του Μάκη Ανδρονόπουλου
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αντικατέστησε τα Λατινικά με το μάθημα της Κοινωνιολογίας και η κυβέρνηση της ΝΔ με το ν. 4692 κατήργησε τo μάθημα της κοινωνιολογίας – βασικές αρχές κοινωνικών επιστημών, σύγχρονος κόσμος – πολίτης και δημοκρατία και ευρωπαϊκός πολιτισμός. Ο Άδωνις Γεωργιάδης είχε καταγγείλει στη Βουλή την πρώτη ενέργεια λέγοντας: «Πάτε να αντικαταστήσετε τα Λατινικά με την Κοινωνιολογία. Δηλαδή μ’ ένα μάθημα, απλώς για να κάνουν τα παιδιά αριστερά».
Συνεπώς, η Κοινωνιολογία είναι ένα επικίνδυνο μάθημα και προφανώς είναι επικίνδυνοι οι κοινωνιολόγοι κατά τον επαγγελματία εκδότη, εκπαιδευτικό και δάσκαλο της ρητορικής Άδωνι Γεωργιάδη, ο οποίος ενώ γνωρίζει τους βαθύτερους λόγους της επικινδυνότητας αυτής της επιστήμης, ήτοι τις στρεβλώσεις της δημοκρατίας και τις εκθετικά διογκούμενες ανισότητες και εκμεταλλευόμενος τον αθέμιτο σχετικισμό της κυρίαρχης μετα-αλήθειας επιβάλει έμμεσα σε μια ολόκληρη πολιτική παράταξη το ψέμα του. Έκανε μάλιστα πως ξεχνά –ενώ έχει εντρυφήσει στα νιάτα του- ότι ο ναζισμός εκμεταλλεύτηκε την κοινωνιολογία με τις αμφιλεγόμενες θεωρίες του κοινωνικού δαρβινισμού, τη θεωρία του «Λαού» και της κοινωνικής στρατοκρατίας…
Ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Νίκος Παναγιωτόπουλος, έχει καταδείξει με τις πάμπολλες έρευνες και τα βιβλία του με τρόπο επιστημονικά στιβαρό πολλές δυσμορφίες και καταστάσεις της ελληνικής πραγματικότητας με ένα τρόπο που παράγουν λύσεις πολιτικής. Ως εκ τούτου είναι επικίνδυνος! Και το απέδειξε θέτοντας το ερώτημα στο «βιβλιαράκι» του –τηρώ την γραφιστική υπογράμμιση του τίτλου- «ΥΠΑΡΧΕΙ ακόμα ελληνική ΔΙΑΝΟΗΣΗ;» (εκδ. πεδίο, 2023).
Για να κατανοήσει κανείς το ειρωνικό και δεικτικό ερώτημα του Παναγιωτόπουλου είναι καλό να γνωρίζει πως είναι απόφοιτος της κοινωνιολογικής σχολής του Πανεπιστημίου Κοινωνικών Eπιστημών του Στρασβούργου, διδάκτορας του ίδιου Πανεπιστημίου, απόφοιτος του Ινστιτούτου Πολεμολογίας του ίδιου Πανεπιστημίου. Διετέλεσε στενός συνεργάτης του Πιέρ Μπουρντιέ. Έχει διδάξει σε πολλά ξένα πανεπιστήμια και συνεργάζεται με διεθνή ερευνητικά κέντρα. Είναι εκδότης και διευθυντής της τρίγλωσσης επιθεώρησης «Κοινωνικές Επιστήμες» και το 2019 τιμήθηκε με τον τίτλο του Ιππότη των Γραμμάτων και των Τεχνών της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Η νομιμοποιητική του καταγγέλλοντος
Ο Παναγιωτόπουλος απαντάει: αυτό που φαίνεται να είναι διανόηση δεν είναι, είναι απολύτως fake (η λέξη δική μου), κι αν υπάρχει κάπου διανόηση δεν έχει φωνή. Πρέπει να σημειώσω ότι γνωρίζω καλά την επιστημονική του πειθαρχία από τα ιδιαίτερες έρευνές του όπως «Οι Αφανείς-Κοινωνιολογία των λαϊκών τάξεων στην Ελλάδα» τα τελευταία 70 χρόνια, όπου επιχειρεί να αντικειμενοποιήσει τα κρίσιμα δομικά χαρακτηριστικά των λαϊκών τάξεων, τη σταδιακή κοινωνική υποβάθμιση, καθώς και τη διάσπαση και ενδυνάμωση των εσωτερικών διαιρέσεων των λαϊκών τάξεων. Στο παράλληλο πόνημά του «Οι πολίτες μιλούν για την Ελλάδα» μετά το ξέσπασμα της κρίσης -αξιοζήλευτη δημοσιογραφικά δουλειά- στο οποίο διερευνά τον τρόπο Αρχή φόρσυγκρότησης των κοινωνικών υποκειμένων πριν και μετά από αυτή. Επίσης, έχω διαβάσει την έρευνά του «Αναγνώσεις, Αναγνώστες και Αναγνώστριες – Το βιβλίο και το κοινό του στην Ελλάδα». Αναφέρθηκα στο έργο του που ξέρω όχι μόνο για να δείξω ενδεικτικά ένα μικρό τμήμα της επικαιρότητας της δουλειάς του, αλλά και για να επισημάνω πως νομιμοποιείται απόλυτα μέσα από το έργο του να καταγγέλλει όσα καταγγέλλει στο παρεμβατικό αυτό βιβλίο του.
Δεν θα σταθώ ιδιαίτερα στο ξεβράκωμα αυτών που αποκαλεί «σωσίες διανοουμένων» με τη «διαρκή φλυαρία» τους που είναι απόρροια ενός «βαθύτατου κομφορμισμού», οι οποίοι συμβάλουν συστηματικά στο «γενικευμένο κλίμα αφασίας». Διαπιστώνει την «υποχώρηση της αυτονομίας της πνευματικής σφαίρας», την «καταγγελία μιας πραγματικότητας με τη φαντασίωση της ακύρωσης αυτής της ίδιας της πραγματικότητας», την υιοθέτηση από τους δημοσιολογούντες της νεοφιλελεύθερης θέασης του κόσμου και κυρίως την «εισχώρηση της λογικής των διανοουμένων στη λογική του κράτους, η οποία οικειοποιείται τα ιδανικά του εκσυγχρονισμού και της δημοκρατίας. Κάπως έτσι εξηγεί πως φτάσαμε «από τη χρεοκοπία των ταγών, στους influencers».
Η μέθοδος κατά της αποπολιτικοποίησης
Ο Παναγιωτόπουλος, αφού ορίζει τα καθήκοντα του πραγματικού και χρήσιμου διανοούμενου ως επιστήμονα-πραγματογνώμονα, επικαλείται τον Πιέρ Μπουρντιέ για τη συγκρότηση μιας «Διεθνούς των διανοουμένων» ικανής να επιβληθεί ως «αποτελεσματική αντι-εξουσία έναντι των οικονομικών, πολιτικών και τηλεπικοινωνιακών, εθνικών και υπερ-εθνικών εξουσιών, και να θέσει νέες μορφές δράσης στην υπηρεσία των διαφορετικών ιστορικών μορφών του οικουμενικού των οποίων η ύπαρξη και τα ειδικά συμφέροντα είναι αλληλένδετα».
Ειδικότερα, «σε μια εποχή πληθωρισμού των μορφών εξάρτησης και δουλείας τις οποίες υφίστανται οι διανοούμενοι» υπερτονίζει την ανάγκη να υπάρξουν ειδικές κοινωνικές συνθήκες που να επιτρέπουν την παραγωγή σχετικά αυτόνομης πολιτισμικής παραγωγής. Έτσι, είναι αναγκαία η εξασφάλιση κρατικής συνδρομής στις ερευνητικές δραστηριότητες της επιστήμης και της τέχνης, χωρίς όμως την ενσωμάτωση του κρατικού τρόπου σκέψης. Προκειμένου δε να εγκαθιδρυθούν νέες αποτελεσματικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης της αυτόνομης παραγωγής, θα μπορούσε να υπάρξει ένα «εθνικό κοινοβούλιο συγγραφέων, επιστημόνων και καλλιτεχνών» που θα διασφάλιζε την «δεοντολογία της δράσης». Η ιδέα είναι καλή και λογική, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ πως θα συγκροτηθεί ένα τέτοιο κοινοβούλιο έξω από τα κόμματα, τα συνδικάτα, τις παρέες συμφερόντων, την οικογενειοκρατία κ.ο.κ. Ποιος θα αξιολογούσε ότι η τάδε ή ο δείνα είναι άξιος-αυτόνομος-μη εγκάθετος για να αναλύσει και να προτείνει υπέρ των Tiers Etat;
Φυσικά και υπάρχουν τρόποι, εφόσον υπάρχουν τα δέοντα κεφάλαια κινήσεως. Όμως, σημασία έχει η ιδέα. «Το διανοητικό αυτό συλλογικό σώμα οφείλει να παράγει και να διαχέει κατάλληλα εργαλεία άμυνας ενάντια στη συμβολική κυριαρχία η οποία εξοπλίζεται σήμερα , συνήθως, με το κύρος της “επιστήμης”». Για να γίνει αυτό χρειάζεται αφ΄ ενός «να προσδιοριστεί η γνωστική αξία και η εγκυρότητα» των διαφόρων μορφών της γνώσης, αφ΄ ετέρου «να φανερώσει τις κρυμμένες μορφές κυριαρχίας και εκμετάλλευσης». Κάπως έτσι, μπορεί να αποφευχθεί η παραίτηση, ο βολονταριστικός ουτοπισμός και ο φαταλιστικός επιστημονισμός και να αναδειχθεί ένας «έλλογος ουτοπισμός» που να παίξει το ρόλο μαίας, σύλληψης και διαμόρφωσης μιας νέας πολιτικής σκέψης και πράξης. Ο Παναγιωτόπουλος εκτιμά ότι το κοινοβούλιο των οργανικών διανοούμενων θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «εργαλείο ρήξης» τόσο με τη «ψυχολογική ψευδαίσθηση της ελευθερίας», όσο και με τη «θεολογική ψευδαίσθηση της σκοπιμότητας».
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι «ε! και;». Μα και τώρα, ακόμη και χωρίς αυτές τις απολύτως αναγκαίες έγκυρες γνωμοδοτήσεις –που σίγουρα λείπουν- ο κόσμος μέσα του γνωρίζει την ψευδαίσθηση της ελευθερίας, αλλά τη διαχειρίζεται με κόστος και ενίοτε ρισκάροντας την ψήφο του. Γνωρίζει με σχετική ευκρίνεια τι εξυπηρετεί η θεολογική σκοπιμότητα. Μετά την απαλλαγή από το θεό και τις ιδεολογίες, την απομάγευση του κοινωνικού κράτους και της αστικής δημοκρατίας, και αφού καταδείχθηκε ιστορικά πως η σοσιαλδημοκρατία λειτουργεί όποτε χρειάζεται ως δεκανίκι του κεφαλαίου και των αγορών, ο δυτικός πολίτης δεν έχει ποια άλλο τρόπο από τη διαμαρτυρία, που όμως η άρχουσα ελίτ περιφρονεί και καταστέλλει. Έτσι, όπως καταλήγει ο Κόλιν Κράους στη «Μεταδημοκρατία» του «χωρίς μια μαζική κλιμάκωση ανατρεπτικών ενεργειών …τι άλλο μπορεί να ανατρέψει τους συμφεροντολογικούς υπολογισμούς του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου, τι άλλο μπορεί να σύρει τους εκπροσώπους του στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων;»
ΥΓ: η διαχείριση της ρωσικής επανάστασης από τους μπολσεβίκους έριξε την θετική εξέλιξη της Ιστορίας εκατό χρόνια πίσω…
Νίκος Παναγιωτόπουλος, ΥΠΑΡΧΕΙ ακόμα ελληνική ΔΙΑΝΟΗΣΗ;, εκδόσεις Πεδίο.