαλα μαλακά, ούτε που το ‘χε φανταστεί πώς γίνεται να τσιρίζει κανείς φτάνει και να εννοεί κι άλλο. Ήθελε στ’αλήθεια να πεθάνει. Να πεθάνει απ’τους σπασμούς, μόνο να γινόταν αργά, να προλάβει να πεθάνει πολλές φορές, απανωτά, αν γινόταν. Που δεν γινόταν. Σου σάλεψε, Κωστάκη, μούτζωσε νοερά τη μούρη του στο τζάμι, θολό απ’τα χνώτα, θέρμανση γιοκ.

Πάρκινγκ εστιατορίου «Ο Ζάχος», στάση για κατούρημα, ψιλόβροχο, ανάβεις τσιγάρο.  Άμα δεν τ’άναβες, δεν θα ‘βλεπες. Ούτε θα σου γεννιόταν έτσι αλλόκοτα ο οίκτος. Γιατί σκυλί δεν έχεις. Ούτε ζήτησες ποτέ, ούτε είχες ποτέ. Κι αν ποτέ έπαιρνες, θα ‘παιρνες σακάτικο; Να κουτσαίνει; Να πονά μια φορά γιατί περπατά κι άλλη μια γιατί βλέπει τα άλλα σκυλιά να τρέχουν; Δεν θα ‘παιρνες. Ε, τότε τι σε νοιάζει, ρε; Τι σε κόφτει εσένανε που ο άλλος το διώχνει το σκυλί; Τι του ‘πε στην τελική; Ξεκουμπίσου από δω, κοπρόσκυλο. Δεν του ‘βρισε τη μάνα. Τι θα πει περισσεύουν κόκκαλα; Τα μέτρησες; Δικό του είναι το μαγαζί, ό,τι θέλει κάνει. Δουλειά σου, εσύ. Ξέρεις εσύ τι κουβαλά ο κάθε Ζάχος; Κι αν ήταν κι αυτός σακάτης και γιατρεύτηκε; Γιατί δηλαδή να του το θυμίζει σώνει και ντε το κάθε κωλόσκυλο; Ναι ρε, το χτύπησε και τώρα κουτσαίνει από δυο πόδια. Ας μην πλησίαζε κι αυτό. Εσύ πάλι γιατί κόλλησες με τη σανίδα; Γιατί σου καρφώθηκε να τη σηκώσεις, να τον σαπίσεις στο ξύλο και να φωνάξεις το σκυλί να τον ξεκοκκαλίσει; Σιγά τα αίματα, μεγάλε. Στρίψε το τσιγαράκι σου και χώσου ανάμεσα στα ψυγεία μη λιώσεις απ’τη βροχή.

Πώς το ‘χε πει η Γιαννούλα τότε που ‘χε έρθει αξημέρωτα; Μέρες έβρεχε χωρίς σταματημό, λίμνη έφερε απ’έξω, ομπρέλα δεν είχε, μελανιές είχε, μια μεγάλη στο ‘να μάτι, δεν άνοιγε το βλέφαρο, είχε κι άλλες μικρότερες σαν να ‘χε σκάσει πέτρα στο μάτι και να πιτσίλισε όπου βρήκε, μπράτσα, λαιμό και στόμα. Είχε κι ένα σκίσιμο λοξό στο κούτελο και μια τούφα μαλλιά από πάνω να το κρύψει, τζάμπα κόπος, μάτωσαν οι τρίχες, μπλέχτηκαν στη σάρκα κι άντε να τις βγάλεις. Να έρθω να μείνω εδώ με τον μικρό. Κάτι τέτοιο είχε πει. Δεν θυμάσαι αν ρώτησε. Μπορεί να το είπε έτσι, όπως λέμε να πάρω την πιατέλα, να τη βάλω στο ντουλάπι, να μην σπάσει. Η γιαγιά σου την κοίταξε με τα χείλη σφιγμένα, ευθεία γραμμή. Όχι, είπε στο τέλος. Ο παππούς πάλι δεν είπε τίποτα. Είχε στυλώσει το βλέμμα στα νερά που μαζεύονταν στο πάτωμα, σε λίγο θα μούσκευαν το πολύμπριζο, μεγάλη ζημιά, δαπανηρή. Τα κοιτούσες κι εσύ, σαν να ‘ταν τα νερά η μόνη αλήθεια κι όλα τ’άλλα όνειρο κακό. Ο Κώτσος κι ο Κωστάκης. Παππούς κι εγγονός, άβουλοι θεατές. Τουρίστες σε ΚΤΕΛ νυχτερινό. Στάση για τσιγάρο και κατούρημα, έξω απ’τη Ραψάνη, πάρκινγκ εστιατορίου «Ο Ζάχος».

Μπήκαν στο χωριό την ώρα που τα ζώα κοιμούνται κι οι άνθρωποι ξενυχτούν. Άλλοι με τα φώτα χαμηλωμένα και τα παντζούρια κλειστά, κι άλλοι αμίλητοι στο καφενείο, πίσω από τζάμια θαμπά, κάπνα κι ανάσες ξερές, κουρεμένες με την ψιλή. Δεν δίνουν δικαιώματα τα επαρχιωτάκια. Για καλό το ‘λεγε ο ανθύπας, μάγκας σαλονικιός καρδαμωμένος, απ’αυτούς που ‘χουν τις γυναίκες τόσο εύκολα, όσο την ανάσα. Ένας τέτοιος είχε βάλει τότε στο μάτι τη Γιαννούλα. Πέσαν όλοι πάνω της να τής ζαλίζουν τ’αυτιά για προίκες και γαμπρούς εμπόρους με τα διπλά της χρόνια. Αυτή το χαβά της. Τονε θέλω και θα τονε πάρω. Και δωσ’του να κυλιέται στα βούρλα και στις καλαμιές, βούιξε η γειτονιά, περνούσαν έξω απ’του παππού και φτύναν τα ντουβάρια, μουρμούραγαν κι οι πέτρες για την κόρη του Κώτσου που κλέφτηκε με την κοιλιά τούρλα. Τού ‘ρθε ανακατωσούρα απ’τον καπνό της σόμπας, είχε κατέβει μονάχος στην πλατεία, μπροστά απ’το καφενείο το πλατάνι αναριγούσε, μέσα το κασετόφωνο έπαιζε Βιτάλη. Πήρε το χωματόδρομο με τα πόδια τρεκλίζοντας από σκέψεις βαριές για των ανθρώπων τις τροχιές× στάλα τσίπουρο δεν είχε πιει κι ας το ‘χε ανάγκη. Ένα τσιγάρο μόνο άναψε σαν έφτασε στην άδεια αυλή και κοντοστάθηκε να κοιτάξει το σκοτάδι. Εκεί, μπροστά στη μηλιά που του ‘χε φυτέψει όταν γεννήθηκε, ευχήθηκε να έχει πεθάνει ο γέρο-Κώτσος. Να τη βρει μονάχη της κι αναγκεμένη. Μπορείς να το δεις το σκοτάδι; Μπορείς.

Δεν θυμόταν την πόρτα ν’ανοίγει. Να του ‘πε πέρνα; Ή πάνω στην ώρα ήρθες; Να τον έπιασε απ’το μπράτσο να τον τραβήξει μέσα; Ή να κίνησε πρώτη στα σκοτάδια; Θυμόταν να μετρά πετραδάκια στο μωσαϊκό, βήματα μέχρι το δωμάτιο, ένας μουσαμάς στο γραφείο κι ένας στην καρέκλα, μια θερμάστρα, εννιά βέργες φως. Τον είδε καθισμένο στο κρεββάτι. Γυμνός απ’τη μέση και πάνω, περίμενε αμίλητος. Έλα, βόηθα λίγο. Τον ανασήκωσε απ’τη μασχάλη, τού ‘ρθε απόπνοια μπαγιάτικη, λίγο έλειψε να τού λυγίσουν τα γόνατα, τού φάνηκε βαρύς, λιπόσαρκος και βαρύς, σαν να μην το ‘θελε πια το κορμί του, να το πέταγε όπως πετάμε ένα πανωφόρι στην κρεμάστρα. Στέρνο φαρδύ, πόδια κλαράκια, η Γιαννούλα τού ‘χε κατεβάσει με μια κίνηση πιτζάμα, σώβρακα, κι, αφού ζαλώθηκε την άλλη μασχάλη, τον κουβαλήσανε στο μπάνιο.

Τον σαπουνίζατε ώρα πολλή. Αυτό μπορείς να πεις πως κάνατε μαζί. Κατά τ’άλλα, η Γιαννούλα είχε βυθιστεί σε μια ρουτίνα καθαρισμού. Το πήγαινε λωρίδα-λωρίδα, χωρίς να βιάζεται. Παράσημο θα τής είχε καρφώσει ο ανθύπας, τόσο μεθοδικά βουτούσε το σφουγγάρι στη λεκάνη με τα σαπουνόνερα κι έτριβε κοιλιές τουμπανιασμένες και μπούτια άτριχα. Έτριβε αργά, με επαγγελματισμό, όπως τρίβατε κατσαρόλες με λίπη ατάγγιστα στα τσιμπούσια των αξιωματικών, πράσινο σαπούνι εσείς, λευκό τριαντάφυλλο εκείνη. Ένα φτηνοσάπουνο γλυκερό στον πάτο της λεκάνης, μ’αυτό τού ‘τριβε τώρα το πέος, σιγά μην άφηνε η καριόλα, το ‘τριβε δυνατά, χωρίς ίχνος σεβασμού, τι σεβασμό να δείξει Κωστάκη, τη δουλειά της κάνει η γυναίκα. Εσύ πάλι το βιολί σου. Ένα δίκιο στο δίνω. Τα πιο άγονα χώματα διαλέγει η επιθυμία. Σπόρο πετάς στο βράχο και πιάνει ο κερατάς. Άνυδρη ντομάτα πελτές το μυαλό σου να τον ανακατώνει η Γιαννούλα με την κουτάλα. Κι εσύ παραζαλισμένος να περιμένεις τη στιγμή που τα δάχτυλα σας θ’αγγιχτούν, τυχαία λέει, να σε πιάνει και μια συγκίνηση γι’αυτό το γέρικο κορμί που σας δένει με αυλάκια σαπουνόνερου, σαν να ευλογεί την ένωσή σας, ζωή που νικά το θάνατο και λοιπά.

Κάτι τέτοια ρομαντικά θα της έλεγες αργότερα, όταν θα τον είχατε βάλει για ύπνο και θα τολμούσες να την κοιτάξεις στα μάτια. Σαν τι άλλο να της πεις δηλαδή; Ότι είχες σκαλώσει με το πέος του παππού; Ωραία θα πήγαινε αυτό. Ότι δεν μπορούσες να παραβλέψεις πόσο έμοιαζε με το δικό σου; Ή ότι, όσο εκείνη έτριβε το ένα, το άλλο τουμπάνιαζε; Μεγάλο κακό σε βρήκε. Μήπως να της έλεγες και για τα χέρια της; Για πες για τα χέρια, ναι. Που ‘θελες να τής τα κολλήσεις στην πλάτη και να την πάρεις πισωκολλητό στο νεροχύτη; Να τη ρωτάς στον καθρέφτη αν φτάνει και να σου λέει κι άλλο; Μας καύλωσες, Κωστάκη. Κι εγώ σου λέω τής τα λες. Θα σου αρέσει η απάντηση, πιστεύεις; Μούγγα, ε;

Έλα, βγες απ’τις κουβέρτες, ρε αγόρι μου. Και πέτα επιτέλους τη φανέλα. Βρώμισε ο τόπος κι αύριο έχουμε κηδεία.

Προηγούμενο άρθροΟ πειρασμός του Καζαντζάκη όταν ο Orwell πέθαινε στην Καταλωνία (της Σοφίας Σ. Κιόρογλου)
Επόμενο άρθροΘεατρικός χειμώνας 2: Θέατρο «Σταθμός» (της Όλγας Σελλά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ